13/8/10

Επιστολές

ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΚΑΙ ΜΙΑ ΑΠΟΡΙΑ
«Σχεδιάζω μία ιστορία με αρχή, μέση και τέλος, όχι όμως κατ' ανάγκη με αυτή τη σειρά...»
Ζαν-Λυκ Γκοντάρ
Tο μότο αφιερώνεται στον Aλέξη Zήρα και στο θεωρητικό μέρος της κριτικής του για τη συλλογή διηγημάτων μου, Η Παρουσία, που δημοσιεύτηκε στις «Αναγνώσεις» της προηγούμενης Κυριακής (8/8/2010), με τίτλο «Εμμονές της απόκρυψης».
Φυσικά και δε θα σχολιάσω το αρνητικό άρθρο του Α.Ζ. για την Παρουσία, η κυκλοφορία της οποίας του έδωσε την αφορμή να κάνει και μια κριτική αποτίμηση των προηγούμενων βιβλίων μου στο ίδιο μήκος κύματος με το συγκεκριμένο κείμενό του. Έχω, όμως, το δικαίωμα να διατυπώσω μια απορία: γιατί ο Α.Ζ. δε σκέφτηκε να σημειώσει ότι άλλαξε γνώμη για όσα έχω γράψει; Είναι ελεύθερος, βέβαια, να αναθεωρεί τις ιδέες του αλλά πουθενά στο άρθρο του δε γίνεται λόγος γι’ αυτή τη μεταστροφή. Επειδή τον θεωρώ καλόπιστο, λοιπόν, θα τον εγκαλέσω για έλλειμμα μνήμης και αρχείων, καθότι σε μεγάλο βαθμό όσα είχε γράψει σε κριτικές και λήμματα σε εγκυκλοπαίδειες ήσαν θετικά. Δε θα προχωρήσω...
Πολύ φιλικά,
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ


Αγαπητέ Τάσο,
Ευχαριστώ για την αφιέρωση της φράσης του Ζ.-Λ. Γκοντάρ, αν και νόμιζα ότι πρόσεξες πως λέω ακριβώς το ίδιο πράγμα στην επίμαχη κριτική μου. Θυμίζω: «τα πεζά δίνουν την ψευδαίσθηση ενός παθητικού, συνειρμικού λόγου, ενώ [..] ο λόγος είναι απολύτως συντεταγμένος [..]. Όπως ένας κινηματογραφιστής διαλύει στο μοντάζ μια φιλμική αφήγηση [..] έτσι και ο συγγραφέας, με μια λογική-νυστέρι, σκηνοθετεί τον εαυτό του με μονίμως πρωθύστερο τρόπο», κ.λπ.

Ας έρθουμε όμως στα ουσιωδέστερα. Αναφέρεις ότι απίστησα στα όσα έγραψα για άλλα βιβλία σου, αλλάζοντας γνώμη. Αφ’ ενός δεν άλλαξα γνώμη, αλλά, Τάσο, ούτε η κριτική ούτε η λογοτεχνία, είναι μνηστευμένες με τον εαυτό τους, δίνοντας όρκο αιωνίας πίστεως ότι θα γράφουν στο διηνεκές τα ίδια. Αλίμονο αν το έκαναν! Και πέραν αυτού, ένα κριτικό κείμενο νομίζω ότι περιέχει διαπιστώσεις, διαγνώσεις, ερμηνευτικά σχόλια, και, ενδεχομένως, διαλογικές αντιπαραθέσεις∙ ούτε αείχρονος ύμνος μπορεί να είναι, ούτε σκέτη άρνηση. Ασφαλώς, τα στοιχεία αυτά αλλάζουν, αναλόγως με την ταυτότητα του κάθε βιβλίου με την οποία η κριτική συζητά. Και
αλίμονο (ξανά) αν ο κριτικός δεν αλλάζει βηματισμό, απόψεις, οπτικές∙ τι πιο ανιαρό και εξ αρχής προβλέψιμο από μια αμετακίνητη, μηχανιστική στάση, ιδίως απέναντι σε έργα του ίδιου λογοτέχνη.
Το ίδιο θα έλεγα, Τάσο, και για έναν συγγραφέα. Ακόμα κι αν ονομαζόταν Μπέκετ ή Προυστ, ή όπως αλλιώς. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορώ να επιβάλλω τίποτε στην έκφραση και στη στρατηγική του. Δεν μου πέφτει λόγος∙ μόνο η γνώμη μου. Ε, λοιπόν, η γνώμη μου, για έναν πεζογράφο όπως εσύ, με αποδεδειγμένες αν και κάπως θυσιασμένες τις ικανότητές του στον θεό της θεωρίας, στην εμμονή της μη αναπαράστασης, είναι ότι έχει παγιδευτεί στη γοητεία του «αδρανούς» βλέμματος, στη μανιέρα μιας περιδίνησης αυτοπαθούς, που ολοένα και περισσότερο (και ολοένα και περισσότερο ναρκισσιστικά) επαναλαμβάνει τον πολλαπλασιασμένο σε ένα σωρό κάτοπτρα εαυτό της. Απλώς, στην Παρουσία, πιο πολύ ίσως από άλλες φορές, είχα αυτήν ακριβώς την αίσθηση: ότι ένα μεγάλο μέρος των βασανιστικά ομότροπων και ομόθεμων πεζών σου (που ό,τι πήραν από το μοντερνισμό το πήραν), καλούν στην ουσιαστικά απλανή και εν ταυτώ ά-θυμη ανακύκληση μιας πάγιας ψυχολογικής κατάστασης. Αφηγημένης πάλι και πάλι. Ξαναλέω: «ένα μεγάλο μέρος». Διότι όλα σου τα πεζά ούτε ήταν ούτε είναι τα ίδια. Το γνωρίζεις, άλλωστε. Δεν υποτάσσονται στον ίδιο θεωρητικό Μολλώχ του βλέμματος-απεικάσματος, και τούτο διότι έναυσμά τους μοιάζει να είναι μια πραγματολογική βάση, μια άλλη αφήγηση, ένα γεγονός που σπάει τα τοιχώματα της εργαστηριακής του απονεύρωσης.
Με τους χαιρετισμούς μου,
ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: