ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΙΟΥΠΚΙΟΛΗ
Αν η δημοκρατία συντάσσει το ένα και το δύο, την ενότητα και τη διαίρεση, τότε είναι εξ αρχής ένα πολίτευμα που μπορεί ανά πάσα στιγμή να θέσει σε δοκιμασία τα όριά του. Γιατί όταν η συνύφανση αυτή είναι πραγματική, η σύγκρουση δεν υποτάσσεται απόλυτα στην εγκαθιδρυμένη ενότητα της πολιτικής κοινότητας, στο εδραιωμένο σύστημα των κοινών νόμων. Έτσι τα όρια της δημοκρατικής πολιτείας, δηλαδή το εύρος των εξουσιοδοτημένων μελών της αλλά και της πολιτικής ελευθερίας με την οποία αμφισβητείται το κατεστημένο, δεν είναι δεδομένα a priori.
Δεν είναι αυτοκαταστροφικό ένα τέτοιο πολίτευμα; Όχι! Δημοκρατικές κοινότητες αναθέωρησαν το σύνταγμά τους, αναδιάρθωσαν εκ βάθρων την πολιτική τους λειτουργία, συμπεριέλαβαν στο σώμα των πολιτών αποκλεισμένες κατηγορίες (την εργατική τάξη, τις γυναίκες, ποικιλώνυμες μειονότητες), επέκτειναν την πολιτική ρύθμιση και διαπάλη σε απρόσβλητες ώς τότε σφαίρες της κοινωνικής ζωής, την οικονομία, τις σχέσεις των φύλων. Αυτό έχουν καταδείξει κείμενα-ορόσημα του σύγχρονου δημοκρατικού στοχασμού, όπως τα δοκίμια της συλλογής Essais sur le politique του Claude Lefort, το έργο La mésentente του Jacques Rancière (αμφότερα, δυστυχώς, παραμένουν αμετάφραστα στα ελληνικά) και, πιο πρόσφατα, τα βιβλία Το δημοκρατικό παράδοξο και Επί του πολιτικού της Chantal Mouffe.[1] H θεσμοποίηση του ριζικού ανταγωνισμού δεν είναι μια τυχαία (ή ατυχής) συνθήκη, αλλά βρίσκεται στον πυρήνα της πολιτικής καινοτομίας και αρετής της δημοκρατίας. Η ελευθερία μιας κατ’ αρχήν απεριόριστης αμφισβήτησης είναι κεφαλαιώδης απόρροια της λαϊκής κυριαρχίας, δηλαδή της τελικής κυριαρχίας των πολιτών πάνω στην κοινότητά τους, η οποία τους εξουσιοδοτεί ακριβώς να παρεμβαίνουν στους θεμελιώδεις όρους της συνένωσής τους. Συνιστά επίσης τη ζωτική πρακτική με την οποία η δημοκρατία διευρύνεται και δικαιώνεται καθώς διορθώνει τους αποκλεισμούς, τις αδικίες και τα ατοπήματά της μέσα από ελεύθερους πολιτικούς αγώνες.
Η συμπλοκή ενότητας και ανταγωνισμού δεν πρέπει να παγιωθεί σε σταθερές ισορροπίες, γιατί τότε η ενότητα θα βάλει τέλος στις χειραφετητικές ρήξεις. Από την άλλη, η έλλειψη κάθε εξισορρόπησης και οριοθέτησης μπορεί να διαλύσει την κοινότητα με αγεφύρωτες διαιρέσεις και παραλυτικό χάος. Για να διαχειριστεί αυτό το κομβικό δίλημμα, η δημοκρατική πολιτική πρέπει να ασκήσει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη τις αρετές της φρόνησης, της κριτικής εγρήγορσης και του αναστοχασμού, καθώς δοκιμάζει συγκυριακές και αβέβαιες απαντήσεις στις εγγενείς της απορίες. Και οι αρετές αυτές καλλιεργούνται με τη δοκιμασία της σκέψης πάνω σε κρίσιμα συμβάντα, που εγείρουν ξανά τα συστατικά διλήμματα. Δύο τέτοιων συμβάντων γίναμε μάρτυρες πρόσφατα.
Η απεργία πείνας των μεταναστών μοιάζει εκ πρώτης όψεως ως η κατεξοχήν επιβεβαίωση της αξίας μιας αγωνιστικής συγκρότησης της δημοκρατίας, όπως αυτή που εισηγείται η Chantal Mouffe στα δύο παραπάνω έργα. Η διαμαρτυρία δεν επικαλείται τις θεσμοθετημένες ερμηνείες της ίσης ελευθερίας, γιατί αυτές ακριβώς αρνούνται τα δικαιώματα των αγωνιζόμενων μεταναστών, του «μέρους χωρίς μέρος» στη σύγχρονη πολιτεία. Άρα το αίτημα του δικαίου προσφεύγει σε μια διαφορετική εννόηση των δημοκρατικών αρχών που αναγνωρίζει τη νομιμότητα όλων των εγκατεστημένων κατοίκων της χώρας, ανεξαρτήτως καταγωγής. Για να εισακουστεί, αυτή η διεκδίκηση προϋποθέτει ακριβώς μια διαπλοκή ενότητας και ανταγωνισμού στα πρότυπα της αγωνιστικής δημοκρατίας της Mouffe. Η πολιτική κοινότητα συνέχεται από την ομόλογη προσήλωση των πολιτών στις αρχές της ισότητας και της ελευθερίας, αλλά νομιμοποιεί παράλληλα την αντιπαράθεση διαφορετικών συλλήψεών τους, καθώς και την εναλλαγή των ανταγωνιστών στη θέση της κυρίαρχης ερμηνείας. Μια τέτοια «συγκρουσιακή συναίνεση» δίνει ελεύθερο βήμα σε διαφορετικές εκφορές των καταστατικών αρχών, παρέχοντας έτσι νόμιμη φωνή στα αιτήματα των απεργών μεταναστών. Αλλά επιτρέπει και την κατίσχυση των εναλλακτικών αποδόσεων μέσα από πολιτικούς αγώνες που ανατρέπουν τις κατεστημένες ιδέες.[2]
Αρκεί όμως η πολιτική της διαμάχης των διαφορετικών ερμηνειών, που διατηρούν απλώς μια κοινή αναφορά στο όνομα της ίσης ελευθερίας, για να δικαιωθούν ανατρεπτικά αιτήματα που διανοίγουν το πεδίο της δημοκρατίας; Η αξία του προβληματισμού του Κώστα Χριστόπουλου, με αφορμή την ίδια υπόθεση, έγκειται στο ότι αναδεικνύει ακριβώς τις αδυναμίες αυτής της πολιτικής διαγωγής.[3] Αν οι μετανάστες και οι υπερασπιστές τους αγωνίζονται για μια ριζοσπαστική επανερμηνεία απέναντι σε μια πολύ ισχυρότερη πλειοψηφία, η οποία με τη σειρά της μάχεται απλώς για τη δική της (καθιερωμένη) αντίληψη των δημοκρατικών αρχών, ποιες ελπίδες μπορούν να έχουν οι αδύνατοι και οι αποκλεισμένοι; Η κατάσταση υποβάλλει τη σκέψη ότι η σχέση συναίνεσης/σύγκρουσης, ή ενότητας/διαίρεσης, θα πρέπει να προσδιοριστεί διαφορετικά, αν προσβλέπουμε πράγματι σε ένα εξισωτικό πολίτευμα. Θα πρέπει μερίδες έστω των αποδεκτών μιας διεκδίκησης να προσέρχονται στην αντιπαράθεση όχι απλώς για να αντιπαρατάξουν τις δεδομένες θέσεις τους, αλλά για να τις θέσουν υπό διαπραγμάτευση, αποποιούμενοι εκούσια τη δυνατότητα επιβολής τους. Θα πρέπει έτσι να διαλεχθούν κατά το δυνατόν ισότιμα με τους αδύνατους αγωνιστές, με στόχο να προσεγγίσουν σημεία συμφωνίας που θα ανταποκρίνονται ουσιαστικά στις αξιώσεις του «αντίπαλου» διεκδικητή. Θα πρέπει, δηλαδή, πράγματι ο αγωνισμός να συμπληρώνεται με μια ηθική της αβίαστης συναίνεσης, όπως περίπου την εννοεί ο Jürgen Habermas.
Αλλά όχι ακριβώς. Κατ’ αρχάς, η συμπλήρωση δεν είναι σκόπιμο να γίνει ιεραρχική υποταγή της διαπάλης στην επιδίωξη της συναίνεσης. Δεν είναι εύλογο να προσδοκούμε ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ισχυρών θα θελήσει να απεκδυθεί την ισχύ της προς όφελος των αδυνάτων, και θα προσέλθει σε έναν αληθινά ισότιμο διάλογο, απαλλαγμένη από προκαταλήψεις και συμφέροντα. Ο αγώνας των αδύναμων απαιτείται να είναι μαχητικός και συγκρουσιακός, για να μην συναινέσει απλώς στην υπεροχή του κατεστημένου. Κατά δεύτερον, η ορθολογική συναίνεση του Habermas επιζητείται υπό τους όρους ενός διαλόγου που προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι υφίσταται μία και μόνη ορθολογική λύση στα θεμελιώδη ηθικά ζητήματα.[4] Κι ενώ ποτέ δεν ολοκληρώνεται οριστικά ο διάλογος, οι εκβάσεις των ιστορικών διαλόγων έχουν μια αυξημένη ηθική και ορθολογική νομιμοποίηση ως βάσιμες προσεγγίσεις στη μία τελική αλήθεια, εφόσον τελούνται υπό συνθήκες που πλησιάζουν τους ιδανικούς όρους. Η συντελεσμένη συναίνεση διεκδικεί το «τεκμήριο του Λόγου», στο φως μιας ιουδαιοχριστιανικής θεολογίας της έσχατης αλήθειας, που προϋποτίθεται εξαρχής ως ελευσόμενη. Με την ενισχυμένη της ηθική και ορθολογική αξίωση, η συναίνεση δυσχεραίνει την αγωνιστική της αντίκρουση. Αλλά τα εκάστοτε αποτελέσματα της πολιτικής αλληλεπίδρασης πρέπει να παραμένουν επισφαλή και ανοικτά στη διαμάχη. Γιατί στις πραγματικές συνθήκες ανισότητας των διαλόγων, είναι πάντα πιθανόν ότι οι προσωρινές συμφωνίες θα κλίνουν υπέρ των ισχυρών και θα σφραγίζονται από τις κατεστημένες προκαταλήψεις, με όλες τις αδικίες και τους αποκλεισμούς που υποθάλπουν. Η δε υπόθεση της «μίας ορθής λύσης» τείνει να απαξιώσει τις εύλογες επίμονες διαφορές σε θεμελιώδη διακυβεύματα.
Αν ο αγώνας των μεταναστών υποδεικνύει τη σημασία μιας μεγαλύτερης μέριμνας για τη συναίνεση στα πλαίσια της αντιπαράθεσης, ένα άλλο συγκρουσιακό συμβάν των ημερών, η αποδοκιμασία του Θ. Πάγκαλου από ομάδα Ελλήνων πολιτών στο Παρίσι, αναδεικνύει την αξία μιας οξύτερης μαχητικότητας που βρίσκεται στα όρια του αγωνισμού της C. Mouffe, αν όχι πέρα από αυτά. Θεμελιώδης όρος της δημοκρατικής αντιδικίας είναι ότι σέβεται τη νομιμότητα του αντιπάλου και το δικαίωμά του να υπάρχει ως τέτοιος, την ώρα ακριβώς που οι πολιτικές του θέσεις γίνονται αντικείμενο αμφισβήτησης.[5] Διαφορετικά, αίρεται η ίδια η δυνατότητα μιας πολιτικής διαπάλης. Οι διαμαρτυρόμενοι, όμως, στην εκδήλωση προς τιμήν του Κ. Γαβρά, διακήρυξαν ότι έκαναν μια «παράσταση διαμαρτυρίας με σαφή και ξεκάθαρη πρόθεση ο κ. Πάγκαλος ν’ αποχωρήσει».[6] Εκ πρώτης όψεως αυτή η πολιτική στάση μοιάζει να αρνείται την ίδια την ύπαρξη του αντιπάλου και, κατά συνέπεια, τη δημοκρατική διάδραση των ανταγωνιστών, δικαιώνοντας τις αιτιάσεις του Θ. Πάγκαλου περί αντιδημοκρατικής εκτροπής των εκφραστών της αποδοκιμασίας.
Μια εκ του σύνεγγυς ανάγνωση, ωστόσο, του συμβάντος και της διάστασης που του προσέδωσαν οι πρωταγωνιστές του αποκαλύπτει μια αρκετά διαφορετική εικόνα.[7] Στόχος της μαχητικής παρέμβασης στο Παρίσι δεν ήταν ούτε μια γενική άρση βασικών πολιτικών δικαιωμάτων (ελευθερίας έκφρασης κ.ά.), ούτε ο πλήρης αποκλεισμός της παράταξης την οποία εκπροσωπεί ο Θ. Πάγκαλος. Αντίθετα, η καταγγελία είχε ως συγκεκριμένο επίκεντρο το αντιδημοκρατικό ήθος που συμβολίζει ο βίος και η πολιτεία του, τη βάναυση καταστρατήγηση πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων από την κυβέρνησή του και ειδικότερα από τον ίδιο, ο οποίος συστηματικά απονομιμοποιεί ολόκληρες κοινωνικές κατηγορίες και πολιτικούς αντιπάλους. Εν ολίγοις, η προσωρινή και περιορισμένη υπέρβαση των ορίων του δημοκρατικού αγώνα με την απόρριψη της ίδιας της παρουσίας του αντιπάλου επιστρατεύει τα μέσα μιας συμβολικής υπερβολής για την αποκατάσταση της δημοκρατικής τάξης και τον σεβασμό των προϋποθέσεων της πολιτικής αντιπαλότητας, τις οποίες παραβιάζει συστηματικά μία από τις αντιμαχόμενες παρατάξεις. Η συμβολική έντασή της μπορεί να δικαιολογηθεί τόσο από την πολύ μεγαλύτερη ένταση και έκταση των υπερβάσεων του αντιπάλου όσο και από την πολύ υπέρτερη δύναμη της εξουσιαστικής ισχύος του, την οποία και καταχράται κατ’ επανάληψη. Εδώ το δύο της διαίρεσης βάλλει εναντίον του ενός της κατεστημένης κοινότητας (όπως ορίζεται από την κυβέρνηση) επειδή αυτό το ένα εμφανίζεται ως ψευδές (λειτουργεί καταχρηστικά, δεν εκφράζει μια πραγματική συναίνεση της πλειοψηφίας) και καταστέλλει κατά συρροή τη νόμιμη ύπαρξη του δύο.
Στο βαθμό λοιπόν που τα όρια της πολιτικής σύγκρουσης δεν πρέπει να νομοθετηθούν άπαξ και διαπαντός, θα ήταν θεμιτό να επιτρέπουμε, με σύνεση και γρηγορούσα κρίση, και τέτοιες «εκ-σωτερικές» μορφές ρήξης στο μεταίχμιο της δημοκρατικής νομιμότητας, όταν αυτές υπηρετούν τη διαφύλαξη της ελευθερίας των πολιτικών αγώνων. Θα πρέπει, στα πλαίσια της αβεβαιότητας και της αναστοχαστικότητας μιας ελεύθερης πολιτείας, να αφήνουμε χώρο και για το παράδοξο μιας πολιτικής υπέρβασης που μάχεται τις αντι-πολιτικές υπερβάσεις.
[1] Chantal Mouffe (2004) Το δημοκρατικό παράδοξο, μτφρ. Αλ. Κιουπκιολής, Αθήνα: Πόλις, Chantal Mouffe (2010) Eπί του πολιτικού, μτφρ. Αλ. Κιουπκιολής, Αθήνα: Εκκρεμές.
[2] Βλ. Mouffe (2010) Επί του πολιτικού, σσ. 29-30, 41.
[3] Βλ. Κώστας Χριστόπουλος, «Περί συναίνεσης», Αναγνώσεις, Αυγή της Κυριακής, 27/02/2011.
[4] Για την ηθική του διαλόγου και τους ιδανικούς όρους μιας ηθικής, ορθολογικής συναίνεσης, βλ. Jürgen Habermas (1997) H ηθική της επικοινωνίας, μτφρ. Κ. Καβουλάκος, Αθήνα: Εναλλακτικές Εκδόσεις και Jürgen Habermas (1996) Το πραγματικό και το ισχύον, μτφρ. Θ. Λουπασάκης, Αθήνα: Εκδόσεις Λιβάνη∙ ενδεικτικά για τη «μία ορθολογική λύση», σσ.56-57, 658-659.
[5] Βλ. Mouffe (2010) Eπί του Πολιτικού, σσ. 28-29.
[6] Βλ. «Ανακοίνωση-απάντηση στον Θεόδωρο Πάγκαλο για τα γεγονότα στο Ελληνικό Σπίτι του Παρισιού», στο http://www.alterthess.gr/content/ , προσπέλαση 09/03/2011.
[7] Βλ. «Ανακοίνωση-απάντηση στον Θεόδωρο Πάγκαλο», ε.α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου