29/1/11

«Νέος Ερμής ο Λόγιος»

Σε τι συνίσταται το «νέο»

ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΟΥΤΣΟΥ

Παρακολουθούσαμε την παράσταση του Μπράιαν Φρίελ: Ο θαυματοποιός, όταν έπεσε στο κοινό μια φράση διαπεραστικά: «Άμα περάσεις τη ζωή σου στον κόσμο του θεάματος, γίνεσαι φιλόσοφος». Μαζί με τα συνοδευτικά της έλαβα την ώθηση να μην αφήσω ασχολίαστο τον Νέο Ερμή τον Λόγιο, την περιοδική έκδοση που ευαγγελίζεται «έναν νέο Διαφωτισμό». Αυτή τη φορά θα ενδιαφερθώ για ό,τι διαπερνά τα εισαγωγικά κείμενα και το αφιέρωμα «Ελληνική Αναγέννηση και Δυτικός Διαφωτισμός», επιμένοντας σε μια έμμονη ιδέα που διακατέχει το συντάκτη τους και επιμελητή τους. Και τούτη εμφανίζεται τουλάχιστον από το αφιέρωμα του περιοδικού Άρδην (τεύχ. 27, Οκτώβριος 2000): «Διαφωτισμός και Εκκλησία στην Ελλάδα» και ιδίως από το βιβλίο του Γ. Καραμπελιά: Κοραής και Γρηγόριος Ε΄ (Αθήνα 2009), στο οποίο και θα επιμείνω προϋποθέτοντας βέβαια τις μονογραφίες του που είχαν δημοσιευθεί ενδιαμέσως (2006, 2007).
Ας πάρουμε ως αφετηρία την πρακτική του «συγκρητισμού» και το συναφές αίτημα του «εκλεκτισμού» κι ας δούμε πρώτα τις σημερινές αφορμήσεις. Με πρόσχημα την εναντίωση στον «εκσυγχρονισμό» (που οι ποικίλες μορφές του θα τον καθιστούσαν «μέσην λέξιν» και όχι πολιτικό ιδιόλεκτο και ιδεότυπο), δημιουργείται μια ιδιόμορφη κατασκήνωση στο πεδίο της «Δεξιάς» ή —έστω— μια «συμμαχία» μ’ αυτήν. Κάποτε, μάλιστα, συντελείται η δικαίωση ενός «αυ­θε­ντικού» εθνικισμού, με επίκληση της παλαιάς (απωθημένης μάλ­λον) «αριστεροσύνης». Προφανώς, ο εθνικός ιστός αποτελεί το βάθρο συλλογής και ανάδειξης όλων των στοιχείων «εκλογής». Ακόμη περισσότερο, αξιοποιείται μια αρκετά συγκεχυμένη εικόνα της «παράδοσης», αδιαφοροποίητη ως προς τα συστατικά της και με την αξίωση να «συναντηθούν» τα «άκρα». Πρόκειται για μιαν επιπλέον εκ­δοχή «ποιητικής της ιστορίας», με υποκείμενο τον «εκλεκτό» της ιστορικής γραφής, αυτόν που εμφανίζεται ως ο μόνος χειριστής των αντιθέσεων παλαιότερων και γι’ αυτό ευεπίφορων σε τέτοιες αναμοχλεύσεις ιστορικών περιόδων. Η ιστορική σκακιέρα γίνεται έργο δικό του, έτσι που να μπορεί όσους ήταν για χρόνια στη «γωνία» να τους φέρει στο «κέντρο», με μύχια πρόθεση να καταξιώσει στο τωρινό κοινό του όλες τις φάσεις που διήνυσε και ο ίδιος ως «εκλεκτός» της ιστορίας.
Από το παρόν στο παρελθόν και από το παρελθόν στο παρόν τοποθετημένη έτσι η ανεμόσκαλα της ιστορίας των ιδεών μπορεί άνετα να προσδώσει ορισμένη λειτουργία σε φαινόμενα «εκλεκτισμού». Δεν ήταν μόνο επωνυμία εγχώριου πολιτικού κόμματος, με  ρευστή «κεντρώα» θέση (της «μέσης οδού») στην οικεία σκηνή των δεκαετιών του 1860-1870, αλλά αντιμετωπίζεται και ως η κατευθυντήρια γραμμή όλων των ιδεολογικών ρευμάτων της προεπαναστατικής περιόδου. Σ’ αυτήν τη γενικευτική τάση αποκατάστασης όλων υπονοείται εκ των υστέρων ότι προείχε στη σκέψη και την πρακτική τους μια μορφή (με διαφορά, απλώς, δόσης και χρόνου επιτέλεσης) «συγκρητισμού», με την αρχική σημασία ως «ενώσεως Κρητών κατά ξένων πολεμίων». Μια τέτοια ερμηνευτική στάση υπόσχεται να καταστήσει γνωστό «το «μυστήριο» της εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας και ιδεολογίας μέχρι τις μέρες μας». Ό,τι, δηλαδή, συνοψίζεται στην απόφανση ότι ο για «πολλούς ακατανόητος ‘εκλεκτισμός’ της ελληνικής Αναγέννησης» δεν ήταν τίποτε άλλο παρά απόπειρα να «συνδυάσει την ελληνική αρχαιότητα, την Ορθοδοξία, δηλαδή το Βυζάντιο, και τη νεωτερική Ευρώπη σε μια διαφορετική ποσολογία κατά περίπτωση». Τούτο, βέβαια, αντιτίθεται στα «νεόκοπα «εκσυγχρονιστικά» ιδεολογικά σχήματα» που αναπαράγονται «λόγω της σχετικής ιδεολογικής τρομοκρατίας».
Ο «εκλεκτός» της ιστορικής γραφής όμως παραμένει δέσμιος του «μύθου» με τον οποίο ανταπαντώνται συχνά οι «επαναστατικές πρωτοπορίες», ιδίως στο πεδίο της ιστορίας των ιδεών όπου είναι ευκολότερη η πρόσβαση και η ανατάραξη των δεδομένων του. Έτσι, μπορεί να κάνει λόγο για «ανοκλήρωτη σύνθεση» την οποία αδυνατεί να προσπελάσει το «σχήμα του δυτικού μαρξισμού» που στα χέρια των «φωταδιστών» είναι «απολύτως υποταγμένο στο καπιταλιστικό φαντασιακό της αδιάκοπης προόδου». Στην οθόνη πια εγκαθίσταται ο «εκλεκτισμός» ως «ταυτόχρονη επιλογή διαφορετικών στοιχείων» από τις τρεις «παραδόσεις» («αρχαία ελληνική γραμματεία – δυτικός διαφωτισμός και ορθόδοξη – βυζαντινή παράδοση») και «όχι ως δημιουργία ενός νέου συνθετικού προτάγματος». Τα «διεστώτα μέρη» της ίδιας «ελληνικής αναγέννησης» θα εικονογραφούνται «συχνά σε αντιπαράθεση μεταξύ τους», αρκεί η «σύνθεση» να αποκτά τη «μορφή του μέσου όρου και της ισορροπίας ανάμεσα σε διαφορετικές και, συχνά αντιτιθέμενες, συνιστώσες». Σε κάθε περίπτωση, θα πρόκειται για ενιαίο «αναγεννησιακό εγχείρημα που στηριζόταν σε δύο σκέλη». Αν συνέβαινε, τέλος, να καταστεί «ηγεμονική» η «σύνθεση», θα ήταν μια «αυτόνομη ελληνική αναγέννηση»…
Όταν οι φίλοι αλλάζουν, γιατί  να παραμένουν οι φιλίες; Στο βιβλίο μου: Νεοελληνικός Διαφωτισμός (2005) είχα διαβλέψει ότι η κενολογία που υπόσχεται την καινολογία μαρτυρεί την αγωνιώδη απόπειρα θιασωτών του κοσμοθεωρητικού συγκρητισμού να κινηθούν πέραν τάχα του «Ρομαντισμού» και του Διαφωτισμού, καθώς και των ομόλογων πολιτικών τους ερεισμάτων. Πολύ περισσότερο, στάθηκα αναλυτικά στη γένεση και εδραίωση του όρου «Διαφωτισμός», στα όρια της «διακινδύνευσης» των εκπροσώπων του ως «διανοουμένων», στην ασυνεχή συνέχεια της πορείας από τον Kant στον Marx, στο τέλος του Διαφωτισμού και στη «σκιά του ρομαντισμού», στις εσωτερικές διαμάχες και τη διαδοχή των «γενεών», στη «διακινδύνευση» ως «εκκοσμίκευση» που στρέφεται από τη «μεταφυσική στη φυσική του φωτός», στη «libertas philosophandi» και στις μορφές του «εκλεκτισμού».
Ως προς το τελευταίο σημείο θα μπορούσα να επαναλάβω τα εξής, ιδίως για όσους τα αγνοούν. Στην αρχική εκδίπλωση του διαφωτιστικού κινήματος και κατά την περίοδο των απολήξεών του, σε συνδυασμό με την εκάστοτε συγκυρία, προκρίνονται μορφές «εκλεκτισμού» που συνηγορούν για τις ίσες αποστάσεις από τα «κόμματα», δηλαδή από τα τμήματα του φιλοσοφικού πεδίου, όπως εκλαμβάνονται οι «άκρατοι δογματικοί» και οι «άκρατοι σκεπτικοί». Προφανώς και στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα εμφιλοχωρούν ομόλογες πρακτικές, όχι όμως με την ίδια επιμονή «διαλλαγής» «νεωτέρων» και «αρχαίων». Το «εκλεκτικόν του φιλοσοφείν είδος» συχνά αποτελούσε νεωτερική και προφανώς αντισχολαστική μορφή φιλοσοφικής σκέψης. Στην αφετηρία αυτής της στάσης βρίσκεται εκείνος που διατείνεται ότι ο της «αληθείας θη­ρά­τωρ» δεν πρέπει να ονομάζεται «περιπατητικός» ή «πλατωνικός»: ο «φιλόσοφος» υποχρεώνεται «τω υγιεί και ορθώ πείσεσθαι λόγω» και τα γραπτά του να δομούνται «εκ παλαιών τε και νεωτέρων συνερανισθέντα». Μάλιστα, αν ως ιδεώδης μέθοδος προκριθεί αργότερα η «κριτική», ο εκλεκτισμός θα φτάσει να εκτιμηθεί ως «κεκαλυμμένος τις δογματισμός υποσχόμενος ότι εκλέγει το ορθόν και πιθανότατον από παν Σύστημα, με τρόπον όμως τοιούτον, ώστε μάλλον είναι αμεθοδία και συρραφή άτακτος, παρά μέθοδος».
Δεν θα επιμείνω περισσότερο στα realia που προκύπτουν από μια εκ του σύνεγγυς θεώρηση του «νεοελληνικού Διαφωτισμού». Απλώς θα προσθέσω ότι ο τρόπος κατανόησης του «εκλεκτισμού» ως ζητήματος χειρισμού του «εκλεκτού» της ιστορίας των ιδεών επιχωριάζει στη δοκιμιακή γραφή της εποχής μας. Θα σταθώ στην τρέχουσα εγχώρια βιβλιοπαραγωγή, σε δύο παραδείγματα, τα οποία παρά τη διαφορετική προοπτική που τα συνέχει συγκλίνουν σε καίρια μορφολογικά και περιεχομενικά γνωρίσματα. Σύμφωνα με το πρώτο δοκίμιο, επιχειρείται μια «σύνθεση» που αντιτίθεται ταυτοχρόνως στον «αντιρομαντικό εργαλειακό λόγο και τον μεσσιανισμό». Το «ζητούμενο της εποχής» είναι πώς θα προκύψει ένας «σισύφειος» ρομαντισμός, με συνείδηση των «ορίων» και συνάμα δίχως όρια στην «ονειροπόληση». Τώρα ιδίως που η «νεωτερικότητα» εισήλθε σε μια «γενικευμένη ιδεολογική κρίση» και επομένως συνάγεται η ανάγκη για μια «σύνθεση κατευθυντικότητας και επανάληψης». Δηλαδή τώρα που α­παι­τείται μια «σπειροειδής κίνηση» που δεν γνωρίζει «ούτε τέλος ούτε τελείωση». Πρόκειται ακριβώς για τη «μόνη επιλογή» που μπορεί να διασώσει την «απελευθερωτική παράδοση» και να ανανοηματοδοτήσει τη «ριζική απο-αλλοτρίωση» του ανθρώπου. Κοντολογίς, δεν διαψεύδει ό,τι «αξίζει» να «σαρκώνουμε την ιστορία» με τα οράματά μας.
Η υπερθεμάτιση του «ρομαντισμού» και στο άλλο δοκίμιο, με την υπόρρητη επίσης ανάπλαση των συναφών αναλύσεων του Michael Löwy, οδηγεί στην πιθανολόγηση να «συναντηθούν σε κοινές μορφές αντίστασης επαναστάτες μαρξιστές διανοούμενοι και νεορομαντικοί συντηρητικοί διανοούμενοι ενάντια στο σύγχρονο νεοφιλελεύθερο κοσμοπολιτισμό». Ποιά είναι τα ιστορικά προηγούμενα των «επαναστατών μαρξιστών» που αποτελούν τους «αρίστους» του καιρού μας, δηλαδή όσους συνταιριάζουν τη «συλλογική σοφία» με τις «θεωρητικές γνώσεις της διανόησης»; Ως προπομπός του Marx εκλαμβάνεται ο Πλάτων, με την ομόλογη μείωση της θεωρητικής εμβέλειας και της πολιτικής πρακτικής των Σοφιστών. Μάλιστα οι «συγκλονιστικές αναλογίες» αφορούν την ανάδειξη των «λαϊκών μαζών» σε «καθοριστικό παράγοντα της πορείας του κόσμου» και στην αναγνώριση της «υιοθέτησης της κυρίαρχης ιδεολογίας από το λαό και της αλλοτρίωσής του». Αν έτσι έχουν τα πράγματα, δεν απορεί κανείς με το επόμενο βήμα του συγγραφέα, δηλαδή με την επιμονή του να εισαχθεί «μια αριστοδημοκρατική, αριστοτελικού τύπου, σχέση ανάμεσα στη διανόηση και στο προλεταριάτο»…

Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει Κοινωνική και Πολιτική Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 

Δεν υπάρχουν σχόλια: