ΤΟΥ ΘΑΝΟΥ ΜΑΤΖΑΝΑ
Η Ύδρα των πουλιών, μουσική Socos, ποίηση Νίκος Εγγονόπουλος, ερμηνεία Δημήτρης Πουλικάκος, εταιρεία Puzzlemusik, διάρκεια 51.25΄΄
Η περισσότερο και από δυναμική επανάκαμψη του Νίκου Εγγονόπουλου στα ελληνικά γράμματα και γενικότερα στην πνευματική ζωή της χώρας μας τα τελευταία χρόνια είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός. Η κυκλοφορία λοιπόν ενός αρκούντως πρωτοποριακού μουσικού έργου, βασισμένου στην ποίηση του, έρχεται απλά να τονίσει τον, φύσει και θέσει, διαχρονικό μοντερνισμό που αποτελεί το καθοριστικότερο στοιχείο του έργου ενός από τους κορυφαίους εικαστικούς δημιουργούς και δράστες του ποιητικού λόγου γα τον εικοστό αιώνα.
Ο συνθέτης
Κατ’ αρχήν το ιστορικό της υπόθεσης: Ο Socos (ο οποίος, ας το ξεκαθαρίσουμε εδώ, έχει γεννηθεί από Έλληνες γονείς στη χώρα μας όπου και κατοικεί μόνιμα, απλά για απολύτως προσωπικούς του λόγους χρησιμοποιεί τόσο στην ιδιωτική όσο και στην επαγγελματική του ζωή μόνο το επώνυμο του και μάλιστα γραμμένο με λατινικούς χαρακτήρες) είναι ένας μουσικός, κιθαρίστας πιο συγκεκριμένα, και συνθέτης που, τυπικά τουλάχιστον, ανήκει στον rock χώρο. Τυπικά, γιατί πριν απ’ όλα δεν είναι το συνηθισμένο είδος του αυτοδίδακτου rock μουσικού∙ έχει σπουδάσει μουσική και σήμερα διδάσκει κιθάρα σε ωδείο. Αλλά και εντός του δημιουργικού του έργου το rock είναι ίσως το κυριότερο στοιχείο, αλλά αναμφίβολα κάθε άλλο παρά το μοναδικό. Άλλα, σύγχρονα μουσικά ρεύματα, αλλά και ο αυτοσχεδιασμός, παίζουν επίσης καθοριστικό ρόλο στη δουλειά του, στην οποία ο συνδυασμός όλων αυτών συχνά δίνει έναν λιγότερο, περισσότερο ή και απόλυτα πειραματικό χαρακτήρα. Αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι, ανεξάρτητα από το αν ο ίδιος το συνειδητοποιεί και το παραδέχεται ή όχι, ο Socos επί της ουσίας συμμερίζεται απόλυτα τον ορισμό/αφορισμό του μεγάλου –και τόσο παρεξηγημένου ακόμα και στην Αμερική και τόσα χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατό του– Frank Zappa: «Μουσική δεν είναι παρά οργανωμένος θόρυβος». Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ασχολείται επίσης και με την «κινούμενη εικόνα» (καθώς ο όρος video art είναι μάλλον πολύ περιοριστικός για αυτό που κάνει) με τον ίδιο τρόπο και ανατρεπτική διάθεση που φτιάχνει και την μουσική του.
Πέραν από κάποιες δουλειές που είχαν αποκλειστικά πειραματική διάσταση, η μέχρι τώρα δισκογραφία του Socos αποτελείται από δύο albums (μαζί με το συγκρότημα του, τους Live Project Band), to «Kafka» (2007, βασισμένο προφανώς στη ζωή και στο έργο του σπουδαίου συγγραφέα και ταυτόχρονα μιαν απόδειξη των πολύ στενών δεσμών του δημιουργού με την νεωτερική ευρωπαϊκή πνευματική παράδοση) και το «Sub Breath, Outer Speech» (2008). Στο δεύτερο φαντάστηκε ένα τραγούδι, ήδη από τη στιγμή που το έγραφε, με τη φωνή του Δημήτρη Πουλικάκου, τον οποίο σημειωτέον δεν γνώριζε ως τότε. Η σχετική επαφή έγινε, ο Πουλικάκος άκουσε το κομμάτι και δέχτηκε να το τραγουδήσει.
Ο ερμηνευτής
Αν και ο ίδιος είναι πολύ σεμνός για να το κάνει, ο Δημήτρης Πουλικάκος θα μπορούσε πολύ ωραία να διεκδικήσει δικαιωματικά τον τίτλο του «γενάρχη» των Ελλήνων rock ερμηνευτών, πιθανότατα και αυτού που αποκαλούμε «rock τρόπο ζωής» για τη χώρα μας. Πάντα ασυμβίβαστος και πεισματικά αντισυμβατικός, από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 όταν πρωτοεμφανίστηκε στην εμβρυακή ακόμα ανάλογη ελληνική σκηνή, μέχρι σήμερα που είναι ο μεγαλύτερος μεν σε ηλικία ενεργός Έλληνας rock τραγουδιστής, εντούτοις όμως ακάματος, ακμαιότατος, σχεδόν κυριολεκτικά αειθαλής.
Αυτά μεν είναι λίγο πολύ γνωστά στους περισσότερους, δεν είμαι όμως σίγουρος πόσοι γνωρίζουν τον «άλλο» Δημήτρη Πουλικάκο, τον έφηβο με τα πάρα πολλά πνευματικά ενδιαφέροντα, που το 1961, μόλις δέκα οκτώ ετών, πρωτοστάτησε μαζί με τον τότε στενό φίλο του Πάνο Κουτρουμπούση στην ίδρυση του θρυλικού Πάλι, του περιοδικού του οποίου ψυχή ήταν ο Νάνος Βαλαωρίτης, που συγκέντρωσε την αφρόκρεμα των τότε νέων οπαδών του σουρεαλισμού και γενικότερα της πρωτοποριακής γραφής, μαζί όμως και με τους μεγαλύτερους σε ηλικία που, περίπου τριάντα χρόνια πριν, είχαν φέρει για πρώτη φορά στην Ελλάδα τα πλέον προκεχωρημένα ρεύματα της ευρωπαϊκής σκέψης, τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τον Νίκο Εγγονόπουλο.
Ήταν αυτός ο έφηβος που προετοίμασε και εν πολλοίς διαμόρφωσε την προσωπικότητα του μουσικού και ερμηνευτή Δημήτρη Πουλικάκου, πριν ακόμα αυτός ανέβει για πρώτη φορά σε σκηνή... Και αυτή η προσωπικότητα και ανήσυχη δημιουργική ιδιοσυστασία έχει πάρα πολλά κοινά με εκείνη του Socos. Δεν είναι καθόλου παράξενο μα ούτε και συμπτωματικό, λοιπόν, ότι ο τριανταεξάχρονος συνθέτης και ο έχων την σχεδόν διπλάσια ηλικία αυτού «Μήτσος» (για να θυμηθούμε και τον μόνο ουσιαστικά καθαρά προσωπικό δίσκο που κυκλοφόρησε ο Πουλικάκος, το όχι απλά ιστορικό αλλά στην κυριολεξία ορόσημο του ’76 «Μεταφοραί Εκδρομαί Ο Μήτσος», ένα διπλό album που το υπέγραφε και ως δημιουργός και είναι το μοναδικό αληθινά Zappa-ικών διαστάσεων έργο της ελληνικής δισκογραφίας) βρήκαν εύκολα έναν πολύ καλό κώδικα επικοινωνίας και βγήκαν από εκείνη τη συνεργασία τους για ένα τραγούδι με μια φιλία και με την απόφαση να ξαναδουλέψουν μαζί και μάλιστα σε μεγαλύτερη κλίμακα. Η πρόταση για έναν ολόκληρο δίσκο ήταν του Socos, η ιδέα όμως αυτός να βασιστεί σε ποίηση του Εγγονόπουλου δεν μπορούσε παρά να είναι του Πουλικάκου.
Η συνάντησή τους στην ποίηση του Εγγονόπουλου
Οφείλω να τονίσω εδώ ότι δεν πρόκειται για αυτό που λέμε «μελοποίηση» του Εγγονόπουλου. Οι δύο συν-δημιουργοί απορρίπτουν αυτό τον όρο, και πολύ σωστά κατά τη γνώμη μου. Η μουσική φόρμα του τραγουδιού έχει πολύ συγκεκριμένες και αυστηρές μετρικές απαιτήσεις από τον λόγο, τον στίχο δηλαδή, και στη συντριπτική πλειοψηφία της χρειάζεται και την ομοιοκαταληξία, στοιχεία που βέβαια είναι αδύνατο να βρεθούν στον, τυπικά τε και ουσιαστικά, τόσο ελεύθερο στίχο του Εγγονόπουλου. Αυτό που έκανε ο Socos ήταν να εντοπίσει το εγγενές μέτρο, τον εσωτερικό ρυθμό αν προτιμάτε, δέκα ποιημάτων του Εγγονόπουλου και, όχι τόσο με άξονα όσο με οδηγό του αυτόν, να τα «ντύσει» ηχητικά, δίνοντας έτσι το αναγκαίο μουσικό υπόβαθρο στον Πουλικάκο για να τα ερμηνεύσει.
Επί της ουσίας, έχουμε να κάνουμε με μια επαφή η οποία μετατρέπεται σε συνομιλία και καταλήγει σε σύμπραξη τριών διαφορετικών εκφάνσεων της ανθρώπινης έκφρασης, όπως διατυπώνονται από ισάριθμους λειτουργούς της τελευταίας, έναν για κάθε συνιστώσα. Πρόκειται για ένα απολύτως ισόπλευρο τρίγωνο, και το λέω αυτό με πλήρη επίγνωση και χωρίς να θεωρώ ότι αποτελεί έλλειψη σεβασμού στον Εγγονόπουλο. Το αντίθετο μάλιστα: πιστεύω ότι έλλειψη σεβασμού σε αυτόν θα ήταν αν το τρίγωνο ήταν σκαληνό, με τον ίδιο να κατέχει την μεγαλύτερη πλευρά... Γιατί τότε η συνδιαλλαγή ανάμεσα στα τρία μέρη του όλου δεν θα ήταν ισότιμη (για να μην πω ότι θα πρόδιδε κραυγαλέα το πνεύμα του). Αυτό ακριβώς το πνεύμα του Εγγονοπουλικού λόγου, από το οποίο εμπνέεται αλλά και το «σχολιάζει» μουσικά ο Socos, αφήνοντας σε μεγάλο βαθμό κατά μέρος το νόημα και το περιεχόμενο του. Γιατί προφανώς αυτά τα αναλαμβάνει ο Δημήτρης Πουλικάκος, στέλνοντάς τα με τη φωνή του και στα αυτιά, και όχι μόνο στα μάτια, όπως συμβαίνει κατά την ανάγνωση τους.
Οι μουσικές καταβολές του Socos εντοπίζονται στο rock, επίσης είναι κιθαρίστας, ευνόητο είναι λοιπόν, όπως όλοι οι rock μουσικοί, να γράφει την μουσική του επάνω στο όργανό του. Και όταν κάτι έχει γραφτεί πάνω σε μια κιθάρα και μάλιστα ηλεκτρική, δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει ως rock∙ στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως κάθε άλλο παρά και μένει εκεί. Οι rock αναφορές δεν λείπουν σχεδόν από κανένα κομμάτι του δίσκου, περισσότερο ή λιγότερο, και αρχίζοντας από αρκετά «παραδοσιακές» μορφές του είδους, όπως το hard rock αλλά και το heavy metal ακόμα. Αναρίθμητα όμως άλλα στοιχεία προστίθενται καθώς ο δίσκος προχωρά, ή ακόμα και μέσα στο ίδιο κομμάτι. Αλλού η υποφώσκουσα ένταση μιας ηρεμίας που αγγίζει τα όρια της σιωπής και η οποία οδηγεί σε ακραιφνείς, απότομες εκρήξεις/αποφορτίσεις ενέργειας, με άλλα λόγια η εκφραστική παλέτα του post rock (κατά την γνώμη μου το σημαντικότερο που έχει συμβεί ηχητικά στο rock μετά την οργισμένη κοσμογονία του βρετανικού punk το ’75–’76), αλλού η πιο ακραία μορφή του μινιμαλισμού (και όχι η κατά Philip Glass «ευγενική» εκδοχή του). Κάποιες φορές τα ατονικά στοιχεία εισβάλλουν αποφασιστικά, ενώ δεν λείπουν οι στιγμές που ο «ωμός», ακατέργαστος θόρυβος ως δομικό στοιχείο των συνθέσεων κάνει κάτι περισσότερο και από αισθητή την παρουσία του, ενώ, τέλος, σε μια δυο περιπτώσεις ο λιτός ήχος από τις παιγμένες σα να επρόκειτο για θωπείες ακουστικές κιθάρες είναι ο μόνος που μπορεί να μεταδώσει τον αυθόρμητο λυρισμό κάποιων πολύ όμορφων μελωδιών. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο τελευταίο κομμάτι, το «Το Καράβι Του Δάσους» που είναι και το μόνο που δεν ενορχήστρωσε ο Socos αλλά ο Χρήστος Αλεξόπουλος, και το υπόβαθρο του φλερτάρει ανοιχτά με την μετρονομική industrial αισθητική.
Αν όμως το έργο του Socos ήταν δύσκολο, του Πουλικάκου ήταν ιλιγγιώδες. Ο ίδιος δεν το δέχεται, αλλά κατά την εκτίμησή μου η παιδεία αλλά και η εμπειρία του από την υποκριτική τον βοήθησε πάρα πολύ σε αυτή την περίπτωση. Γιατί σε αυτό τον δίσκο ο Δημήτρης Πουλικάκος δεν ερμηνεύει τόσο, όσο υποδύεται ή, ακόμα καλύτερα, μετέρχεται «ρόλους», κάποιες φορές και περισσότερους του ενός στο ίδιο κομμάτι. Τραγουδάει, απαγγέλλει, κραυγάζει, σαρκάζει, σπαράζει, θρηνεί και ειρωνεύεται τον ίδιο τον θρήνο του. Αλλού υιοθετεί την φωνή του υποκειμένου του ποιήματος και αλλού απηχεί εκείνη του αφηγητή Εγγονόπουλου... Και, ναι, στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων καταφέρνει να κοινωνήσει τον λόγο του ποιητή στον ακροατή!
Όσο για το επίδικο; Ό,τι και να λέμε, όσα δοκίμια και αν γραφτούν για το θέμα, είναι αδύνατο για έναν κριτικό να επιτύχει την απόλυτη αντικειμενικότητα, ειδικά σε μια τόσο πολυσύνθετη περίπτωση όπως η παρούσα. Προσωπικά, τόσο η σύλληψη όσο και η υλοποίηση αυτού του δίσκου ταιριάζει τόσο πολύ με την προσωπικότητα, τα ακούσματα, την αισθητική μου, αλλά και τις απαιτήσεις που έχω από την μουσική... Έτσι, αφήνοντας κατά μέρος τον ενθουσιασμό μου, θα αναφερθώ μόνο σε αυτό που είμαι απόλυτα σίγουρος ότι ισχύει και αντικειμενικά, για τον οποιοδήποτε δηλαδή εραστή της ποίησης του Εγγονόπουλου πλησιάσει αυτό το έργο με ανοιχτό μυαλό και ...αυτιά.
Και αυτό δεν μπορεί παρά να είναι η διαπίστωση ότι έχουμε να κάνουμε με ένα εγχείρημα ριψοκίνδυνο ίσως, αλλά ακριβώς επειδή είναι καινοτόμο στην πυρήνα του, ρηξικέλευθο, αταλάντευτα σύγχρονο και ήδη σε επικοινωνία με το μέλλον και εντέλει πρωτοποριακό (γνωρίσματα που, αν δεν με απατούν οι στοιχειώδεις γνώσεις μου περί ποίησης, είναι και αυτά που σηματοδοτούν και νοηματοδοτούν το έργο του Εγγονόπουλου). Κατ’ εμένα λοιπόν, η «αποστολή εξετελέσθη», πέραν των όποιων και όσων επιμέρους αντιρρήσεων μπορεί να έχει κανείς. Για να το θέσω και απλούστερα: οι κύριοι Socos και Δημήτρης Πουλικάκος κατάφεραν τελικά να συναντηθούν με τον κύριο Εγγονόπουλο για μια παρτίδα ...φιλικού πόκερ. Και όπως όλες οι φιλικές παρτίδες έληξε χωρίς κερδισμένους και χαμένους∙ μόνο με την τράπουλα να έχει ανακατευτεί καλά και τα χαρτιά να έχουν ξαναμοιραστεί, ώστε να αρχίσει μια άλλη παρτίδα. Όπως δηλαδή πρέπει να συμβαίνει πάντα με την ανθρώπινη δημιουργικότητα, αν θέλει να είναι συνεπής με τον εαυτό της, την εποχή της αλλά και το τεράστιο διακύβευμα που ενέχει η λέξη μέλλον... Και τολμώ ταπεινά να εικάσω ότι ίσως και ο ίδιος ο ποιητής να μη διαφωνούσε καθόλου με αυτή μου την άποψη.
[Το CD «Η Ύδρα Των Πουλιών» κυκλοφορεί αύριο, 26 Απριλίου, από την ανεξάρτητη ελληνική εταιρεία Puzzlemusik, και μπορείτε να το βρείτε τουλάχιστον σε όλα τα κεντρικά δισκοπωλεία].
Ο Θάνος Μαντζάνας είναι κριτικός μουσικής, δημοσιογράφος και υπεύθυνος του εβδομαδιαίου μουσικού δισέλιδου της Αυγής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου