ΤΟΥ ΜΑΣΣΙΜΟ ΚΑΤΣΟΥΛΟ
LUCIANO CANFORA, Il viaggio di Artemidoro, Milano 2010, p. 346
Το «αστυνομικό θρίλερ» του πλαστού πάπυρου του Αρτεμιδώρου, που τα τελευταία χρόνια έχει διχάσει τους ευρωπαίους ιστορικούς της κλασικής εποχής, το έχουμε ήδη παρουσιάσει στις σελίδες της Αυγής. Όμως, όπως στα καλύτερα αστυνομικά μυθιστορήματα, νέα τεκμήρια και νέες συνεισφορές έρχονται να προστεθούν, από τους υποστηρικτές της αυθεντικότητας του κειμένου αλλά και από τους αντιπάλους της. Στον αγώνα συμμετέχουν και ιστορικοί της τέχνης, που από την ανάλυση των εικόνων (ζώων και ανθρώπων) που κοσμούν τον πάπυρο βγάζουν το συμπέρασμα ότι τέτοιες ζωγραφιές προϋποθέτουν το μάθημα των ζωγράφων της Αναγέννησης.
Ο Λουτσιάνο Κάνφορα, βασιζόμενος σε νέα δεδομένα (επιστολές, χειρόγραφα, λησμονημένες πληροφορίες κ.λπ.) μας δίνει μια ακριβέστατη αναπαράσταση του ιστορικού πλαισίου όπου δημιουργήθηκε ο πλαστός πάπυρος, και της βιογραφίας του περιβόητου δημιουργού του: του Κωνσταντίνου Σιμωνίδη. Η έρευνα του Ιταλού φιλολόγου όχι μόνο κλείνει μια για πάντα τους λογαριασμούς με τη μη αυθεντικότητα του κειμένου, αλλά μας δίνει μια συναρπαστική βιογραφία ενός ατόμου που άφησε ανεξίτηλα αποτυπώματα στη φιλολογική ζωή του 19ου αιώνα.
Ο Κάνφορα μας πληροφορεί για τα ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία περί του Αρτεμιδώρου και ανιχνεύει τα ταξίδια του, από τα οποία άντλησε τις γεωγραφικές του γνώσεις. Ο Αρτεμίδωρος έζησε τον 2ο αιώνα π.Χ. Ξέρουμε ότι είχε στενές σχέσεις με τον σπουδαίο ναό της Αρτέμιδος της Εφέσου. Από τα Γεωγραφούμενά του δεν σώθηκε τίποτα, εξόν τα αποσπάσματα και τα παραθέματα που ενσωματώθηκαν στα έργα άλλων συγγραφέων, προπαντός του Στράβωνος, που προϋποθέτει συχνά τον Αρτεμίδωρο.
Ποιοι ήταν οι λόγοι που έκαναν τον Σιμωνίδη να γράψει τον πλαστό πάπυρο: Μήπως ήταν η βούληση να μιμηθεί τους συμπατριώτες του, τον Μελέτιο και τον Θεοτόκη; Ή ήθελε να καλύψει ένα ενοχλητικό κενό στη συλλογή των αρχαίων γεωγράφων που εκδόθηκε από τους αδελφούς Ζωσιμάδες; Ή, τέλος πάντων, ήθελε απλώς να κοροϊδέψει ακόμη μια φορά την ακαδημαϊκή συντεχνία; Δεν πρέπει πάντως να ξεχνάμε, ότι ο Σιμωνίδης έγινε ο διασημότερος πλαστογράφος αρχαίων κειμένων προτιμώντας τα γεωγραφικά έργα.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον έχει να ακολουθήσουμε (στο δεύτερο μέρος του βιβλίου) τα ταξίδια του Σιμωνίδη στις ευρωπαϊκές βιβλιοθήκες, προς αναζήτηση παλαιών κωδικών. Από εκεί αρχίζει η αναπαράσταση του εγκλήματος. Το 1851, επισκέπτεται Άγιο Όρος (Μονή Βατοπεδίου), όπου αφαιρεί κάποιες σελίδες ενός χειρογράφου που περιέχει την Επιτομή του Αγαθήμερου (στηριγμένη στον Αρτεμίδωρο) και τον Πέριπλο του Άνωνος. Το προηγούμενο έτος, στην Αθήνα, ο Σιμωνίδης είχε εκδώσει τα Γεωγραφικά τε και Νομικά την Κεφαλληνίαν αφορώντα, κάποιου ανύπαρκτου Ευλύρου, σε 24 τόμους, έχοντας ως μοντέλο τα Εθνικά του Στέφανου Βυζαντινού και προπαντός το χαμένο μέρος του έργου του περί της Κεφαλληνίας...
Εκμεταλλευόμενος τις προσωπικές του σχέσεις με κορυφαίους εκπροσώπους του ακαδημαϊκού κόσμου στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Αγγλία, ο Σιμωνίδης έχει ελεύθερη είσοδο στις σπουδαιότερες βιβλιοθήκες των χωρών αυτών, όπου είχε τη δυνατότητα να εξετάσει και ν' αντιγράψει τα χειρόγραφα και να ασκείται συνεχώς στη μίμηση των αρχαίων γραφών. Το 1854-55, στην Παλατινή Βιβλιοθήκη της Χαϊδελβέργης, έχει στα χέρια του τον Palatinus Graecus 398, μία από τις πολυτιμότερες συλλογές αρχαίων γεωγράφων, πρότυπο για το χειρόγραφο του Βατοπεδίου 655. Το 1855, επίσης, στη Bibliotheque Imperiale του Παρισιού, εξετάζει τον κώδικα Par. Gr. 2009, που περιέχει το De administrando impero, του βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ΄, έργο όπου βρίσκεται το εκτενέστερο απόσπασμα από τα χαμένα Γεωγραφούμενα του Αρτεμιδώρου. Σημειωτέον, ότι ο Σιμωνίδης αντέγραψε την περικοπή με τα λάθη που διαφαίνονται στον πλαστό πάπυρο... Στην ίδια βιβλιοθήκη εξέτασε και το έργο του Μανουήλ Φιλή, από το οποίο αντέγραψε πολλά από τα ζώα που απεικόνισε στον πάπυρό του. Εκεί είδε και ερεύνησε τον κώδικα Parisinus Graecus 3040 (ΙΗ΄ αιώνας μ.Χ.), που θα του δώσει σπουδαία στοιχεία στην πλαστογράφηση του Αρτεμιδώρου.
Το 1855 στη Γερμανία ο Lepsius αποκαλύπτει ότι η Αιγυπτιακή Ιστορία, του Ουρανίου, ήταν αποκύημα της φαντασίας, αλλά ο δράστης Σιμωνίδης δεν πτοείται. Μάλιστα, η υπόληψή του στην επιστημονική κοινότητα δεν θίγεται. Στη Γαλλία, πολλοί λόγιοι τον βοηθάνε πρόθυμα στις έρευνές του (πιθανότατα άρεσε στους Γάλλους η απάτη του εις βάρος των Γερμανών), ενώ στην Αγγλία ο Charles Stewart του αφιερώνει μια απολογητική βιογραφία. Να θυμηθούμε ότι, εκείνα τα χρόνια, η φήμη του είχε αυξηθεί από τα πλαστά αποσπάσματα της Νέας Διαθήκης (που παρουσιάζονται με όλο το επίσημο τυπικό στον ακαδημαϊκό κόσμο), έργο που προκάλεσε όμως τη σφοδρή κριτική εναντίον του από τις σελίδες του ελληνικού περιοδικού Αστήρ της Ανατολής (30.09.1861).
Το 1864 ο Σιμωνίδης αναγγέλλει ότι έχει σκοπό να δημοσιεύσει “άλλα περίφημα γεωγραφικά έργα” που είχε βρει λησμονημένα στις βιβλιοθήκες. Όμως φεύγει άρον-άρον και από την Αγγλία και, τον Οκτώβρη του 1867, διαδίδεται η είδηση του θανάτου του. Όμως, δύο χρόνια μετά (23.09.1869) ο ...νεκρός στέλνει, με φιλική αφιέρωση, στον Άγγλο ιατρό Alexanter Craig Gibson ένα πολύτιμο (όπως λέει) τεύχος αρχαίων παπύρων (πλαστών, φυσικά!) που ονομάζεται Codex Thebanus. Στο τεύχος βρίσκεται ένα εκτενές απόσπασμα από τα φανταστικά Οικιστικά του Ανδροσθήνη (σχεδόν άγνωστου συγγραφέα), για τον οποίο μιλάει σποραδικά ο Μαρκιανός, που ξέρουμε πως είναι η σπουδαιότερη πηγή στη δημιουργία του πλαστού πάπυρου του Αρτεμιδώρου.
Σύμφωνα με τις έρευνες του Ι.Μ.Χατζηφώτη, ο Σιμωνίδης πέθανε στη Μονή του Αγίου Σαβά, το 1887. Στην αγγλική εφημερίδα Times, όμως, δημοσιεύεται η αγγελία θανάτου του Σιμωνίδη στις 20 Οκτωβρίου 1890, στην Αλβανία. Είναι αδύνατο ν' ακολουθήσουμε τα ίχνη του αυτά τα έτη∙ πιθανότατα η διεθνής ακαδημαϊκή κοινότητα τον έχει απαρνηθεί, οι πρώην υποστηρικτές του τον έχουν εγκαταλείψει, ενώ οι φήμες για τον θάνατό του δείχνουν τη βούλησή του να εξαφανιστεί, έστω κι αν δεν είναι σε θέση (ή δεν θέλει) να σβήσει όλα τα ίχνη του. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Σιμωνίδης είχε μπελάδες και με την αστυνομία λόγω των απατών του. Αυτός ήταν όντως το επίκεντρο μιας καλά διοργανωμένης συμμορίας, της οποίας ο S.J. Meyer ήταν ο χορηγός που πλήρωνε τα ταξίδια και το υλικό για την πλαστογράφηση και τη δημοσίευση των μεταφρασμένων στα αγγλικά γραπτών του Σιμωνίδη. Άλλος συνεργός του ήταν ο Stobart, που πωλούσε τα πλαστά δίνοντας εντολή στον ίδιο τον Σιμωνίδη να πιστοποιήσει την ...αυθεντικότητά τους.
Το φάντασμα του Σιμωνίδη εμφανίστηκε το καλοκαίρι του 1972, όταν, στο Λονδίνο, ο Sotheby έβγαλε στο σφυρί πολλά “πολύτιμα κομμάτια” από τις αδημοσίευτες συλλογές του Σιμωνίδη∙ ανάμεσά τους υπήρχαν ένας “πανάρχαιος Όμηρος” (σε βουστροφηδική γραφή) με αφιέρωση του Ιππάρχου προς τον Πεισίστρατο, ένας Ησίοδος, αποσπάσματα από τον Ανακρέοντα, τον Τυρταίο, τρεις αυτοκρατορικές χρυσόβουλες επιστολές, τα Εθνικά του Ευλύρου κ.λπ. Δύο άλλοι πλειστηριασμοί έγιναν στις 8η Ιουλίου και στις 26 Νοεμβρίου του 1975. Από το πολύτιμο ετούτο υλικό λείπει ο πάπυρος του Αρτεμιδώρου. Ο Κάνφορα υποθέτει ότι το κείμενο βρισκόταν σ' ένα τεύχος που βρέθηκε το 1978, από τον τότε νέο διευθυντή του Μουσείου του Λίβερπουλ. Ξέρουμε άλλωστε ότι στο τέλος της δεκαετίας του '80 κάποιοι παπυρολόγοι κλήθηκαν για μια γνωμάτευση του τεύχους. Τέλος, την 13η Μαρτίου 2008, στο Βερολίνο, σε λαμπρή τελετή παρουσιάζεται στο κοινό η μόνη σωθείσα πηγή του Αρτεμιδώρου.
Ο Κάνφορα επισυνάπτει όμως και την πλέον αναμφισβήτητη απόδειξη ότι ο πάπυρος είναι δημιουργία του Σιμωνίδη. Στη βιβλιοθήκη του Πατριαρχείου της Αλεξάνδρειας βρίσκεται ένα χειρόγραφο (το 537) με αυτοβιογραφία του Σιμωνίδη (ο τίτλος είναι Σπουδαιοδρόμιον Αρχαιολογικόν), στην οποία ο πλαστογράφος συνταυτίζεται με τον αγαπημένο του Αρτεμίδωρο. Η σύγκριση των χωρών που ο Σιμωνίδης λέει πως επισκέφθηκε (λ.χ. η Φιλωτέρα, η Τρωγλοδυτική, οι Φιλαί νήσοι) στη δεκαετία 1843-53, στο Σπουδαιοδρόμιον καθρεφτίζουν το δρομολόγιο του πλαστού παπύρου (βλ. σελ. 292-294). Αποδείξεις της πλαστογραφίας διαφαίνονται και από τα ζώα: η φανταστική ζωολογία του παπύρου προέρχεται από δύο χειρόγραφα του Αγίου Όρους (Μονή Διονυσίου, Μονή Παντοκράτορος) που ο Σιμωνίδης ήξερε καλά, και από τη Brevis Historia Animalium, του Ελιάνου, που δημοσιεύθηκε από τους αδερφούς Ζωσιμάδες (Μόσχα, 1811) με την οικονομική υποστήριξη του Αλ. Υψηλάντη (βλ. σελ. 314-319).
Συνοψίζοντας, ο Σιμωνίδης δημιούργησε τον πάπυρό του ράβοντας μεταξύ τους αποσπάσματα και περικοπές που βρίσκονται στα παλιά χειρόγραφα, που τα γνώριζε πολύ καλά και που μπορούσε άνετα να τα εξετάσει και να τα αντιγράψει (πολύτιμη άσκηση για να βελτιώσει τη μίμηση των αρχαίων γραφών). Μ' αυτόν τον τρόπο (και βοηθούμενος από αδίστακτους συνενόχους), κορόιδευε συχνά διάσημους φιλολόγους και, μετά από εκατόν πενήντα χρόνια, το όνομά του αντηχεί απειλητικά στον κόσμο της Alterthumswissenschaft. Ο Κάνφορα αναπαριστά τα γεγονότα με φιλολογική ακρίβεια και, συνάμα, με την υπομονή ενός ντετέκτιβ, που, τεκμήριο με τεκμήριο, εικασία με εικασία, ζωγραφίζει ένα συνεχές πλαίσιο, όπου κάθε στοιχείο ρίχνει όλο και περισσότερο φως πρώτα στα συμφραζόμενα, κι έπειτα στους πρωταγωνιστές και στα κίνητρά τους. Το βιβλίο διαβάζεται ευχάριστα, σαν αστυνομικό μυθιστόρημα, του οποίου ξέρουμε την αρχή και το τέλος, αλλά μας συναρπάζει η αναπαράσταση της σκηνής του εγκλήματος και η αναμονή της οριστικής απόδειξης που θα καθηλώσει τον δολοφόνο στις ευθύνες του, σ' αυτή την περίπτωση εμπρός στο δικαστήριο της επιστήμης. Και όπως συμβαίνει κάποτε στα αστυνομικά (βιβλία και ταινίες) η δική μας συμπάθεια κλίνει προς τον ένοχο παρά στα θύματα.
Ο Μάσσιμο Κατσούλο είναι κλασικός φιλόλογος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου