17/7/10

Kυνηγώντας το «ελληνικό όνειρο»

ΤΗΣ ΒΙΒΗΣ ΖΩΓΡΑΦΟΥ-ΠΟΝΣΕ

ΛΕΝΑ ΔΙΒΑΝΗ, Ένα πεινασμένο στόμα, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 349

To νέο μυθιστόρημα της Λένας Διβάνη αναφέρεται στην ιστορία ενός νέου, μετανάστη από την Αλβανία, που έχει όνειρο να γίνει μεγαλοδικηγόρος στην Ελλάδα και αναστατώνει τη ζωή μιας μεγαλοαστικής οικογένειας της Αθήνας. Πρόκειται για μια ιστορία κοινωνικής αναρρίχησης. Την συγγραφέα την ενδιαφέρει ο τρόπος που ο νεαρός αυτός επιλέγει να περάσει από το περιθώριο στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, και το ψυχολογικό φορτίο που κουβαλούν οι ήρωές της, στο βαθμό, ωστόσο, που αυτό εκφράζεται μέσα από τις πράξεις και τα λόγια τους.
Ο πρωταγωνιστής της, ο Γιάννης, που διανύει τη δεύτερη δεκαετία της ζωής του, μπαίνει στη ζωή του Χρήστου, μεσήλικα καθηγητή νομικής, με σκοπό να γίνει σαν κι αυτόν. Σταδιακά, γνωρίζεται με την οικογένειά του, εργάζεται στο δικηγορικό του γραφείο και γίνεται το μόνο του αποκούμπι στη ζωή. Γιατί ο Χρήστος, παρά την οικονομική, επαγγελματική και κοινωνική του καταξίωση, έχει πολλά προσωπικά προβλήματα, όπως μοναξιά, έλλειψη επικοινωνίας με τη γυναίκα και το παιδί του, και άλλα ακόμα που θα τον συναντήσουν στην εξέλιξη του μυθιστορήματος.
Ο τίτλος του μυθιστορήματος εκφράζει και την άποψη της συγγραφέως για τον πρωταγωνιστή της. Ένα πεινασμένο στόμα συνειρμικά παραπέμπει σε σκύλο που γλύφει τα πεζοδρόμια -βγάζοντας και το χαρακτηριστικό εκείνο λαχανιασμένο ήχο- για να χορτάσει την πείνα του. Πράγματι, το μοτίβο του σκύλου το χρησιμοποιεί η συγγραφέας τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη δομή του μυθιστορήματος. Ο Γιάννης εργάζεται ως εκπαιδευτής σκυλιών, για να βγάλει τα προς το ζην, μέσα από έναν σκύλο θα κάνει τη γνωριμία με τον πανεπιστημιακό καθηγητή, και ένας σκύλος θα παραμείνει ο μοναδικός του φίλος μέχρι το τέλος. Εκτός από το περιεχόμενο, το μοτίβο του σκύλου συναντάται και στη δομή του μυθιστορήματος. Μια σειρά από συμβουλές για το πώς εκπαιδεύεται ένας σκύλος τελούν χρέη επικεφαλίδας στα κεφάλαια του μυθιστορήματος, χωρίς ωστόσο να καθορίζουν σε απόλυτο βαθμό το περιεχόμενό τους. Μοιάζει περισσότερο με παιχνίδι που δίνει μια νότα σκωπτική, καθώς ο αναγνώστης βλέπει πόσο ταιριάζουν οι συμβουλές αυτές και στις ισορροπίες που δημιουργούνται μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις.
Τα κεφάλαια είναι γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο, με τον αφηγητή να εναλλάσσεται ανάμεσα στον Χρήστο και τον Τάκη. Η ιστορία εξελίσσεται καθώς ο ένας δίνει τη σκυτάλη της εξιστόρησης στον άλλον. Η φωνή του Γιάννη είναι επιτυχής. Αντιλαμβανόμαστε τη μαγκιά, την οργή, την αδίστακτη φύση αυτού του νέου, τη φωτιά που τον καίει μέσα από τον λόγο του. Στο μυθιστόρημα αυτό, ο λόγος παίζει πολύ σημαντικό ρόλο και είναι εξίσου, αν όχι και πιο καθοριστικός κι από την ίδια την πλοκή.
Η πλοκή είναι επίσης καλά δουλεμένη. Η εισβολή του Γιάννη στη ζωή του Κρεμόπουλου πυροδοτεί καταστάσεις όπου η μία γεννιέται από την προηγούμενή της. Το μυθιστόρημα αποκτά ένα συνεχές ενδιαφέρον από την στιγμή που «χάνεται» ο σκύλος. Οι αρχικές σελίδες, όμως, βρίσκουν τους πρωταγωνιστές ήδη φτιαγμένους, ενώ το θέμα της ιστορίας δεν έχει ακόμα τεθεί, και αυτό κάνει την ανάγνωσή τους κάπως μηχανική. Ίσως ένας λιγότερο έντονος χρωματισμός των ηρώων, του λόγου τους και των καταστάσεων από την αρχή, με χαρακτήρες που επιτρέπουν στον αναγνώστη να τους χαρακτηρίσει ο ίδιος, να του επέτρεπαν να εμπλακεί στην ιστορία πιο νωρίς.
Οι καταστάσεις δεν ακολουθούν μονάχα μια φυσιολογική πορεία, την οποία εκτιμούμε ως δείγμα καλής πλοκής. Αλλά, επίσης, διαθέτουν εγγυημένη γοητεία: ο θάνατος της μάνας και η ανάγκη για συντροφιά σε αυτή τη δύσκολη στιγμή, το παράνομο πήδημα στο ξενοδοχείο, κ.ά. Αλλά και η ιστορία ολοκληρώνεται με τρόπο ώστε ο αναγνώστης να κλείσει το βιβλίο έχοντας καθησυχάσει τους φόβους του.
Το μυθιστόρημα της Διβάνη είναι ένα αστικό μυθιστόρημα. Αστικό, αφενός με την έννοια ότι διαδραματίζεται μέσα στην πόλη της Αθήνας, και μάλιστα σε πολύ χαρακτηριστικά, καλτ σημεία της: το μπαράκι «Γκάλαξυ», οι δρόμοι γύρω από τον Λυκαβηττό. Αφετέρου, γιατί η ολοκλήρωση της ιστορίας έχει φέρει ψυχολογικά τον αναγνώστη σε μια κατάσταση όπου «ο φόβος φυλάει τα έρμα». Η απειλή έχει αποκρουστεί και η οικογένεια μπορεί και να ξαναβρεί την ευτυχία της στο μέλλον. Στην αντίθετη περίπτωση, η απειλή θα παρέμενε συνεχώς παρούσα. Ο Γιάννης να κρατά αιωνίως τον Χρήστο υποχείριό του, μακριά από την οικογένειά του, με μόνο «φίλο» και συμβουλάτορα τον ίδιο. Τέλος, όσο κι αν η επιλογή ενός εξαθλιωμένου αλβανού μετανάστη λύνει πολλά προβλήματα για την δραματικότητα της ιστορίας, δεν παύει, εξ αντιδιαστολής, να θυμίζει και ένα κάρο έλληνες πιτσιρικάδες, όχι μόνο λαϊκούς αλλά και αστούς, που θα έκαναν τα πάντα για να γίνουν «επώνυμοι» και φραγκάτοι. Αλλά αυτό, φυσικά, θα ήταν μια άλλη ιστορία.
Συνοψίζοντας, το μυθιστόρημα της Διβάνη είναι ένα ενδιαφέρον, καλογραμμένο μυθιστόρημα με δουλεμένη πλοκή, με δυνατή εσωτερική φωνή για τον πρωταγωνιστή της και με πλούσιο αφηγηματικό υλικό. Η συγγραφέας δεν φείδεται παράλληλου πραγματολογικού υλικού, το οποίο αγκαλιάζει τη βασική της ιστορία, δημιουργεί γέφυρες με τη σύγχρονή μας κοινωνική πραγματικότητα (π.χ. οι αυτοκτονίες στην Αγγλία ως καθημερινό φαινόμενο, οι ισορροπίες μέσα στην ακαδημαϊκή κοινότητα, κ.ά.) και το οποίο υλικό κάνει το βιβλίο της μυθιστόρημα, με την παραδοσιακή έννοια του όρου.

Η Βιβή Ζωγράφου-Πόνσε είναι δημοσιογράφος

Δεν υπάρχουν σχόλια: