Ένα μαχητικό δοκίμιο για την κρίση και τις μεταλλάξεις της σοσιαλδημοκρατίας
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ, Ο μαρασμός της σοσιαλδημοκρατίας, εκδόσεις Το Πέρασμα, σελ. 63
Το κριτικό δοκίμιο του Α. Πανταζόπουλου παρεμβαίνει, από τη σκοπιά του παρόντος, στην μακροχρόνια και κλασική πλέον συζήτηση για την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας. Η συγκυρία οριοθετείται από τις ήττες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στις περασμένες ευρωεκλογές του Ιουνίου και από την ευρεία εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εθνικές εκλογές του περασμένου Οκτώβρη. Μάλιστα, η μέχρι σήμερα μετεκλογική πορεία του ΠΑΣΟΚ επιβεβαιώνει πανηγυρικά τις προβλέψεις του Πανταζόπουλου, δείχνοντας την εμβρίθεια της ανάλυσής του. Αντλώντας κυρίως από την γαλλική και την ελληνική περίπτωση και συνομιλώντας προνομιακά με τα πορίσματα της οικείας γαλλικής κοινωνιολογικής και πολιτειολογικής σκέψης, ο Πανταζόπουλος δεν περιορίζεται μόνο στην διαπίστωση των σημερινών αδιεξόδων της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά σκιαγραφεί σε αδρές γραμμές και μια προοπτική διεξόδου από την κρίση.
Ο μαρασμός της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και η ταυτόχρονη εκλογική άνθιση του καθ’ ημάς σοσιαλδημοκρατικού χώρου σίγουρα δεν αποτελούν κάποιο μυστηριώδες παράδοξο για τον Πανταζόπουλο. Η νίκη του ΠΑΣΟΚ, όπως γράφει, οφείλεται περισσότερο στην κατάπτωση της Νέας Δημοκρατίας παρά σε κάποιο «πείραμα ανανέωσης του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού», όπως φαίνεται να πιστεύει η Σεγκολέν Ρουαγιάλ. Το ΠΑΣΟΚικό πείραμα αποκαλύπτει τα σημερινά προβλήματα της σοσιαλδημοκρατίας, καθώς από την μια προέβαλλε μια φιλολαϊκή προεκλογική ατζέντα, που επιχείρησε έστω και συμβολικά να επανασυνάψει τους δεσμούς με τα λαϊκά στρώματα, και από την άλλη πορεύτηκε σύμφωνα με τις δεσπόζουσες ιδεολογικές συντεταγμένες, που προκαλούν εν πολλοίς την κρίση, όπως θα δούμε παρακάτω.
Σε κάθε περίπτωση, η εκλογική συνθηκολόγηση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας επισφραγίζεται σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο από την παράδοση των παραδοσιακών πολιτικών της όπλων στη νεοφιλελεύθερη δεξιά: το κράτος ως φορέας κοινωνικής συνοχής και ασφάλειας, οι «θεμιτές συλλογικές αγωνίες περί εθνικής ταυτότητας», και πολλά άλλα (σελ. 13). Η πολυεπίπεδη αυτή ήττα είναι προϊόν της «μετάλλαξης» των παραδοσιακών περιεχομένων της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής πρότασης, με την καταλυτική επιρροή της τριτοδρομικής ιδεολογίας των Μπλερ & co. Η νέα σημερινή σοσιαλδημοκρατική συνθήκη, υποστηρίζει ο Πανταζόπουλος, προϋποθέτει την υπεράσπιση μιας «ιδεολογίας της προόδου», που αναγάγει ένα μόνο μέρος της σημερινής πραγματικότητας σε ερμηνευτικό μπούσουλα του παρόντος. Έτσι, η ολοένα και μεγαλύτερη διεθνοποίηση των αγορών, η τάχιστη εξάπλωση και εξέλιξη των νέων τεχνολογιών και η εντεινόμενη ανάδυση νέων ατομοκεντρικών υποκειμενικοτήτων, γίνονται τα καινούρια περιεχόμενα μιας ασθμαίνουσας σοσιαλδημοκρατίας που πασχίζει να απελευθερωθεί από τις συλλογικότητες, τις υλιστικές αξίας και τα όποια φιλελεύθερα-δημοκρατικά προτάγματα.
Με έναν παράδοξο τρόπο, η ίδια η σοσιαλδημοκρατία της δια-κυβέρνησης, του τέλους των μεγάλων ιδεολογιών και των οικουμενικών χειραφετητικών προταγμάτων ιδεολογικοποιεί το παρόν, φυσικοποιεί μια ορισμένη πρόοδο που εδράζεται σε οικονομικούς και τεχνολογικούς αυτοματισμούς. Η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας, αποφαίνεται ο Πανταζόπουλος, είναι πρωτίστως προταγματική. Η άκριτη πίστη στο δόγμα «πρόοδο για την πρόοδο» ακυρώνει έμπρακτα κάθε αναφορά σε εθνικά, κοινωνικά σύνορα/όρια, καθώς και τις διακρίσεις δημόσιο/ιδωτικό και εχθρός/φίλος, προς όφελος μιας ξεχειλωμένης, φλου δημοκρατικής συναίνεσης. Ο «πολίτης» θεοποιείται ενώ το πολιτικό ως πολιτική εξουσία που εκφράζει και προωθεί συγκεκριμένα συλλογικά συμφέροντα καταβαραθρώνεται. Το πεδίο του πολιτικού προσφέρεται απλόχερα στην εθνικιστική και λαϊκιστική (ακρο)δεξιά. Η άρνηση αυτή της πολιτικής μεσολάβησης, του παραδοσιακού ρόλου του κόμματος ως φορέα αλληλοσυγκρουόμενων πολιτικών σχεδίων είναι έκδηλη και σε οργανωτικό επίπεδο, καθόσον υιοθετούνται μοντέλα πολιτικής οργάνωσης που μοιάζουν περισσότερο με μη κυβερνητικές οργανώσεις και ασπόνδυλα κοινωνικά δίκτυα.
Η ανάλυση του Πανταζόπουλου είναι ιδιαίτερα γόνιμη και για έναν επιπλέον λόγο. Δεν αρκείται μόνο στην περιγραφή των παραμέτρων της κρίσης της σοσιαλδημοκρατίας σήμερα. Στις τελευταίες σελίδες του δοκιμίου διατυπώνει και μια στρατηγική υπέρβασης της κρίσης μέσω ενός «κριτικού συντηρητισμού», όπως γράφει αναφερόμενος σε έναν όρο που έχει προτείνει ο Γάλλος πολιτειολόγος Ταγκυέφ. Στο ερώτημα εάν δύναται να υπάρξει αριστερά άνευ άκριτης πίστεως στην πρόοδο, ο Πανταζόπουλος απαντά καταφατικά, με την προϋπόθεση της κριτικής επανανοηματοδότησης των συζητήσεων περί κράτους και έθνους, χωρίς το μεν πρώτο να θεωρείται παρωχημένο και το δεύτερο επικίνδυνο. Αυτός ο «κριτικός αναστοχασμός του πολιτικού», όπως γράφει, θα έχει ως πρόταγμα-αίτημα την εντονότερη πολιτική ενοποίηση, σε μια Ευρώπη των κρατών-εθνών και όχι ενός μεταεθνικού μορφώματος «χωρίς δήμο και θεσμούς» (σελ. 62).
Συνοψίζοντας, το μαχητικό δοκίμιο του Ανδρέα Πανταζόπουλου προσφέρει μια εξαιρετικά πειστική ανάλυση των αδιεξόδων της σοσιαλδημοκρατίας σε ευρωπαϊκό (κυρίως γαλλικό) αλλά και σε ελληνικό συγκείμενο. Αρκεί κανείς να εξετάσει τον πολιτικό λόγο και την πορεία της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ από τις εκλογές μέχρι σήμερα: Από τη de facto εκχώρηση της πολιτικής εξουσίας στις «αγορές» μέχρι τον φετιχισμό των νέων τεχνολογιών για την-υποτιθέμενη-εξυπηρέτηση του «πολίτη». Η πρόταση, όμως, για έναν «κριτικό συντηρητισμό» αποκαλύπτει και ορισμένες αδυναμίες του εγχειρήματος. Γιατί η «πρόοδος» ως εννοιολογική πυξίδα της πολιτικής δράσης εκχωρείται με τόσο μεγάλη ευκολία στον αντίπαλο; Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για μια άλλη, διαφορετική, κοινωνική πρόοδο, πέραν της δεσπόζουσας νεοφιλελεύθερης βαρβαρότητας των χρηματαγορών και των τεχνολογιών που υπηρετούν εταιρικά συμφέροντα; Γιατί ο «κριτικός συντηρητισμός» είναι η μόνη διέξοδος; Οι τεχνολογικοί καρποί της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου, επί παραδείγματι, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη δημιουργία μιας παγκόσμιας ανταγωνιστικής κοινότητας, που θα καταφάσκει δημιουργικά χωρίς να επιλύει αρμονικά την ένταση κράτους-έθνους; Πρόκειται για ορισμένες μόνο ερωτήσεις μιας άκρως ενδιαφέρουσας συζήτησης που ο Μαρασμός της σοσιαλδημοκρατίας θέτει μετ’ επιτάσεως.
Ο Γιώργος Γιαννακόπουλος είναι πολιτικός επιστήμονας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου