Η ταυτότητα και η διαφορά, σε ένα διχασμένο υποκείμενο με δύο προσωπεία
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΑΥΡΕΛΟΥ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΨΥΧΑΡΗΣ, Η νίκη του πόνου και της αγάπης, Α.Π.Θ. – Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη), σελ. 206.
Πάνω από εκατό χρόνια μετά την έναρξη συγγραφής και ενενήντα πέντε μετά την ολοκλήρωση του παρόντος μυθιστορήματος, το κείμενο έρχεται να φωτίσει μια ηθελημένα κρυφή πλευρά του χαρακτήρα του συγγραφέα Ψυχάρη. Θα μπορούσαν να ειπωθούν πολλά και για τον άνθρωπο, αλλά ο γράφων δεν θέλει να αναμειγνύει προσωπεία με πρόσωπα. Σε σχέση με τον συγγραφέα, λοιπόν, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο Ψυχάρης, όντας μέσα στο κλίμα της εποχής του στη Γαλλία, επιχειρεί να γράψει ένα κείμενο τολμηρό. Αν λάβουμε υπόψη ότι γράφτηκε στα ελληνικά και άρα αν το δημοσίευε θα το έκανε στην Ελλάδα, θα λέγαμε μάλιστα ότι πρόκειται για τολμηρό εγχείρημα, όχι μόνο για τότε αλλά ακόμα και για σήμερα που βλέπει το φως της δημοσιότητας, σε αυτή την προσεγμένη έκδοση με την επιμέλεια και εισαγωγή της Γ. Πατερίδου. Το ερωτικό σχεδόν περιεχόμενο, ενδεχομένως αποτελεί μέρος της προσπάθειας που η Πατερίδου προσδιορίζει ως επιδίωξη εκ μέρους του «να δημιουργήσει έναν δημοτικιστικό λογοτεχνικό κανόνα» (σ. 10), γράφοντας σε όλα τα τότε επικρατούντα λογοτεχνικά πεζογραφικά είδη θα προσθέταμε. Ωστόσο, δεδομένου ότι κάποιοι θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν τη λογοτεχνική του αξία ή και να τον κατηγορήσουν για ανηθικότητα, ο Ψυχάρης απέφυγε να εισάγει αυτό το είδος της πεζογραφίας στη νέα ελληνική παραγωγή. Το εγχείρημα αυτό θα γίνει με τις μεταφράσεις των τολμηρών έργων (Το κορίτσι της αμαρτίας κλπ.) ενός φίλου του και παλιού γνώριμου των Αθηναίων, του Ν. Segur ή Επισκοπόπουλου. Η μη δημοσίευση του μυθιστορήματος, λοιπόν, δεν είναι και τόσο δυσεξήγητη, ειδικά στα πιο ώριμα χρόνια του, όταν τίθεται και το θέμα του Νόμπελ και εκδηλώνεται η αντιδικία του με τον Παλαμά (1).
Παρόλο το «τολμηρό» του θέματος, το κείμενο δεν θα μπορούσαμε εύκολα να το κατατάξουμε στην παραλογοτεχνία ή το λεγόμενο «pulp fiction». Η αφηγηματική δεινότητα του Ψυχάρη, οι γλωσσικοί του πειραματισμοί, η περίτεχνη ανάμειξη τεχνικών της αφήγησης και το ψυχαναλυτικό υπόβαθρο, το οποίο τονίζει η επιμελήτρια, μας οδηγούν στη διαμόρφωση μιας ειδολογικής ταυτότητας άκρως ενδιαφέρουσας. Η ανάμειξη των προσωπείων που εντοπίζεται συμβαδίζει με την ανάμειξη των ημερολογιακών καταχωρήσεων και των φωνών των ηρώων αδελφών, το ημερολογιακό είδος που παρατίθεται εν είδει mise en abyme από τον αδελφό του –αυτολεξεί για τα δύο πρώτα τετράδια και σε τριτοπρόσωπη αφήγηση για το τρίτο– και την παρέμβλητη αυτοβιογραφική αφήγηση του αφηγητή Α΄ επιπέδου (τη δική του ιστορία με τη Γαλλίδα παντρεμένη). Το πιο ενδιαφέρον παιχνίδι είναι εκείνο με το χρόνο και τη μνήμη, με το οποίο κατά την επιμελήτρια «καταστρέφεται το μοντέλο αυτοβιογράφησης» (σ. 27). Αν αυτό μάλιστα συνδυαστεί με την ταύτιση των δύο αδελφών, όχι μόνο σε επίπεδο οπτικής που επισημαίνει η επιμελήτρια (σσ. 27-28) αλλά και φωνής, τότε η αφήγηση καθίσταται πολυτροπική ή πολυσχιδής ειδολογικά, όπως ταιριάζει σε αξιόλογα πεζογραφικά εγχειρήματα των αρχών του 20ού αιώνα και όχι σε παραλογοτεχνικά (και άρα απλά στην τεχνική τους) έργα.
Παρόλο που όντως μπορούμε να αναγνωρίσουμε μια «διάθεση του συγγραφέα να προκαλέσει ...ερωτική επιθυμία στον αναγνώστη» (σ. 29), δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε το έντεχνο της προσπάθειας και τη διακειμενική του σχέση με αξιόλογα κείμενα συγγραφέων όπως ο Baudelaire. Εξάλλου, ούτε το τολμηρό θέμα πρέπει να ταυτίζεται με παραλογοτεχνία, ούτε η λειτουργία που το θέμα αυτό επιτελεί στους αναγνώστες είναι άγνωστη στη νεωτερική πεζογραφία (αλλά και στους προδρόμους της τον 19ο αιώνα). Η επιμελήτρια, λοιπόν, σωστά τονίζει πως το θέμα δεν σημαίνει ότι η αφήγηση είναι πορνογραφική (σ. 31). Η Γ. Πατερίδου προχωρά όμως και στην εξέταση των ψυχαναλυτικών προεκτάσεων της αφήγησής μας, σε σχέση τόσο με την κυρίαρχη τότε φροϋδική θεωρία, όσο και με τη διασπορική ταυτότητα του ίδιου του Ψυχάρη και των ηρώων του. Ωστόσο, το υποκεφάλαιο για το «μήνυμα του έργου» (σσ. 43-44) θα μπορούσε να είχε τιτλοφορηθεί συμπεράσματα και να συμπεριλάμβανε και συμπεράσματα για τη σχέση των εξωλογοτεχνικών ή εξωκειμενικών με τους ενδοκειμενικούς παράγοντες της ταυτότητας του κειμένου ή ακόμα και την αλληλεπίδρασή τους. Πώς δηλαδή ο ημερολογιακός χαρακτήρας συνάδει με τις όποιες ψυχαναλυτικές ανησυχίες του συγγραφέα, ή πώς η ταύτιση των φωνών και των οπτικών προβάλλει την ταυτότητα των ηρώων (διασπορική ή μη) και του ίδιου του συγγραφέα (Έλληνας στη Γαλλία, με καταγωγή από τη Χίο, που δεν είναι ακόμα στην Ελλάδα).
Αντιμετωπίζοντας γραμμικά το κείμενο καθαυτό, εντοπίζουμε το παιχνίδι των τεχνικών, που εν τέλει γίνεται και ειδολογικό παιχνίδι. Το εισαγωγικό σημείωμα, όπου ο Αφηγητής Α΄ επιπέδου εξηγεί ότι το κείμενο αποτελεί «ανάγνωση» των τετραδίων του αδελφού του, είναι ένα παλιό αφηγηματικό τέχνασμα ως τον 19ο αιώνα. Ως πρώτη ανατροπή της τεχνικής, εδώ το προσωπείο δεν είναι του αντιγραφέα μα του αναγνώστη. Επίσης, δεν έχουμε συνεχή ροή της «ανάγνωσης» [=παράθεσης] των τετραδίων, αλλά παράθεση –εγκιβωτισμό στο πρώτο επίπεδο αφήγησης– της αυτοβιογραφικής αφήγησης (ή μήπως μονολόγου;) του αδελφού (αφηγητή Β΄ επιπέδου), διακοπτόμενης από τον λόγο του αρχικού αφηγητή. Ο λόγος αυτός αποτελεί σχόλιο στην αφήγηση του αδελφού του και συνάμα αυτοβιογραφική αφήγηση και του ίδιου.
Το παιχνίδι με τον χρόνο της ιστορίας και τον χρόνο της αφήγησης ανάμεσα στα επίπεδα γίνεται πολύ περίπλοκο, αφού στα δύο πρώτα τετράδια έχουμε τον χρόνο αφήγησης («ανάγνωσης») που επιτελείται στο πλοίο και τον χρόνο αφήγησης των τετραδίων του αδελφού, αλλά με το τρίτο τετράδιο αποκαλύπτεται ένας άλλος χρόνος αφήγησης, αφού ο ξενιτεμένος αδελφός δεν πηγαίνει προς αλλά γυρίζει από την Πόλη. Έτσι αναθεωρείται η όλη ως εκείνο το σημείο διαμορφωμένη αντίληψή μας για την έννοια του χρόνου. Επιπλέον, δεδομένου ότι η μνήμη (και η αναπαράστασή της) κυριαρχεί στο κείμενο, η γραμμικότητα του χρόνου διαταράσσεται ακόμα περισσότερο, όπως άλλωστε ταιριάζει και στο αυτοβιογραφικό είδος. Η σωρεία συναισθηματικών εξάρσεων δίνει ενίοτε και έναν λυρικό τόνο (π.χ. σ. 77) ή ειδικότερα ελεγειακό (π.χ. 85), ο οποίος καθιστά το κείμενο ακόμα πιο περίπλοκο ειδολογικά.
Στο επίπεδο του περιεχομένου, οι ταυτότητες που ο κοσμοπολίτης Ψυχάρης τοποθετεί στην αρένα του λόγου δεν είναι τόσο εκείνη του Έλληνα σε σύγκρουση με εκείνη του ξένου, όσο η αντιπαράθεση του Ευρωπαίου με τον Ανατολίτη, την οποία βιώνει ο ξενιτεμένος. Δεν έχουμε μόνο αντιπαράθεση, μα και αναλογίες σε έναν καμβά διόλου απλό. Ο Ανατολίτης βιώνει ανάλογες καταστάσεις και οδηγείται σχεδόν στην τρέλα, ενώ ο Ευρωπαίος (έστω και νεοφώτιστος Παριζιάνος από την Ανατολή) συνειδητοποιεί την έλευση της νεωτερικής εποχής με όλες τις αντινομίες της και την αντιμετωπίζει πιο ψύχραιμα. Η δυσκολία της προσαρμογής του στον δυτικό πολιτισμό (έστω και με «ξώπετσο» τρόπο [σ. 90]) δεν τον εμποδίζει να καταλάβει ότι είναι ένας Bohème, ένας «λιμοκοντόρος» (σ. 94), κατά το πρότυπο που συναντάμε από τον Baudelaire και μετά. Παράλληλα, η υιοθέτηση των παραλογοτεχνικών τρόπων και θεμάτων από τον Ψυχάρη συνάδει με το όλο κλίμα του εφήμερου που ευαγγελίζεται ως σημάδι της νεωτερικότητας ο προφήτης της Baudelaire. Αυτό όμως παρουσιάζεται όχι σε ένα καθαρά επίπεδο και κλειστό (παρα)λογοτεχνικό είδος γραφής, αλλά σε ένα πολυεπίπεδο κείμενο, ως προς τη μορφή, το περιεχόμενο και το είδος.
Δύσκολο είναι να μιλήσει κανείς για αριστούργημα ή παραλογοτέχνημα, για καλό, μέτριο ή κακό κείμενο, αφού χρειάζεται περισσότερη μελέτη που δεν είναι της παρούσης. Σίγουρα όμως πρόκειται για ένα κείμενο που άξιζε να βγει στην επιφάνεια και να μας εισάγει σε ένα άλλο λογοτεχνικό σύμπαν, διαφορετικό από το σύνηθες της νεοελληνικής πεζογραφικής παραγωγής των αρχών του 20ού αιώνα.
Ο Νίκος Μαυρέλος διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο πανεπιστήμιο Θράκης
(1) Βλ. σχετικά Ν. Μαυρέλος, «Ψυχάρης – Παλαμάς – Επισκοπόπουλος: Το προσκήνιο και το παρασκήνιο μιας διαμάχης», στο Γ. Φαρίνου-Μαλαματάρη (επιμ.), Ο Ψυχάρης και η εποχή του. Ζητήματα γλώσσας, λογοτεχνίας και πολιτισμού, πρακτικά της ΙΑ΄ Επιστημονικής Συνάντησης του Τομέα Μ.Ν.Ε.Σ. του Τμήματος Φιλολογίας του Α.Π.Θ., εκδόσεις Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη, Θεσσαλονίκη 2005, 379-391.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου