23/12/10

Η Βιρτζίνια Γουλφ και οι αστερισμοί της ιστορίας

ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΑΡΓΙΩΤΗ

ANGELIKI SPIROPOULOU, Virginia Woolf, Modernity and History: Constellations with Walter Benjamin, London, Palgrave Macmillan, 2010

Το ενδιαφέρον για τη Βιρτζίνια Γουλφ, μία από τις μείζονες μορφές του αγγλικού μοντερνισμού στο πάνθεον πλέον της παγκόσμιας λογοτεχνίας, συνεχίζει αμείωτο μέχρι τις μέρες μας. Η Γουλφ (1882-1941) υπήρξε προσωπικότητα πολύπλευρη. Από καλή οικογένεια, έλαβε εξαίσια μόρφωση κατ’ οίκον, συγχρωτίστηκε με τους πλέον σημαντικούς διανοούμενους και καλλιτέχνες της βικτωριανής Αγγλίας, υπήρξε μέλος της ομάδας του Μπλούμσμπερυ (ενός κύκλου με συχνά προκλητικές ιδέες που άσκησε μεγάλη επίδραση στα πολιτισμικά δρώμενα των αρχών του 20ού αιώνα), ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο Χόγκαρθ (ο οποίος εξέδωσε, εκτός των βιβλίων της, και άλλα σημαντικά έργα, όπως την Έρημη Χώρα του Έλιοτ και την έγκυρη έκδοση των έργων του Φρόυντ στα αγγλικά) και κληροδότησε στην λογοτεχνία σπουδαία μυθιστορήματα (όπως Η κυρία Ντάλλαγουεη, Στο Φάρο, Ορλάντο, Τα Κύματα, Τα Χρόνια, Ανάμεσα στις Πράξεις). Υπήρξε όμως και άνθρωπος αιρετικός, χαρακτήρας αντισυμβατικός, που επαναστάτησε κατά των συμβάσεων της εποχής της: κατήγγειλε τον αποκλεισμό των γυναικών από την εκπαίδευση, παντρεύτηκε άνδρα εκτός της κοινωνικής τάξης και του θρησκεύματός της (έναν φτωχό Εβραίο), εκδήλωσε έντονο ενδιαφέρον για την αμφισεξουαλικότητα και στο τέλος αυτοκτόνησε, μετά από επαναλαμβανόμενες κρίσεις ψυχικής αστάθειας, υπό την απειλή του ναζισμού που εξαπλωνόταν επικίνδυνα, αλλά και ίσως ως αποτέλεσμα της σεξουαλικής κακοποίησης που μάλλον είχε υποστεί σε νεαρή ηλικία. 

Η Γουλφ σήμερα θεωρείται κεφαλαιώδης μορφή της λογοτεχνίας του μοντερνισμού, μαέστρος της τεχνικής του «εσωτερικού μονολόγου» (ή αλλιώς της «ροής της συνείδησης») που αποτέλεσε για την τέχνη του λόγου επανάσταση παρόμοια και παράλληλη με αυτήν που επέφεραν στις εικαστικές τέχνες οι από πολλές μεριές επιθέσεις των ιστορικών πρωτοποριών. Η Γουλφ αμφισβήτησε τις ολοποιητικές αξιώσεις της ρεαλιστικής αναπαράστασης και τις υπονόμευσε, μειώνοντας τη σημασία της γραμμικότητας στην χρονική και αιτιακή αλληλουχία της αφήγησης και την πρωτοκαθεδρία του ενός, παντογνώστη αφηγητή, έφτασε δε να πειραματίζεται με τη γραμματική και σύνταξη της ίδιας της γλώσσας και να δοκιμάζει τα όρια της λογοτεχνίας και των παραδοσιακών ειδών της. Ενδιαφέρθηκε για την πραγματικότητα στην ανεπεξέργαστη εκδοχή της, ως ασυνεχή και αποσπασματική, αποτελούμενη από εμπειρίες παροδικές και φευγαλέες, και ως τέτοια προσπάθησε να την αποδώσει λογοτεχνικά.
Εκ των υστέρων, είμαστε σε θέση να συλλάβουμε ότι όχι μόνο ανταποκρινόταν με αυτόν τον τρόπο, λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά, στις λογοτεχνικές επιταγές που επέβαλε η πολιτισμική κατάσταση που ονομάζουμε νεωτερικότητα, αλλά και θεωρούσε, αρκετές δεκαετίες πριν την άνοδο του κριτικού ρεύματος του φεμινισμού και τους λογοτεχνικούς πειραματισμούς του γαλλικού «νέου μυθιστορήματος», ότι η υπονόμευση του ηγεμονικού λόγου (και ιδίως του ανδρικού) μπορεί να έρθει και από τη λογοτεχνία, στο βαθμό που της επιτρέπεται πλέον να δημιουργήσει τρόπους μοντέρνους, προκειμένου να αρθρώσει έναν λόγο νέο που θα επιτρέψει στο περιθωριακό να εκφραστεί. Γι’ αυτό και η Γουλφ μελετήθηκε εκτενώς και πολλαπλώς, όχι αποκλειστικά στην προοπτική των λογοτεχνικών καινοτομιών που εισήγαγε στα πλαίσια του μοντερνισμού, αλλά και υπό το φως νεώτερων θεωρητικών προσανατολισμών, που έδωσαν έμφαση στους τρόπους με τους οποίους κατέστησε δυνατή τη δυνατότητα έκφρασης του «υπάλληλου» (subaltern) σε διάφορες εκφάνσεις που αυτό παίρνει: η γυναίκα, η λεσβία, ο πένης, ο εβραίος.
Για μια μείζονα συγγραφέα για την οποία ζητήματα όπως η γλώσσα, η αναπαράσταση και ο χρόνος αποτέλεσαν αφετηρία των καλλιτεχνικών της ανησυχιών και του λογοτεχνικού της διαβήματος, αλλά και η οποία και μελέτησε ιστορία και σκόπευε, παρόλο που δεν κατάφερε τελικά, να γράψει ένα «κανονικό βιβλίο ιστορίας», προκαλεί εντύπωση το γεγονός πως οι ιδέες της περί ιστορίας δεν είχαν, ως τώρα, αναλυθεί συστηματικά. Το κενό αυτό, στη διεθνή βιβλιογραφία της Γουλφ αλλά και του μοντερνισμού γενικότερα, έρχεται να καλύψει το καινούργιο βιβλίο της Αγγελικής Σπυροπούλου. Στην εξαιρετική μελέτη της, η Σπυροπούλου αναζητά την θεωρία της Γουλφ περί ιστορίας και την προοπτική περί ιστοριογραφίας που αυτή συνεπάγεται, έτσι όπως αυτές επικαθορίζονται από την εγγραφή τους στα ευρύτερα αιτήματα του μοντερνισμού και τις επιταγές της νεωτερικότητας. Και το κάνει αυτό στρεφόμενη στον εμβληματικό μελετητή της νεωτερικότητας, τον Βάλτερ Μπένγιαμιν (1892-1940), του οποίου οι ερμηνευτικές περιπλανήσεις αποτελούν πλέον αναπόδραστο σταθμό σε όποιον θέλει να προσεγγίσει την έννοια του μοντέρνου. Η Σπυροπούλου έχει ήδη συμβάλει στην είσοδο του στοχαστή στα ελληνικά πράγματα, έχοντας επιμεληθεί έναν σημαντικό τόμο στον οποίον παρουσιάζονται βασικά χαρακτηριστικά του έργου του Μπένγιαμιν από Έλληνες και ξένους επιστήμονες. Στην παρούσα μελέτη, ο φιλόσοφος και η λογοτέχνις εξετάζονται από κοινού: συνδυάζοντας φιλολογικές και ερμηνευτικές πρακτικές, προσεγγίζοντας λογοτεχνικό, ιστορικό και φιλοσοφικό λόγο και, βέβαια, συνομιλώντας με την διεθνή βιβλιογραφία η Σπυροπούλου φωτίζει με τρόπο ουσιαστικό μια πτυχή του μοντερνισμού η οποία αν και θεμελιώδης, δεν είχε διερευνηθεί ενδελεχώς.
Η μελέτη προτείνει πως, σε σημαντικό βαθμό, ο μοντερνισμός της Γουλφ είναι αποτέλεσμα των τρόπων με τους οποίους η νεωτερική κατάσταση επιτρέπει στην συγγραφέα να συλλάβει το παρελθόν. Πλέον συνειδητοποιείται ότι η σημασία του παρελθόντος έγκειται σε μεγάλο, καθοριστικό βαθμό, στην δυναμική των τρόπων αναπαράστασής του. Αυτοί οι τρόποι ορίζονται από συνιστώσες εν πολλοίς ιδεολογικές, κι έτσι παράγουν μάλλον παρά απλώς αφηγούνται νόημα – και συνεπώς χαρακτηρίζονται καταστατικά από πολιτική διάσταση. Έτσι η Γουλφ αντιτίθεται, λιγότερο ή περισσότερο ρητά, τόσο στον ιστορικισμό όσο και στην παραδοσιακή ιστοριογραφία, ως επιστημολογικά αφελείς ή ιδεολογικά ύποπτους, και προκρίνει, αντίθετα, μια θεώρηση της ιστορίας την οποία η Σπυροπούλου ονομάζει «κριτική ιστοριογραφία». Έχοντας συνείδηση της αφηγηματικής διάστασης της ιστορικής αναπαράστασης, της υποκειμενικής πρόσληψης των «γεγονότων», της σημασίας του υποκειμένου και της γλώσσας στην παραγωγή του παρελθόντος, η Γουλφ όχι μόνο δεν συντάσσεται τελικά με την παραδεδομένη αντίληψη περί ανιστορικότητας του μοντερνισμού, αλλά και προαναγγέλλει θεωρίες που χρόνια αργότερα έμελλε να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίον κατανοούμε την επιστημολογία της ιστοριογραφίας.
Μολονότι έρχεται από άλλο χώρο και ανήκει σε διαφορετική παράδοση, η πολυεπίπεδη και επίμονη κριτική του Μπένγιαμιν στον ιστορικισμό, από την αρχική απόχρωση της «εμμένειας» (immanence) μέχρι την κλίση της προς τον «κριτικό υλισμό», έχει εντυπωσιακές ομοιότητες με αυτήν της Γουλφ. Ο Μπένγιαμιν αντιτίθεται στην ομογενοποίηση που συνεπάγεται το ιστορικό αίτημα συνέχειας, αιτιότητας, γραμμικότητας του παρελθόντος και το εγχείρημα αναζήτησης της αρχής. Επιτίθεται εξίσου και στην τελεολογική προοπτική που συνεπάγεται η έννοια της προόδου –κληροδότημα του διαφωτισμού– η οποία φυσικοποιεί την ιστορική εξέλιξη. Προς αυτήν την κατεύθυνση, ο Μπένγιαμιν δεν δημιουργεί μόνον ένα λαμπρό είδος δοκιμιακής γραφής διαμέσου της οποίας λαμβάνει χώρα η κριτική πράξη και πρακτική, αλλά αναπτύσσει και ένα νέο κριτικό λεξιλόγιο που κατ’ αυτόν χαρακτηρίζει και επεξηγεί την νεωτερικότητα (η αύρα, η διαλεκτική εικόνα, ο πλάνης, ο βιωμένος χρόνος, οι αστερισμοί της ιστορίας κτλ.), αναγκαίο προκειμένου να περιγραφεί η επαναστατική, εκρηκτική δυναμική της.
Η μελέτη της Σπυροπούλου εξερευνά λεπτομερώς τους αστερισμούς που σχηματίζουν οι δυο σημαντικές μορφές της ευρωπαϊκής διανόησης, οι οποίοι αν και σύγχρονοι, αγνοούσαν ο ένας την ύπαρξη του άλλου. Τα δυο πρώτα, θεωρητικά κεφάλαια εισάγουν τον αναγνώστη στις έννοιες-κλειδιά της μελέτης (νεωτερικότητα, μοντερνισμός, ιστορία, ιστοριογραφία) και τοποθετούν τον Μπένγιαμιν και τη Γουλφ στα θεωρητικά της συμφραζόμενα, ενώ δίνουν ιδιαίτερο βάρος στην διερεύνηση της ιδέας της ιστορίας και την πρακτική της ιστοριογραφίας. Στα επόμενα έξι κεφάλαια προσεγγίζεται λεπτομερώς το πολυσχιδές έργο της Γουλφ και φωτίζεται η πολύπλοκη σχέση της με την ιστορία. Αναλαμβάνοντας να θέσει ένα ζήτημα τελικά παραμελημένο στην βιβλιογραφία της Γουλφ, αλλά κι ευρύτερα του μοντερνισμού, η μελέτη διακρίνει υπόγειες, παράλληλες σχέσεις ανάμεσα στη Γουλφ και στον Μπένγιαμιν, και αναδεικνύει τη σύμπλευση του κεντρικού τους προβληματισμού περί ιστορίας, ως ανταπόκριση στην συνθήκη της νεωτερικότητας.
Υπάρχει στην Ελλάδα μια επιστημονική κοινότητα που δουλεύει χωρίς φανφάρες και διαλέγεται με τις επιστημονικές εξελίξεις σε επίπεδο διεθνές. Όσοι γνωρίζουν τι σημαίνει να δημοσιεύει ένας Έλληνας πανεπιστημιακός σε αγγλόφωνο εκδοτικό οίκο, και μάλιστα περί αγγλικής λογοτεχνίας, καταλαβαίνουν πως πρόκειται για ένα βιβλίο που έχει ήδη κριθεί. Με τρόπο ευσύνοπτο, βιβλιογραφικά τεκμηριωμένο και ενημερωμένο, το βιβλίο της Σπυροπούλου όχι μόνον ανταποκρίνεται στις διεθνείς απαιτήσεις επιστημονικού λόγου, αλλά και αποτελεί παράδειγμα μοντέρνας γραμματολογικής προσέγγισης από σκοπιά συγκριτική. Ενάντια στην επιδρασιθηρία που καταδυνάστευσε για δεκαετίες το χώρο κι έδωσε (και δίνει ακόμη) μυριάδες βαρετές δουλειές και εξεζητημένες «συγκριτολογικές» μελέτες, και σε κριτικές πρακτικές που, μέσω μιας επίφασης μοντέρνας μεθοδολογίας, καλύπτουν έντεχνα γραμματολογική ανεπάρκεια, η έγκυρη μελέτη της Σπυροπούλου ξεχωρίζει ως συγκριτολογική δουλειά στην ουσιαστική της εκδοχή.

Ο Δημήτρης Καργιώτης διδάσκει Συγκριτική Γραμματολογία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 

Δεν υπάρχουν σχόλια: