ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
PHILIP PETTIT, Θεωρία της ελευθερίας. Από την ψυχολογία στην πολιτική της δράσης, Μετάφραση: Αλέξανδρος Κιουπκιολής, εκδόσεις Πόλις, σελ. 352
Η σχέση ανάμεσα στην ελευθερία και την ισότητα αλλά, κυρίως, το ζήτημα περί το αν είναι δυνατή, καθώς και με ποιον τρόπο, η αμοιβαία εξισορρόπησή τους, προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό τη διάκριση ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά. Στις σύγχρονες δημοκρατίες αποτελεί θέμα διαρκούς προβληματισμού η ίδια η σημασία της δημοκρατίας μέσα από τη συνεχώς ζητούμενη θεωρητική της στήριξη αλλά και τη θεσμική της οργάνωση και εξασφάλιση. Σε αυτή τη συζήτηση, το τρίπτυχο της δημοκρατίας, της ελευθερίας και της ισότητας κατέχει δεσπόζουσα θέσει, ώστε η εννοιολογική ανάλυση αυτών των όρων να καθίσταται επιτακτική, προκειμένου να καταδείξει ότι δεν πρόκειται απλώς για τη χρήση –και συχνά την παράχρηση– μιας καθιερωμένης και συμβατικής πολιτικής ορολογίας.
Το βιβλίο του Πέττιτ ανταποκρίνεται σε αυτό ακριβώς το θεωρητικό αίτημα. Εκφράζει δηλαδή μια αξιόλογη, καθώς και πολύ γόνιμη, ως προς την προβληματική που διατυπώνει, τάση στη πολιτική φιλοσοφία. Πρόκειται για τον ρεπουμπλικανισμό, το επιχείρημα του οποίου ανασυγκροτεί με μεθοδολογική αυστηρότητα ο Πέττιτ, σε αυτό το βιβλίο του. Ο ρεπουμπλικανισμός, προκειμένου να παρουσιασθεί εναργώς και να γίνει κατανοητός, θα πρέπει να συνεξετασθεί με τον φιλελευθερισμό και τον κοινοτισμό, δηλαδή με του δύο βασικούς «συνομιλητές» του. Πρόκειται για θεωρητικές τάσεις με ομόρροπη ή αντίθετη κατεύθυνση; Διαλέγονται και αντιπαρατίθενται ή, απλώς, αλληλοσυμπληρώνονται;
Ένα βασικό κριτήριο εννοιολογικής διάκρισης
Ο ρεπουμπλικανισμός μοιράζεται με τον πολιτικό φιλελευθερισμό τις ίδιες διαφορές ως προς τον αντιφιλελεύθερο κοινοτισμό. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, η κατάδειξη των διαφορών του ρεπουμπλικανισμού με τον κοινοτισμό δεν μας βοηθά να καταλάβουμε σε τι διαφέρει ο ρεπουμπλικανισμός με τον φιλελευθερισμό και, κυρίως, δεν μας βοηθά να καταλάβουμε αν πρόκειται για ένα συγγενές ρεύμα σκέψης ή για μια παραλλαγή –ενδεχομένως πιο ριζοσπαστική– του πολιτικού φιλελευθερισμού. Προκειμένου να προσδιορίσουμε κοινά αλλά και διαφοροποιητικά γνωρίσματα, θα χρειαστούμε ένα βασικό κριτήριο εννοιολογικής διάκρισης. Το βιβλίο του Πέττιτ μάς παρέχει αυτό το κριτήριο, με βάση το οποίο είναι δυνατή η ανασυγκρότηση του ρεπουμπλικανικού επιχειρήματος.
Σύμφωνα με τον ρεπουμπλικανισμό κριτήριο σημασιολογικού προσδιορισμού της ελευθερίας είναι η έννοια της κυριαρχίας. Η σχέση της ελευθερίας με την κυριαρχία είναι αυτή που προσδιορίζει το τι είναι η ελευθερία, κατά τον ρεπουμπλικανισμό. Σε αυτό το εννοιολογικό πλαίσιο, η ελευθερία ορίζεται ως μη κυριαρχία. Σε τι διαφέρει αυτός ο σημασιολογικός, αλλά και πολιτικός, προσδιορισμός της ελευθερίας από την ιδέα της ελευθερίας που προβάλλει ο πολιτικός φιλελευθερισμός; Ο τελευταίος κατανοεί την ελευθερία ως αποτροπή παρεμβάσεων και προσκομμάτων στην ελευθερία των ατόμων. Σε αντίθεση με αυτό τον προσδιορισμό της ελευθερίας, ο ρεπουμπλικανισμός την αντιλαμβάνεται και την προσδιορίζει ως δυνατότητα αποφυγής της κυριαρχίας εντός συγκεκριμένων πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών επιτρεπτικών αυτής της αποφυγής. Δηλαδή, το διαφοροποιητικό γνώρισμα ως προς τους δύο προσδιορισμούς της ελευθερίας –τον φιλελεύθερο και τον ρεπουμπλικανικό – είναι η διάκριση παρέμβασης και κυριαρχίας και η αξιολόγηση της προτεραιότητας ως προς το ποια είναι περισσότερο περιοριστική για την ελευθερία. Ο Πέτιτ, καθώς και όλο το ρεύμα ιδεών του ρεπουμπλικανισμού αναγνωρίζει ως περισσότερο περιοριστική – ενδεχομένως και δυσαπόφευκτη – συνθήκη για την ελευθερία, όχι την παρέμβαση, αλλά την εκδήλωση κυριαρχίας επί της ζωής των ανθρώπων.
Η ρεπουμπλικανική σημασία της πολιτικής ελευθερίας και η αξία της χειραφέτησης
Εφόσον, λοιπόν, ο ρεπουμπλικανισμός αναδεικνύει ως δεσπόζουσα έννοια για τον προσδιορισμό της ελευθερίας την κυριαρχία, η σχέση κυριάρχου και κυριαρχουμένου, με όλο το ιστορικό βάρος το οποίο φέρει μέσα από τη σχέση κυρίου και δούλου, συνιστά και ορίζει το πλαίσιο για τη θέση και την επεξεργασία των συναφών θεωρητικών και πολιτικών προβλημάτων. Αυτός ο προσδιορισμός της ελευθερίας καταδεικνύει ότι η απουσία της, ή ο περιορισμός της, σημαίνει ότι κάποιος παύει να είναι κύριος της ζωής του και αυτήν την κυριαρχία την ασκεί κάποιος άλλος, ο οποίος εν προκειμένω είναι ο κύριος του κυριαρχουμένου. Ακόμη και αν αυτή η κυριαρχία ασκείται με τον πιο διακριτικό τρόπο, η ύπαρξη και μόνο μιας τέτοιας σχέσης, η οποία επιτρέπει τη σύσταση του αντιθετικού και άνισου, ως προς τα δύο μέρη του, ζεύγματος ανάμεσα σε κυρίαρχο και κυριαρχούμενο, είναι αρκετή, για να αποτελέσει συνθήκη έλλειψης της ελευθερίας.
Από τα παραπάνω μπορούμε να καταλάβουμε, ότι, σύμφωνα με τον Πέτιτ, η έννοια της ρεπουμπλικανικής πολιτικής ελευθερίας συγκροτείται σε αναφορά προς τον σκοπό της χειραφέτησης των πολιτών από την εξουσία αλλά και τα πλέγματα των εξουσιαστικών σχέσεων, τα οποία συχνά υφαίνονται στην κοινωνία από ομάδες πολιτών με βάση την εξυπηρέτηση και την ικανοποίηση στενών συμφερόντων. Με αυτή την έννοια, η ρεπουμπλικανική σημασία της πολιτικής ελευθερίας διαφέρει από τον φιλελεύθερο προσδιορισμό της, βάσει των κριτηρίων που διατυπώθηκαν και αποσαφηνίστηκαν παραπάνω. Διαφέρει, επειδή ο ρεπουμπλικανισμός δεν προτάσσει την προάσπιση των πολιτών από την πιθανή αυθαιρεσία του κράτους και των οργάνων του, διότι, κατ’ αυτόν, η πιθανή κρατική παρέμβαση δεν θεωρείται εξ ορισμού εχθρική προς την ελευθερία, αλλά κρίνεται ανάλογα με τις συνθήκες στις οποίες εκδηλώνεται και τους στόχους που, κατά περίσταση, επιδιώκει να επιτύχει.
Το πρόβλημα που τίθεται, σε σχέση με αυτές τις παρεμβάσεις, είναι, σύμφωνα με τον ρεπουμπλικανισμό του Πέτιτ, αν η ασκούμενη πολιτική θα πρέπει αναποφεύκτως να εκφράζει τη γενική λαϊκή βούληση. Σύμφωνα με τον Πέτιτ, έχει προτεραιότητα, όχι αυτή η συλλογική βούληση, αλλά η ανάδειξη της ιδέας της πολιτικής αρετής η οποία θα πρέπει να συνδέει την ευθύνη των πολιτών, ως προς το να μεριμνούν για το δημόσιο συμφέρον και το κοινό αγαθό, με το θεσμικό συγκρότημα των αρχών που είναι αρμόδιες και υπεύθυνες για τη συγκρότηση και την άσκηση της πολιτικής. Έτσι αναδεικνύεται ως στόχος των πολιτικών θεσμών η διασφάλιση της αξιακής συνοχής του δημοσίου αγαθού, η οποία, όμως, απαιτεί και την ατομική ευθύνη των ίδιων των πολιτών ως προς το αν είναι έντιμοι ή διεφθαρμένοι ή αν πράττουν ως πολιτικά υποκείμενα και όχι ως σταυροφόροι συντεχνιακών αποβλέψεων που τιτρώσκουν τον πυρήνα του δημοσίου συμφέροντος. Ωστόσο, η αναγκαία διάκριση ανάμεσα στο δημόσιο αγαθό –υπερασπιστέο από τους πολίτες και τις περισσότερες φορές απειλούμενο από τις επιμέρους στρατηγικές τους, ατομικές και ομαδικές– ακριβώς επειδή συνδέεται τόσο στενά με την ιδέα της πολιτικής ελευθερίας, δεν μπορεί παρά να προσδιορισθεί και εν σχέσει με τη ζητούμενη, αλλά και συχνά αμφισβητούμενη, συμβατότητα ανάμεσα στην ελευθερία και την ισότητα. Αυτή η σχέση θα εξακολουθεί να αποτελεί το βασικό γνώρισμα για τη διάκριση και την ανεξάλειπτη αντίθεση Αριστεράς και Δεξιάς, αλλά και για το πολιτικό ζητούμενο του προσδιορισμού της ελευθερίας μέσα από την ισότητα. Για τον εμπλουτισμό όμως της σχετικής συζήτησης με αυτή την προβληματική, θα χρειαστεί να προσκαλέσουμε στον διάλογο έναν παλαιότερο συνομιλητή. Θα χρειαστούμε τη συμβολή τής πάντοτε επίκαιρης, αναλυτικής πολιτικής φιλοσοφίας του Νορμπέρτο Μπόμπιο, ο οποίος, έχοντας ως βάση του σοσιαλιστικού του ιδεώδους την καντιανή ηθική και πολιτική φιλοσοφία, καθώς και τη μαρξική σύλληψη της κοινωνικής δικαιοσύνης, διερεύνησε τα όρια της σχέσης σοσιαλισμού και κλασικού πολιτικού φιλελευθερισμού και, ως εκ τούτου, αναπροσδιόρισε το αξιακό περιεχόμενο και την επικαιρότητα του δημοκρατικού σοσιαλισμού.
Ο Στέφανος Δημητρίου διδάσκει στον Τομέα Φιλοσοφίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου