12/3/11

Στις παραμεθόριες ζώνες


Μεταξύ Τέχνης και Ανθρωπολογίας (Between Art and Anthropology), μια συλλογή κειμένων που επιμελούνται δύο ανθρωπολόγοι, ο Αρντ Σνάιντερ και ο Κρίστοφερ Ράιτ (2010, Berg)

ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ ΡΙΚΟΥ

Εξ αρχής είναι σαφές ότι τα μονοπάτια στα οποία μας οδηγούν οι επιμελητές απομακρύνονται από μια καθιερωμένη «ανθρωπολογία της τέχνης», που επικεντρώνεται σε αντικείμενα «πρωτόγονης» ή «παραδοσιακής» τέχνης, για να ερμηνεύσει τη μορφή, τη χρήση και τη σημασία τους μέσα σε συγκεκριμένα (συνήθως «μη δυτικά») κοινωνικοπολιτισμικά συμφραζόμενα. Η έμφαση που δίνουν οι Σνάιντερ και Ράιτ, αφ’ ενός στη σύγχρονη τέχνη («δυτική» ή παγκόσμια;) και αφ’ ετέρου σε έναν «ενδιάμεσο» χώρο (που, από ανθρωπολογική σκοπιά, σηματοδοτεί καταστάσεις μετάβασης, ασάφειας, κινδύνου αλλά και δημιουργικότητας), παραπέμπει σε μια ανθρωπολογία που γίνεται μαζί με την τέχνη και ως εκ τούτου εγκαταλείπει, ως ένα βαθμό, τις βεβαιότητες μιας επιστημονικής πειθαρχίας, για να προχωρήσει σε επισφαλή εδάφη.

Το βιβλίο αποτυπώνει πρόσφατες εκδοχές ενός πολυσχιδούς διαλόγου μεταξύ ανθρωπολόγων και καλλιτεχνών, ο οποίος έχει ξεκινήσει εδώ και είκοσι τουλάχιστον χρόνια, στον αγγλοσαξωνικό κυρίως χώρο, στη βάση μιας κοινής πρακτικής: της επιτόπιας έρευνας. Ήδη από τα τέλη  του 1980, το ρεύμα της «πολιτισμικής κριτικής» οδήγησε ορισμένους ανθρωπολόγους σε πειραματισμούς, με τη συγγραφή κειμένων στα σύνορα με τη λογοτεχνία. Η  λεγόμενη «εθνογραφική στροφή» στην τέχνη, του 1990, δημιούργησε σταδιακά μια παρακαταθήκη καλλιτεχνικών προτάσεων, με διάφορες χρήσεις της επιτόπιας έρευνας, σε έργα όπου προβάλλεται η πολιτισμική διαφορά ως κεντρικό διακύβευμα μιας νέας πολιτικοποιημένης –και με την ευρεία έννοια «ρεαλιστικής»- τέχνης. Και σήμερα, όσοι πειραματίζονται με τη «σχεσιακή αισθητική» (δηλαδή, επιχειρούν να διαμορφώσουν, με αισθητικούς όρους, «πλαίσια» που δημιουργούν ή ενδυναμώνουν κοινωνικές σχέσεις) αναζητούν νέες διασυνδέσεις με την ανθρωπολογία. Ορισμένοι ανθρωπολόγοι, από την πλευρά τους, οι οποίοι ενδιαφέρονται να επικεντρωθούν στις αισθήσεις, στην πολυσημία των εικόνων, στην εμπρόθετη δράση (agency) των αντικειμένων, στρέφονται προς διάφορους τομείς σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας, ώστε να βρουν πρότυπα και συνεργασίες για καινοτόμες αναζητήσεις σε μεθοδολογικό επίπεδο (γύρω από την επιτόπια έρευνα και τις μορφικές, αισθητικές της συνιστώσες).
Σ’ αυτή την προοπτική εγγράφεται, λοιπόν, η συλλογή κειμένων των Σνάιντερ και Ράιτ, η οποία, αν δεν είναι η πρώτη, είναι, πάντως, η πλέον πρόσφατη και  χαρακτηριστική από διάφορες απόψεις: Οι επιμελητές επιχειρούν να χαρτογραφήσουν ένα πεδίο τεμνόμενων μεταξύ τους αναζητήσεων, που αφορούν, όπως σημειώνουν, τις αισθήσεις, τη «σχεσιακή» καλλιτεχνική πρακτική, τις εκθέσεις,  και διάφορους πειραματισμούς με την επιτόπια έρευνα, καθώς και με τη χρήση των εικόνων ή των υλικών δεδομένων, εν γένει στην ανθρωπολογία. Πρόκειται, όμως, για ένα μάλλον πρωτόλειο, ακόμα, χάρτη, γιατί, ενώ θέτουν κάποιες ορίζουσες αυτών των προσπαθειών (μια ανοικτή και διερευνητική ανθρωπολογία που γίνεται, όπως προαναφέρθηκε, μαζί με την τέχνη), φαίνεται να διστάζουν να θέσουν ευκρινώς το κεντρικό ερώτημα της όλης απόπειρας: για ποιούς ακριβώς λόγους θα μπορούσε να θεωρηθεί, σήμερα, αναγκαίος ο διάλογος τέχνης και ανθρωπολογίας, και τι συγκεκριμένα μπορεί να προσφέρει στους μεν και τους δε, πέραν, ίσως, από τη συμπόρευση με επίκαιρες διεθνείς τάσεις της τέχνης –και της ανθρωπολογίας- ή έστω τη γοητεία της καινοτομίας, της πολυσυλλεκτικότητας, κ.ο.κ.
Ο αναγνώστης χρειάζεται να ανακαλύψει μόνος του μικρά πολύτιμα αποσπάσματα, όπου οι συνεργάτες του τόμου (οι γνωστοί Λούσυ Λίπαρντ, Τζωρτζ Μάρκους, Στήβεν Φέλντ και άλλοι, που “ακροβατούν” ανάμεσα στους δύο τομείς) επιχειρούν έμμεσα και διαρκώς να επανορίσουν τι συνιστά «τέχνη», σε αναφορά με την ανθρωπολογία και αντίστροφα.  Αρκετοί καλλιτέχνες τείνουν να εκλαμβάνουν την ανθρωπολογία ως πεδίο (θεωρητικής) νομιμοποίησης των καλλιτεχνικών τους προτάσεων, αλλά και κριτικής εμβάθυνσης στην εμπειρία των κοινωνικών σχέσεων, σε πρακτικές αναστοχασμού και δημιουργίας. Για κάποιους ανθρωπολόγους, η τέχνη εμφανίζεται ως εκείνη η ανεξερεύνητη ακόμα οδός που θα εμπλουτίσει την εμπειρία της επιτόπιας έρευνας, και εν γένει τη γνώση πάνω στην παραγωγή πολιτισμού. Δεν αποκρύπτεται, ωστόσο (στο άρθρο των Γκρίμσοου, Όουεν και Ράβετζ που κλείνει τον τόμο), ότι πολλές συναντήσεις καταλήγουν και με τις δύο ομάδες να απορούν, γιατί και πώς οφείλουν να ανανεώσουν την συνεργασία τους...
Η μόνη, ίσως, ρητή  τοποθέτηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι του Μάρκους: το «φαντασιακό» της επιτόπιας έρευνας οφείλει, σήμερα, να προσαρμοστεί στην αποσπασματικότητα των πολιτισμικών αναφορών, στην κινητικότητα των πληθυσμών, στην ανέφικτη «αγνότητα» της επαφής του ανθρωπολόγου με τους «άλλους» και την κατ’ ανάγκη στενή συνεργασία του με συγκεκριμένες ομάδες που παράγουν γνώση, βασισμένη και αυτή σε επιτόπια έρευνα. Οι καλλιτέχνες είναι μία απ’ αυτές τις ομάδες (ο ίδιος ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τους σκηνοθέτες) και οι πειραματισμοί τους προσφέρουν την αναγκαία διέξοδο για έναν νέο «σχεδιασμό» (design) της έρευνας, που θα επιτρέψει στην ανθρωπολογία να διατηρήσει τη δυναμική και την ιδιαιτερότητά της στις νέες συνθήκες.
Δεδομένου ότι ένας παρόμοιος διάλογος μεταξύ ανθρωπολόγων και καλλιτεχνών μεταφέρεται τελευταία και στην Ελλάδα, εκτός από την αναγκαία πληροφόρηση (στην οποία ελπίζω να βοηθά το παρόν κείμενο) ίσως είναι χρήσιμη και η ακόλουθη επισήμανση:
Η ιστορία της δυτικής σύγχρονης τέχνης, αλλά και της ανθρωπολογίας, όσο και, αντίστοιχα, η εκπαίδευση των καλλιτεχνών και των ανθρωπολόγων (αν και διαφέρει κατά πολύ), τους ωθεί (ή θα όφειλε να τους ωθεί) σε μια παρεμφερή κριτική αντιμετώπιση των «κοινών τόπων» του πολιτισμού τους, πάνω στους οποίους θεμελιώνονται και οι δικές τους δραστηριότητες. Και οι μεν και οι δε διαθέτουν, σήμερα, παρόμοιες δυνατότητες για κριτική και αναστοχαστική παρέμβαση στην καθημερινότητα, ανατροπή των καθιερωμένων πολιτισμικών αξιών και νοημάτων και επινόηση νέων μορφών με σημασία. Η απάλειψη της κριτικής αυτής διάστασης -η οποία, εν προκειμένω, αφορά και τον μεταξύ τους διάλογο- προς όφελος της συνεργασίας, της «συνενοχής» ορισμένων ομάδων (όπως γράφει ο Μάρκους) και εν γένει της συναίνεσης, αν δεν είναι αφελής, είναι, σε πολλά επίπεδα, επισφαλής. Και όχι γιατί οδηγεί σε αμφισβητούμενες παραμεθόριες ζώνες, όπου η περιπλάνηση ενέχει πραγματικούς κινδύνους περιθωριοποίησης, αλλά γιατί, αντίθετα, προτείνει μια ασφαλή τουριστική περιήγηση, ανάμεσα σε νέα πολιτισμικά προϊόντα που γοητεύουν επειδή ακριβώς προβάλλονται ως «μεθοριακά».
Στη σύγχρονη κρίσιμη  συγκυρία, η δυνατότητα επινόησης νέων πολιτισμικών σημασιών έχει μεγάλη σημασία. Η στήριξη, λοιπόν, παρόμοιων πειραματισμών «αιχμής» έχει, τώρα, μεγαλύτερη βαρύτητα από την κριτική τοποθέτηση απέναντί τους, ακόμα κι αν χρειάζεται να υποβαθμιστούν, εν προκειμένω, τα αδιέξοδα –από επιστημονική αλλά και καλλιτεχνική άποψη- στα οποία πολλές φορές οδηγούν. Με μία προϋπόθεση, ωστόσο: ότι διάλογος δεν υφίσταται χωρίς σύγκρουση. Η συναίνεση δεν αρμόζει ούτε στην τέχνη ούτε στην ανθρωπολογία.

Η Ελπίδα Ρίκου διδάσκει Ανθρωπολογία της Τέχνης στην ΑΣΚΤ της Αθήνας

Δεν υπάρχουν σχόλια: