ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΧΡΗΣΤΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Κάτι θα γίνει, θα δεις, Εκδόσεις Πόλις, σελ. 258
Κάθε διήγημα του παρόντος τόμου, κάθε ιστορία, προστιθέμενη στην άλλη, στην προηγούμενη ή στην επόμενη, συμβάλλει στον φωτισμό και στον συναισθηματικό-συγκινησιακό ιριδισμό μιας διαφορετικής πτυχής της ίδιας πραγματικότητας. Της πραγματικότητας των κοινωνικά -όχι, κατ’ ανάγκη, και ψυχικά- καθημαγμένων ανθρώπων του καθημερινού μόχθου και της καθημερινής αγωνίας και αβεβαιότητας, όχι μόνο για την επιβίωσή τους -τη δική τους και όλων όσοι εξαρτώνται απ’ αυτούς-, αλλά και για τη συνειδησιακή τους αρτιμέλεια. Ανθρώπων που, για δια-φορετικούς λόγους ο καθένας και, πάντως, παρά τη θέλησή τους και τις αρχικές τους προθέσεις, ζουν και κινούνται όχι ακριβώς στο περιθώριο, αλλά στις παρυφές του σφύζοντος, από ζωή και δράση, κόσμου της πολιτείας∙ κυρίως στα συνοικιακά περίχωρα του Πειραιά, αλλά και αλλού.
Οι ήρωες των ιστοριών του Χρήστου Οικονόμου δεν είναι άνθρωποι του περιθωρίου∙ είναι ηττημένοι, αλλά όχι παραιτημένοι. Το γεγονός ότι, στην πλειονότητά τους, διακατέχονται από ένα βαθύτατο αίσθημα αδικίας, δεν τους απαλλάσσει από την οδυνηρή επίγνωση και της προσωπικής τους αδυναμίας ή ανικανότητας να θωρακιστούν απέναντι στην αμείλικτη κοινωνική πραγματικότητα· γι’ αυτό και δεν αιτιώνται μόνο τους άλλους γι’ αυτήν τους την αδυναμία ή ανικανότητα και για την κατάστασή τους, εν γένει, αλλά και τους εαυτούς τους. Έχοντας πλήρη συνείδηση του μηδαμινού -ή και ανύπαρκτου- εκτοπίσματος της ύπαρξής τους έξω από το ασφυκτικά περιορισμένο πλαίσιο της οικογένειας, της γειτονιάς και της δου-λειάς, πάνω απ’ όλα αγωνιούν και μεριμνούν για τη διαφύλαξη της ακεραιότητας του σκεπασμένου κάτω από τις γκριμάτσες της οδύνης, της απόγνωσης και της καθημερινής φθοράς αληθινού τους προσώπου.
Εκτός από τον, μονίμως επικρεμάμενο, κίνδυνο να χάσουν το υποθηκευμένο από τη δανειοδότρια τράπεζα σπίτι τους, εκτός από τον τρομακτικό εφιάλτη ότι μπορεί να βρεθούν, από στιγμή σε στιγμή, έρμαια μπροστά στο αδηφάγο τέρας της ανεργίας, φοβούνται και για κάτι πολύ σοβαρότερο· τρέμουν στο ενδεχόμενο να συντριβούν στα σιδερένια σαγόνια του μηχανισμού της αλλοτρίωσης· να απεμπολήσουν την αυθεντικότητά τους· να εξομοιωθούν με τα τηλεοπτικά ανδρείκελα και, ακόμα χειρότερα, να χάσουν τη φωνή τους, να αμβλυνθεί ο λόγος τους, η μοναδική επιβεβαίωση της ύπαρξής τους. Γιατί, μιλώντας, συνειδητοποιούν ότι υπάρχουν· ιστορώντας τα πάθη τους “ιστορούνται” και ιστορούν κι έτσι συνδέονται με τον κόσμο· κι ακόμα, μιλώντας, φέρνουν στην επιφάνεια και, ίσως ίσως, εξορκίζουν όλα όσα φοβούνται και μισούν· όλα όσα, με άλλα λόγια, τους δένουν μεταξύ τους.
Όλα σχεδόν τα πρόσωπα των δεκαέξι ιστοριών του βι-βλίου είναι έρμαια συγκεκριμένων ή απροσδιόριστων φόβων και φοβιών. Τρέμουν στην ιδέα του κενού -που γεμίζει και καλύπτει τα πάντα-, ταράζονται στην ιδέα του συμβιβασμού και κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους να αποβάλουν το “προπατορικό στίγμα” του συμβιβασμένου, που κουβαλούν στο αίμα τους, αφού η ύπαρξή τους οφείλεται σε κάποιο “σιωπηλό ναι” των γονιών τους· αισθάνονται τρόμο στην ιδέα να χάσουν την πίστη τους σε κάτι, σε οτιδήποτε, που θα μπορούσε να διατηρήσει ζωντανή τη σχέση τους με την πραγματικότητα και τη ζωή (“...Και θεός να μην υπάρχει εσύ πρέπει να πιστεύεις. Η πίστη σου είναι ο θεός”), φοβούνται -κι ας μην είναι σε θέση να κατανοήσουν τον φόβο τους- μην έρθει κάποτε η στιγ-μή που θα επικρατήσει το κακό, πράγμα που θα συμβεί όταν αυτό αρχίσει να μιλάει με τη φωνή τους. Όλα όσα κουβαλούν τα πρόσωπα του διηγήματος “Τα πράγματα που κουβάλαγαν”, αποτελούν, εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, τα βασικά στοιχεία της ταυτότητας των κεντρικών προσώπων όλων σχεδόν των διηγημάτων. Ποια είναι αυτά που κουβαλούν; “Πολλά χρόνια δουλειά στις πλάτες τους”, “στερήσεις και πίκρες και όνειρα που δε βγήκαν αληθινά”, “το βάρος του χρόνου που είχαν μοιραστεί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους”. “Συμβιβασμούς που είχαν δεχτεί και όρκους που είχαν πατήσει”, “προδοσίες που είχαν κάνει και προδοσίες που είχαν ανεχθεί”, “το άγχος, το φόβο και την αγωνία για το χρόνο και την αρρώστια”. “Παλιά τραγούδια, εικόνες και αναμνήσεις από τα παιδικά τους χρόνια. Νοσταλγία για τα περασμένα, μυρωδιές από τα σπίτια τους, το βρώμικο αέρα της συνοικίας τους, εικόνες και πολλές φωνές, ζωντανών και πεθαμέ-νων”, “ένα βαθύ μίσος για τους πολιτικούς και τους γιατρούς και τους υπαλλήλους του ΙΚΑ”. Όλα όσα τους έκαναν ευήκοους και ευπροσήγορους στον ξένο πόνο και ικανούς να συλλαμβάνουν τους ήχους της οδύνης όχι με τα αυτιά, αλλά με την καρδιά τους· νιώθοντάς τους -αυτούς τους ήχους- να τους χτυπούν στο στήθος.
Απέναντι σ’ αυτά τα πρόσωπα, ο αφηγητής, διακατε-χόμενος από μια, θα τολμούσα να πω, νεορεαλιστική πρόθεση και διάθεση, κρατάει μία στάση μάλλον αντικειμενική. Ό,τι μοιάζει να τον ενδιαφέρει, πρωτίστως, είναι ο εντοπισμός και η ακινητοποίησή τους σε διάφορες -όχι κατ’ ανάγκην καθοριστικές, πάντως ενδεικτικές- περιστάσεις και καταστάσεις του βίου τους και η λεπτομερής καταγραφή των ψυχικών, πνευματικών, ενίοτε και σωματικών τους κραδασμών κατά την αντιμετώπισή τους. Μία προσεκτικότερη, ωστόσο, παρατήρηση του τρόπου με τον οποίο τα ακι-νητοποιεί, προκειμένου να τα προσεγγίσει ως αντικείμενα-υποκείμενα της αφηγηματικής διαδικασίας, φανερώνει μία, νηφάλια έστω, με ιδεολογικό υπόβαθρο, συγκινησιακή φόρτιση και συμμετοχή του στα όσα υφίστανται και πάσχουν. Υπάρχει στην αφήγησή του ένας τόνος κατανόησης και τρυφερότητας απέναντι σ’ αυτά τα πρόσωπα, μία, άλλοτε φανερή και άλλοτε τεκμαιρόμενη, διάθεση να τα προφυλάξει από κι άλλες κακουχίες, περιβάλλοντάς τα με τη θερμότητα των προσωπικών του συναισθημάτων κι εκφράζοντας, για λογαριασμό τους, την ελπίδα ότι “δεν μπορεί, κάτι θα γίνει”. “Γιατί εκεί όπου μεγαλώνει ο φόβος μεγαλώνει κι εκείνο που σώζει από τον φόβο”. Όσο για τον εαυτό του, πιστεύει ή, εν πάση περιπτώσει, θέλει να πι-στεύει ότι η αλήθεια, οι αλήθειες των ιστοριών του δεν κρίνονται τόσο από τη συνάφειά τους με την πραγματικότητα -αν και αυτό, στην προκειμένη περίπτωση, είναι δεδομένο-, όσο από το ήθος τους· το οποίο προσπαθεί -και καταφέρνει- να διαφυλάξει ακέραιο, όσο αφηγείται τα αλλότρια πάθη, που, όπως φαίνεται, θεωρεί και αισθάνεται και δικά του.
Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου είναι ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου