Προδημοσίευση από το βιβλίο της Κάτιας Γέρου
Επί τριάντα χρόνια –όσα δουλεύω στο θέατρο– διαβάζω πάντα με βουλιμία κι απόλαυση ό,τι βιβλίο πέσει στα χέρια μου γύρω απ’ την τέχνη του ηθοποιού και την περιπέτεια του θεάτρου. Στην αρχή ήταν όλα καινούργια· σιγά σιγά, καθώς συσσωρευόταν μια εμπειρία, έπεφτα πάνω σε πράγματα που ήδη γνώριζα ή νόμιζα πως γνώριζα ή που, τέλος πάνων, είχα συναντήσει. Διατυπωμένα όμως κάθε φορά αλλιώς. Από αυτή τη διαφορετική διατύπωση εξακολουθούσα να μαθαίνω πράγματα. Ήταν σαν να είχα πρόσβαση σε έναν άτυπο τουριστικό οδηγό, γραμμένο από πολλούς ταξιδιώτες: «εδώ είναι ένα φτηνό και καλό φαγάδικο», «αυτή η παράκαμψη σε βγάζει σε ένα τοπίο που οφείλεις να δεις», «την τάδε μέρα η είσοδος στα μουσεία είναι δωρεάν», «πρόσεχε το νερό και κάνε τα εμβόλιά σου» κτλ.
Μου γεννήθηκε έτσι η επιθυμία και πήρα το θάρρος να γράψω κι εγώ. Συν το γεγονός ότι, διδάσκοντας επί πολλά χρόνια, αντιλήφθηκα πως τις μέρες που κατάφερνα να συμπυκνώσω κάτι που έπρεπε να μεταφέρω στους μαθητές σαν πληροφορία, όταν κατάφερνα πραγματικά να το συμπυκνώσω σε μια φράση ή παρομοίωση ή σε μια σύντομη ιστορία, αποδεικνυόταν χρήσιμο. Ανέβαλλα όμως συνεχώς την απόπειρα αυτή σ’ ένα μακρινό μέλλον, μέχρι που κάποια στιγμή κατάλαβα ότι τώρα θέλω να το προσπαθήσω, τώρα που παλεύω ακόμα με την τέχνη αυτή, που ακόμα μπερδεύομαι, χαίρομαι και απελπίζομαι, τώρα που η μνήμη είναι νωπή.
***
Μια φίλη είχε πει κάποτε την εξής φράση: «Εμένα η φύση μου είναι σπάταλη, όμως μπορώ να ζήσω και με μια φέτα λεμονιού». Ενθουσιάστηκα κι από τότε τη λέω όπου σταθώ κι όπου βρεθώ. Είναι συγκλονιστική φράση. Δεν είπε: «Μπορώ να ζήσω μ’ ένα ξεροκόμματο», αυτό εκπέμπει μιζέρια. Δεν είπε, δηλαδή, θα ζήσω σαν ζητιάνα· είπε θα ζήσω σαν νεράιδα. Μεταμόρφωσε με έναν τρόπο την απειλή της ανέχειας και της έδωσε διαφάνεια, φινέτσα. Μπορεί να υπάρξει ομορφιά, κομψότητα και δημιουργία μέσα στην ανέχεια; Με προσωπική σκηνοθεσία και καθημερινό αυτοσχεδιασμό, ναι, μπορεί.
Στη δεκαετία του ’60, οι γονείς μου κατάφεραν με χίλιες στερήσεις να φτιάξουν ένα μικρό σπίτι στο Αγρίνιο. Μπήκαμε μέσα πριν τελειώσει, το δάπεδο ήταν ακόμα τσιμέντο, χρήματα για έπιπλα δεν υπήρχαν. Η μαμά μου, λοιπόν, πήρε καφάσια απ’ τη λαϊκή, έφτιαξε μαξιλάρια, τα έντυσε με καλύμματα, έμπαινες σπίτι μας κι ήταν τόσο όμορφο… Και θυμάμαι ότι εγώ, όταν ερχόταν κάποιος, σήκωνα τα καλύμματα, αποκάλυπτα τα καφάσια κι έλεγα όλο καμάρι: «Κοίτα τι έφτιαξε η μαμά μου». Κι εκείνη μου ’λεγε μετά: «Ντροπή δεν είναι που έχουμε καφάσια για έπιπλα, όμως έτσι σκέτα δεν είναι όμορφα, δεν το βλέπεις κι εσύ; Γι’ αυτό τα σκέπασα. Δεν χρειάζεται να τα δείχνεις». Όμως εγώ συνέχιζα τα αποκαλυπτήρια, γιατί στο παιδικό μυαλό μου η μαμά μου είχε κάνει ένα επίτευγμα. Κατάφερε το ακατόρθωτο. Απ’ το τίποτα, από σκουπίδια, έφτιαξε έναν κόσμο όμορφο. Έπαιρνε τα παλιά στρατιωτικά ρούχα του μπαμπά, όταν αυτός αποστρατεύτηκε, τα έβαφε και μας έραβε τα ρούχα μας. Η αδερφή μου κι εγώ κυκλοφορούσαμε σαν φιγουρίνια, κι ας ήμασταν από τις πιο φτωχές οικογένειες της γειτονιάς. Με μια έννοια, το γούστο μου καθηλώθηκε εκεί, στο φτιάχνω πράγματα με ελάχιστα μέσα και νιώθω πλήρης, δεν έχω το μάτι μου καρφωμένο στις ανέσεις του διπλανού. Γι’ αυτό κι αργότερα, στο θέατρο, ποτέ δεν με συγκίνησαν οι περιστρεφόμενες σκηνές, τα μεγάλα βίντεο-γουόλ, τα πλούσια κοστούμια και λοιπά. Ένιωθα ότι το θαύμα μπορεί να συμβεί με ελάχιστα αντικείμενα, υποδηλωτικά κοστούμια, μια άδεια σκηνή, ένα γερό κείμενο και εκπαιδευμένους ηθοποιούς. Το είδα να συμβαίνει αυτό στο Θέατρο Τέχνης.
Ερχόμαστε τώρα στο σήμερα. Ζούμε ένα αίσθημα εθνικής κατάθλιψης, όλοι κολυμπάμε εκεί μέσα. Κι επειδή υπάρχει μια πρόσφατη «ποπαρτίστικη» τάση να παίζουν διάφοροι με τις στάσεις των αγαλμάτων, ζήλεψα και θέλω να το κάνω κι εγώ. Όμως και η ποπ αρτ θέλει έναν στοιχειώδη δείκτη νοημοσύνης από τους «καλλιτέχνες», δεν μπορείς π.χ. να δείξεις την Αφροδίτη της Μήλου ως προστάτιδα των off shore εταιρειών, είναι πολύ φίνα για τον ρόλο αυτό και βεβαίως δεν ασχημαίνει αυτή –αυτή ό,τι ήταν να πάθει το’ παθε: ακρωτηριάστηκε, μετανάστευσε, τι άλλο πια να πάθει;– ασχημαίνεις εσύ που το σκέφτηκες. Θα ’θελα, λοιπόν, να ’βαζα την Αφροδίτη με σκυμμένο το κεφάλι, να το στηρίζει στα κομμένα της χέρια –κάπως σαν τη στάση του Σκεπτόμενου του Ροντέν– βαθιά λυπημένη, απαρηγόρητη, να αναλογίζεται όλες τις γενιές που πέρασαν τα τελευταία εβδομήντα χρόνια σ’ αυτή την πολύπαθη χώρα, μέσα από τον αντιφασιστικό αγώνα, τον Εμφύλιο, τις εξορίες, τη μετανάστευση, τη δικτατορία, παλεύοντας, χωρίς να το βάζουν κάτω. Όλους αυτούς τους αξιοπρεπείς, γενναίους, εργατικούς, πονεμένους ανθρώπους, οι οποίοι δεν είχαν ούτε τζιπάρες στο γκαράζ τους, ούτε πισίνα στο σπίτι τους, που ένα πρωί ξύπνησαν και έμαθαν ότι πτώχευσαν κι άλλο. Και ότι, από ’δώ και στο εξής, δεν εξυπακούεται τίποτα. Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν εξυπακουόταν τίποτα, αν σκεφτούμε ότι αυτή η μικρή, σαν κουκκίδα στον χάρτη, τρελαμένη χώρα, τώρα που μιλάμε είναι πέμπτη παγκοσμίως σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς (ως το 2005 ήταν τρίτη!). Και που πριν την κρίση, ο ένας στους τέσσερις κατοίκους της ζούσε στα όρια της φτώχειας. Με τέτοιες παλαβές συνθήκες, πάλι καλά που ακόμα υπάρχουμε και μπορούμε να συζητάμε περί τέχνης, καλή ώρα, και δεν έχουμε όλοι εξαερωθεί προ πολλού.
Τι κάνουμε μέσα σ’ αυτή την καινούργια συνθήκη; Πώς δουλεύει ο καλλιτέχνης, ο κάθε άνθρωπος εν τέλει, στα χρόνια της ύφεσης; Βεβαίως θα περιορίσει τις ανάγκες του. Θα ακούσει τα λόγια του σοφού Τσαρούχη στο ντοκιμαντέρ του Δ. Βερνίκου: «Το πρώτο που πρέπει να κάνει ο καλλιτέχνης είναι να μην έχει πολλές ανάγκες». Θα ακούσει τον Μιχάλη Κατσαρό στο Κατά Σαδδουκαίων: «Μην αμελήσετε. Πάρτε μαζί σας νερό. Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία». Θ’ ακούσει προσεχτικά τα λόγια του Κουν: «…μόνος ο καθένας είναι ανήμπορος, μαζί ίσως κάτι μπορέσουμε να κάνουμε» και «…έζησα λιτά και από ανάγκη, γιατί ποτέ δεν είχα χρήματα πολλά». Ή τους στίχους του Λευτέρη Πούλιου: «Άσχημοι καιροί, καιροί του χαμένου θάρρους, κι η ποίηση στη μέση του γονατισμένου λαού». Θα κάτσει να υπολογίσει τα πράγματα από την αρχή: πού χαλάρωσε, πού αφέθηκε, πού έκανε ίσως εύκολα ή ψυχρά πράγματα γιατί έφερναν κέρδη ή γιατί θεωρούνταν «τρέντι».
Πώς να το κάνουμε; Είχαμε υποστεί μια ψυχική μετάλλαξη, ήμασταν καθένας για την πάρτη του, οφείλουμε να το παραδεχτούμε. Υπήρξε μια λαίλαπα κακογουστιάς και δεν την εμποδίσαμε, νομίσαμε ότι η χώρα μας ανήκει στο κλαμπ των τυχερών και πιαστήκαμε στον ύπνο. Ένα από τα πρόσωπα των Μικρών Εξεγέρσεων έλεγε σε μια στιγμή: «Πεθαίνει ο τόπος μας, αγνώριστος γίνεται, γαμώ την εξέλιξη, γαμώ». Συνέχεια μουρμουράω μέσα μου τον τελευταίο καιρό αυτό το «γαμώ την εξέλιξη, γαμώ», κι ας ξέρω ότι δεν είναι πολιτικά ορθό. Όμως μπορεί τα ζόρια που εμφανίστηκαν να μας κάνουν να ξεθάψουμε έναν δημιουργικό, αλληλέγγυο εαυτό που είχε σωπάσει μέσα μας, που αποκοιμήθηκε νανουρισμένος γλυκά από μια ψεύτικη ευμάρεια. Ποιος ξέρει; Όλα μέλλει να αποδειχθούν. Ένα είναι το σίγουρο: Τώρα είναι ο καιρός της δράσης μας. Τώρα, που δεν ξέρουμε τι θα μας ξημερώσει.
Το βιβλίο, Αλλάζοντας τους παλμούς της καρδιάς. Συζητήσεις για το θέατρο με την Ιόλη Ανδρεάδη, θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου