5/3/11

Όλοι μπορούμε να ‘μαστε...


ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΡΕΜΜΥΔΑ

ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ, Χαμένο κορμί, εκδόσεις Μελάνι, σελ. 44

Τέσσερις είναι οι εποχές του χρόνου
Μια εποχή για την επανάσταση.
Μια εποχή που θρηνεί την επανάσταση.
Μια εποχή που νοσταλγεί την επανάσταση.
Μια εποχή που προετοιμάζει την επανάσταση:
η δικιά μας.


Τα βιβλία δεν έχουν «εκ των πραγμάτων περιορισμένη διάρκεια ζωής» (τουλάχιστον μικρότερη του κατόχου τους, κατά το γνωστό «εμού θανόντος γαία πυρί μειχθήτω»). Αντίθετα, διεκδικούν οντότητα στο χρόνο και αντοχή στην ανάγνωση: κάθε που τα προσεγγίζεις ξανά, ανακαλύπτεις το νέο. Από την άλλη, διατηρούν την αυτονομία τους στις (προ)διαθέσεις του αναγνώστη, ακόμα και στη «διατεταγμένη» υπηρεσία του κριτικού. Γιατί όσο φίλος κι αν είναι, όσο ευγενικές προτροπές κι αν δέχθηκε, αν δεν του βγαίνει, αν δεν του πάει, η όποια φιλική «εκδούλευση» εισπράττεται εν τέλει ως αμηχανία.

Γράφω πάνω στα γραμμένα, απομονώνω στίχους, τίτλους: «ενδυματολογική προσέγγιση», ποιήματα: «Dolce», «Γ. Ν. Λαρίσης», «Οδός Ακαδημίας», εικόνες, λέξεις στρογγυλές αδιάβλητες από την εκζήτηση, λιτόκορμες κι ευθυτενείς φράσεις του Σωτήρη Παστάκα, που μπορούν –για να μην πω επιβάλλεται– να ξαναδιαβαστούν,  ανατρέχοντας στις συλλογές του: «Το Αθόρυβο γεγονός», (εκδ. Το Δέντρο, 1986, Πλανόδιον, 2001), «Η Μάθηση της Αναπνοής» (Πλανόδιον, 1990, 1999, 2001), «Ο κοινωνός των αποστάσεων», (Νεφέλη, 1997, Πλανόδιον, 2002), «Νήσος Χίος», (Πλανόδιον, 2002 και δίγλωσση μετάφραση του Γιάννη Γκούμα, εκδ. Οδός Πανός 2009), «Η μάθηση της αναπνοής ...σε τρεις κινήσεις», (Μελάνι, 2006) και την πρόσφατη, επίσης εκδόσεων Μελάνι, «Χαμένο κορμί». Δεν διαθέτω, άρα δεν έχω άποψη την επίσης δίγλωσση έκδοση της συλλογής «Προσευχές για φίλους» και το «Χόρχε» (Μελάνι, 2008) και «Όρος Αιγάλεω» (Ενδυμίων 2009).
Το ουίσκι με πάγο, η ανατριχίλα του καπνού, η κούπα με το τσάι, τα μη αυστηρώς καθορισμένα όρια, η πιο ζεστή γωνιά του καφενείου, ο ορυκτός πλούτος των λέξεων, οι καρέκλες των συζητήσεων, το πλείστον της ζωής, ο δεξιός κρόταφος που άρχισε ν’ ασπρίζει, επίθετα/ κι ονόματα λευκά ντυμένα ενάντια/ στο μαύρο που τα πνίγει.., η Μαρία, ο Γιώργος, ο νόστος, η μνήμη, το σταυρωτό σακάκι του πατέρα, το ΕΑΜ της Θεσσαλίας, η πλαστή ταυτότητα της επανάστασης (που διαλέγονται ιδιαίτερα με την τελευταία συλλογή), η γενέθλια (13 Δεκέμβρη του ’54) Λάρισα, ο σταθμός ανεφοδιασμού, ο τροχονόμος, οι παραβάτες, και πάλι η Λάρισα, οι δρόμοι της Αθήνας βιωμένοι μέσα από την ακτινογραφική του γλώσσα, αποδεικνύουν τη στενή σχέση της αμεταποίητης ποίησης με τη ζωή.
Ο Παστάκας διατηρεί το δικαίωμα στη μνήμη, υμνεί το φως στις ελάχιστες αποκλίσεις του, επαναφέρει τα πράγματα και τις έννοιες στις σωστές διαστάσεις, ακόμα κι όταν αποκαθηλώνει το «ένδοξο παρελθόν» του, ακόμα κι αν αξιοποιεί στις φακές του τις δάφνες που έδρεψε στις εφήμερες κλίνες, αποδεικνύοντας πως μπορεί «όσο μεγαλώνει κανείς/ τόσο [να] περιορίζεται το λεξιλόγιό του», όμως άλλο τόσο πολλαπλασιάζονται οι αποστηθίσεις των συναισθημάτων του και οι ουσιαστικά εύλογες αποσιωπήσεις του. (Αν και στην ποίησή του τα πάντα λέγονται με το όνομά τους, καταγράφονται λεπτομερώς, ίσως γι’ αυτό ξεχειλίζουν από ειλικρινή αισθήματα, και κερδίζουν το στοίχημα).
Είχα την αίσθηση ότι οι τελευταίες του συλλογές διατηρούν μια εντονότερη κοινωνική, άρα ερωτική και πολιτική διάσταση, αλλά τελικά θεωρώ πως, καθώς το σύνολο του έργου του παραμένει σε στενή διαλεκτική/ανατροφοδοτούμενη, επομένως αδιάλειπτη μεταξύ τους σχέση -όπως για παράδειγμα το ποίημα της σελ. 10 («Προτού χάσω το κορμί μου») που συνομιλεί με το «Άνεμος αναποδογυριστής» από τον Κοινωνό αποστάσεων-, τα ποιήματά του διαπραγματεύονται εξίσου τη ζωή και τα συγκείμενά της. Με τη ζωή παρούσα ακόμα και στις αναφορές θανάτου. Άλλωστε το σώμα, ως δηλωτικό της ύπαρξης, επανέρχεται συνεχώς (στις σελίδες 10, 13, 21, 23, 27, 30, 31, 35) και στο τελευταίο του βιβλίο: «χαμένο κορμί/ έχασα το κορμί μου/ ένα κορμί να συντηρώ/ δεν άφησες κορμί από πέτρα/ κορμιά για μια νύχτα/ συνθλίβαμε τα κορμιά μας». 
Η αφηγηματική, δευτεροπρόσωπη πληθυντικού ποίησή του (βλ. σελ. 15) συγγενεύει με αυτήν του Νίκου Καρούζου, καθώς στο βάθος τους διατηρούν αμφότεροι έντονο το στοιχείο του «εγώ», ακόμα και σε ποιήματα αποκαθήλωσης. Και οι δύο απευθύνονται στον αναγνώστη με τη βεβαιότητα πως θα διαβαστούν, και οι δύο παραμένουν το επίκεντρο της αυτοαναφορικής ποίησής τους. Τέλος, ο Παστάκας επιλέγει συχνά τον τελευταίο στίχο, ή στροφή, εν είδει συμπεράσματος, για να καταφέρει το τελικό κτύπημα/έκπληξη στην κατάληξη του ποιήματος∙ μόνο στις τελευταίες συλλογές επιχειρεί αυτό να γίνεται λιγότερο έκδηλα. Τα ποιήματά του από τις πρώτες συλλογές, και ιδιαίτερα στη «Μάθηση της αναπνοής», αποτελούν μικρά σχολαστικά χρονογραφήματα, σύντομες διηγήσεις ιστοριών που έρχονται να αφηγηθούν καθημερινές σκηνές, εκεί όπου ονόματα, χρόνοι, ώρες, λεπτά, προσδιορισμοί ασήμαντοι, αποκτούν ένταση και διεκδικούν θεϊκή υπόσταση και οντότητα αφού: «Όλοι μπορούμε να ’μαστε/ Θεοί για ένα βράδυ»
«Τώρα, που όλοι γίναμε ο εαυτός μας,/ πού ’ναι η επανάσταση να μας χαρίσει/ μια πλαστή ταυτότητα, πατέρα;»: συνταιριάζω τους τελευταίους στίχους του από ένα πικρό ποίημα, με τους επίσης ακροτελεύτιους της νέας του συλλογής: «…Οι γυναίκες μας έσμιξαν με τους φίλους μας κι εμείς με τις γυναίκες των φίλων μας/ Όσοι έτυχε να έχουμε ακόμα μικρά παιδιά/ καθίσαμε και τα μαγειρέψαμε. Πάντα έτσι συμβαίνει./ Πριν την Επανάσταση.» Είναι η απόδειξη της (θερμο)δυναμικής  λειτουργίας της ποίησης και της υπεροχής της, έναντι όσων καταρρέουν (και όσων μας εξαναγκάζουν με κατάρρευση), υπερτιμώντας τους μηχανισμούς τους και υποτιμώντας τους ποιητές. «Στο επανειδείν», «arrivederci», «θα τα πούμε».

Ο Κώστας Κρεμμύδας είναι ποιητής και εκδότης του περιοδικού Μανδραγόρας

Δεν υπάρχουν σχόλια: