17/12/10

Ένας αριστερός στην Αμερική...

ΤΟΥ ΘΑΝΟΥ ΜΑΝΤΖΑΝΑ


Η αφορμή για αυτό το αφιέρωμα θα μπορούσε να είναι ότι στις 3 Οκτωβρίου συμπληρώθηκαν σαράντα τρία χρόνια από τον θάνατο του Woody Guthrie. Αλλά δεν είναι αυτή η αιτία, που θα ασχοληθούμε με έναν σχεδόν άγνωστο στο ευρύ ελληνικό κοινό αμερικανό μουσικό. Όπως ακριβώς ουδείς μπορεί να αναρωτηθεί για την κεφαλαιώδη σημασία του Μάρκου Βαμβακάρη στην ελληνική παραδοσιακή μουσική. Επιχειρώντας λοιπόν αυτή την τολμηρή ίσως, αλλά καθόλου αδόκιμη κατά τη γνώμη μας σύγκριση, θα πούμε ότι η θέση που επέχει ο Woody Guthrie για την αμερικανική παραδοσιακή μουσική είναι η ακριβώς ανάλογη με του Μάρκου Βαμβακάρη στην ελληνική. Και αυτό δεν θα ήταν αρκετό όμως, αν στην περίπτωση του Γούντι Γκάθρι δεν υπεισέρχονταν και δύο ακόμα απόλυτα καθοριστικοί παράγοντες.

Ο πρώτος είναι ότι, σε αντίθεση με τον μάλλον αδιάφορο για την πολιτική –τουλάχιστον όπως εμφανίζεται στο έργο του– Μάρκο Βαμβακάρη, ο Γούντι Γκάθρι  είχε μία απόλυτα αριστερή ταξική συνείδηση, η οποία μάλιστα αποτελεί και την κυριότερη συνιστώσα του έργου του. Το δεύτερο έχει να κάνει με τις αντικειμενικές συνθήκες. Δεν είναι τόσο ότι η Αμερική έχει ένα ασύγκριτα μεγαλύτερο από τον Ελλάδα πληθυσμό, όσο ότι η γλώσσα της είναι τα αγγλικά, εκείνη δηλαδή που, είτε αρέσει είτε δεν αρέσει σε κάποιους, ομιλείται ή έστω είναι κατανοητή στο μεγαλύτερο μέρος του  σύγχρονου κόσμου. Και είναι αυτός ο δεύτερος παράγοντας που επέτρεψε στον αμερικανό τραγουδοποιό να επηρεάσει κυριολεκτικά αναρίθμητους συνεχιστές του, πρώτιστα βέβαια ομοεθνείς του αλλά κάθε άλλο παρά αποκλειστικά. Δεν θα ήταν υπερβολή αν χαρακτηρίζαμε τον Γούντι Γκάθρι γεννήτορα της τεράστιας παράδοση του τραγουδιού διαμαρτυρίας (protest song, κατά τη διεθνή ορολογία), όπως και αν στο πρόσωπό του αναγνωρίζαμε μια αληθινά κολοσσιαία, όχι μόνο μουσική αλλά και γενικότερα πολιτισμική φυσιογνωμία του εικοστού αιώνα!

Δραπέτης από τη σκόνη
Ο Woodrow Wilson Guthrie, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στις 14 Ιουλίου 1912 στο Όκιμα της Οκλαχόμα, στην καρδιά το αγροτικού, φτωχού και υποβαθμισμένου –τότε αλλά ακόμα και τώρα– αμερικανικού Midwest. Ο πατέρας του ήταν ένας αυθεντικός κάου μπόι, με αρκετά καλό για τα δεδομένα της εποχής εισόδημα, αλλά τα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια ήταν λίγα, καθώς μια σειρά από τραγωδίες χτύπησαν την οικογένειά του: πρώτα ο θάνατος της αδελφής του, μετά μια οικονομική καταστροφή και τέλος, και χειρότερο όλων, ο εγκλεισμός της μητέρας του σε ψυχιατρείο όπου και πέθανε σύντομα. Πριν όμως συμβούν όλα αυτά, οι γονείς του τού μετέδωσαν αλλά και του καλλιέργησαν την κλίση τους στη μουσική, περισσότερο ο πατέρας του που ήταν ερασιτέχνης μουσικός.
Φτωχός, άνεργος, μη βλέποντας ένα καλύτερο μέλλον και μην έχοντας τις καλύτερες αναμνήσεις από τον γενέθλιο τόπο του, ο Γούντι Γκάθρι τον εγκατέλειψε μόλις στα δέκα εννέα του, για να αρχίσει μια ζωή ατερμόνων περιπλανήσεων, περνώντας, κυριολεκτικά, το μεγαλύτερο μέρος της στον δρόμο. Αρχικά πήγε στο Τέξας, όπου και άρχισε για πρώτη φορά να παίζει επαγγελματικά μουσική, σχηματίζοντας ένα τρίο. Την αδελφή μάλιστα του ενός από τους άλλους δύο μουσικούς την παντρεύτηκε δύο χρόνια αργότερα και απέκτησαν τρία παιδιά. Επέστρεψε μαζί της στο Όκιμα αλλά αυτή η πόλη δεν θα τα κατάφερνε ποτέ να τον κρατήσει κοντά της. Γιατί αν η ύφεση του ’29 είχε φέρει σε πολύ δυσχερή θέση τους πληθυσμούς του βασισμένου στην αγροτική οικονομία Midwest, λίγο αργότερα, το 1935 συγκεκριμένα, ενέσκηψε μία εκτεταμένη περίοδο ανομβρίας, η οποία με τη συνακόλουθη ξηρασία στην κυριολεξία τους «γονάτισε». Ο σιτοβολώνας της Αμερικής απλά ξεράθηκε και μεταμορφώθηκε σε αυτό που, για όσα χρόνια διήρκεσε το φυσικό φαινόμενο, αποκαλείτο Dust Bowl, και κατά χιλιάδες οι αγρότες άφησαν πίσω τους τα χέρσα πλέον χωράφια τους και ξεχύθηκαν προς τις πλουσιότερες δυτικές Πολιτείες σε αναζήτηση ενός μεροκάματου. Μαζί τους φυσικά και ο Γούντι Γκάθρι που, έχοντας κάνει οικογένεια ήδη από τα είκοσι ένα του, αντιμετώπιζε πολύ μεγάλο πρόβλημα ως προς το να τη συντηρήσει. Το ταξίδι του προς την Καλιφόρνια περιλάμβανε οτοστόπ, λαθροεπιβίβαση σε εμπορικά τρένα, αλλά και πολύ περπάτημα καθώς και ουκ ολίγη πείνα.
Όπως και οι υπόλοιποι «επαρχιώτες» εσωτερικοί μετανάστες, αντιμετώπισε το σνομπισμό, την απέχθεια, ίσως ακόμα και το μίσος των πλουσίων –τότε όπως και τώρα...- κατοίκων της Καλιφόρνια. Ήταν μόλις το 1937 όταν εξασφάλισε μια δουλειά σε ένα ραδιοσταθμό του Λος Αντζελες, ερμηνεύοντας ζωντανά παραδοσιακά τραγούδια της εποχής, αλλά και κάποια από αυτά που ήδη είχε αρχίσει να γράφει ο ίδιος, και φάνηκε ότι μπορούσε επιτέλους να προσβλέπει σε ένα καλύτερο μέλλον. Τα ζητήματα της κοινωνικής αδικίας, των παθών και των στερήσεων της εργατικής τάξης, αλλά και της αναζήτησης της αλήθειας, πολύ συχνά σε αντιπαράθεση με την υποκρισία της άρχουσας τάξης, τα οποία θα τον απασχολούσαν μόνιμα στη συνέχεια, ήταν ήδη κάτι περισσότερο και από εμφανή στη θεματολογία του.

Ταξική συνειδητοποίηση
Το πνεύμα της περιπλάνησης όμως που είχε φωλιάσει για τα καλά μέσα του δεν τον άφησε (εφ)ησυχάσει για πολύ, ούτε και να επαναπαυτεί στη σχετική οικονομική ασφάλεια που του έδινε η δουλειά του στο ραδιοσταθμό. Έτσι το 1940 τον βρίσκουμε στη Νέα Υόρκη, όπου γίνεται αμέσως δεκτός στους κύκλους των καλλιτεχνών μα και των διανοουμένων του Greenwich Village. Η χρονιά αυτή όμως ήταν αληθινά κομβική για τη ζωή και την πορεία του, καθώς τότε ο πολύ σημαντικός αμερικανός εθνολόγος/μουσικολόγος Alan Lomax τον ηχογράφησε ζωντανά σε μια σειρά από τραγούδια, κάτι που έκανε και με πάρα πολλούς άλλους μουσικούς της χώρας του εκείνη την εποχή. Την ίδια επίσης χρονιά ο Γούντι Γκάθρι ηχογράφησε και κυκλοφόρησε τον πρώτο του δίσκο, «Dust Bowl Ballads», εμπνευσμένο από τα όσα είχε βιώσει ο ίδιος αλλά και τόσοι άλλοι φτωχοί κάτοικοι του Midwest κατά την εποχή της Μεγάλης Ξηρασίας - όλα τα τραγούδια άλλωστε είχαν γραφτεί εκείνη την περίοδο. Το album αυτό δεν είναι απλά ιστορικό μα αληθινά κλασικό στο είδος του και θα μπορούσαμε πολύ άνετα να το αποκαλέσουμε ακρογωνιαίο λίθο όλου του μετέπειτα κινήματος του τραγουδιού διαμαρτυρίας.
Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι την ίδια ακριβώς εποχή η έμφυτη απέχθειά του για την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης από τους οικονομικά ισχυρούς αρχίζει να μετασχηματίζεται σε κάτι πιο συγκροτημένο ιδεολογικά, σε ένα βαθμό ακόμα και θεωρητικά. Ήταν η επίδραση των καινούργιων φίλων του, των αριστερών στη συντριπτική τους πλειοψηφία διανοουμένων, οι οποίοι τον έφεραν σε επαφή με τις μαρξιστικές ιδέες, αφού οι περισσότεροι άλλωστε από αυτούς ήταν ήδη μέλη του αμερικανικού κομουνιστικού κόμματος. Είναι αξιοσημείωτο ότι, παρ’ όλες τις προτάσεις που δέχθηκε επανειλημμένα, ο ίδιος δεν δέχθηκε να γίνει ποτέ μέλος τους κόμματος. (Να ήταν άραγε η αντισυμβατική προσωπικότητά του ή η έμφυτη καχυποψία των ανθρώπων της υπαίθρου απέναντι σε αυτούς της μεγάλης πόλης που τον απέτρεψε;) Συμμερίστηκε όμως και με το παραπάνω τις ανησυχίες, τις αγωνίες μα και τους αγώνες, όχι μόνο των μεμονωμένων φίλων και συντρόφων του αλλά σε μεγάλο βαθμό και του κόμματος, και έγινε μέλος των Almanac Singers, ενός συγκροτήματος/κολεκτίβας που θα μπορούσε να θεωρηθεί η ...κλαδική των μουσικών του κόμματος.
Είχε ήδη διαμορφώσει το προσωπικό του ύφος, όχι απλά χαρακτηριστικό αλλά άμεσα αναγνωρίσιμο και απολύτως διακριτό από των υπολοίπων. Μουσικά αυτό δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί παρά ως folk, δηλαδή παραδοσιακή αμερικανική μουσική, αν και στην πραγματικότητα η ανάλογη παράδοση μόλις είχε αρχίσει να σχηματίζεται και ο ίδιος έμελλε να αποδειχθεί ένας από τους θεμελιωτές της. Οι μελωδίες του Γούντι Γκάθρι, στα πλαίσια πάντα του είδους, ήταν λιτές και αδρές, αλλά αρκετά δυνατές ώστε να είναι λίαν ευκολομνημόνευτες από τον ακροατή. Στιχουργικά ακολουθούσε την τυπική φόρμα του είδους, δηλαδή την αφηγηματική μπαλάντα (narrative ballad), που είναι επίσης αγγλοσαξονικών καταβολών και μάλιστα τα πρώτα ίχνη της συναντώνται στα ύστερα μεσαιωνικά χρόνια. Η θεματολογία του βέβαια ήταν ξεκάθαρα αριστερή και την ανέπτυσσε με έναν απλό, καθημερινό, άμεσο, αλλά και αρκούντως γλαφυρό και τελικά λίαν λειτουργικό και πειστικό ρόλο. Ως τραγουδιστής, τέλος, χωρίς φυσικά να διεκδικεί ιδιαίτερες ερμηνευτικές δάφνες, με την «ξερή», στακάτη, απόλυτα «αντρίκεια» φωνή του –εδώ πραγματικά οι αναλογίες με τους αυθεντικούς δικούς μας ρεμπέτες είναι εντυπωσιακές– μετέδιδε ιδανικά το μήνυμά του, κάτι το οποίο υπογράμμιζε και ενίσχυε η σχηματική οργανική συνοδεία, την οποία σχεδόν πάντα αποτελούσε μόνον η ακουστική κιθάρα του, πάνω στην οποία, σχεδόν πάντα, υπήρχε ένα αυτοκόλλητο με μια πολύ απλή φράση: «This machine kills fascists», ούτως ειπείν «αυτή η μηχανή σκοτώνει φασίστες»...

Στην αριστερή πλευρά του δρόμου
Ακολούθησαν περιπλανήσεις, διαστήματα διαμονής σε έναν τόπο και ακόμα περισσότερες περιπλανήσεις: Όρεγκον, ξανά Τέξας και μετά πίσω στη Νέα Υόρκη. Παρ’ όλη την τόσο πολυάσχολη μουσική πορεία του, βρήκε τον χρόνο να γράψει και το πρώτο του βιβλίο, το ημι-αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα «Bound For Glory» που κυκλοφόρησε το 1943 αλλά και, αν και φανατικός ειρηνιστής, εξ αιτίας της απέχθειάς του για τον φασισμό και τον Χίτλερ, να πολεμήσει στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Με το αμερικανικό ναυτικό μάλιστα βρέθηκε αρκετές φορές στην Ευρώπη και η εμπειρία αυτή φυσικά έγινε αφορμή για πολλά αντιφασιστικά τραγούδια. 
Μετά τον πόλεμο εγκαταστάθηκε για μια δεκαετία στο Κόνι Άιλαντ της Νέας Υόρκης –και αφού ο πρώτος του γάμος είχε διαλυθεί, ως συνέπεια κυρίως του τρόπου ζωής του– μαζί με την δεύτερη σύζυγο του, μια χορεύτρια της ομάδας της Μάρθα Γκράχαμ, με την οποία απέκτησε άλλα τέσσερα παιδιά. Δεν άργησε όμως να ξαναβγεί στον δρόμο: Καλιφόρνια (όπου και γνώρισε την στη συνέχεια τρίτη σύζυγο του με την οποία απέκτησαν μία κόρη), μετά Φλόριντα, όπου βρήκε καταφύγιο όταν ο αντικομουνιστικός αέρας άρχισε να πνέει στην Ουάσινγκτον και γενικά στον Βορρά, και από εκεί πίσω στη Νέα Υόρκη, καθώς η συμπεριφορά του γινόταν όλο και πιο απρόβλεπτη και ασταθής. Χωρίς να το γνωρίζει ούτε ο ίδιος, είχε ήδη εκδηλώσει μερικά χρόνια πριν τα συμπτώματα μιας πολύ σπάνιας νευρικής ασθένειας, από την οποία όπως αποδείχθηκε αργότερα είχε πεθάνει και η μητέρα του, της νόσου του Χάντινγκτον. Δυστυχώς, ούτε και η ιατρική επιστήμη δεν γνώριζε ακόμα πολλά για τη συγκεκριμένη ασθένεια και έτσι από το 1954 νοσηλεύθηκε εσφαλμένα για πολλές και διαφορετικές αιτίες, από αλκοολισμό μέχρι σχιζοφρένεια, πριν τελικά διαγνωσθεί η ορθή αιτία.
Ακολούθησαν δέκα τρία μακρά και δύσκολα χρόνια παραμονής στο ψυχιατρείο, όπου όμως ευτυχώς δεν ήταν εγκαταλελειμμένος. Τον επισκέπτονταν τακτικά μέλη των οικογενειών του αλλά και ομότεχνοι του, σύγχρονοί του αλλά και πολύ νεότεροι, οι οποίοι ήθελαν να τον τιμήσουν αλλά και να μάθουν όσα περισσότερα μπορούσαν από αυτόν. Ανάμεσα τους κι ένας νεαρός που άκουγε στο όνομα Bob Dylan, και το πρώτο album του το 1962 αποτελούσε τόσο πολύ φόρο τιμής στον Γούντι Γκάθρι, ώστε κατέληγε σχεδόν αυτούσια αντιγραφή του... Ήταν αυτός που θα αναδεικνυόταν ως ηγέτης του κινήματος της folk protest (το οποίο συναποτελούσαν η Joan Baez, ο Phil Ochs και τόσοι άλλοι) που αναγνώριζε στο πρόσωπο του Γούντι Γκάθρι όχι απλά τον πνευματικό πατέρα και τον μέντορα του αλλά και τον πρωτοπόρο, ακόμα και τον καθοδηγητή του. Και ήταν η δημιουργική όσμωση αυτού του κινήματος με το ψυχεδελικό rock που θα οδηγούσε λίγα χρόνια αργότερα στον χιπισμό, την flower power και το όλο πνεύμα αμφισβήτησης και ανατροπής που σηματοδότησε το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60...
Ο Γούντι Γκάθρι άφησε την τελευταία του πνοή στο ψυχιατρείο στις 3 Οκτωβρίου 1967 και πίσω του περίπου τρεις χιλιάδες(!) τραγούδια, δύο βιβλία αλλά και πολλά ανέκδοτα κείμενα, ποιήματα και πεζά, καθώς και πίνακες, καθώς η ζωγραφική ήταν ένα ακόμα πάθος του. Ούτε δυο μήνες αργότερα, ο γιος του Arlo Guthrie, εκλεκτό μέλος και αυτός της παρέας της folk protest, κυκλοφορούσε το πρώτο του single «Alice’s Restaurant», ένα εμβληματικό τραγούδι του κινήματος εναντίον του πολέμου του Βιετνάμ και γενικότερα υπέρ του ειρηνισμού (δύο χρόνια αργότερα έγινε και ταινία, με τον ίδιο τίτλο, από τον πρόσφατα αποβιώσαντα Άρθουρ Πεν, με τον ίδιο τον Arlo Guthrie στον πρωταγωνιστικό ρόλο). Ήταν το βιολογικό μα και συμβολικό πέρασμα της σκυτάλης, που συνιστούσε η βαθιά ουμανιστική και αριστερή παράδοση και κληρονομιά του κορυφαίου Γούντι Γκάθρι, στους επόμενους αγωνιστές.

Ο Θάνος Μαντζάνας είναι κριτικός μουσικής, δημοσιογράφος και υπεύθυνος του εβδομαδιαίου μουσικού δισέλιδου της Αυγής 

Δεν υπάρχουν σχόλια: