ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Φουσκώνουν το δρόμο οι φωνές της μάζας των διαδηλωτών, οι δρόμοι στένεψαν, σαν τη χαρά μας που πλάτυνε, αυτή με τις κραυγές της γεμίζει τον ουρανό, αυξάνει το πλήθος κι η ανθρώπινη μάζα τώρα κυλάει, σιγά, δυνατά, γοργά, κυλάει και κανείς δε ρωτάει να μάθει ως πού θα πάει, και πιο γλυκιά από τη σάρκα την πιο γλυκιά είν’ η μυρωδιά των αιτημάτων που ρίχνονται με τα συνθήματα, μας φωνάζουν οι δρόμοι, πίνουν την αγανάκτησή μας, ποιος είπε ότι οι παράλληλες σμίγουν στο άπειρο; πού είναι ο αστυφύλακας για να ρυθμίσει την κυκλοφορία του αίματος στο πεζοδρόμιο των αρτηριών; ύστερα από τη διάλυση τόσων πολλών εργατών, γλυκιά που είναι η ατμόσφαιρα, σιγά σιγά ανοίγουν τα κουφώματα, τα παράθυρα, να η Τζουλιέτα στο μπαλκόνι με τη μαμά της, «η τάξις απεκαταστάθη», κι όσο για την ταραχή τη δική μας, η αφαίμαξη που έγινε θα μας καταπραΰνει∙ θυμάμαι κείνο το κεφάλι παιδιού, το ‘χαν πατήσει, τώρα πάλι ακούγονται οι συνηθισμένες φωνές του δρόμου, πόσο μεγάλη πρέπει να ‘ναι η σιωπή για ν’ ακούγονται πάλι όλα αυτά, μα την αλήθεια καμιά φορά εύκολα διαλύονται τα πλήθη, Φαίδρα, μικρή μου Φαιδρούλα, απόψε θα χύσουμε αίμα, οδός Μαυρομιχάλη, θα ποδοπατήσουμε αισθήματα και αισθήσεις, τυραννοκτόνοι!
ΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΠΛΑΝΟ ο Παρθενός, ο δηλητηριασμένος με ψυχαρική μελάνη, ο ψεύτικος, ο νεκρός, ο σκοτωμένος με φακό, σε πλούσιο χαρτί, από τον Μπουασονά, νεκροθάπτη της Ελλάδας, σύρματα ηλεκτρικά που τρεμοσβούν τη λέξη Ρ ε ν ά ν -ο επίσημος της Ακρόπολης κανδηλανάφτης-, πάνου στα μάρμαρα πόδια, κοιλιά, στήθια, χέρια, μαλλιά ξέπλεκα, της Νταλιλάς, ενώ σε νύχτες πανσελήνου ο φορατζής εισπράττει τα φιλιά που κρύβει ψεύτικης καρυάτιδας η φούστα∙ μόνο κύλινδροι φαίνονται εδώ πέρα, κολώνες ίσιες πεσμένες, μαρμάρινες και άλλες, ρολ-φιλμ, αγκφά, κοντάκ, κυλινδρικά επίσης οι λέξεις ετούτες ζουμερά πέφτουν, λέξεις εμπνευσμένες από τη φρίκη που μας προξενούν οι κανονιές του Μοροζίνη, τα κανόνια κι αυτά κυλινδρικά, κάθε μέρα γκρεμίζουν τις ακροπόλεις που αναστηλώνουν άλλοι σε πλάκες αρνητικές, φωνάζουν τα κλικ των κοντάκ, στήλες Ολυμπίου Διός, άσκοπα υψώνουν το λαβωμένο ανάστημά τους σε ουρανούς απρόσιτους, κανείς δεν νογά την άλαλη δέηση παλιάς λατρείας, εσκούριασαν οι άκανθες και τα άτρομα κιονόκρανα φυσιούται σύγκορμα, από πνοές ερωτικές που καταφεύγουν εδώ πέρα, λειτουργοί του υμεναίου κατάντησαν τα μάρμαρα, κάθε άλλο τους νόημα εχάθη, άδικα πασχίζουν οι αρχαιολόγοι να βρουν έναν ειρμό σε τεμάχια που η ιστορία μακριά τους πέταξε, της ιστορίας μου ο ειρμός χάθηκε, δεν αναβρίσκεται∙ στα σοκάκια του Λυκαβηττού κάτι θέλω να προσθέσω, ίσως μια φωτογραφία της διασταύρωσης Πλουτάρχου και Πατριάρχου Ιωακείμ, πιο ψηλά ξαπλώνεται το εστιατόριο Β λ α δ ί μ η ρ ο ς, κάθε απομεσήμερο σέρνει η Αντιγόνη το τυφλό της πάθος στο Κολονάκι, ματαιοπονεί, το γκαρσόνι με τον Ηδύποδα δεν της έρχεται, ήρθε απόψε η Γιοκάστα, απεθεώθη τις προάλλες στο ρόλο της Θεοτόκου∙ στον Παρθενό σε άφεγγη νύχτα απόψε ο λόγος, μην ξεχνάμε πως ο Οιδίποδας απ’ την Αθήνα ζήτησε άσυλο, όχι βασίλειο, και τώρα που η Ακρόπολη έγινε απέραντη ηλεκτρική θυσία, στρέψε το βλέμμα σου στην Αφροδίτη, τώρα που τη σιωπή των ρητόρων, των σοφιστών, καταπατούν τέκνα άλλων αστών, τεύτονες, πατρίκιοι εκπεσμένοι, ήρωες πολλών θανάτων στη Βενετιά, Άγγλοι ποιητές με ουαλδική μορφή και σκάνδαλα βυρωνικά, και μεταφέρονται στους στίβους και στα γήπεδά μας νίκες αιγυπτιακές, καιρός είναι να εγκαταλείψουμε τον περίβολο των γκρεμισμένων τειχών, μόνη πια η Αθήνα τα βράδια των θερινών μηνών, ας παρακολουθεί τον ήλιο να κρύβεται πίσω από σκουριασμένες στήλες, ενώ για τελευταία φορά παίζει με τις υδάτινες εικόνες του Ιλισού∙ έχουν κατασκευασθεί για να ποτισθούν τα πέρατα της γης με τη δόξα πόλης που πλένεται σε άνυδρο ποτάμι, με ό,τι απομένει από τη δόξα αυτή, και δεν υπάρχει ελπίδα να αλλάξει η σύνθεσή των, η κοίτη να σκεπασθεί με πιο πολύ νερό∙ για να πνιγούνε τώρα οι Αθηναίοι πρέπει αλλού να αναζητήσουνε για το λουτρό τους τάφο.
ΧΙΛΙΩΝ ΕΙΔΩΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ, μηχανές ποικίλων μορφών, οι κουτσοί, οι τυφλοί και οι γέροι, η κοκότα που κάνει τροτουάζ και ο ομοφυλόφιλος νέος, το παιδί που δεν αγαπάει το σχολειό κι ο άνεργος που από κάπου περιμένει δουλειά, πλήθος κόσμου γυρίζει σιγά τα πρωιά στους δρόμους της Ομόνοιας, πλήθος πραγμάτων γυρίζει σιγά ολημερίς στην κεντρική πλατεία, χαρτάκια μικρά κάθε είδους, κουρελάκια που άλλοτε ίσως να ‘ταν ωραία, κι η σκόνη κι αυτή γυρίζει σιγά, πάμπολλες σκέψεις γυρίζουν, πριν χαθούν σε μια πάροδο, μαζί ή χωριστά, πριν χαθούν μες στη γη, φωνάζει ο λούστρος το λαχείο του στόλου, κραυγάζει «Εστία» και «Έθνος», την αξία γραβάτας που πουλούν σε τιμή ανεργίας, όλη η Αθήνα βρίσκεται στην Ομόνοια μέσα, κι οι πιο κρυφοί πόθοι κει πέρα ζουν, κει αρχίζει ο έρωτας που πληρώνεται, κει οι διαδηλώσεις για πληρωμή, κει αρχίζουν οι ζάλες που σου κάνουν όλα να τα δεις να γυρίζουν∙ τα μεταφορικά απ’ την Αθήνα στη Νόβα Γιόρκη πώς υπολογίζονται; με τάλιρα Βαβυλώνας ή σε δραχμές; πώς μεταφέρονται απ’ τ’ αγγλικά στη γλώσσα μας οι εικόνες; πώς μετατρέπονται τα χάρτινα σε μετάλλινα; η ταχυδακτυλουργία των οικονομολόγων δεν θα σταματήσει την Ιστορία.
ΑΣΠΑΣΙΑ ΓΛΥΚΟΦΙΛΟΥΣΑ∙ πάνω από την Πλάκα, στην «Ταράτσα του Περικλή», θα φωτοηχήσουν άψε σβήσε τρεις ερωτικές σκηνές, με τη «Μούζικα προ Μπούζικα» θα συμπράξει η Μις Ελλαντό κι ο Μισέλ Μισελίν∙ υπερπληρώθη το Ακροπολώδειον, ο Κανατάς που ανεκάλυψε την ποιητική αξία του ζεστού νερού απαγγέλλει το «Ο Μπακλαβάς είναι γλυκύτερος από τον θάνατο», εκτός αν φέρει αντιρρήσεις η αγορανομία∙ και μια καινοτομία: στ’ αδιέξοδα οι σεφέρηδες με τα ταχυτάξιά των θα μεταφέρουν μέσον λεωφόρου Συγκρούσεων όλα τα σπασμένα για να τα τσουγκρίσουν με πανβουρλισμούς.
ΠΑΝΕ ΣΤΟ Σάπιο να απολαύσουνε την αίγλη της αποτυχίας των, ο γερο-παλατιανός πατριωτικότατα μασάει μια κοπενχάη, ενώ στο διπλανό τραπέζι γύφτισσα υπενθυμίζει στο γιο του πώς στη Δανία εκαρατομήθη άγαλμα σειρήνας∙ η κυρία Ερέτιμος δεν είναι πια στο υπουργείον Συνωστισμού κι ο διευθυντής του διεθνούς Τουρτουρισμού επαύθη; εν τω μεταξύ η γύφτισσα υπενθυμίζει στους αριστερούς το «Φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας!».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου