25/9/10

το συμβάν ΘΩΜΑΣ ΓΚΟΡΠΑΣ

ήμουν το μυστικό το μυστικό του ήμουν εν μέρει εν γένει εν τέλει ένα μυστικό ενός ούτου ήμουν
με φώναζε Ισιδώρα και απαντούσα και έκλαιγε με γυάλινα δάκρυα έπεφταν στο πάτωμα και έσπαγαν και
γίνονταν αναλόγως μισοφέγγαρα ή κόψεις μαχαιριών ή απλά ένα ποτήρι δροσερής λεμονάδας
-τριγύρω ονειροπαρμένες αλλοπαρμένες χόρευαν η Βέρα Βόδη η Άρτεμις η Μάγδα
φορούσαν τα ρούχα μου τις γόβες τους πέπλους το καπέλο ποιά έκλεψε τα σκουλαρίκια μου με τους αμέθυστους;
όλες τους από καυτό γαλάζιο και ψυχρό ροζ περίγραμμα σπάζοντας σε μικρότερα περιγράμματα με φτερά
πουλάκια εσωτερικού χώρου
τους δικούς μου χορούς πρόστυχους χαρακτήριζε κι αποκαλούσε πρόστυχο το μοβ χρώμα της μπλούζας και της χτένας
ο στηθόδεσμος χυμένος στα πόδια του κρεβατιού δυο άδεια μήλα σε απόχρωση σήψης
ο καθένας έχει ένα σκοτεινό σπίτι έλεγε και εννοούσε το διαμέρισμα στην οδό του ισχύοντος πάθους των νυκτών του
στην πόλη του ακατονόητου το ισκερό ακίνητο
ήταν ένας μικρός λόφος από σάρκα ξέρετε ένας ιβίσκος σκούρος αιματηρός μεθυσμένος απ τη γύρη γυναικείων λαιμών
ανεπανάληπτων με δόντια άνθος ήταν με μάτωνε με έκοβε με λόγια ασυνάρτητα και γιασεμιά του δρόμου και
δειλινά Μεσολογγίτικα και σιωπές της μαγεμένης λίμνης όπου το τέρας του έρωτα
τα κομμάτια μου γίνονταν ποιήματα ενίοτε όπως έπαιζε με το ψαλίδι μίας χαρτοκοπτικής ετοιμόρροπων ψυχών
ταξίδευαν στην πλάτη του χρόνου τα ποιήματα σαν παιδιά επάνω σε δελφίνια στο χάος των νοημάτων και των λέξεων και
νάσου ο δράκος του μπλενουάρ ύδατος ψέλλιζε ο δράκος σαστισμένος πως δεν το ήθελε το κακό
στην κούπα των χειλιών μου έπινε τα κλάμα και σκοτείνιαζε το Πολύγωνο και χαιρετούσε τα αχνά φώτα του μακρινού
Φαλήρου αναπολώντας ότι δεν έγινε το πιθανό το πιθανά ωραίο και ακραίο
γελούσα ανάμεσα στα φιλιά του και αναγάλλιαζε η απολεσθείσα γυναίκα του φανταστική κρυμμένη στη ντουλάπα
κλειδωμένη η καημένη αρπαγμένη απ το αθάνατο τυλιγμένη στο κλεμμένο παλτό από καστανή γούνα εκ της οδού
Δεινοκράτους η γυναίκα στο έρεβος των ντουλαπιών περιπλανιόταν μα δεν έλεγε να βγει απ το αιώνιο
ήμουν το σκοτάδι της ημέρας και της νύκτας του στο σκοτάδι της ημέρας και της νύκτας του ένα στόμα γεμάτο χάδια δύο
χέρια γεμάτα φιλιά και βυζάγματα και δαγκωματιές
η μικρή τρελή κοκκινομάλλα του ήμουν
η μελαγχολική καστανή με τα αγορίστικα μαλλιά και τα πολλά δακτυλίδια
η δίχως τελετή γυναίκα του
με πέπλο από μελαχρινά μαλλιά που ως βαθύ ποτάμι μου χάρισε ένας πονηρός άγγελος
ο πονηρός άγγελος του ανεξιχνίαστου ανεξιχνίαστος η ψυχή του ποιητή
-που της έκρυψε τα παπούτσια για να μην βγει απ τη ζωή του-
κι όμως εκείνη έφυγε ξυπόλητη
με πόδια τρυφερά αρνάκια με φτερούγες γυμνά βρεγμένα στα σαπουναδόνερα της πλύσης υποκαμίσων και πλακών
δεν έφυγε ποτέ
δεν έφυγα ποτέ
έκτοτε τον κατοικούσε
τον κατοικούσα
στο σπίτι της Άνω Κυψέλης
κοριτσάκι γριά δημόσιος υπάλληλος ντίλερ χαρτομάντισσα σπουδάστρια ψυχολογίας
χήρα του ανείπωτου κλαίγοντας για ότι δεν ειπώθηκε ποτέ
όταν ήμουν
ήμουν οι μυστικές του ώρες
μέσα στις άλλες ώρες
όταν ήταν
ο άλλος
ο άλλος ίδιος
ο πολυσυζητημένος
ποιητής.

Ισμήνη Λιόση

Δεν υπάρχουν σχόλια: