ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΠΛΑΝΑ
«Πήρες είκοσι μία χιλιάδες συντηρητικά δολάρια για να ζωγραφίσεις έναν επαναστάτη. Τι αηδίες είναι αυτές! Δεν θα μπορέσω να νοικιάσω ποτέ αυτά τα γραφεία - αυτά τα καπιταλιστικά γραφεία. Γιατί, όπως ξέρεις, αυτό το κτήριο είναι δημόσιο και οι άνθρωποι θέλουν να βλέπουν περιστέρια και φύλλα να πέφτουν απ’ τα δέντρα. Μου αρέσει η ζωγραφική σου, αλλά δεν θέλω να μου δημιουργήσει πρόβλημα. Όλο και κάτι οφείλω στον καλό θεούλη. Και στο κάτω-κάτω, δικός μου είναι ο τοίχος». Και ο Rivera: «Αυτό θα το δούμε!»
Τον παραπάνω διάλογο ανάμεσα στον John D. Rockefeller και τον Diego Rivera τον επινόησε ο δημοσιογράφος και συγγραφέας E. B. White για τις ανάγκες του επικαιρικού ποίηματός του «Ζωγραφίζω ό,τι βλέπω», που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα The New Yorker, στις 20 Μαΐου του 1933. Το ποίημα αναφερόταν στον πρόσφατο καυγά του αμερικανού επιχειρηματία με τον Μεξικανό ζωγράφο, για τις τοιχογραφίες του Rockefeller Center. Ο Rivera αποδέχτηκε την καθόλου ευκαταφρόνητη προσφορά του Rockefeller και ... ζωγράφισε τον Λένιν στην αίθουσα υποδοχής του περίφημου κτηρίου! Ο ευσυνείδητος καπιταλιστής εξανέστη, η δουλειά χάλασε και η τοιχογραφία σκεπάστηκε την επόμενη χρονιά.
Η αντιπαράθεση αυτή είναι χαρακτηριστική του κλίματος που επικρατούσε στις Η.Π.Α. της δεκαετίας του 1930. Εννοείται πως το περιστατικό αποκαλύπτει την «κοσμική» όψη του εν λόγω κλίματος. Πίσω από τις αντιπαραθέσεις των διασήμων επιχειρηματιών με τους επίσης διάσημους καλλιτέχνες, εξελισσόταν ένας αγώνας ζωτικής σημασίας για την αμερικανική συνείδηση και, κάτω από αυτόν τον αγώνα, μαινόταν μια άγρια πάλη ανάμεσα στις μάζες των φτωχών εργατών και αγροτών και τους αδίστακτους κεφαλαιούχους και μεγαλοϊδιοκτήτες γης. Πρόκειται για το κίνημα της Προλεταριακής Λογοτεχνίας, το σημαντικότερο, για πολλούς κριτικούς, λογοτεχνικό ρεύμα στις Η.Π.Α. του 20ού αιώνα. Παρά το γεγονός πως η Proletarian Literature είχε και ένδοξο παρελθόν και αποφασιστικό μέλλον, η αξία της δεν εκτιμήθηκε απροκατάληπτα. Η ακανθώδης όψη της: η σύνδεση της ζωής με τον λόγο, και του πνευματικού στοιχείου με το χοϊκό, της στοίχισε τη θέση της ανάμεσα στις πρωτοπορίες του 20ού αιώνα. Το παρελθόν της Προλεταριακής Λογοτεχνίας είχε τις ρίζες του στους αμερικανούς «Υπερβατιστές», οι οποίοι κάλυψαν με το έργο τους αρκετές δεκαετίες πριν και μετά τον Αμερικανικό Εμφύλιο. Εμβληματικές μορφές: οι φιλόσοφοι Ralph Waldo Emerson και Henry David Thoreau και ο ποιητής Walt Whitman. Οι «Υπερβατιστές» αντιπαρατάχθηκαν στην αφηρημένη, δογματική, στερεότυπη και αλαζονική παράδοση του παλιού κόσμου, η οποία είχε εγκατασταθεί στα πανεπιστήμια της Αμερικής και αποτελούσε μεγάλο εμπόδιο για την ανάπτυξη μιας εντόπιας πνευματικότητας. Ο Emerson περιέγραψε αυτήν την πνευματικότητα ως ένα είδος συνειδησιακής αυτάρκειας: το άτομο διαθέτει από τη φύση του όλα όσα χρειάζεται για να χτίσει μια προσωπικότητα με υψηλό φρόνημα και βαθιά ενόραση του κόσμου. Από την πλευρά του, ο αντικρατιστής Thoreau έδωσε στην ατομικότητα ελευθεριακό χαρακτήρα, ισχυριζόμενος πως ο πολίτης πρέπει να είναι προέκταση του φυσικού ανθρώπου και η κυβέρνηση να μιμείται τις σχέσεις του ανθρώπου με τη φύση, αφού -ούτως ή άλλως- όλα τα πολιτικά δικαιώματα θεμελιώνονται σε δικαιώματα φυσικά. Τέλος, ο Whitman εγκατέλειψε -εκατό χρόνια πριν από κάθε μοντερνισμό- τα μετρικά σχήματα, βάζοντας την αναπνοή στο κέντρο της ποιητικής άρθρωσης. Ο αμερικανός πολίτης είχε φτάσει σε μιαν καινούργια γη, αναζητώντας την αυτονομία του. Τα μόνα δεδομένα για την επίτευξη της ευτυχίας ήταν το σώμα του, η γη που πατούσε και το πνεύμα του, το πνεύμα της ελευθερίας. Βέβαια η γη αυτή ανήκε σε άλλους, που την κατοικούσαν πριν από αυτόν, αλλά ο αμερικανός περισσότερο διδάχθηκε από τους Ινδιάνους παρά τους δίδαξε οτιδήποτε. Η γενοκτονίες στις οποίες υποβλήθηκαν οι εντόπιοι ήταν δουλειά της εξουσίας, που συχνά αντιμετώπιζε τους φτωχούς πολίτες με τον ίδιο τρόπο. Στην πραγματικότητα, οι απόψεις των «Υπερβατιστών» συγκροτούν το μόνο αμιγώς αμερικανικό πνευματικό ρεύμα, του οποίου το φαντασιακό υπόστρωμα, το γεμάτο ζωτικότητα και αγωνιστική διάθεση αμερικανικό όνειρο, θα έφτανε μέχρι την τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα, για να πληγεί καίρια από τους αποφασισμένους να ολοκληρώσουν τον καπιταλιστικό χαρακτήρα των Η.Π.Α. κεφαλαιούχους. Ωστόσο, παρά τη συντριπτική αυτή ήττα, παρουσίασε μιαν ακόμα έκρηξη ζωτικότητας, που κάλυψε δύο δεκαετίες: 1950-70, με το λογοτεχνικό ρεύμα της Beat Generation και την εξέγερση των πολιτικών δυνάμεων του Underground.
Ο Woody Guthrie, γέννημα θρέμμα της ελευθεριακής παράδοσης των «Υπερβατιστών» και του αμερικανικού ονείρου, υπήρξε κομβική προσωπικότητα για τις εξελίξεις που δρομολογήθηκαν στην τέχνη και την πολιτική δράση από το 1920 μέχρι και την είσοδο των Η.Π.Α. στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η οικονομική κρίση, που -κάθε άλλο παρά ξαφνικά- ξέσπασε στις αρχές της δεκαετίας του 1930, «διέλυσε την κοινή ψευδαίσθηση ότι η αμερικανική κοινωνία ήταν αταξική», γράφει ο Joseph Freeman στην εισαγωγή της ανθολογίας Η Προλεταριακή Λογοτεχνία στις Ηνωμένες Πολιτείες (Proletarian Literature in the United States. Granville Hicks, et al., eds. New York: International Publishers, 1935). «Η ανέχεια άνοιξε τα μάτια των δημιουργών και τους έφερε μπροστά στο ζήτημα της σχέσης τους με την παράδοση και την γλώσσα του αμερικανικού λαού. Συνειδητοποίησαν πως, σε μιαν επαναστατική περίοδο, η ποίηση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πολιτική. Οι συγγραφείς προέρχονται από τις μεσαίες τάξεις και γι’ αυτό είναι εύκολο να εκδηλώσουν συναισθήματα ενοχής για την κατάσταση των φτωχών εργατών και αγροτών. Εξάλλου, η οικονομική κρίση απειλούσε με περιθωριοποίηση ακόμα και τους διασημότερους από αυτούς».
Οι μεσοαστοί συγγραφείς του 1930 δεν ήταν δυνατόν να πάρουν τους δρόμους, για να βιώσουν από κοντά τα προβλήματα του λαού. Δεν είχαν την απέραντη αίσθηση του κοσμικού χώρου, που έκανε τον Whitman να νιώθει πως με δυο δρασκελιές περνούσε βουνά και ποτάμια. Και δεν ασφυκτιούσαν στις πόλεις, με την ένταση των μελών τής Beat Generation. Μπορούσαν όμως να βασιστούν στα βιώματα που τους μετέφεραν -χωρίς πολύπλοκες επεξεργασίες- άλλοι καλλιτέχνες, οι οποίοι βρίσκονταν κοντά στον λαό. Ένας τέτοιος καλλιτέχνης ήταν ο Woody Guthrie. Με τη διαφορά πως αυτός ο αυτοδίδακτος τραγουδοποιός, που έγινε είδωλο για τους ταπεινούς, δοκιμαζόμενους ανθρώπους, ήταν πολλά περισσότερα. Είχε πολιτικές απόψεις εξαιρετικά προωθημένες για την εποχή του και δεν δίσταζε να δοκιμάζει τον εαυτό του στη συγγραφή διηγημάτων, δοκιμίων και ποιημάτων. Όσο για τους στίχους των τραγουδιών του, διέφεραν πολύ από τους παραδοσιακούς. Τα τραγούδια του ακούγονταν σαν απαγγελία, με τη συνοδεία της νευρικής -αλλά διακριτικής- κιθάρας του. Τις ομοιοκαταληξίες τις χρησιμοποιούσε κυρίως όταν ήθελε να δημιουργήσει ειρωνικό ή εύθυμο κλίμα και ο στίχος διαρκούσε όσο μια ανάσα. Πιστός μαθητής του Whitman, ο Guthrie στηριζόταν στο φυσικό αντικείμενο για να πλάσει τις εικόνες του: μια τεχνική που ακολούθησαν ποιητές όπως ο Ezra Pound, ο William Carlos Williams, ο E. E. Cummings και ο George Oppen. Και όταν «τραβούσε» από τα σπλάχνα της εμπειρίας τις αφηρημένες έννοιες, που του υπαγόρευε ο πηγαίος επαναστατικός ρομαντισμός του, περιοριζόταν στις λέξεις που είχαν στρογγυλευτεί στο στόμα του λαού: ελευθερία, αγάπη, ζωή, ευτυχία.
Καθώς παίρνω από δίπλα το κορδόνι αυτού του δρόμου,
βλέπω ψηλά ν’ ανοίγεται απέραντος ο δρόμος τ’ ουρανού
και γύρω μου ο αέρας όλο λέει και ξαναλέει:
αυτή η γη είναι φτιαγμένη για σένα και για μένα.
Η στροφή αυτή από το θρυλικό τραγούδι This Land Is Your Land είναι γνήσιος Whitman, αλλά μ’ έναν τρόπο που εγκυμονεί τον Ginsberg. Όσο για τον Bob Dylan, η εξαίρετη γραφή του -που θεωρείται σήμερα τόσο σημαντική για την αμερικανική ποίηση- δεν είναι παρά συστηματοποίηση της ποιητικής του Guthrie - με όλη την ποιητική ευαισθησία και την ευρηματικότητα του πρώτου, εννοείται.
Το λαϊκό, αλλά καθόλου ακατέργαστο, ένστικτο του τραγουδοποιού είχε συλλάβει το θεμελιώδες πρόβλημα της ποιητικής έκφρασης, με το οποίο συγκρούστηκαν οι ποιητές του μοντερνισμού: την αποδυνάμωση των λέξεων μετά από έναν αιώνα ρομαντισμών και συμβολισμών.
«Νομίζω», έγραφε στον Αμερικανό λαογράφο Alan Lomax, «πως κάποια παλικάρια κάνουν μεγάλο λάθος να προσπαθούν να γεμίσουν τα τραγούδια μ’ ένα σωρό συναισθήματα ή να βγάλουν ολόκληρους λόγους, για να πιάσουν όσο περισσότερο κόσμο γίνεται. Ένα λαϊκό τραγούδι είναι μια χαρά μόνον όταν λέει τα γεγονότα. Πες τα γεγονότα κι άφησέ τα να κάνουν τη δουλειά τους». Να κάνεις, δηλαδή, ό,τι έκανε ο William Carlos Williams στο υπέροχο ποίημά του, «Προλεταριακό πορτραίτο»: «Μια ξέσκεπη εύσωμη κοπέλα/ με ποδιά/ Τα μαλλιά της λυτά, καθώς στέκεται / στον δρόμο/ Τα δάχτυλα ενός καλτσωμένου ποδιού αγγίζουν/ το πεζοδρόμιο/ Το παπούτσι το κρατά στο χέρι. Κοιτάζει/ μέσα του προσεκτικά/ Τραβά τον χάρτινο πάτο/ για να βρει το καρφί/ που την τρύπησε».
«Δεν είμαι συγγραφέας. Λίγη κιθάρα παίζω», θα έλεγε σε μια συνέντευξή του, η λαϊκή persona του αμερικανικού μοντερνισμού. Ίσως να το ένοιωθε, ίσως να ανταποκρινόταν στη δημόσια εικόνα του, που τον ήθελε έναν «τροβαδούρο των δρόμων». Η αλήθεια είναι πως όταν πέθανε, το 1967, άφησε πίσω του 750.000 λέξεις σε τραγούδια, δοκίμια, ποιήματα, διηγήματα, ημερολογιακές σημειώσεις και επιστολές, τα περισσότερα αδημοσίευτα. Επτακόσιες πενήντα χιλιάδες προσεκτικά διαλεγμένες λέξεις, με τις οποίες ύμνησε τον περιθωριοποιημένο ασήμαντο άνθρωπο, επιτέθηκε στον φασισμό και στάθηκε στο πλευρό των εξαθλιωμένων από τη μεγάλη οικονομική κρίση εργατών και αγροτών, συνεχίζοντας την ποιητική παράδοση που ίδρυσε ο Walt Whitman.
Ο Γιώργος Μπλάνας είναι ποιητής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου