6/10/24

Κριτική αποκαθήλωση

Της Κωστούλας Μάκη*
 
OLIVIER GLOAG, Ξεχάστε τον Καμύ, Μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, σελ. 172
 

«Το ονειρεύεται στη σιέστα του: αύριο, εξακόσια εκατομμύρια Κίτρινοι, δισεκατομμύρια Κίτρινοι, Μαύροι, μελαμψοί, θα κατακλύσουν τις ακτές της Ευρώπης… και στην καλύτερη περίπτωση θα την προσηλυτίσουν. Τότε, όλα όσα έμαθαν, από εκείνον και απ’ όλους τους όμοιούς του, όλα όσα έμαθε και ο ίδιος και οι άνθρωποι της φυλής του μέχρι τότε, όλες οι αξίες για τις οποίες έζησε, θα πεθάνουν από αχρηστία».
(Παράγραφος από τις σημειώσεις του Καμύ για το ανολοκλήρωτο μυθιστόρημά του «Ο πρώτος άνθρωπος», σ. 130)
 
Στο βιβλίο του με τον αφοριστικά προκλητικό και αιρετικό τίτλο «Ξεχάστε τον Καμύ» ο Olivier Gloag απομυθοποιεί τον Αλμπέρ Καμύ και τις εξιδανικευμένες αφηγήσεις για το πρόσωπό του. Όπως επισημαίνει ο Φρέντρικ Τζέιμσον στον πρόλογο, στο κείμενο εξετάζονται πολιτικά ζητήματα στο πεδίο της λογοτεχνίας τα οποία διερευνούν την αγιοποίηση λογοτεχνικών προσώπων και αφορούν στις οικειοποιήσεις της ζωής και του έργου τους για ιδεολογικούς σκοπούς. Απέναντι στις κατασκευές του Καμύ ως «κοσμικού αγίου» στον πολιτικό, λογοτεχνικό και πολιτισμικό χώρο ο συγγραφέας εναντιώνεται στις κατασκευασμένες ταυτότητες του Καμύ που παραμένουν κυρίαρχες ως σήμερα και τον παρουσιάζουν: «ανθρωπιστή, φιλόσοφο, αντι-αποικιοκράτη αγωνιστή, πρωτοπόρο αντιστασιακό, φανατικό θιασώτη της δικαιοσύνης και πολέμιο της θανατικής ποινής, μεγάλο συγγραφέα» (σ. 19).
Ο Gloag, αναλύοντας διεξοδικά το ιστορικό πλαίσιο στις σχέσεις Αλγερίας-Γαλλίας και τους αγώνες εναντίον της γαλλικής αποικιοκρατίας συνδέει τον Καμύ με τη διάδοση μιας απολιτικής φιλάνθρωπης και αοριστολογικής θέσης που αναπαράγει λόγους ισότητας και ενσωμάτωσης ενώ στην πράξη συναινεί στη συνέχιση των αποικιοκρατικών πολιτικών με άλλους όρους.  Στα τεκμηριωμένα ντοκουμέντα που παρουσιάζει ο Gloag περιγράφει τις σταδιακές μετατοπίσεις του Καμύ, εξετάζοντας «λογοαναλυτικά» την υιοθέτηση ενός προσεκτικά ειπωμένου λεξιλογίου που «νομιμοποιεί» τις σφαγές των Αλγερινών από τους Γάλλους. Σύμφωνα με τον συγγραφέα υιοθετείται έτσι το βεμπεριανό μονοπώλιο της βίας στην οποία όταν αυτή ασκείται από το αποικιοκρατικό κράτος τεκμηριώνεται ως νόμιμη αλλά όταν είναι πράξη αντίστασης των αποικιοκρατούμενων κατηγοριοποιείται ως πράξη που πρέπει να καταδικαστεί. Το 1945 λοιπόν ο Καμύ αρθρογραφεί υποστηρίζοντας την ανάγκη εντατικοποίησης του αποικισμού με τη μετοίκηση νέων γάλλων πολιτών στην Αλγερία ώστε να αναπτυχθούν εκ νέου οι δεσμοί ανάμεσα στους Αλγερινούς και τους Γάλλους. Στο πλαίσιο μιας «επιδεικτικής ουδετερότητας» ο Καμύ εξισώνει θύτες και θύματα εν μέσω των αντιαποικιοκρατικών κινημάτων της εποχής. Η στάση του καταδεικνύει κατά τον Gloag τις αντιφάσεις του συγγραφέα ανάμεσα «στον δημοκρατικό ανθρωπισμό και την αποικιοκρατία», μυθοποιώντας την ιστορία και την κυριαρχία της Γαλλίας (σ. 40).  
Στην κριτική αποκαθήλωση του Καμύ εξετάζονται πολλά από τα έργα του. Υποστηρίζεται για παράδειγμα πως στον Ξένο οι Άραβες περιγράφονται αποκλειστικά με φυλετικούς όρους χωρίς κανέναν άλλο ταυτοτικό προσδιορισμό. Η σταδιακή μυθοποίηση του Καμύ ή του Μαλρό ενισχύθηκαν σύμφωνα με τον συγγραφέα σταδιακά μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο προκειμένου να ενισχύσουν έναν συλλογικό μύθο που θα υποστήριζε τη διαρκή εθνική ενότητα. Η εργαλειοποίηση αυτή που συνεχίζεται μέχρι σήμερα παρουσιάζεται στο βιβλίο αντιστικτικά. Η μυθοποίηση του Καμύ στον τύπο και την ακαδημαϊκή κοινότητα ενισχύεται διαρκώς ενώ το έργο του Σαρτρ το οποίο θυμίζει το αποικιοκρατικό παρελθόν της Γαλλίας απαξιώνεται σταδιακά. Εξάλλου, ο ίδιος ο Καμύ δήλωνε εμφατικά ότι δεν είναι υπαρξιστής, επιθυμώντας να διαφοροποιηθεί από τον Σαρτρ και τη «σχολή» του. Στον Επαναστατημένο άνθρωπο η κλιμάκωση εντείνεται και ο Gloag διαβάζει στον Καμύ μια εντεινόμενη αντιδραστικότητα με στοιχεία απλουστευτικού ρομαντισμού, αφελείς εξυμνήσεις για τη φύση, φανατικό αντικομμουνισμό και απέχθεια για την εγελιανή αντίληψη της ιστορίας. Οι ιδέες στο βιβλίο ταυτίζονται με τις εθνικότητες και τη γεωγραφική καταγωγή και κατασκευάζεται το εγκώμιο των μεσογειακών φυλών σε μια Ευρώπη που καταρρέει. Ενδεικτικό είναι το παρακάτω ελεγειακό απόσπασμα:
«Ριγμένοι στην απαίσια Ευρώπη, όπου πεθαίνει, στερημένη από κάθε ομορφιά και φιλία, η πιο περήφανη φυλή, εμείς οι άλλοι, οι Μεσόγειοι, ζούμε πάντα από το ίδιο φως. Στην καρδιά της ευρωπαϊκής νύχτας, η ηλικιακή σκέψη, ο πολιτισμός με τα δύο πρόσωπα περιμένει να χαράξει» (σ. 100).
Ακόμα και στο ζήτημα της θανατικής ποινής ο Καμύ διατηρούσε εναλλασσόμενες θέσεις τις οποίες τροποποιούσε. Όλα τα παραπάνω προσανατολίζουν τον συγγραφέα να συμφωνεί με όσους και όσες χαρακτηρίζουν τον Καμύ πολιτικά «ηθικολόγο των ισορροπιών» (σ. 131). Ωστόσο, το βιβλίο του Gloag  σε πολλά σημεία δεν καταφέρνει να διατηρήσει μια πολυσυλλεκτική κριτική οπτική. Η τεκμηρίωσή του δεν αναδεικνύει τόσο τις οικειοποιήσεις που συμβαίνουν στον Καμύ για να υποστηρίξουν παραδειγματικά τα προτάγματα του φιλελευθερισμού και της πίστης του στην απρόσκοπτη πρόοδο των λαών με οριενταλιστικά κριτήρια και άνισες ιεραρχήσεις των κρατών. Αντίθετα, σε πολλά σημεία ο Καμύ παρουσιάζεται με δογματική συλλογιστική άσπρου-μαύρου ενώ παράλληλα ο Σαρτρ, που επίσης επιδέχεται πολλές κριτικές για τις πολιτικές θέσεις του στο έργο και στις δράσεις του, αγιοποιείται και εξιδανικεύεται. Κλείνοντας το βιβλίο, ο Gloag επισημαίνει ότι «η πρόσληψη είναι αυτή που κάνει τον Καμύ» (σ. 171). Συμφωνώντας, θα πρόσθετα πως οι διάφορες προσλήψεις, κριτικές και μη, για τους διανοούμενους, τους συγγραφείς και το έργο τους παραμένουν και συχνά μεταξύ τους είναι πολεμικές, ιδιαίτερα όταν τα διακυβεύματα αλλάζουν ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες, την ποιότητα των πολιτικών κριτικών λόγων, αλλά και τους διάφορους «–ισμούς» που μάχονται για μια ηγεμονική θέση.
Παρόλα αυτά ο συγγραφέας ολοκληρώνει το βιβλίο του με έναν επίκαιρο κριτικό αναστοχασμό ως προς τις σύγχρονες ήττες της αριστεράς στην Ελλάδα και σε τόσες άλλες χώρες παγκόσμια: «να ξεχάσουμε τον Καμύ […] θα πει επίσης να μπορέσουμε να δούμε με πιο νηφάλιο βλέμμα τις προφάσεις μιας ορισμένης αριστεράς που μασκαρεύει ύπουλα τον ρατσισμό της και τον ιμπεριαλισμό της κάτω από μια απατηλή οικουμενικότητα, που μασκαρεύει ομοίως την ταξική πάλη κάτω από έναν προσχηματικό εξισωτισμό […]» (σ. 172). 
  
*Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος

Cindy Sherman, Untitled Film Still #21μ 1978, εκτύπωση ζελατινο-αλογονούχου αργύρου, 20,3 x 25,4 εκ. Παραχώρηση της καλλιτέχνιδας και της Hauser & Wirth.

Δεν υπάρχουν σχόλια: