ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΛΑΝΑ
Η Ιστορία κατευθύνεται πάντα προς το μέλλον. Πώς αλλιώς, αφού τη διαχείριση του χρόνου την ανέλαβε άπαξ και διαπαντός το βλέμμα, ο κατεξοχήν διαφθορέας του βιώματος; Ένα σημείο εδώ κι ένα σημείο εκεί∙ κι ο Newton, που έφαγε το μήλο του κατακέφαλα, κάπως θα έπρεπε να γεμίσει την απόσταση ανάμεσα στη βούληση του Πατέρα-Θεού και τον υιικό κεφαλόπονό του. Από την πλευρά του υποκειμένου της Ιστορίας, η βαρύτητα δεν έχει μεγάλη διαφορά από τον προπατορικό αμάρτημα. Το υποκείμενο γνωρίζει μόνο «επάνω εκεί» και «κάτω εδώ». Σε ποιο σημείο της Ιστορίας συντελείται κάθε φορά η πτώση της ύπαρξης, δεν έχει σημασία. Ούτε, άλλωστε, και η φορά του ιστορικού ανύσματος.
Το σύγχρονο υποκείμενο, ωστόσο, τρέχει αλλόφρον προς το μέλλον, το οποίο -από καιρό σε καιρό- δείχνει τον δρόμο με σκουπίδια βιαστικά μεταμορφωμένα σε έργα τέχνης, από τον δαίμονα της ανίας. Σαν να λέμε: ο τραγικός ήρωας της σύγχρονης Ιστορίας αγνοεί τι πέφτει -κάθε φορά- στο κεφάλι του, και που κατακρημνίζεται, συχνά-πυκνά, ο ίδιος. Μα δεν έχει σημασία, αφού προχωρά. Το παρελθόν είναι νεκρό, άχρηστο, τελεσίδικα ξεπερασμένο. Μπορεί να κραυγάζει με χίλιες φωνές πως η φιλοσοφία της γλώσσας βρισκόταν ήδη στις Εξομολογήσεις του Ιερού Αυγουστίνου, πως η φιλοσοφία της Ιστορίας βρισκόταν ήδη στον Ibn-Khaldun και η εξελικτική θεωρία στο Kitab And Al-Hayawan (Βιβλίο των Ζώων) του Al-Jahiz, αλλά η ενασχόληση με το παρελθόν παραμένει αντιστροφή της οφειλόμενης στον Άνθρωπο προόδου.
AL-JAHIZ: Έφηβοι και Εταίρες. Εισαγωγή, μετάφραση από τα αραβικά, σημειώσεις: Αλεξάνδρα Αθ. Φωτοπούλου, εκδόσεις Ηρόδοτος, σελ. 115
Αντίθετα, για τους αναγνώστες -συμπεριλαμβανομένων των συγγραφέων- που δεν εννοούν να δεχθούν πως «η μετριότητα είναι ανώτερη από τον πλούτο» (Έφηβοι και εταίρες, σ. 33), δεν θέλουν απλά να «ξεκουράσουν την ψυχή τους με λίγα ψέματα, φοβούμενοι μήπως της προκαλέσουν κατάθλιψη με μια αλήθεια που θα μπορούσε να της προξενήσει πλήξη» (σ. 33-34), αλλά προτιμούν να «ωθούν την καρδιά τους προς την περιέργεια της σοφίας»· γι’ αυτούς τους αναγνώστες το εν λόγω «κιτάπι» μπορεί να αναδυθεί μπροστά τους ως ένας τόπος, του οποίου οι προφανείς καθορισμοί ενδέχεται να κρύβουν αμύθητα πλούτη. Σημειωτέον πως από μια -ομολογουμένως άβολη- πλευρά δεν υπάρχουν μέτριοι συγγραφείς, αλλά μόνο μέτριοι αναγνώστες. Ο επιλεγόμενος «μέτριος» συγγραφέας δεν είναι παρά μέτριος αναγνώστης του εαυτού του.
Αλλά η εμπειρία ενός βιβλίου σαν το Έφηβοι και εταίρες αποδεσμεύει αμέσως την αίσθηση τελειότητας, που χαρακτηρίζει τα κείμενα της εποχής του χαλιφάτου των Αββασιδών (750-1258), στη διάρκεια της οποίας ακόμα και τα πιο συμβατικά κρατικά έγγραφα θα έπρεπε να έχουν λογοτεχνική αξία, ή τουλάχιστον να εφαρμόζουν τους κανόνες μιας περίτεχνης ρητορικής. Τόσο η γραφή όσο και η λογική με την οποία ο al-Jahiz επιλέγει χωρία από την ισλαμική και προ-ισλαμική ποίηση, για να συγκροτήσει τα επιχειρήματα των δύο εραστών, εκθέτουν διακριτικά τις λεπτές κλωστές, που συνδέουν το υποκείμενο με το ερωτικό του αντικείμενο. Κυρίως στρέφουν την προσοχή του αναγνώστη στην πραγματική διαφορά της ηδονής: την αυτόβουλη ανάλωση του υποκειμένου στο ποθούμενο αντικείμενο. Τελικά, ο έρωτας είναι λέξεις και οι ερωτικές διαφορές αφηγήσεις των περιπετειών του βλέμματος στην ατέλειωτη πορεία του προς τη μνημείωση της απόλυτης ερωτικής ένωσης. Όσο το σώμα ικανοποιεί την επιθυμία του, το βλέμμα χορταίνει κυριολεκτικά με το ανικανοποίητο της απόστασης από το ερωτικό αντικείμενο. Η ηδονική, βασανιστική απόσταση: η λέξη, η αναζήτηση της τελειότητας μέσα στις άλλες λέξεις: «Τα μάτια σου δεν μίλησαν/ παρά για να μου ρίξουν δυο βέλη,/ στα μύχια μιας καρδιάς πληγωμένης./ Αυτό που με γοητεύει σε σένα/ είναι που η αγάπη σου είναι το δηλητήριό μου...» (σ. 640). Οι στίχοι αυτοί θα μπορούσαν να βρίσκονται στις σελίδες ενός βιβλίου της Joyce Mansour. Αλλά η ιστορική μας έπαρση διεκδικεί τη διαλεκτική της διαφοράς για λογαριασμό της.
Κι έτσι, ο γιος νέγρων σκλάβων, ο δύσμορφος Άραβας σοφός του 9ου αιώνα, με το παρατσούκλι «Γουρλομάτης», που μελέτησε τον Αριστοτέλη, και προσχώρησε στο πολιτικο-θεολογικό κίνημα των Μουταζιλιτών, το οποίο έδινε στη λογική και την ελεύθερη βούληση τον πρώτο λόγο, και έγραψε δεκάδες βιβλία, μεταξύ των οποίων αρκετά για την υπεράσπιση των «μη κανονικών» υποκειμένων με σκοπό να διαυγάσει το φαινόμενο της πίστης, και πέθανε όταν τον καταπλάκωσαν οι σωροί των βιβλίων του -μη έχοντας τη δυνατότητα του Πρόσπερου να τα σκορπίσει και να επιστρέψει στο βασίλειό του- αυτός, λοιπόν, οφείλει να παραμείνει καταπλακωμένος από τα βιβλία του. Οφείλει πραγματικά; Ή μήπως η αλαζονεία με την οποία η σκέψη της Δύσης αντιμετωπίζει τις στοχαστικές παραδόσεις των άλλων λαών και εποχών δεν είναι παρά φόβος, για το Ισλάμ, για την ανορθολογική Ανατολή, για τη μαγική Αφρική, για την ανιμιστική Λατινική Αμερική; Φόβος, βέβαια. Φόβος και τρόμος μπροστά στην πραγματική δύναμη του παράλογου. Γιατί ο «ιππότης της πίστης», του Kierkegaard, δικαιούται να διεκδικεί -αν και όχι δίχως δικονομικές αντιστάσεις- τα δικαιώματά του επί των «μη κανονικών», του Foucault, αλλά ο al-Jahiz δεν έχει καμιά ελπίδα να διεκδικήσει τα δικά του δικαιώματα, έστω και αν πρώτος αυτός διατύπωσε την άποψη σύμφωνα με την οποία η μη κανονικότητα δεν είναι καθόλου μη κανονική, αφού το υποκείμενο ταυτίζεται με την ελεύθερη βούληση και όλα τα άλλα είναι υπαρκτική «σκευή». Εννοείται πως, για τον αυτόνομο στοχαστή, Foucault και Kierkegaard και al-Jahiz αποτελούν μία φωτεινή ιστορική στιγμή. Αλλά το δικό μας ιστορικό «εμπρός», θέλει το Ισλάμ ένα σκοτεινό «πίσω».
Ο Γιώργος Μπλάνας είναι ποιητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου