ΤΟΥ ΘΑΝΟΥ ΜΑΝΤΖΑΝΑ
Εν αρχή ην το «Νόβα», όχι το σούπερ όπως στην αστρονομία αλλά το/οι «Στέρεο Νόβα», πιθανά δε με την έννοια της ...αστρομανίας, ούτως ειπείν του έρωτα ή και της ψύχωσης με ό,τι ωραίο και υψηλό. Ήταν δε οι «Στέρεο Νόβα» ένα ντουέτο με ψυχή και κινητήρια δύναμή του τον Κωνσταντίνο Βήτα, και άξιο συμμέτοχο και συνοδοιπόρο του τον Μιχάλη Δέλτα (στη μεσοπερίοδό τους είχε προστεθεί και ένας ακόμα ικανός συνεργάτης, ο Αντώνης Π). Το ομώνυμο ντεμπούτο album τους έσκασε σαν βόμβα το 1992, μόνο βέβαια για εκείνους που το ακουστικό τους νεύρο δεν είχε ατονήσει, σε μιαν Ελλάδα που βρισκόταν λίγο μετά από την ανδρεοπαπανδρεϊκή δεκαετία του ’80, όταν η εφαρμογή της βαθύτατα λαϊκιστικής ρήσης «όλοι δικοί μας είμαστε» στον πολιτισμό είχε κάνει τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου να θεωρείται –και τον ίδιο να το πιστεύει- «rock», ενώ για ορισμένες περιπτώσεις, όπως του Σάκη Μπουλά ή της πρότερης από την τηλεοπτική αλλά εξίσου γραφικής περσόνας του Ανδρέα Μικρούτσικου, συνιστούσε ίσως ακόμα και αισθητική πρωτοπορία το γεγονός ότι έπαιζαν μόνο με ηλεκτρικά όργανα και δίχως μπουζούκια...
Σε αυτή την Ελλάδα, λοιπόν, που το πρωί εκτόνωνε το μένος της εναντίον των «Γυφτοσκοπιανών» σε πολύχρωμες με κάθε έννοια λαοσυνάξεις και το βράδυ προσκυνούσε στα πόδια της άδουσας Καρβελικών λαϊκονταλκάδων Άννας Βίσση και ετοιμαζόταν πυρετωδώς για το βουρ στον πατσά του καταναλωτισμού που θα έφερνε σε λίγο ο «εκσυγχρονισμός», κυκλοφόρησε ένας δίσκος ο οποίος συνδύαζε στίχους που όμοιοί τους δεν είχαν ξανακουστεί στην ελληνική γλώσσα και η ελεύθερη μορφή και το βαθύ και περιεκτικό νόημά τους έδειχναν πόσο ανοιχτά επικοινωνούσαν με πλείστα όσα σύγχρονα ποιητικά ρεύματα, ενώ εκφέρονταν ως απαγγελία και όχι ως τραγούδι, με έναν τρόπο που έφερνε στο νου το –αμερικανικής προέλευσης και ήδη τότε διεθνούς απήχησης– ραπ, χωρίς όμως και να είναι ακριβώς αυτό, και επενδύονταν με μια μουσική ρυθμική, μετρονομική σχεδόν, με εξαιρετικά απλές αλλά και πολύ όμορφες μελωδικές γραμμές, και ιδιαίτερα λιτή ενορχηστρωτικά, που ολοφάνερα έλκυε την καταγωγή της από το dance ή electronic, το οποίο τότε ακουγόταν μόνο σε μερικά underground –άρα αυτομάτως και κακόφημα για τα mainstream media, τότε και τώρα– clubs της Αθήνας. Για εμένα προσωπικά και πολλούς άλλους δεν είναι απλά ο καλύτερος δίσκος των «Στέρεο Νόβα» αλλά και ένα ορόσημο της αληθινά σύγχρονης ελληνικής μουσικής. Ακολούθησαν άλλοι πέντε δίσκοι, οι περισσότεροι πολύ καλοί και ένας ή δύο ελάχιστα κατώτεροι, μέχρι το ’97, οπότε το σχήμα διαλύθηκε και τα δύο μέλη τράβηξαν πλέον τους ξεχωριστούς δημιουργικούς τους δρόμους, το ίδιο ενδιαφέροντες, μα με εκείνο του Κωνσταντίνου Βήτα να μην απομακρύνεται ποτέ πολύ από τις συντεταγμένες της (αυτό)ανατροπής και της έκπληξης.
Ανήκει στη γενεά που υπήρξε η «μεταβατική» προς το σπουδαιότερο πολιτισμικό γεγονός της τελευταίας τριακονταετίας, της ψηφιακής επανάστασης, όπως έχει επικρατήσει να ονομάζεται. Ανήκει στη γενεά που από την αρχική της άγνοια για τις νέες τεχνολογίες βρέθηκε στη θέση να μη μπορεί να φανταστεί τη ζωή της χωρίς SMS και να ανησυχεί αν η σύνδεση της με το Internet διαθέτει τον μέγιστο δυνατό αριθμό bps. Το συγκεκριμένο γεγονός διαδραματίζει κομβικό ρόλο στη δουλειά του Κωνσταντίνου Βήτα, καθώς οι ηλεκτρονικές ηχοπαραγωγικές πηγές, ψηφιακές μα και αναλογικές, αποτελούν τον κορμό των εκφραστικών του μέσων, τόσο συνθετικά όσο και ακόμα περισσότερο εκτελεστικά.
Πιστεύω ακράδαντα ότι αυτό που τον διαφοροποίησε από τους περισσότερους ομότεχνους του και τον έκανε να είναι ένας από τους πρώτους οι οποίοι ακολούθησαν την ανεξερεύνητη ακόμα οδό της electronica είναι ακριβώς το ότι κατάφερε να είναι εξίσου και ταυτόχρονα «γηγενής» Έλληνας όσο και ένας «της διασποράς». Όχι ένας ανερμάτιστος «παγκοσμιοποιημένος» άνθρωπος αλλά ένας αληθινός κοσμοπολίτης, με την καλύτερη και πιο πλήρη έννοια του όρου, απόλυτα συντονισμένος με την λίγο–πολύ κοινή πλέον για το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη πραγματικότητα της ζωής.
Ο έμπρακτος αυτός διεθνισμός του θεωρώ πως είναι και ένα από τα δύο κύρια χαρακτηριστικά που προσδίδουν στη δουλειά του την τόσο ξεχωριστή της ταυτότητα. Προσωπικά τουλάχιστον, βλέποντάς την υπό αυτό το πρίσμα, μπορώ να διακρίνω την εξελικτική της πορεία και να αναγνωρίσω τις ιδιαιτερότητές της, και μάλιστα όσον αφορά στο στιχουργικό της μέρος, το οποίο και μας ενδιαφέρει περισσότερο στη συγκεκριμένη περίπτωση. Βλέπω έναν άνθρωπο με μια πολύ στέρεα γείωση στην πραγματικότητα, ένα πνεύμα ευρύ μα και οξύ, που δεν προσπαθεί να δώσει στους γύρω του, σε όλους τους συνανθρώπους του, διαστάσεις και ιδιότητες που δεν έχουν, αλλά να δει την αληθινή τους εικόνα, να τους γνωρίσει μέσα από αυτήν, μα προπαντός να τους κατανοήσει και, γιατί όχι, ακόμα και να τους αγαπήσει.
Κατά τη γνώμη μου, στη στιχουργία του είναι πολύ ορατά τα ίχνη της Καρυωτακικής τραγικότητας της ύπαρξης, της μελαγχολίας, ακόμα και της απελπισίας του αυτόχειρα ποιητή, αρκετή από την υπόγεια ειρωνεία του. Με έναν ιδιότυπο λυρισμό της καθημερινότητας, μια υποσυνείδητη σχεδόν ανάγκη να ανακαλυφθεί και να φωτιστεί η ουσία μα και η ομορφιά, μέσα και στα πλέον πεζά πράγματα και τετριμμένα θέματα. Η κατάληξη της πορείας του στοχασμού του Κωνσταντίνου Βήτα, όπως τουλάχιστον έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια, είναι μια γραφή που συνδυάζει πολύ ευρηματικά, μερικές φορές ακόμα και στην ίδια αράδα, τη σωματικότητα με την πνευματικότητα, με πάρα πολύ έντονο το προσωπικό/βιωματικό στοιχείο, με περισσότερο από έκδηλη την υποκειμενικότητά της.
Αυτό είναι το σημείο από το οποίο, με εφόδια μια αθωότητα που εξακολουθεί να είναι αφοπλιστική, ακόμα και να διατηρεί κάτι από την παιδικότητά της, αλλά πάνω από όλα ανεξάντλητα αποθέματα τρυφερότητας κι έναν γήινο λυρισμό, ο οποίος ποτέ δεν ξεπέφτει σε ανούσιους μηρυκασμούς ενός δήθεν ρομαντισμού, εκκινεί, ή μάλλον εκτοξεύεται για το ταξίδι του. Γιατί αυτό αποτελούν τα τραγούδια του, ταξίδια που από την θλιβερή καθημερινότητα του Περιστερίου και του Αιγάλεω. Με λίγες μόνο γραμμές, φέρνουν τον ίδιο –και τον μυημένο ακροατή βεβαίως– εγγύτερα στον ουρανό, στον ήλιο, στη σελήνη και στα αστέρια, σε μια ατέρμονα προσπάθεια του δημιουργού να ενωθεί με τη συμπαντική αλήθεια, ίσως ακόμα και με την υπερβατική αισθητική ωραιότητα της μουσικής των πυθαγορείων «ουρανίων σφαιρών».
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, ο τρόπος που προσεγγίζει και χρησιμοποιεί τον ήχο είναι πολύ περισσότερο αυτός ενός εικαστικού παρά ενός μουσικού. Δομεί, παραθέτει και συνδυάζει τις συχνότητες μέσα στα κομμάτια του, ακολουθώντας τη συναισθηματική μεθοδολογία με την οποία ο μη νατουραλιστής ζωγράφος δουλεύει την παλέτα του, παρά με την τυπική λογική ενός συνθέτη. Πρόκειται μάλιστα για μια «εικονογραφία»/οπτική δομικά αστική - η δουλειά του γεννιέται στην πόλη και τελικά ανήκει σε αυτήν. Σε μια σκληρή, «ασπρόμαυρη», δηλαδή γκρίζα πόλη όπως είναι η Αθήνα...
Χωρίς την παρουσία της ηχητικής τους επένδυσης, οι στίχοι που αποτυπώνονται στο βιβλίο του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΒΗΤΑ, Θα διασχίσεις ένα πρωινό τον κόσμο (εκδόσεις Οξύ, σελ. 190), όπως π.χ. Και θα αγαπήσεις μαζί μου τον ανοιχτό ουρανό/ γιατί η γη είναι πιο όμορφη από μας, δεν χάνουν φυσικά τίποτα από την ποιότητα τους αλλά στερούνται του μισού τουλάχιστον της συνολικής εντύπωσης που αφήνουν τα τραγούδια και ίσως και ενός μέρους της δύναμης τους. Αλλά η κύρια χρησιμότητα αυτού του βιβλίου είναι να υπενθυμίσει σε κάποιους και να παροτρύνουν κάποιους άλλους να αναζητήσουν τους δίσκους των «Στέρο Νόβα» και του Κωνσταντίνου Βήτα, να εισπράξουν το όλον, στίχων και μουσικής.
Ο Θάνος Μαντζάνας είναι κριτικός μουσικής, δημοσιογράφος και υπεύθυνος του εβδομαδιαίου μουσικού δισέλιδου της Αυγής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου