20/11/10

Η ήττα, η «ανόρθωσις» και η πορεία προς το Διχασμό

ΤΗΣ ΑΝΤΑΣ ΔΙΑΛΛΑ

ΝΙΚΗ ΜΑΡΩΝΙΤΗ, Πολιτική Εξουσία και Εθνικό Ζήτημα στην Ελλάδα, 1880-1910, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 495

Είναι τουλάχιστο αμήχανο να γράψει κάποια για ένα βιβλίο που γνωρίζει την πορεία του από την εποχή που συντασσόταν ως διδακτορική διατριβή, και την συνδέουν με τη συγγραφέα εκτός από συναδελφικούς δεσμούς μακρά φιλία και κοινή πορεία. Ωστόσο, η μελέτη της Νίκης Μαρωνίτη για το μεταίχμιο που συνιστά η περίοδος 1890-1910 στην πορεία του ελληνικού κράτους είναι μια ουσιαστική συμβολή στην ανάδειξη μιας παραμελημένης ερευνητικά περιόδου που συνθλίφθηκε στις συμπληγάδες της προγενέστερης τρικουπικής και της μεταγενέστερης βενιζελικής.
Η ιστορικός μελετά το αντικείμενό της από τη σκοπιά μιας καινοτόμου πολιτικής ιστορίας που εμπλουτίζεται από άλλες σύγχρονες ιστοριογραφικές προσεγγίσεις. Εξετάζει τις συνάφειες και τους συσχετισμούς μεταξύ του εθνικού ζητήματος και της πολιτικής εξουσίας, ανατρέχοντας σε ποικίλες πηγές, πέραν των παραδοσιακών διπλωματικών αρχείων –βρετανικού και ελληνικού- και των πρακτικών της Βουλής, όπως: τύπος, απομνημονεύματα και φυλλάδια. Συνθέτει μια γοητευτική αφήγηση της περιόδου που φέρνει σταδιακά στο προσκήνιο και φωτίζει αναλόγως το ερώτημα που θέτει πολλαπλά ιστορικά υποκείμενα: πολιτικούς και κόμματα, το βασιλιά Γεώργιο Α΄, την βασίλισσα Όλγα, τους πρεσβευτές, τις πατριωτικές συσσωματώσεις, όπως η Εθνική Εταιρεία και ο Ελληνισμός, τους φοιτητές, τα λαϊκά στρώματα.
Η συγγραφέας παρακολουθεί κορυφαία επεισόδια στον εσωτερικό και διεθνή βίο του ελληνικού κράτους: την αναζωπύρωση του κρητικού, τον «ατυχή» ελληνοτουρκικό πόλεμο – αμφότερα ως μέρος της κρίσης του Ανατολικού Ζητήματος κατά το 1896-1897 και την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, προκειμένου να εξετάσει και να αναδείξει το ρευστό πολιτικό σκηνικό που ακολουθεί το «άγος της ήττας». Μελετά τις μεταρρυθμιστικές απόπειρες της περιόδου, τις εκλογικές αναμετρήσεις από το 1895 ως τις εκλογές του 1906, τις αντιπαλότητες μεταξύ Εθνικού και Νεωτεριστικού Κόμματος και την διαμόρφωση του Τρίτου Κόμματος ως ρυθμιστή του πολιτικού βίου. Σκιαγραφεί και βιογραφεί νέους πολιτικούς άνδρες, όπως ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, που αντιμάχονται τους παλαιούς, με την κυρίαρχη μορφή του Θ. Δεληγιάννη, τον οποίο η Μαρωνίτη εξετάζει πέραν των ιστοριογραφικών στερεοτύπων ως παραδοσιακό και συντηρητικό πολιτικό. Αφηγείται την εμπλοκή στον ελληνικό πολιτικό βίο των ξένων δυνάμεων μέσω του διπλωματικού παιγνίου∙ τέλος, την πολιτική και κοινωνική αστάθεια των αρχών του 20ού αιώνα. Το νήμα που διατρέχει και συνδέει τα παραπάνω είναι η μεταβαλλόμενη φύση του νεωτερικού πολιτικού λόγου που χρησιμοποιεί το σύμβολο του έθνους για να επεξεργαστεί αλυτρωτικά σχέδια και εκσυγχρονιστικά (με την έννοια του συμβαδίζω με την «πολιτισμένη» Ευρώπη) προτάγματα.
Η Μαρωνίτη, εξετάζοντας την εθνικιστική ρητορεία ορθώς και καινοτόμα υπερβαίνει παλαιότερες και συνήθεις διχοτομίες. Συγκεκριμένα, αντιλαμβάνεται αφενός την εσωτερική και εξωτερική πολιτική ως δύο όψεις του ιδίου νομίσματος της πολιτικής∙ αφετέρου, προσεγγίζει το εθνικό όραμα- γνωστό ως Μεγάλη Ιδέα- ως φέρον δίσημο περιεχόμενο, δηλαδή επεκτατισμός και εκσυγχρονισμός του κράτους. Ανοίγει έτσι ευρύτερους ερμηνευτικούς κύκλους. Εντάσσει την υπό εξέταση περίοδο -που ορίζει ως μεταίχμιο- στην προηγούμενη Τρικουπική και μεταγενέστερη Βενιζελική. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι δίνοντας φωνή στα ιστορικά πρόσωπα καταδεικνύει ότι η έννοια του μεταιχμίου δεν είναι απλώς μια ιστοριογραφική σύλληψη, αλλά μια αίσθηση που είχαν τα ίδια τα υποκείμενα για τον χαρακτήρα της εποχής τους. Επιπλέον, τοποθετεί το ελληνικό εθνικό ζήτημα στα συμφραζόμενα του Ανατολικού Ζητήματος, δηλαδή στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Στο σημείο αυτό ο προβληματισμός δεν σταματά στην αφήγηση των «επεμβάσεων» ή των πιέσεων των ξένων δυνάμεων μέσω των διπλωματικών τους υπηρεσιών. Προχωρεί στη διερεύνηση του πως τα ιστορικά υποκείμενα αναμετρώνται με ό,τι για τον 19ο αιώνα σήμαινε η επιβολή της Δυτικής Ευρώπης ως πρότυπου μοντέλου.
Η εθνική ρητορεία ιδωμένη στην παραπάνω προοπτική ορίζει και τις συνιστώσες της συζήτησης για το πολιτειακό ζήτημα αυτή την περίοδο. Η ιστορικός επιχειρεί να συζητήσει εκτενέστερα –σε σχέση με προγενέστερες εργασίες στην πολιτική ιστορία- ένα θέμα σχεδόν ταμπού: το θρόνο, με το βασιλικό ζεύγος του Γεωργίου Α’ και της Όλγας, σε διαφορετικούς ρόλους, που συντείνουν όμως στην κοινή πολιτική τους να γίνουν αποδεκτοί από τα λαϊκά στρώματα, να εξουδετερώσουν τις ποικίλες αμφισβητήσεις και να ενισχύσουν το θεσμό της βασιλείας εντός του κοινοβουλευτικού συστήματος. Η Μαρωνίτη αποκαλύπτει στο πρόσωπο του Βασιλέα έναν επιδέξιο πολιτικό, που γνωρίζει την σημασία των ελιγμών, των τακτικών υποχωρήσεων, που ξέρει να διατηρεί την ισχύ του εντός του πολιτικού συστήματος∙ που καταφέρνει να αποσπά την λαϊκή νομιμοφροσύνη στις νέες συνθήκες ενός κοινωνικού τοπίου, το οποίο γίνεται συνθετότερο λόγω της εμφάνισης του κοινωνικού ζητήματος. Το ιδεολογικό τοπίο επίσης γίνεται συνθετότερο καθώς οι σοσιαλιστικές ιδέες αποκτούν φωνή, αν και ακόμη ασθενή, ενώ οι πρώτες αλλά συχνές κοινωνικές συγκρούσεις νοηματοδοτούν τον λαό- αρνητικά και αντίθετα απ’ το θετικό πρόσημο που απαιτεί ο εθνικός λόγος- ως «όχλο» και τις κινηματικές συμπεριφορές των λαϊκών στρωμάτων ως «οχλοκρατία». Ο αυταρχισμός βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη ενώ πολλαπλασιάζονται αυτή την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα οι διαχωριστικές γραμμές που συνεχίζουν ως τον Εθνικό Διχασμό.
Η μελέτη ολοκληρώνεται στον επίλογο με την προβολή στην τομή του 1909-1910: «Η εκτροπή που συνεπάγεται το στρατιωτικό πραξικόπημα, καθώς και η σταδιακή ένταξη της βίας και του αυταρχισμού στην ελληνική εξουσιαστική πρακτική, συνιστούν ορόσημα στη μεταγενέστερη ιστορικά διάρκεια: στην περίοδο των συνεχών πολεμικών αναμετρήσεων καθώς και του εμφύλιου σπαραγμού (σ. 32).
Το βιβλίο προσφέρει μια εμπεριστατωμένη και ανανεωτική ματιά στην ρευστή και παραμελημένη εικοσαετία πριν το Γουδή, χρήσιμη σε ειδικούς και μη αναγνώστες για την κατανόηση τόσο της προγενέστερης περιόδου, όσο και της μεταγενέστερης βενιζελικής.

Η Άντα Διάλλα διδάσκει Ευρωπαϊκή Ιστορία στο τμήμα Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης, της ΑΣΚΤ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: