5/6/10

Ελληνοτουρκικός διάλογος στην Πόλη

Συνάντηση στην Πόλη. Το παρόν και το μέλλον. Κείμενα για τη ρωμέικη κοινότητα της Κωνσταντινούπολης (συλλογικό έργο), έκδοση Καλειδοσκόπιο & Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων (Κ.Ε.Μ.Ο.), σελ. 429

ΤΗΣ ΕΦΗΣ ΚΑΝΝΕΡ

Η ανάγνωση των πρακτικών της συνάντησης στην Πόλη, που πραγματοποιήθηκε στις 30 Ιουνίου με 2 Ιουλίου 2006 και θέμα την εξέταση της σημερινής κατάστασης της ρωμέικης μειονότητας και τη χάραξη μιας στρατηγικής για το μέλλον, υπήρξε για εμένα μια ευχάριστη έκπληξη. Το πρωτοφανές εδώ είναι ότι παραμερίστηκαν οι συγκινησιακές κοινοτοπίες που αναπαράγονται στον επίσημο και τον ανεπίσημο λόγο των δύο χωρών, ενώ για την ανάλυση της πραγματικότητας χρησιμοποιήθηκαν τα εργαλεία των κοινωνικών επιστημών. Και, ακόμη, ότι στον προβληματισμό για τη ζωή και την ιστορία της ρωμέικης κοινότητας στην Πόλη για πρώτη φορά συμμετείχαν επίσημα Τούρκοι διανοούμενοι.
Ο τόμος των πρακτικών χωρίζεται σε τρία μέρη: Το πρώτο περιλαμβάνει τις εισηγήσεις των συνέδρων, ενώ στο δεύτερο περιέχονται τα πρακτικά της στρογγυλής τράπεζας, με τίτλο «Ανιχνεύοντας το μέλλον: μια απόπειρα ανάδειξης ορισμένων πτυχών του Συνεδρίου», και τέλος το τρίτο περιλαμβάνει τους χαιρετισμούς που απηύθυναν τα μέλη των ανά τον κόσμο κωνσταντινουπολίτικων σωματείων.
Τα προβλήματα που απασχολούν τη μειονότητα εντοπίζονται σε τέσσερις κύριους άξονες: 1) Κοινοτική οργάνωση και εκπροσώπηση, 2) Κοινοτική περιουσία/ κοινοτικά ιδρύματα, 3) Δημογραφική συρρίκνωση, 4) Παιδεία. Τα προβλήματα αυτά, που προφανώς είναι αλληλένδετα, τέθηκαν στην ιστορική τους διάσταση. Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι, για να αντιμετωπιστούν ρεαλιστικά, επιβάλλεται να αποσυνδεθεί η ελληνο-ορθόδοξη μειονότητα από τους μύθους της και να εξεταστεί η πορεία της ως τμήμα του συνολικού ζητήματος των μειονοτήτων εντός των εθνικών κρατών που προέκυψαν την επομένη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Είναι γνωστό πως η ύπαρξη των μειονοτήτων προσκρούει στη μόνιμη επιδίωξη των εθνικών κρατών για εθνική ομογενοποίηση και στην επίσης μόνιμη ανασφάλειά τους ως προς την επίτευξη του στόχου αυτού. Έτσι, ενώ οι ελληνο-ορθόδοξοι (το πρώτο συνθετικό του επιθετικού προσδιορισμού πάντα με ερωτηματικό), οι εβραϊκοί και οι αρμενικοί πληθυσμοί αποτελούσαν συστατικό μέρος της οθωμανικής κοινωνίας, μετά την ανακήρυξη της Τουρκικής Δημοκρατίας αντιμετωπίζονται ως παραφωνία στην επιδιωκόμενη εθνική ομοιογένεια, δηλαδή ως πραγματικότητες δυνητικά εξαλείψιμες. Σε αυτό το γενικότερο κλίμα, η θέση των χριστιανικών μειονοτήτων είναι ιδιαίτερα ευάλωτη, καθώς ταυτίζονται από την τουρκική εξουσία με τον ελλαδικό και αρμενικό εθνικισμό.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Χαλιντέ Εντίμπ (κορυφαία μορφή της εθνικιστικής διανόησης), σε επιστολή της προς τον Κεμάλ στις 10 Αυγούστου 1919, «αυτές [οι χριστιανικές μειονότητες] ... υποστηριζόμενες από κάποιο ξένο ευρωπαϊκό κράτος θα προκαλούν αναταραχές, θα γίνονται αιτία παρέμβασης (των ξένων κρατών) στις υποθέσεις μας και έτσι κάθε χρόνο θα χάνουμε λίγη ακόμη από τη φαινομενική ανεξαρτησία μας» (1). Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι οι Εβραίοι έτυχαν ευνοϊκής μεταχείρισης από το τουρκικό κράτος, το οποίο συμμετείχε στην αντι-σημιτική υστερία της δεκαετίας του 1930 και του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Από εκεί και πέρα, η πορεία των ελληνο-τουρκικών σχέσεων επιδεινώνει ακόμη περισσότερο τη θέση των Ρωμιών, που καθίστανται ένα επιπλέον διαπραγματευτικό χαρτί στις αντιπαραθέσεις των δύο χωρών.
Όπως είναι γνωστό, το καθεστώς των μειονοτήτων καθορίστηκε αρχικά από τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923 που, στην ουσία, αποτελεί τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του τουρκικού εθνικού κράτους. Στη συνέχεια, το τουρκικό κράτος επιχείρησε ουσιαστικά να καταργήσει τους ενδιάμεσους θεσμούς που παρεμβάλλονταν μεταξύ αυτού και των πολιτών του κάθε θρησκεύματος. Έτσι όμως, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Δημήτρης Καμούζης, «το κράτος δεν αναγνώρισε τη νομική υπόσταση της μειονότητας και της στέρησε τη δυνατότητα να διεκδικήσει περαιτέρω τα δικαιώματά της μέσω των ενεργειών ενός κεντρικού αντιπροσωπευτικού οργάνου» (σ. 57).
Επιπλέον, το τουρκικό κράτος δεν αναγνώρισε ως νομικά πρόσωπα τις κατά τόπους κοινότητες. Αναγνώρισε μόνο επιμέρους ιδρύματα, εκκλησίες και σχολές, τα οποία υπήγαγε το 1935 στη Γενική Διεύθυνση Βακουφίων. Παράλληλα, όμως, η εσωτερική οργάνωση των κοινοτήτων ακολουθούσε τα οθωμανικά πρότυπα. Έτσι, μέχρι τη δεκαετία του 1960, οπότε καταργούνται οι κεντρικές εφοροεπιτροπές, η μειονότητα «μιλά μια διπλή γλώσσα: έχει μια οργάνωση που ουσιαστικά είναι η οργάνωση της οθωμανικής περιόδου, ενώ, όταν απευθύνεται στις τουρκικές αρχές, μιλά για ξεχωριστά βακούφια», όπως υπογραμμίζουν οι Κωνσταντίνα Ανδριανοπούλου και Φώτης Μπενλίσοϊ (σ. 60). Η απουσία κεντρικών αντιπροσωπευτικών θεσμών μειώνει τη διαπραγματευτική ισχύ της μειονότητας, πράγμα που επιδεινώνει την ήδη επισφαλή θέση της.
Οι εκφάνσεις της κατάστασης αυτής είναι γνωστές και αναλύονται από τους Dilek Güven, Ridvan Akar και Adnan Ekşigil: από την εκτόπιση στα τάγματα εργασίας το 1941, ως την υφαρπαγή των κοινοτικών περιουσιών από το 1971 και μετά, με το πρόσχημα της εφαρμογής των Δηλωτικών του 1936 (των δηλώσεων των βακουφικών περιουσιών). Οι συνθήκες αυτές οδήγησαν, από τη μια πλευρά στη δημογραφική συρρίκνωση της ρωμέικης μειονότητας και από την άλλη σε φαινόμενα εσωστρέφειας, διοικητικής κακοδαιμονίας, αδιαφάνειας και απομάκρυνσης, κυρίως των νέων, από τα κοινοτικά πράγματα. Σε κάτι τέτοιο συντελούν και οι ίδιες οι νοοτροπίες: ο αποκλεισμός των γυναικών και των «πτωχευσάντων» από τη διοίκηση των κοινοτήτων.
Οι γυναίκες αποκτούν το δικαίωμα του εκλέγειν στο εσωτερικό των κοινοτήτων μόλις τη δεκαετία του 1950, δεκαπέντε και πλέον χρόνια μετά την αναγνώριση των πολιτικών δικαιωμάτων τους από το τουρκικό κράτος, αλλά ποτέ μέχρι τώρα το δικαίωμα του εκλέγεσθαι. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, η διαδικασία ανάδειξης αντιπροσώπων ατονεί από τη δεκαετία του 1970. Οι τελευταίες εκλογές στις περισσότερες κοινότητες διεξάγονται το 1991. Η πορεία των θεσμών της μειονότητας από το 1923 και μετά, καθώς και τα σχετικά προβλήματα, αναλύονται εύστοχα από τους Δημήτρη Καμούζη, Κωνσταντίνα Ανδριανοπούλου, Φώτη Μπενλίσοϊ, Baskın Oran, Κωνσταντίνο Τσιτσελίκη.
Η δημογραφική αποδυνάμωση και η απομάκρυνση των εναπομεινάντων Ρωμιών από τους κοινοτικούς θεσμούς αποτυπώνεται στην κατάσταση της παιδείας: στην ερήμωση των σχολείων και στην ουσιαστική απουσία σχολικού περιβάλλοντος σε όσα λειτουργούν, με αποτέλεσμα το χαμηλό επίπεδο της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Τα δεδομένα αυτά απομακρύνουν ακόμη περισσότερο τις ρωμέικες οικογένειες από τα κοινοτικά σχολεία. Τα εκπαιδευτικά προβλήματα αναλύει διεξοδικά στην παρέμβασή της η Κατερίνα Μάρκου.
Η επισήμανση όμως των προβλημάτων δεν έχει νόημα, αν δεν βοηθά να γίνουν κατανοητές οι προοπτικές που η συγκυρία των τελευταίων ετών προσφέρει για την υπέρβασή τους. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει στην εισήγησή του ο Γιώργος Χατζητέγας «η ανάπλαση θα έρθει από την κοινωνία και την οικονομία και όχι από τη φοβισμένη και άτολμη πολιτεία» (σ. 45). Κάτι τέτοιο όμως δεν αφορά μόνο το μέλλον. Είναι μια διαδικασία που εκτυλίσσεται ήδη από τη δεκαετία του 1990, στο πλαίσιο της πρόσδεσης της τουρκικής οικονομίας στη διεθνή αγορά. Η διαδικασία αυτή ήταν άλλωστε που οδήγησε στην υποψηφιότητα της Τουρκίας για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εξέλιξη καταλυτική για την προοπτική της ρωμέικης μειονότητας.
Στις σαρωτικές αλλαγές που η αγορά έχει επιφέρει στη φυσιογνωμία της τουρκικής κοινωνίας, συγκαταλέγεται και η αλλαγή στάσης απέναντι στο ρωμέικο παρελθόν: πρόκειται για τον τομέα του τουρισμού, που αποτελεί μία από τις βασικές πηγές εισοδήματος της χώρας. Το άνοιγμα της τουριστικής αγοράς οδηγεί, κράτος και επιχειρηματίες, στην προβολή της Τουρκίας ως φορέα μιας πολυπολιτισμικής κληρονομιάς. Έτσι, τα στοιχεία που σηματοδοτούν την παρουσία των μειονοτήτων –εκκλησίες, σχολεία, ιδιωτικά κτίσματα, ακόμη και τοπωνύμια ή θρησκευτικές γιορτές- γίνονται τμήματα του φολκλόρ της Πόλης και πόλος τουριστικής έλξης (εισηγήσεις των Jean-François Pérouse, Σάββα Τσιλένη, Elif Babül). Όπως, όμως, έχει επισημανθεί από τους συγκεκριμένους εισηγητές, η κατάσταση αυτή, ενώ εκ των πραγμάτων οδηγεί στην αναγνώριση ξεχωριστών μειονοτικών ταυτοτήτων, δημιουργεί παράλληλα τον κίνδυνο της μουσειοποίησης των μειονοτήτων - της ρωμέικης εν προκειμένω.
«Μα μήπως περί μουσειακού εκθέματος δεν πρόκειται τώρα πια;», θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος. Ακριβώς την αντίληψη αυτή ανατρέπει η ανάλυση της παρούσας συγκυρίας. Από την άποψη αυτή, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η παρέμβαση της Νικολέτας Χαρδιαλιά, η οποία αναφέρεται στις επενδύσεις που ελληνικές επιχειρήσεις πραγματοποιούν στη γείτονα τα τελευταία χρόνια και στη συνεπακόλουθη μετακίνηση στελεχών στην Πόλη. Βέβαια, όπως επισημαίνεται, η εγκατάσταση αυτή έχει, προς το παρόν, προσωρινό χαρακτήρα, και επιπλέον δεν ενσωματώνεται στην τοπική κοινωνία. Ωστόσο, η εν λόγω πραγματικότητα δημιουργεί νέες προοπτικές, με δεδομένους τους επενδυτικούς ορίζοντες που ανοίγονται.
Η ιστορία της συγκρότησης της ρωμέικης κοινότητας της Πόλης μας βοηθά να αποτιμήσουμε πιο αισιόδοξα τη σημερινή κατάσταση και να διακρίνουμε τη δυναμική της. Όπως πολύ σωστά αναφέρει ο Κώστας Γαβρόγλου, η ρωμέικη κοινότητα συγκροτήθηκε στο παρελθόν ως αποτέλεσμα της όσμωσης διαφορετικών πολιτισμών (σ. 317). Κάτι τέτοιο δείχνει την προοπτική της ένταξης στην κοινότητα των αραβόφωνων πληθυσμών, η νέα γενιά των οποίων αποτελεί τον κατ’ εξοχήν μαθητικό πληθυσμό των ρωμέικων σχολείων. Οι πληθυσμοί αυτοί αποτελούν, κατά τη Μερόπη Αναστασιάδου, το νέο αίμα της κοινότητας (2). Αυτό, όπως η ίδια αναφέρει στην εισήγησή της, αναδεικνύει το ρόλο της χριστιανικής θρησκείας, αλλά και τη σημασία του Πατριαρχείου ως υπερεθνοτικού θεσμού στην ανασυγκρότηση της ρωμιοσύνης σήμερα (σ. 253).
Το ρόλο του Πατριαρχείου αναβαθμίζει και η ίδια η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Η προοπτική αυτή καθορίζει και τις κατευθύνσεις στις οποίες πρέπει να κινηθούν οι μειονοτικοί θεσμοί: να αντιμετωπιστούν τα βακούφια ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και να αναδειχθεί ένα ενιαίο θεσμικό και συντονιστικό όργανο, ώστε η μειονότητα να αποκτήσει ενιαία νομική υπόσταση (Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης, σ. 176-177). Απαραίτητες για αυτό είναι η διενέργεια εκλογών με βάση τον εκλογικό νόμο του 2004, όπως προτείνει ο Δημήτρης Φραγκόπουλος (σ. 301) και η επέκταση της βάσης συμμετοχής στην κοινοτική διοίκηση, ώστε αυτή να περιλάβει όσους αποκλείονταν από τις διαδικασίες της μέχρι τώρα.
Η στάση του ίδιου του τουρκικού κράτους αναφορικά με τη ρωμέικη μειονότητα έχει εμφανώς αλλάξει τα τελευταία χρόνια, οδηγώντας, σε ένα βαθμό, στην απεμπλοκή των Ρωμιών από τη λεγόμενη αρχή της αμοιβαιότητας. Το βέβαιο είναι ότι η δημογραφική και οικονομική επίρρωση της μειονότητας θα συμβάλει, στα πλαίσια αυτά, στη θεσμική της αναβάθμιση και στην δημιουργική της εξέλιξη εντός του τουρκικού κράτους.

Η Έφη Κάννερ διδάσκει Σύγχρονη Ιστορία της Τουρκίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Χτύπημα:
«Η ρωμέικη κοινότητα συγκροτήθηκε στο παρελθόν ως αποτέλεσμα της όσμωσης διαφορετικών πολιτισμών. Κάτι τέτοιο δείχνει την προοπτική της ένταξης στην κοινότητα των αραβόφωνων πληθυσμών, η νέα γενιά των οποίων αποτελεί τον κατ’ εξοχήν μαθητικό πληθυσμό των ρωμέικων σχολείων»

(1) Gazi Mustafa Kemal, Nutuk. Ο μέγας ρητορκός, μτφρ., Μάρω Μαυροπούλου, επιστημονική επιμέλεια, Ι.Θ.Μάζης, Παπαζήσης, Αθήνα 2009, τ. Ι, σ. 277.
(2) Meropi Anastassiadou, Paul Dumont, Une mémoire pour la Ville: la communauté grecque d’ Istanbul en 2003, Istanbul, IFEA 2003.

Δεν υπάρχουν σχόλια: