22/7/10

Η κρίση του Βιζυηνού

ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΗΜΗΡΟΥΛΗ

Φαντάζομαι ότι θα τυχαίνει κάποτε, σε αναπάντεχες συνήθως στιγμές, να θυμηθείτε το δίστιχο του Βιζυηνού «μετεβλήθη εντός μου/ και ο ρυθμός του κόσμου». Έχει πια γίνει εμβληματική φράση, που με τη λιτή δύναμή της αντιστέκεται στην κακή τύχη της υπόλοιπης ποίησής του. Από τόσο λυρισμό, που βούλιαξε στον καιρό, είναι ειρωνικό ότι σώθηκαν στη συλλογική μνήμη κάποια θραύσματα, τα οποία ορισμένοι εκδότες συγκαταλέγουν υπό την ενότητα «στίχοι γραμμένοι στο φρενοκομείο», και δυο τρία ακόμη ποιήματα που ανήκουν στη «διαυγή» περίοδο. 

Ο ποιητής, αφού έχει ήδη αποχωρήσει από την κοινωνία των ορθώς φρονούντων, μιλά από την άλλη πλευρά του τοίχου, για «μεταβολή», για «ρυθμό» και για «κόσμο». Μιλά από την πλευρά που όλα χάθηκαν στην άλλη πλευρά που ακόμη θα ήθελε να τον διεκδικεί. Μιλά από τη μεριά του σκότους για το φως που σβήνει. Πενθεί όσο ακόμη μπορεί να φαντάζεται ότι ο τοίχος εικονίζει την απώλεια, την αποξένωση της διαφοράς, «μες σ’ αυτήν την χώρα / όλα αλλάξαν τώρα».
Σκέφτομαι πολλές φορές ότι ο Βιζυηνός ως ποιητής με άγγιξε περισσότερο, όταν χάθηκε για την ποίηση και πέρασε στην άλλη όχθη, όταν μου μίλησε από τη μεριά του σκοταδιού. Η στιγμή της έκλαμψης, η στιγμή της «επιφάνειας», φτάνει όχι απλώς απρόσμενα, ως ανατρεπτική στιγμή στην καθημερινότητα της ύπαρξης ή ως οντολογική αποκάλυψη, που αποτυπώνεται στη λογοτεχνική γραφή, αλλά τη στιγμή που όλα έχουν τελειώσει και δεν υπάρχει μέλλον.
Τι βλέπει κανείς σε αυτή τη στιγμή; Τι είδος «επιφάνεια» είναι αυτή που επέρχεται πριν σκεπάσει τον χώρο η απουσία; Για ποιο «εγώ» μιλούμε τώρα; Υπάρχει άραγε ένα «εγώ», ένα υποκείμενο, που μπορεί ακόμη να αυτοβιογραφείται; Αν δεν υπάρχει, μήπως εδώ ομιλεί το «μη εγώ»; Αλλά πώς είναι δυνατόν το «μη εγώ» να ομιλεί τη γλώσσα αυτού που υπάρχει, δηλαδή του «εγώ», όταν την έχει ήδη αναιρέσει, όταν έχει αποχωρήσει από την επικράτειά του;

***
Ο άνθρωπος που διάβαζε Νίτσε και Ίψεν, που άκουγε Βάγκνερ, γράφει το 1876 από τη Γερμανία στον Ηλία Τανταλίδη: «Μη με μαλώσετε αν εμβαίνω με λερωμένα τσαρούχια εις το καθάριο σας κατώγι. Είμαι χωριατοπαίδι, καθώς γνωρίζετε, και έχω διανύσει μακρόν, πολύ μακρόν και λασπωμένον δρόμον…». Ίσως σε όλη του τη ζωή να μην ξέφυγε ποτέ από την ανάγκη να έχει προστάτες που να του προσφέρουν οικονομική και κοινωνική ασφάλεια. Το παραδέχεται άλλωστε και ο ίδιος: «Έχω ανάγκην προστάτου και κηδεμόνος».
Ίσως να μην πάτησε ποτέ καλά στα πόδια του, να μην ωρίμασε κανονικά, όταν, κάποια στιγμή, έμεινε απροστάτευτος. Ίσως να ένιωθε ότι η ύπαρξή του δεν θα μπορούσε να συγκροτηθεί χωρίς υποκατάστατα του πατέρα που έχασε μικρός, δίχως τις εγγυήσεις μιας αντισταθμιστικής συμβολικής εξουσίας. Υπό την έννοια αυτή, είναι ιδιαίτερα εύστοχη η παρατήρηση του Ι. Μ. Παναγιωτόπουλου: «Πότε τελειώνει η παιδική ηλικία του Βιζυηνού; Τη στιγμή που πεθαίνει».
Στον πυρήνα του έργου του εκτυλίσσεται μια υπαρξιακή κρίση, αποτυπώνοντας διλήμματα, στα οποία δεν μας έχει συνηθίσει η γραφή του καιρού. Ακόμη πιο βαθιά και περίπλοκα η «κρίση» και τα «διλήμματά» της εκφράζονται με λόγο αυτοβιογραφικό, σε μιαν αφήγηση όπου το «υποκείμενο» φαίνεται να διχάζεται ανάμεσα σε ένα εγώ που γράφει (στον συγγραφέα) και σε ένα εγώ που αφηγείται (στον πρωταγωνιστή της αφήγησης), καθώς επίσης και σε ένα εγώ που ζει και σε ένα εγώ που θυμάται.
Ή αλλιώς: το υποκείμενο που αναζητάμε εμφανίζεται ως ήρωας πραγματικών γεγονότων, μετά ως ενήλικας που ανακαλεί το παρελθόν, στη συνέχεια ως συγγραφέας που αποφασίζει να καταγράψει τη «ζωή» μέσω της «μνήμης» και τέλος σαν ήρωας-αφηγητής που μιλά μέσω της γραφής με τη φωνή της αλήθειας κατά τις συμβάσεις όμως της μυθοπλασίας.

***
Ανάμεσα στον ξενόφερτο Βιζυηνό και στους αθηναϊκούς κύκλους, η σχέση υπήρξε πάντα δύσκολη. Καθώς σημειώνει ο ίδιος σε μια επιστολή του: «Έτσι τα τουρκομεριτάκια, τα περιφρονημένα, να εμβούμε με την φιλοκαλίαν και την οξύτητα του πνεύματός μας, εις τα ρουθούνια των μυιοχάφτηδων της Αθήνας». Φαίνεται ότι τα διηγήματά του τα έγραψε γρήγορα, σαν να ήθελε να απαλλαγεί από ένα βάρος, σαν ένα είδος εξομολόγησης, σαν προσπάθεια να συγκολλήσει ξανά τα απομεινάρια της ζωής που κουβαλούσε τόσα χρόνια μέσα του, στη χοάνη της μνήμης.
Έτσι, ασκείται στην αυτοβιογραφική γραφή. Το λέει άλλωστε και η ίδια η λέξη «αυτοβιογραφία»: γράφω για τον βίο του εαυτού μου. Εκτελώ δηλαδή μια πράξη λογοτεχνικής αναπαράστασης με φαντασιακές κατασκευές που τοποθετούν τη γραφή, τη ζωή και το εγώ στο κέντρο μιας επιτελεστικής κατάστασης. Και τα τρία ανήκουν στην ίδια κλίμακα του «συμβολικού», και αυτό σημαίνει ότι δεν συνδέονται αιτιοκρατικά. Το κρεμμύδι δεν έχει κουκούτσι.
Στην πραγματικότητα, όλες οι μεταμορφώσεις του «εγώ» που εντοπίζονται στα αφηγήματά του στηρίζονται σε κάτι ανύπαρκτο, σε ένα simulacrum πάνω στο οποίο αναπτύσσεται η λογοτεχνική γλώσσα. Αν κάτι τέτοιο γίνει κατανοητό, θα πάψουμε να αποδίδουμε στον συγγραφέα τις δικές μας ερμηνευτικές επινοήσεις.
Από οποιαδήποτε προοπτική και αν ζητήσουμε να πραγματευτούμε την αυτοβιογραφική γραφή, πάντα στο κέντρο θα αναδύεται το πρόβλημα του «υποκειμένου» σε όλες τις εκδοχές του. Οι εκδοχές του «εγώ» που συναντούμε στην αυτοβιογραφία αναπτύσσονται ως αφηγηματικές επινοήσεις, δεν αναφέρονται σε εμπειρικές υποστάσεις.
Ανεξάρτητα από τις προθέσεις του συγγραφέα, το «εγώ» του δεν ταυτίζεται με το υποκείμενο της αφήγησης, ακόμη και όταν πιστεύει ότι απλώς καταγράφει τις προσωπικές εμπειρίες του. Όπως σημειώνει ο Γέιτς: «Δεν άλλαξα απ’ όσο ξέρω τίποτα, ωστόσο πρέπει να άλλαξα πολλά πράγματα χωρίς να το καταλάβω».
Γύρω από τη δράση και τις μεταλλάξεις του υποκειμένου στροβιλίζονται πάντα ερωτήματα για την τύχη των προθέσεων, τα τεχνάσματα της μορφής και την αναζήτηση της αλήθειας. Η επιθυμία να καταλήξει η διαπραγμάτευση σε οριστικές διακρίσεις και αντικειμενικές διευθετήσεις μονίμως διαψεύδεται από την παράδοξη υφή της αυτοβιογραφικής γραφής, υπό την έννοια ότι δεν μπορούμε να χαράξουμε μια απόλυτη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο μυθοπλαστικό και το πραγματικό, ανάμεσα στην αφήγηση (μορφή) και την αλήθεια (ζωή), ανάμεσα στην αιτία και στο αποτέλεσμα.
Επομένως, οι εκδοχές του «εγώ» στην αυτοβιογραφία είναι, για να χρησιμοποιήσω μια ρητορική υπερβολή του Νίτσε, μυθοπλαστικές κατασκευές. Ο συγγραφέας, τοποθετώντας το «εγώ» του στη δοκιμασία της γραφής, εφαρμόζει συνειδητά ή ασυνείδητα, και δρώντας στη σκιά μιας συγκεκριμένης παράδοσης, έναν αστερισμό από αφηγηματικές τεχνικές, άλλοτε για να ενισχύσει τον αυτοπεριορισμό ως προς την εξομολόγηση και τη θεραπευτική δράση ως προς την αποτελεσματικότητα, και άλλοτε για να αποδυθεί σε μια βασανιστική αυτοανάλυση ή για να καταγράψει μια δραματική προσωπική κρίση.
Σε μια τέτοια απόπειρα του υποκειμένου, να μιλήσει για τον εαυτό του στη γραφή, η τελική έκβαση είναι το ίδιο το υποκείμενο να προκύπτει από τη γραφή. Καθώς επιχειρεί να αναστυλώσει τον χρόνο μέσω της μνήμης, και με αίτημα την προφάνεια της αλήθειας, καταλήγει να συγχέει το πραγματικό με το πλασματικό και να εκλαμβάνει τις φαντασιώσεις του, όπως θα έλεγε ο Φρόιντ, για πραγματικά περιστατικά. Ίσως η προσπάθεια αυτή χρησιμοποιεί τη μνήμη όχι για να θυμηθεί αλλά για να ξεχάσει μέσα από τη διαδικασία της εύρεσης και της εκ νέου απωλείας.
Πώς το λέει ο Έλιοτ, στο «East Coker»: «There is only the fight to recover what has been lost / αnd found and lost again and again…». Ίσως πάλι να μην είναι ακριβώς αυτό αλλά κάτι άλλο. Η ανάγκη να αντέξει κανείς το παρελθόν του, μαζεύοντας τα απομεινάρια, συγκολλώντας τα θραύσματα, συμπληρώνοντας τα κενά, δημιουργώντας μια πλασματική ολότητα για κάτι που ονομάζει «η ιστορία της ζωής μου».
Ο Βιζυηνός μοιάζει να πρόλαβε, πριν τον αρπάξει η σιωπή, να αυτοβιογραφηθεί έτσι ώστε να μας αναγκάσει να θέτουμε το ερώτημα: τελικά ποιος μιλάει εδώ; Θα απαντήσω, τρόπος του λέγειν, με έναν διάλογο που κατέγραψα από μια μάλλον μέτρια κινηματογραφική ταινία που είδα πριν καιρό και δεν θυμάμαι καν ποια ήταν:
Α: « Δεν είσαι ο Τ., προσποιείσαι ότι είσαι, είσαι κάποιος άλλος».
Β: «Είμαι ο Τ. Απλώς προσποιούμαι ότι είμαι εκείνος που προσποιείται ότι είμαι εγώ».

Ο Δημήτρης Δημηρούλης διδάσκει Ιστορία και Θεωρία της λογοτεχνίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Δεν υπάρχουν σχόλια: