ΤΟΥ ΤΑΣΟΥ ΓΟΥΔΕΛΗ
DAVID THOMSON, Rosebud - Η ζωή του Όρσον Γουέλς, μτφρ. Δημήτρης Νόλλας, γλωσσική επιμέλεια Ηρώ Μακρή, εκδόσεις Πάπυρος σελ. 525
"Έκανα το καλύτερο δυνατόν μαζί του. Θα ήθελα οι αναγνώστες να είναι τόσο αναστατωμένοι μετά την ανάγνωση, όσο εκείνοι που έμειναν πίσω μετά το θάνατο του Κέιν. Γενικώς όμως οι κινηματογραφόφιλοι θα έπρεπε να είναι προσεκτικοί με τη λατρεία των ειδώλων τους"
(Από το βιβλίο)
Η δήλωση του γνωστού Άγγλου συγγραφέα και καθηγητή του κινηματογράφου Ντέηβιντ Τόμσον (1941), η οποία υπάρχει μεταξύ άλλων φράσεών του στην κατακλείδα της ανά χείρας βιογραφίας του "ιερού τέρατος" της μεγάλης οθόνης Όρσον Γουέλς (1915-1985), όσον αφορά τις σχέσεις των σινεφίλ και των ειδώλων τους, είναι μάλλον αυτοκριτική. Και τούτο γιατί ο αναγνώστης της ενδελεχούς αυτής μελέτης (που εκδόθηκε το 1997) θα αντιμετωπίσει πολύ συχνά μια δυνατή αμφιθυμία του συγγραφέα απέναντι στον βιογραφούμενο, γεγονός που ομολογείται, νομίζω, εμμέσως πλην σαφώς στα όσα σημειώνονται στο μότο. Ο Τόμσον, περίπου απολογητικά, δηλώνει ότι υπήρξε σκληρός, σε κάποια σημεία της εργασίας του, απέναντι στον Γουέλς, αλλά αυτή τη στάση του, λέει, την επέβαλλε, πάνω-κάτω, η μεγάλη αδυναμία του στο δημιουργό του Πολίτη Κέιν... Οι επικρίσεις του υπαινίσσεται ότι ήταν προϊόν μιας άποψης για την έννοια του "μεγάλου" ανδρός, που την εκθέτει με την ακόλουθη μαεστρία: " Ήταν πολύ γενναίος άνθρωπος. Και μερικές φορές χρειάζεται πολύ θάρρος για να είσαι ατελής" (σελ. 509).
Είναι, από μια πρώτη ματιά, παράξενη η αμφιταλάντευση του Τόμσον και η συστηματική, θα έλεγα, τακτική του να παρουσιάζεται ανακόλουθος, αντιφατικός και διχασμένος κάποτε, σε σημείο να μην μπορεί ο αναγνώστης, όχι πάντα, ευτυχώς, να καταλάβει τα αληθινά αισθήματα του Τόμσον ως προς το αντικείμενό του.
Για να γίνω σαφέστερος: όλη την έκταση το βιβλίου, ρητώς ή λανθανόντως, ταλανίζει το ερώτημα (το οποίο ακολούθως αποσύρεται, για να επανέλθει αργότερα κοκ) εάν ο Γουέλς υπήρξε ένας ταχυδακτυλουργός, επιφανειακός, κάποιος που ήξερε να δανείζεται, να αντιγράφει, ή ήταν ένας αυθεντικός καλλιτέχνης. Ακόμα και στην περίπτωση του Πολίτη Κέιν, της ταινίας που θαυμάζει προεχόντως ο Τόμσον, τα πράγματα δεν είναι ξεκάθαρα. Διακρίνεις, στην ανάλυση θεμάτων που έχουν σχέση με το σενάριο, και όχι μόνο, δισταγμούς στο να αναγνωρισθεί η βαρύνουσα επέμβαση του Γουέλς στη συγγραφή του (ο Χ. Μάνκιεβιτς ήταν ο συν-σεναριογράφος), αν και στη συνέχεια σε διάφορα σημεία της μελέτης, εντελώς αντιφατικά, σημειώνεται η κεφαλαιώδης συμβολή του Γουέλς στο συνολικό αποτέλεσμα.
Αλλά υπάρχει και μια εύκολη(;) εξήγηση για την (υπονομευτική δεν θα ‘λεγα, σχιζοφρενή οπωσδήποτε) διαχείριση του όλου θέματος: είναι, κατά πάσα πιθανότητα, και ο Τόμσον θύμα της ερωτικής έλξης του θαυμαστή προς το είδωλο, η οποία εναλλάσσεται με απώθηση και αισθήματα μίσους απέναντι στο τελευταίο, φθάνοντας σε σημείο αληθινής ωμοφαγίας. Αυτό το ψυχαναλυτικό στερεότυπο πρέπει να ισχύει και για τον ευφυή Τόμσον, ο οποίος το παραδέχεται εν μέρει, έχοντας οπωσδήποτε διαβάσει το κλασικό δοκίμιο του Εντγκάρ Μορέν επί του θέματος - ιδιαίτερα στην περίπτωση της λατρευτικής στάσης των σινεφίλ απέναντι στους σταρ.
Ο βιογράφος μας, λοιπόν, εν προκειμένω, δηλώνοντας επίσης ότι το βιβλίο ήταν, λίγο ως πολύ, έργο ζωής, θέλει να αποδείξει, κάποιες φορές με κρυμμένη υστερία, ότι το ...αντικείμενο του πόθου του δεν θα τον εξαναγκάσει σε έλλειψη ψυχραιμίας, σε εκμηδένιση των αποστάσεων απέναντί του. Αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει και ως άλλοθι, εφ' όσον του απελευθερώνει την όποια επιθετικότητα.
Πέρα, όμως, από αυτό το σημαντικό πρόβλημα του βιβλίου, που γεννά ερωτηματικά στον αναγνώστη και τον κριτικό, αναγκάζοντάς τους να το θέτουν ως το κύριο εμπόδιο στην υποδοχή του, πρέπει να ομολογήσει κανείς ότι βρίσκεται μπροστά σε μια εξαντλητική, εύστροφη και διεισδυτική εν πολλοίς γραφή. Το "φαινόμενο Όρσον Γουέλς" έχει τοποθετηθεί σε ειδικό ντιβάνι, όπου βίος και έργο ανατέμνονται με τα πιο ευαίσθητα εργαλεία μικροχειρουργικής. Η ματιά ακολουθεί αμφίδρομη πορεία, προσωπικότητα και δημιουργία σχεδόν ταυτίζονται∙ καλύτερα: συνυπάρχουν με βάση την περιχώρηση. Στο βαθμό, επαναλαμβάνω, που δεν σε φρενάρει η σχιζοειδής στις λεπτομέρειές της περιδιάβαση του Τόμσον στη μυθική ζωή και τέχνη του Γουέλς, η προσέγγιση είναι βαρυσήμαντη, έμφορτη από τη γνώση του αντικειμένου.
Αλλά για να μην αδικήσω το συνολικό εξαγόμενο, ενοχοποιώντας το σύνδρομο της αμφιθυμίας του Τόμσον, θα μπορούσα να δεχθώ με δόσεις γενναιοδωρίας ότι ο βιογράφος λειτούργησε πρωτίστως ως συγγραφέας και όχι ως ερευνητής: ότι αντιμετώπισε, με άλλα λόγια, τον Γουέλς ως ήρωα μυθιστορήματος. Οπότε, έτσι δικαιολογείται, ίσως, σε κάποιο βαθμό, η περίπλοκη και αλληλοσυγκρουόμενη διάθεσή του ως προς την ομολογουμένως αναγεννησιακή και απύθμενη περσόνα του Γουέλς. Και επειδή κλίνω θετικά προς το βιβλίο, ας θεωρήσω ότι τις (ασυνείδητες) προθέσεις του Τόμσον καθόριζαν ενωμένες οι δυνάμεις του πεζογράφου και του δοκιμιογράφου. Σε κάθε περίπτωση, είναι καθηλωτικά συγκινητική η εξονυχιστική έρευνά του, στο ιδιωτικό και το κοινοποιημένο, καθώς και η αναλυτική του δύναμη, η οποία, πέρα από τα προηγούμενα συζητήσιμα στοιχεία της, διαχειρίζεται το υλικό της σε βάθος με μια ευφυή γλώσσα.
Το θεματικό μέρος του βιβλίου είναι χωρισμένο σε τέσσερα κεφάλαια, τα οποία παρακολουθούν εντατικά τη διαδρομή αυτού του "παιδιού θαύματος" στο χώρο του θεάτρου αρχικά και του σινεμά ακολούθως. Παράλληλα, η ψυχαναλυτική ματιά του Τόμσον ορισμένως πρωτοτυπεί, συνδέοντας βιογραφικά και δημιουργικά στοιχεία, το "εντός" και το "εκτός", με τρόπο δημιουργικό, αντιμετωπίζοντας μια τόσο χαρισματική προσωπικότητα, η οποία από τα εφηβικά της χρόνια, σαν τους υστερικούς ασθενείς, "υπέφερε από αναμνήσεις", όπως θα ‘λεγε και ο Φρόιντ. Γιατί ο ...πρόωρα ώριμος αυτός νεαρός, που στα 19 του χρόνια, έπαιζε στα μεγαλύτερα σεξπιρικά και πρωτοποριακά θέατρα, ήταν μέχρι το λαιμό βυθισμένος στον κόσμο του θεάματος και της υπόκρισης (σε βαθμό που να μην μπορεί ούτε ο ίδιος να ξεχωρίσει το είναι από το φαίνεσθαι), φερόταν περίπου σαν τον Μπέντζαμιν Μπάττον, τον ήρωα του Φιτζέραλντ, με την αντίστροφη ηλικιακή πορεία: όχι ότι ο Γουέλς ξεμωράθηκε στα τελευταία του, πλην όμως δεν μπόρεσε ποτέ να επαναλάβει τη μεγαλύτερη κατάκτησή του, τον Πολίτη Κέιν, ένα κορυφαίο φιλμ που πρότεινε στα 26, μόλις, χρόνια του, υποδυόμενος και έναν εβδομηντάρη.
Το συνολικό εγχείρημα του Τόμσον (όπως και άλλων σχετικών μελετητών) είναι φυσικό να μας υπαγορεύει μια απεικόνιση, ως υπέρτατο σημείο της οποίας οφείλουμε να φανταζόμαστε τον Πολίτη και τα υπόλοιπα 15 γουελσικά φιλμ παρά τους πόδας του. Κατά τα λοιπά, οι αξιολογήσεις φέρνουν στην πρώτη γραμμή τους Υπέροχους Άμπερσον, τη δεύτερη ταινία του Γουέλς, που ήταν ένας μπαρόκ αποχαιρετισμός της παλιάς Αμερικής, τον Μακμπέθ, την εξπρεσιονιστικά υποβλητική αυτή απόδοση του θρυλικού έργου, με τις ψυχαναλυτικές αιχμές για τον ερωτισμό, τη μητριαρχία και την εξουσία, τον άνισο Άρχοντα του τρόμου, ένα φιλμ υπέρβαρο από έναν αυτοκαταστροφικό, νιτσεϊκό χαρακτήρα, τη Δίκη, το περίεργο αυτό μίγμα θεατρικότητας και κινηματογραφικής τόλμης, και την παραμυθιακή Αθάνατη ιστορία.
Και εδώ είναι που ο ενήμερος θεατής των γουελσικών φίλμ μπορεί να προβάλλει τις ενστάσεις του, θεωρώντας ότι ο Τόμσον κακώς υποτιμά χειρονομίες όπως ο παραληρηματικός Οθέλλος, ένα μεγάλο μάθημα σκηνοθετικής δεξιοτεχνίας, την αφελή, έως ένα σημείο, πλην ευρηματική, Κυρία από τη Σαγκάη, η οποία, εκτός από τα σχόλια στο είδος του φιλμ-νουάρ, αιμοδοτούσε θαυματουργά χάρτινους ήρωες, τον Κύριο Αρκάντιν, ένα βασικό κρίκο στην αλυσίδα των εξαίσιων τραυματικών ημιθέων της γουελσικής πινακοθήκης, τις Καμπάνες του μεσονυχτίου, την ευφάνταστη αυτή μεταφορά του σεξπιρικού κλίματος, αρμοσμένη στην ακολουθία των μοτίβων της μυθολογίας του σκηνοθέτη της, και τέλος το F for fake, μια τολμηρή βεντάλια αποχρώσεων σχετικά με την αλήθεια και το ψέμα.
Όμως, αποζημιώνεσαι από την ανάλυση του Πολίτη Κέιν (και όχι μόνο). Ο Τόμσον γράφει σελίδες ανεπανάληπτες για το επίτευγμα του Γουέλς, για την πρώτη του μεγαλειώδη απόπειρα να σκιαγραφηθεί η άνοδος και η πτώση ενός σεξπιρικού τύπου ήρωα, υπηρετώντας γόνιμα το πνεύμα του έργου, ενώ ταυτόχρονα σχολιάζει εύστοχα τη μοίρα (κάθε) μείζονος καλλιτεχνήματος, στη σχέση του με τον ανειδοποίητο αποδέκτη, που δεν είναι ικανός να προσλάβει μεγέθη, όπως του Κέιν.
Η μετάφραση (από τα γαλλικά;) είναι γλωσσικά επιμελημένη και γι' αυτό δεν θα σχολιασθεί, κατά την πάγια τακτική του γράφοντος.
Ο Τάσος Γουδέλης είναι πεζογράφος και κριτικός κινηματογράφου
«όχι ότι ο Γουέλς ξεμωράθηκε στα τελευταία του, πλην όμως δεν μπόρεσε ποτέ να επαναλάβει τη μεγαλύτερη κατάκτησή του, τον Πολίτη Κέιν, ένα κορυφαίο φιλμ που πρότεινε στα 26, μόλις, χρόνια του, υποδυόμενος και έναν εβδομηντάρη»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου