ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ
Το χρονικό, η φιλολογία και η κριτική της μελοποίησης της ποίησης μάς πάει πολύ πίσω και πολύ μακριά. Προσωπικά, συμφωνώ απολύτως με την άποψη ότι η ποίηση έχει τη δική της μουσική και δεν χρειάζεται μια ορισμένη «μελοποίηση» για να προκόψει στην κοινωνία, ενώ μου είναι παντελώς αδιάφορες οι διά του μπουζουκιού ή άλλων οργάνων «εκλαΐκεύσεις» της, «ιστορικές» και σύγχρονες. Και αν αυτό το τελευταίο έρχεται να προσκρούσει σε πελώριες και αειθαλείς, εθνικές αλλά και αριστερές βεβαιότητες, θα παρατηρήσω μόνο πως στο πάνθεο της «έντεχνης» τραγουδοποιίας δεν φαίνεται να υπάρχει καμία διάκριση και διαφορά, στην κατάταξη αλλά και στην πρόσληψη, ανάμεσα σε μουσικά ακούσματα που χρησιμοποιούν στίχους τραγουδιών του Λειβαδίτη ή του Χριστοδούλου, στίχους απλούς, γραμμένους για τον πιο πιεστικό βιοπορισμό, και σε εκείνα που ως «στίχους» έχουν την ποίηση του Σεφέρη, του Ελύτη, ή και αυτού του Λειβαδίτη.
Εξαιρέσεις βέβαια υπάρχουν, με εξέχουσα αυτή των τραγουδιών του Θάνου Μικρούτσικου πάνω στην ποίηση του Νίκου Καββαδία. Γιατί, πέρα από τη ρυθμική στιχουργική του Καββαδία, που επιτρέπει το τραγούδισμα των ποιημάτων του, ο Μικρούτσικος κατάφερε, μέσα από τους δρόμους της τζαζ, να φωτίσει τον αναμφισβήτητο μοντερνισμό της ποίησής του, σε πείσμα τόσων και τόσων μυωπικών φιλολόγων και διατεταγμένων καθεστωτικών κριτικών, που ακόμα κατατάσσουν τον Καββαδία στην «παραδοσιακή» γενιά του 1920 (τότε, ήταν μόλις δεκαετής!).
Ο Δημήτρης Πουλικάκος όχι μόνο είναι ενήμερος αυτών των διλημμάτων και διακυβευμάτων, όχι μόνο έχει και ο ίδιος μετέλθει των τρόπων της λογοτεχνίας με τις υποδειγματικές μεταφράσεις του στο Πάλι, αλλά έχει γράψει και εισαγάγει, πρωτοποριακή για την εποχή της ποιητική πρόζα, σε ροκ κομμάτια που ο ίδιος συνέθεσε και τραγούδησε.
Το στοίχημά του εδώ είναι μεγάλο και σπεύδει να αποστασιοποιηθεί από τις αξιώσεις της «μελοποίησης», μετερχόμενος τους τρόπους που επισημαίνει ο Θάνος Ματζάνας: «Τραγουδάει, απαγγέλλει, κραυγάζει, σαρκάζει, σπαράζει, θρηνεί και ειρωνεύεται τον ίδιο τον θρήνο του», με τη μουσική του Socos να τον παρακολουθεί διακριτικά, βρίσκοντας τον δικό της χρόνο για να μιλήσει τον δικό της λόγο: πριν, μετά ή παράλληλα, πάντα σε απόσταση.
Το τεστ αναπόφευκτο: διαβάζεις στο βιβλίο τα ποιήματα του Εγγονόπουλου και ταυτόχρονα τα ακούς από το CD. To αποτέλεσμα: ακούς μια δεύτερη, παράλληλη ανάγνωση, απολύτως κειμενική, και δίπλα της ένα μουσικό θέμα απολύτως συμβατό με την ποίηση του Εγγονόπουλου. Δεύτερο τεστ: ακούς τον Εγγονόπουλο να απαγγέλλει το «Περί ύψους», και μετά ακούς τον Πουλικάκο στο CD, να απαγγέλλει το ίδιο ποίημα. Το αποτέλεσμα: επίσης μια δεύτερη, παράλληλη ανάγνωση, απολύτως κειμενική. Και το τρίτο τεστ: ακούς το CD, ενώ κάνεις κάτι άλλο. Δεν εμπλέκεται ο Εγγονόπουλος∙ έχει αποσυρθεί στη θέση του, ως αφετηρία και έναυσμα για τη γέννηση ενός νέου έργου τέχνης. Κυριαρχεί ένας αυτόνομος λόγος, όχι πια κειμενικός αλλά απολύτως μουσικός, που ο χαρακτηρισμός του ως ροκ μου φαίνεται φτωχός και περιοριστικός, αλλά ο μουσικολογικός προσδιορισμός του είναι άλλων αρμοδιότητα.
Αν λοιπόν το ζητούμενο δεν είναι η «μελοποίηση» και η «εκλαΐκευση» του Εγγονόπουλου, αλλά η αποτίμηση του γεγονότος πως η καθ’ ημάς ροκ (ή «μεταρόκ») μουσική σκηνή ενσκύπτει σοβαρά και με αξιοσημείωτη παιδεία και επάρκεια στην ποίησή του, τότε το αποτέλεσμα όχι μόνο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον αλλά θέτει και ερωτήματα φιλολογικά.
Θέλω να πω, ότι η ποίηση του Εγγονόπουλου έχει εκείνη την ποιότητα, που επιτρέπει γόνιμες προσεγγίσεις μέσα από σύγχρονους αλλά και μελλοντικούς μουσικούς δρόμους, ή τρόπους άλλων τεχνών. Και ως ποιότητα εννοώ φυσικά την αισθητική της. Τίποτα το βαρύγδουπο δεν σημαίνει αυτό, παρά μόνο το πολύ απλό: ο μοντερνισμός του Εγγονόπουλου (μαζί με αυτόν του Νικολάου Κάλας), είναι ο πιο πολυσήμαντος, γιατί αρδεύτηκε από διάφορα μοντερνιστικά ρεύματα (ντανταϊσμός, σουρεαλισμός, φουτουρισμός, εξπρεσιονισμός...) και δοκίμασε μίξεις «ανορθόδοξες», γι’ αυτό είναι και ο πιο ανθεκτικός. Αντίθετα, η κυρίαρχη εκδοχή της γενιάς του ’30 είναι μονότροπη και περιοριστική, εν τέλει συντηρητική, είτε επιλέγει την προέκταση και εφαρμογή μίας και μόνο εκδοχής του αγγλοσαξωνικού μοντερνισμού (Σεφέρης), είτε τη λυρική αξιοποίηση της σουρεαλιστικής εικονοποιίας (Ελύτης), είτε, ακόμη, τον εγκλεισμό στον ψυχαναλυτικό ορίζοντα (Εμπειρίκος). Έτσι, η απροσδόκητη για πολλούς διάρκεια του Εγγονόπουλου, όπως και αυτή του Ρίτσου, οι εκπλήξεις που μας επιφυλάσσει η αντοχή τους στο χρόνο, επαναφέρουν αυτά τα μάλλον βαρετά φιλολογικά ζητήματα στη μοναδική βάση που έχει ενδιαφέρον: την αισθητική. Η οποία, παρεμπιπτόντως, είναι και η μόνη σοβαρή βάση κριτικής αξιολόγησης.
Άγνωσται γαρ αι βουλαί του πανδαμάτορος χρόνου, αλλά γνωστή η τύχη όλων εκείνων των από καθέδρας «οριστικών» αποφάνσεων, που διαχειρίζονται τις εκάστοτε καθεστωτικές αναγκαιότητες ή απλώς τα επικερδή κοινωνικά στερεότυπα. Η δε τέχνη συνεχίζει το δρόμο της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου