Νάνος Βαλαωρίτης
Για το περιοδικό «Πάλι», τον Δημήτρη Πουλικάκο και την ερμηνεία του στην ποίηση του Νίκου Εγγονόπουλου, σε μουσική Socos
Πριν από δύο Κυριακές, οι «Αναγνώσεις» παρουσίασαν ένα καινούριο CD, που φέρει τον τίτλο «Η Ύδρα Των Πουλιών», σε μουσική του rock συνθέτη Socos και ερμηνεία του Δημήτρη Πουλικάκου, όπου τη θέση των στίχων κατέχουν ποιήματα του Νίκου Εγνονόπουλου. Η ίδια η αισθητική του, αλλά και το σημείωμα του Δημήτρη Πουλικάκου στο ένθετο του CD, που αναφέρεται, σχεδόν αποκλειστικά, στο πρωτοποριακό λογοτεχνικό περιοδικό Πάλι, στη συντακτική ομάδα του οποίου ανήκε κατά τη σύντομη περίοδο της κυκλοφορίας του στις αρχές της δεκαετίας του ’60, μας υποχρεώνουν να απευθυνθούμε στις «πηγές» και να τους ζητήσουμε να μιλήσουν. Να μάθουμε τη γνώμη, ή τουλάχιστον την εντύπωση του ποιητή Νάνου Βαλαωρίτη -που ήταν ο εμπνευστής και ο πρωτεργάτης του Πάλι- για το εν λόγω CD, αφού από εκείνη τη θρυλική «μήτρα» φαίνεται να προκύπτει η τωρινή συνάντηση, μέσα από άλλους δρόμους, δύο προσώπων που σηματοδότησαν σημαντικά πράγματα στις σελίδες του: του Νίκου Εγγονόπουλου και του Δημήτρη Πουλικάκου.
Ο Κώστας Βούλγαρης κι εγώ χαρήκαμε ιδιαίτερα που ο Νάνος Βαλαωρίτης συμμερίστηκε σχεδόν απόλυτα τον ενθουσιασμό μας για το έργο αυτό. Τον εξέφρασε πριν ακόμα του υποβάλλουμε την πρώτη ερώτηση, λέγοντάς μας: μου άρεσε, γιατί δεν είναι μια τυπική, συνηθισμένη μελοποίηση αλλά μια σωστή μουσική επένδυση του ποιητικού λόγου. Και αυτό είναι για εμένα το αίτημα αλλά και το δυσκολότερο σε τέτοιες περιπτώσεις, το να υπάρξει η κατάλληλη μουσική επένδυση, η κατάλληλη ηχητική «συνοδεία» της ποίησης. Το συγκεκριμένο CD το κάνει αυτό και πολύ επιτυχημένα... Μου θύμισε τις λίγες άλλες περιπτώσεις που έχω ακούσει κάτι ανάλογο και τόσο καλό στο παρελθόν, όπως ένα δίσκο του Leo Ferre επάνω σε ποίηση Μισό και άλλων σπουδαίων Γάλλων ποιητών ή, για να αναφερθώ και στα καθ’ ημάς, ένα δίσκο του Αργύρη Κουνάδη επάνω σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη. Όπως και σε αυτούς δεν υπάρχει μελοποίηση, οι στίχοι δεν τραγουδιούνται αλλά ερμηνεύονται, απαγγέλλονται με έναν ιδιαίτερο τρόπο και με τη συνοδεία ήχων που τους ταιριάζουν...
Μια συζήτηση όμως με τον Νάνο Βαλαωρίτη δεν μπορεί να περιοριστεί σε ένα CD, όσο σημαντικό κι αν είναι αυτό...
ΘΑΝΟΣ ΜΑΤΖΑΝΑΣ
-Τι θυμάστε από τον πολύ νεαρό τότε, σχεδόν έφηβο ακόμα, Δημήτρη Πουλικάκο, την περίοδο που ξεκινούσε το περιοδικό Πάλι;
Ο Δημήτρης Πουλικάκος, μαζί με τον Πάνο Κουτρουμπούση, αυτή την περίεργη, εκκεντρική προσωπικότητα, και τους Νίκο Στάγκο και Τάσο Δενέγρη, ήταν αυτοί που με βοήθησαν να βγάλω το περιοδικό. Δεν ήταν οι μόνοι βέβαια, συνέπρατταν και άλλοι, μεγαλύτεροι σε ηλικία και πιο κοντά στη δική μου γενεά, όπως η Μαντώ Αραβαντινού. Εκείνοι όμως δεν με βοηθούσαν στα πρακτικά ζητήματα... Ήταν ο Πουλικάκος και οι άλλοι από τους νεότερους, όλοι τους παιδιά γύρω στα είκοσι τότε, που συμμετείχαν με πολύ ενθουσιασμό, το διένειμαν και συνεισέφεραν και με κείμενα. Ο Πουλικάκος κατ’ αρχήν είχε κάνει μια πολύ καλή μετάφραση του Λωτρεαμόν, εξαιρετική, από τις καλύτερες που έχω διαβάσει, καλύτερη ακόμα και από του Εγγονόπουλου ή του Ελύτη. Η μετάφραση του Πουλικάκου διαβάζεται πιο άνετα και είναι πιο κοντά στο πνεύμα του ποιητή. Επίσης, είχε γράψει και το διήγημα «Το μικρό υποδηματοπωλείο ή αργότερα και υποδηματοποιείο», το οποίο μάλιστα έφερε και τον υπότιτλο «Μυθιστόρημα – Κεφάλαιο Πρώτο»! Φυσικά, δεν υπήρξε ποτέ δεύτερο κεφάλαιο... Επίσης, είχε μεταφράσει το «Οι Θύρες Της Ενοράσεως» του Αλντους Χάξλεϊ, ένα εμβληματικό κείμενο για τα ψυχοτροπικά/ψυχεδελικά ναρκωτικά. Αργότερα δημοσιεύτηκε ένα ακόμα πεζό του, αρκετά πρωτότυπο και εκείνο. Από τότε όμως σταμάτησε η ενασχόληση του με τη λογοτεχνία. Συνεχίσαμε βέβαια να συναντιόμαστε και αργότερα, αν και όχι τόσο τακτικά, και μου έλεγε τις εμπειρίες του από τις κινηματογραφικές ταινίες στις οποίες συμμετείχε. Για κάποιο χρονικό διάστημα μάλιστα μέναμε κοντά, αλλά στη συνέχεια χαθήκαμε. Προσωπικά πάντως λυπάμαι που δεν συνέχισε να γράφει, γιατί πιστεύω ότι αληθινά είχε ταλέντο σε αυτό.
-Πριν ακόμα κυκλοφορήσει ο συγκεκριμένος δίσκος θα μπορούσατε να φανταστείτε τον Δημήτρη Πουλικάκο να τραγουδά ποίηση του Εγγονόπουλου; Μήπως κατά κάποιο τρόπο έτσι κλείνει ένας κύκλος;
Ναι, πιστεύω ότι αληθινά ήθελε να απαγγείλει αυτά τα κείμενα και τα διαβάζει πολύ ωραία. Αυτό σημαίνει ότι δεν έφυγε από μέσα του η αγάπη για την ποίηση. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μια επιστροφή στην πρώτη του αγάπη, τη λογοτεχνία. Πρέπει να πω εδώ ότι γενικά θεωρώ τη μετατροπή ποιητικών στίχων σε τραγουδιστικούς μια δύσκολη υπόθεση, η οποία σπάνια ευοδώνεται. Για παράδειγμα, μισώ το «Άξιον Εστί» έτσι όπως το έκανε ο Θεοδωράκης, δεν μπορώ τον στόμφο του! Δεν υπάρχει στο κείμενο, υπάρχει ίσως μια ρητορεία αλλά αυτή δεν δικαιολογεί τον στόμφο της μουσικής του Θεοδωράκη. Το ίδιο ισχύει και για τις μελοποιήσεις που έχει κάνει σε ποιήματα του Σεφέρη, ο οποίος είναι ακόμα πιο χαμηλών τόνων. Στα τραγούδια που έχει κάνει με στίχους ειδικά γραμμένους για την περίσταση, μου αρέσει περισσότερο. Αυτό το λαϊκότροπο ύφος του ταιριάζει περισσότερο με τη γραφή κάποιου σαν τον Ρίτσο, αλλά και πάλι με μικρότερης έκτασης ποιήματα.
-Σας ταιριάζει περισσότερο το μουσικό ύφος του Χατζιδάκι;
Ναι, αλλά ο Χατζιδάκις δεν συνέχισε τόσο πολύ με μελοποίηση ποίησης όπως είχε ξεκινήσει με την «Αχιβάδα» του Ελύτη. Με τον Γκάτσο τα πήγε πολύ καλά, έκαναν μαζί πολύ ωραία πράγματα, σε ένα πιο «εξελιγμένο», πιο λόγιο στιλ λαϊκού τραγουδιού. Ο Χατζιδάκις είχε ευαισθησία και γούστο, αλλά και αυτός δεν κατάφερε να κάνει μεγαλύτερα, πιο σύνθετα έργα. Για παράδειγμα, πάντα μου έλεγε ότι ήθελε να μελοποιήσει την «Αμοργό» του Γκάτσου, αλλά στην ουσία δεν το κατάφερε ποτέ, ακόμα και μια μεταθανάτια κυκλοφορία αυτού του έργου του δεν είναι τίποτα το σπουδαίο. Ήταν ιδιαίτερα παρορμητικός, παθιαζόταν με διάφορα πράγματα, αλλά δεν τα ολοκλήρωνε πάντα. Μας λείπει πάντως αυτό το είδος λαϊκού τραγουδιού που έκανε, είχε μια ποιότητα η οποία είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί σήμερα.
-Μπαίνοντας τώρα στην ουσία του θέματος, πιστεύετε ότι η ποίηση του Εγγονόπουλου μπορεί να επενδυθεί μουσικά – αποφεύγω συνειδητά τον όρο μελοποίηση διότι, πριν απ’ όλα, δεν είναι σωστός για την συγκεκριμένη περίπτωση – ή είναι το είδος της γραφής η οποία δεν προσφέρεται καθόλου για κάτι τέτοιο;
Σε οποιαδήποτε περίπτωση μελοποίησης ποίησης πρέπει να υπάρχει μια «σύμπνοια» μεταξύ του ποιητή και του συνθέτη, μια συνάφεια ανάμεσα στο λόγο και τη μουσική, κυριολεκτικά πρέπει να συνάδουν. Ένας πολύ καλό παράδειγμα μιας τέτοιας σύμπνοιας είναι «Ο σταυρός του νότου». Ο Μικρούτσικος όχι μόνο επικοινώνησε με το συναίσθημα του Καββαδία, αλλά και το μετέδωσε σωστά. Αυτή όμως η περίπτωση, ή η συγκεκριμένη με τον Εγγονόπουλο, είναι απλά εξαιρετικές. Είμαι φανατικά εναντίον των μελοποιήσεων του Καβάφη. Είναι ένας ποιητής στοχαστικός και ξερός, που δεν προσφέρεται για αυτό. Δεν «τραγουδιέται» ο Καβάφης!
Για να μιλήσω και από προσωπική εμπειρία όμως, ο Βασίλης Δημητρίου τα κατάφερε πολύ καλά με ένα αρκετά παλαιότερο και σε κλασικό στίχο ποίημά μου, την «Τιμωρία των μάγων», που υπάρχει στο soundtrack της τηλεοπτικής σειράς «Ο Μεγάλος Θυμός». Το ίδιο καλή ήταν και η δουλειά που έκανε στο «Για ποιον» η Αναστασία, η οποία άλλωστε το ερμήνευσε η ίδια σε έναν από τους δίσκους που βγάλαμε με το περιοδικό Νέα Συντέλεια. Η Μαρία Βουμβάκη, πάλι, χωρίς να κάνει κακή δουλειά, δεν το πέτυχε και τόσο ...κάτι λείπει. Γι’ αυτό και είμαι τόσο επιφυλακτικός με την όλη υπόθεση της μελοποίησης. Θα θυμηθώ εδώ και τον Βίκτορα Ουγκό, ο οποίος στην διαθήκη του είχε τον όρο ότι απαγορεύεται οποιοσδήποτε να βάλει μουσική δίπλα στους στίχους του! Φυσικά, η επιθυμία του δεν έγινε σεβαστή...
-Θα τολμήσω να σας ζητήσω και μια εκτίμηση. Αν ζούσε ο ίδιος ο Εγγονόπουλος πιστεύετε ότι θα ήταν ευχαριστημένος από αυτό το αποτέλεσμα, το οποίο είχε σαν αφετηρία την ποίηση του, αλλά και βασίστηκε σ’ αυτήν;
Νομίζω πως ναι, θα του άρεσε.
Στην πλήρη της μορφή, η συνέντευξη του Νάνου Βαλαωρίτη, μαζί με συνεντεύξεις του Δημήτρη Πουλικάκου και του Socos, δημοσιεύονται στο ηλεκτρονικό περιοδικό ποίησης www.poema.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου