ΤΟΥ ΝΑΝΟΥ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗ
ΙΩΣΗΦ ΒΕΝΤΟΥΡΑΣ, Κυκλώνιο, εκδόσεις Μελάνι, σελ. 36
Γράφοντας μια γλώσσα διαφορετική από εκείνη που διαβάζω καθημερινά με εκτοπισμένα επίθετα, ρήματα, ουσιαστικά, είναι ίσως αυτή η Γλώσσα των θεών που λένε διαφορετικά το κάθε πράμα
Βλέπω λέβητα αναβράζοντα/ και το πρόσωπον αυτού/ είναι προς βορράν
(Ιερεμίας)
είναι η μη γλώσσα της Παλιάς διαθήκης (τώρα, όπως τη λέμε της Βίβλου), που την ξεχνάμε, κι όμως έρχεται να μας θυμίσει ότι οι τολμηρές μεταφορές δεν είναι μόνο της δικής μας εφεύρεσης αλλά έχουν δοκιμαστεί σε μια μετάφραση πολύ παλιά:
Ο Γιόσεφ μπεν Μαλκά/ εξόριστος της θάλασσας/ με την έρημο στο στόμα/ πενθούσε την πηγή/ κι ήταν ο λόγος του πληγή/ και η πληγή του λόγος
(Ιωσήφ Βεντούρας)
Λόγος λοιπόν και πληγή και πηγή πηγάζουν από την ίδια εμπειρία – που θα ’ταν κάτι που θα μπορούσε να ειπωθεί: Διασπορά/Ολοκαύτωμα.
Κοιτάζοντας για πολλή ώρα έναν πίνακα ενός μεγάλου ζωγράφου – ο κόσμος που βλέπουμε γύρω μας αλλάζει παραμέτρους και γίνεται κάτι που δεν είχαμε δει προηγουμένως. Έτσι, όταν διαβάζει κανείς ποιήματα που μας κάνουν να αισθανόμαστε διαφορετικά, αυτό σημαίνει ότι η γλώσσα του γράφοντος αναβλύζει από μια πηγή – ίσως άγνωστη σε μας αλλά που μας την γνωρίζει αυτός που γράφει.
Αυτό το αίσθημα έχω όταν διαβάζω τα ποιήματα στο Κυκλώνιο του Ιωσήφ Βεντούρα. Έχω την εντύπωση ότι ακούω να κουδουνίζει πίσω από τις ελληνικές λέξεις μιας άλλης γλώσσας –που είναι και δεν είναι του γράφοντος– εφόσον σχηματίζει κάτι πέρα από ένα υποκείμενο –εννοώ βέβαια ένα άτομο– και εμπίπτει σε μια συλλογική έκφραση.
Το ολιγοσέλιδο βιβλίο ποιητικής γραφής του Ιωσήφ Βεντούρα είναι ένα τέτοιο εγχείρημα – που έχει το αποτέλεσμα να μας βάζει σ’ ένα τρόπο συλλογικότητας, μιας εμπειρίας που αν και είναι ατομική απλώνεται πέρα από τα άτομα σε κάτι που μας αφορά.
Μια συντομογραφία στο ύφος, σαν να έχει στυφτεί ένας καρπός, συχνά στυφός, μα και πώς γίνεται αυτό με τέτοια λιτά μέσα;
Νύχτα/ Ήτανε νύχτα με γραφίδα/ Χάραζε τον αριθμό// Κύριε/ Πώς;
Αυτό το «πώς;» είναι το παν. Όλα και τίποτα. Τίποτα και όλα. Στην κόψη επάνω της γραφής αναδύεται κάτι πρωτόγνωρο –η γραφή σαν αριθμός– μια άλλη χρήση της. Σαν ήχος καμπάνας.
Δεν μ’ αρέσει ιδιαίτερα το Θέμα, με κεφαλαίο Θήτα, στα ποιήματα. Το προτιμώ να υποφώσκει, να διαλύεται, να απλώνεται – ώστε να μπορώ να πλέω μέσα του.
Όταν το ποίημα γίνεται κυριολεκτικό χάνει την οντότητά του. Όμως, άμα η κυριολεξία γίνεται ο λόγος του Κυρίου, -ένας άλλος λόγος- μια γραφή κάποιου άλλου, τότε συμμετέχω:
Υπεράνω των ύμνων/ Στο λαμπύρισμα της γλώσσας/ Αιωρείται το τώρα/ Ευλογητός που γυμνώθηκε/ Και γυμνός πορεύθηκε/ Ευλογητός/ Ο κληρωτός της μοίρας// Ας μεγαλύνεται η μνήμη του/ Ας ευλογείται.
Σ’ αυτή την προσευχή για τους νεκρούς, το καντίς, αντηχεί μια φωνή που αποψιλώθηκε απ’ τη φωνή της. Άγγιξε το τίποτα – δηλαδή το κάτι. Το κάτι τι;
Ερωτηματικό. Πρωτογνώρισα το είδος αυτό από το ποίημα kaddish του Ginsberg για τη μητέρα του. Ένας μακρύς μνημονικός αλλά και θριαμβευτικός θρήνος. Θυμάμαι δύο από τους πιο ευαίσθητους συγγραφείς μας, τον Κοσμά Πολίτη, στην Ερόικα που παρουσιάζει τον Εβραίο συμμαθητή τους, τον Βενιαμίν, που έπαιζε πιάνο και προκαλούσε μια ανησυχία στα παιδιά – με την υπερευαισθησία του. Και τη φωνή-γραφή του άλλου ποιητή της γλώσσας μας, του Γιώργου Σεφέρη :
χωρίς αφή/ χωρίς ανθρώπους/ μέσα σε μια πατρίδα που δεν είναι πια δική μας/ ούτε δική σας.
Αυτός είναι ο τρόπος του θρήνου, ένα καντίς, χωρίς τελειωμό που μας ταιριάζει, γιατί ξυπνήσαμε μια μέρα που δεν ήταν μέρα, ούτε νύχτα, αλλά ένας εφιάλτης.
Τα ξεσήκωσα αυτά από την δεύτερη έκδοση του Μυθιστορήματος, 1935. Την πρώτη την εξαφάνισε η δίνη του πολέμου – κι αυτή που ήταν του Μάη 1940, μου την είχε δώσει ιδιοχείρως. Αντίτυπο 524. το προτελευταίο από τα 525. Ανυπόγραφο – αλλά με σημειώσει στο οπισθόφυλλο, τίτλους...
Κάτι από κείνη την έκπληξη σαν απόσταγμα μου φέρνουν οι στίχοι του Ιωσήφ Βεντούρα, φίλε:
Ξάπλωσε/ γύρω του/ λέξεις που διαλύονταν/ σε συλλαβές/ Σε γράμματα που/ σχημάτιζαν σεντόνι.
Πρόκειται για μια διαφορετική οδυνηρή εμπειρία μεταγγισμένη σε γλώσσα – αλλά παράλληλη με τη δική μας ευαισθησία, όπου υπάρχει, αν υπάρχει. Δεν την βλέπω πάντα. Αλλά υπήρξε. Τα γράμματα του Αλφαβήτου, του ελληνικού και του εβραϊκού (σημιτικού/φοινικικού) δίπλα-δίπλα:
στο Άλφα το Άλεφ – ταύρος
στο Βήτα το Μπεθ – σπίτι
στο Γάμμα το Γκίμελ – γάντζος/γωνία/καμήλα
στο Δέλτα το Δάλεθ – πόρτα κ.ο.κ.
Το Αλφάβητο του Ομήρου: ένα θαύμα. Αυτή είναι η αληθινή μας συγγένεια, η γλώσσα, το Αλφάβητο, το πήραμε, το δώσαμε ο ένας στον άλλον.
Το βιβλίο του Ιωσήφ Βεντούρα, είναι μια καταγραφή απαράμιλλη της οδύνης και της αληθινής αδελφικότητας των πολιτισμών μας, των θρησκειών και της γλώσσας. Είμαστε ίδιοι και διαφορετικοί, τόσο διαφορετικοί τόσο ίδιοι και τόσο ίδιοι πολιτισμοί και τόσο παλιοί. Αυτή την τόσο σπουδαία αμοιβαιότητα ποιος την καταλαβαίνει σήμερα; Ό,τι δίνουμε, παίρνουμε, δίνουμε ό,τι παίρνουμε!
Αμήν/Σαλόμ
Ο Νάνος Βαλαωρίτης είναι ποιητής
1 σχόλιο:
υποσημείωση
καμιά γλώσσα δεν μου έδωσαν
παρά στιχηρά προσόμοια της υπακοής
πορεύου εν θλίψει
με το νι και με το σίγμα
dot your i’s and cross your t’s
και πεσών προσκυνήσεις με
μέρες του ελέους
και μέρες της αρπαγής
ανατολικά αγάλματα
με στάχτη στα μαλλιά
με τα χέρια υψωμένα προς δυσμάς
με πένθος στο μανίκι
κι άλλα πεσμένα στο χιόνι
απίστομα
με έντονη μυρουδιά κόκκινου
με μύρισαν τα φυτοφάγα
και μ’ απέρριψαν
κι η καμπύλη νεράιδα του βάλτου
γονυκλινής επί το έργον
μια διεκπεραίωση
συγκοινωνούντων δοχείων
σηκώνοντας πότε πότε το βλέμμα
για ένα χάδι στο λαιμό
για μια σοβαρή διείσδυση
το παιχνίδι μας αυτό
το λέγαμε γλωττίζειν
Βασίλης Πολύζος, υποσημείωση
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μανδραγόρας, τεύχος 39
Δημοσίευση σχολίου