Συνέντευξη με τον Δημήτρη Δημηρούλη
Η νέα έκδοση των Ωδών του Ανδρέα Κάλβου, θέτει ένα απλό, αλλά άτεγκτο ερώτημα: μπορούν πια σήμερα οι ποιητές να επιβιώσουν πέραν της φιλολογίας και της κριτικής, ή και της εθνικής ταρίχευσης; Και μάλιστα οι παλαιοί ποιητές, που συνήθως επιβαρύνονται με πολλές δυσκολίες, όχι μόνο γλωσσικές; Αν το πρόβλημα είναι, ευρύτερα, η ίδια η κοινωνία και η τύχη της ποίησης στον πολιτισμό της εποχής, τι κάνουμε όλοι εμείς, για να συμβάλουμε σε μια αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος, πώς προκαλούμε ή παρακινούμε το κοινό, με ποιον τρόπο αναμοχλεύουμε την υπόθεση της ποίησης, τι προτείνουμε για να ξαναβρεί το συλλογικό φαντασιακό τον χαμένο δρόμο ή να ανακαλύψει μια ακόμη κρυμμένη δυνατότητα στον ποιητικό λόγο; Και τι νόημα έχει, υπό τις υπάρχουσες αντίξοες συνθήκες, να εκδώσει κανείς εκ νέου τις Ωδές του Κάλβου; Ποιος νοιάζεται σήμερα για μια ποίηση που επενδύει την ισχυρή πρωτοτυπία της με υψηλούς πατριωτικούς τόνους και μάλιστα σε μια γλώσσα ανοίκεια, σχεδόν ακατανόητη; Με αυτές τις σκέψεις συναντήσαμε τον Δημήτρη Δημηρούλη, ο οποίος, μετά τον Σολωμό (Έργα. Ποιήματα και Πεζά, εκδόσεις Μεταίχμιο) μας έδωσε και τη νέα έκδοση του Κάλβου.
Κώστας Βούλγαρης
-Ας αρχίσουμε από τα αυτονόητα. Πώς προέκυψε ο Κάλβος; Γιατί μία ακόμη έκδοση; Δεν επαρκούν οι ήδη υπάρχουσες;
-Πρώτα και πάνω απ’ όλα: γιατί με ενδιαφέρει η υπόθεση της ποίησης και γιατί μου αρέσει ο Κάλβος. Αν δεν ένιωθα την ανάγκη να μιλήσω για τους ποιητές που αγαπώ, δεν θα έκανα τον κόπο να ασχοληθώ με την εκδοτική τέχνη. Μην ξεχνάτε ότι δεν είμαι εξ επαγγέλματος εκδότης, προτιμώ τον όρο «εμπειροτέχνης», άνθρωπος της δουλειάς, μάστορας, που κάνει κάτι όχι μόνο για να ζήσει αλλά και από μεράκι∙ ένας πλάνης της γραφής που έχει ανάγκη να υποστηρίζει τον στοχασμό για την τέχνη με κάποιο είδος αντισταθμιστικής χειρωναξίας. Όπως λέει ένας πικρόχολος φίλος: «ο μαζοχισμός μπορεί να πάρει τις πιο παράξενες μορφές».
-Ναι, αλλά ο Κάλβος;
-Είναι απλό. Μιλούσα με τον εκδότη του «Μεταίχμιου», τον Νώντα Παπαγεωργίου, συμπατριώτη και παλαιό συμφοιτητή, για την ιστορία αυτή, όταν με μεγάλη προθυμία συμφώνησε να αρχίσουμε μια σειρά για την ελληνική ποίηση και να αναλάβω την ευθύνη. Δέχτηκα να ασχοληθώ με τέσσερεις ποιητές, δύο του 19ου αι. (Σολωμός, Κάλβος) και δύο του 20ού (Καβάφης, Καρυωτάκης) και αν όλα πάνε καλά να συνεχιστεί η σειρά με άλλους επιμελητές. Ξέρω ότι ανέλαβα βαρύ έργο αλλά ελπίζω να κρατηθώ γερός και να το τελειώσω. Διάλεξα τους ποιητές για του οποίους ήθελα να μιλήσω, για τους οποίους νόμισα ότι έχω κάτι να πω.
-Αυτό όμως θα μπορούσε να γίνει σε ένα δοκίμιο ή μια μελέτη, γιατί προχωρήσατε σε νέα έκδοση;
-Γιατί ήθελα να συνδυάσω δύο πράγματα: την κριτική ερμηνεία με την εκδοτική πρακτική. Η πρώτη έχει να κάνει με την εκ νέου ανάγνωση της ποίησης του Κάλβου, η δεύτερη με μια έκδοση του Κάλβου που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του καιρού. Οι δύο αυτές πράξεις είναι αλληλένδετες. Αν δεν είναι, χάνουν και οι δύο. Η σύνδεσή τους, όταν γίνει αξιόπιστα και δημιουργικά, πετυχαίνει να φέρει στην επιφάνεια του καιρού μια καινούργια συνολική πρόταση για την καλβική ποίηση. Τα υπόλοιπα ανήκουν στο πεδίο της πρόσληψης. Το μέλλον θα δείξει αν το εγχείρημα είχε νόημα ή αν πέρασε ξώφαλτσα.
-Τι ακριβώς εννοείτε με τον όρο εκδοτική τέχνη;
-Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ένα πράγμα. Αν αποφασίσεις να γίνεις εκδότης είσαι υποχρεωμένος να γνωρίζεις τι πας να κάνεις. Δεκαετίες τώρα διεξάγεται στην Ευρώπη και στην Αμερική μεγάλη συζήτηση για τους κανόνες, τις αρχές, τις πρακτικές και τις θεωρητικές προϋποθέσεις της εκδοτικής τέχνης. Δυστυχώς στην Ελλάδα λίγα πράγματα από αυτά βρήκαν τον δρόμο τους. Μείναμε στην παμπάλαια και άγονη συζήτηση αν η έκδοση θα είναι κριτική ή διπλωματική ή χρηστική ή φιλολογική/ιστορική. Δεν συζητάμε για τη σχέση της κριτικής ερμηνείας με τα ενδοκειμενικά και παρακειμενικά δεδομένα, δεν ενδιαφερόμαστε για τις θεωρητικές παραμέτρους μιας ερμηνευτικής πράξης όπως είναι η έκδοση ενός κειμένου, δεν εξετάζουμε τις ιδεολογικές και πολιτικές χρήσεις ή καταχρήσεις συγκεκριμένων εκδοτικών προτάσεων. Όλοι περιμένουν την οριστική, καταπληκτική, επιστημονική, αυθεντική έκδοση. Σαν να πρόκειται για την Αγία Γραφή. Ωσάν η επιστημονική πράξη να προκύπτει από τον δοκιμαστικό σωλήνα υπό συνθήκες πλήρους αποστείρωσης, εντελώς αμόλυντη από τον πραγματικό κόσμο. Δεν αντιλαμβάνονται ότι κάθε έκδοση (που δεν είναι ποτέ αλάνθαστη και τελική) φέρει τη σφραγίδα του εκδότη. Εκδοτική τέχνη σημαίνει ότι υπηρετώ το κείμενο όσο καλύτερα μπορώ και όχι ότι υπηρετώ τις εμμονές και τις φαντασιώσεις της φιλολογίας.
-Το λέτε αυτό εσείς, ένας φιλόλογος; Πώς μπορεί μια επιστήμη να λειτουργεί με φαντασιώσεις και εμμονές; Μοιάζει σαν να εμπίπτει στις αρμοδιότητες των ψυχιατρικής.
-Θα ήμουν μάλλον διστακτικός να διεκδικήσω πια τον ένδοξο τίτλο του φιλολόγου. Όσο περνούν τα χρόνια νιώθω ότι ο ίδιος ο χώρος με αποδιώχνει. Μπορεί να μην φταίει ο χώρος. Αν εσύ είσαι αταίριαστος, αν δεν ταιριάζουν και τα χνώτα... Είχα πάντα μια άλλη αντίληψη για τη φιλολογία από την καθιερωμένη. Καλώς ή κακώς. Θα προτιμούσα μάλλον την προσωνυμία σχολιαστής ή σχολιογράφος. Όσο για την ελληνική φιλολογία, δεν ξέρω αν χρειάζεται ψυχίατρο, σίγουρα όμως χρειάζεται ένα γερό ταρακούνημα. Είναι γερασμένη και μαραγκιασμένη. Άσε που έχει και τα σουσούμια της παροιμιακής γεροντοκόρης. Συμπερασματικά: αν δεν γλιτώσει κανείς από το κυρίαρχο ρεύμα, δεν υπάρχει ελπίδα να πάρει άλλη τροπή η συζήτηση για την ποίηση και το εκδοτικό ζήτημα.
-Ωστόσο, εσείς δράσατε και ως φιλόλογος στην έκδοση του Κάλβου.
-Υπό την έννοια ότι δεν κομίζει κανείς γλαύκας. Αυτό σημαίνει αναγνώριση του κόπου και της επιστημοσύνης των άλλων. Η έκδοση των Ωδών του Κάλβου έχει μια ιστορία. Εσύ έρχεσαι μετά από αυτήν. Οφείλεις, δεν σου οφείλουν. Βέβαια παραλείπεις πολλούς. Μια καινούργια έκδοση δεν σημαίνει ότι μπορεί να καλύψει όλον τον χώρο των καλβικών σπουδών. Κάτι τέτοιο είναι και αδύνατο και απρόσφορο. Έχετε όμως δίκιο. Δεν μπορεί κανείς να γίνει εκδότης αν δεν πειθαρχήσει. Δεν θα έλεγα όμως ότι έδρασα τόσο ως φιλόλογος όσο ως ένας φανατικός της ερμηνείας, που θεωρεί ότι η εκδοτική τέχνη δεν είναι ξένη από τη θεωρητική αγωγή του και τους συγγραφικούς σχεδιασμούς του.
-Ποια νομίζετε ότι είναι η καθαρά εκδοτική σας συνεισφορά;
-Μολονότι δεν συμφωνώ με τον διαχωρισμό ερμηνείας και έκδοσης, θα έλεγα, για να διευκολύνω τη συζήτηση, ότι αυτή η συνεισφορά, σε μετρήσιμο και αναγνωρίσιμο επίπεδο, συνοψίζεται στα εξής: α) το κείμενο των είκοσι και μία ωδών δίνεται αυτούσιο, με όλες τις γλωσσικές ιδιαιτερότητες του Κάλβου, ακόμη και τα αθέλητα λάθη, αλλά στο μονοτονικό, β) για να διευκολυνθεί ο αναγνώστης υπάρχει υποσελίδιος σχολιασμός (γλωσσικός, ερμηνευτικός και πραγματολογικός), χρήσιμος και για το έργο της διδασκαλίας, γ) το τελικό κείμενο έχει παραβληθεί με τις πρώτες εκδόσεις καθώς και με όλες τις γνωστές εκδόσεις του Κάλβου έως σήμερα, δ) η έκδοση συνοδεύεται από χρονολόγιο και ευρετήριο, ε) για όσους προτιμούν να ακούν την ποίηση, υπάρχει, σε συνοδευτικό οπτικό δίσκο, η εξαίρετη απαγγελία όλου του καλβικού έργου από τον Βασίλη Παπαβασιλείου. Πρέπει να τονίσω ότι ικανοί φιλόλογοι υπάρχουν στην Ελλάδα και έχουν κάνει πολλά για τη μελέτη του Κάλβου. Η γενική ωστόσο κατεύθυνση του χώρου (ιδιαίτερα στις συναφείς πανεπιστημιακές σχολές) εδώ και πολλές δεκαετίες είναι μονομερής και εσωστρεφής. Εκτός από σπάνιες περιπτώσεις, το κλίμα δεν ευνοεί τομές, ρήξεις και ριζοσπαστικές αναθεωρήσεις.
-Ας πούμε ότι έχετε πετύχει μια αξιοπρεπή φιλολογική έκδοση. Με ποιον τρόπο υπηρετείται η ερμηνεία, πέρα από τη φροντίδα για φιλικότερη διαθεσιμότητα της καλβικής ποίησης;
-Αναμφίβολα με την «Εισαγωγή». Εκεί που κάθε εκδότης τοποθετείται έναντι της ποίησης και του ποιητή, ερμηνεύει τη σημασία του έργου για τον σύγχρονο αναγνώστη και εκθέτει τις βασικές αρχές της έκδοσής του. Στην περίπτωση του Κάλβου αυτή η εισαγωγή είναι ένα ολόκληρο βιβλίο, και όχι ένα ευκαιριακό κείμενο λίγων σελίδων, ίσα-ίσα για να λειτουργεί προσχηματικά σε μια έκδοση που δεν έχει τίποτε να προσφέρει επί της ουσίας. Βέβαια μια τέτοια εισαγωγή έχει τους περιοριστικούς κανόνες της. Ο εκδότης μπορεί να είναι όσο ευρηματικός θέλει στην ερμηνεία του κειμένου, δεν μπορεί όμως να αποφύγει να προσφέρει, παράλληλα, τα βιογραφικά και εργογραφικά στοιχεία, τις ιστορικές πληροφορίες για την εμφάνιση του έργου, τη συνοπτική παρακολούθηση της πρόσληψής του και τεκμήρια της σημασίας του για τον ελληνικό ποιητικό λόγο εν γένει. Το ίδιο σημαντική, εφόσον συντρέχει λόγος, είναι και η τοποθέτηση του έργου στα ευρωπαϊκά του συμφραζόμενα. Αυτό προσπάθησα να κάνω στον Κάλβο. Αν το πέτυχα, είναι άλλου παπά ευαγγέλιο.
-Πριν τον Κάλβο, εκδώσατε τον Σολωμό. Ποιες δυσκολίες συναντήσατε εκεί; Θα λέγατε ότι πρόκειται για κείμενα που έχουν ανάλογες απαιτήσεις;
-Κάθε άλλο. Ο Σολωμός είναι το Βατερλό του φιλολόγου και του κριτικού. Δεν νομίζω να υπάρχει άλλο έργο, τουλάχιστον σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που να παρουσιάζει τέτοιες δυσκολίες. Εκτός από ορισμένα κείμενα που δημοσιεύτηκαν, ή κατά κάποιον τρόπο ολοκληρώθηκαν, όσο ζούσε ο ποιητής, όλα τα υπόλοιπα βρίσκονται σε χαώδη κατάσταση αέναης ρευστότητας. Από αυτό το «αρχείο» ο εκδότης πρέπει να δώσει στο κοινό πρωτίστως ελληνικά ποιήματα. Το κατόρθωσε αυτό με ιδιοφυή τρόπο ο πρώτος εκδότης του Σολωμού, ο Πολυλάς. Μετά από αυτόν, και παρά τις βελτιώσεις, διορθώσεις και προσθήκες, όλοι οι άλλοι εκδότες, μέσες άκρες, διαιωνίζουν τον δικό του Σολωμό. Η μόνη «πιστή» έκδοση του Σολωμού είναι η φωτομηχανική αναπαραγωγή των χειρογράφων του που έκανε ο Λίνος Πολίτης το 1964. Αλλά αυτός είναι ένας μη αναγνώσιμος Σολωμός. Για να «παραχθεί» έργο προσιτό στον μέσο αναγνώστη είναι απαραίτητη η μεσολάβηση του εκδότη. Γενικά το σολωμικό έργο θέτει κρίσιμα ερωτήματα, που ακόμη δεν έχουν διερευνηθεί σε όλο το θεωρητικό τους βάθος. Με τον Κάλβο τα πράγματα είναι διαφορετικά, αφού εξέδωσε ο ίδιος, όσο ζούσε, όλες τις γνωστές ωδές του. Ο εκδότης δεν έχει να ανταπεξέλθει σε δυσκολίες παρόμοιες με εκείνες του σολωμικού έργου. Ωστόσο χρειάζονται πολλές επεξηγήσεις, διευκρινίσεις και ιστορικοί συσχετισμοί, για να αναδυθεί και πάλι το έργο του Κάλβου στο πεδίο της ανάγνωσης.
-Είναι όντως κάτι τέτοιο εφικτό στην εποχή μας; Πιστεύετε ότι υπάρχει σήμερα ένα κοινό που μπορεί να προσέξει τον Κάλβο, ή το ζήτημα ενδιαφέρει λίγους ειδικούς, και ίσως το εκπαιδευτικό σύστημα, που απλά χρειάζεται κάποια «εργαλεία», εν τέλει για να κάνει σπουδαστές και μαθητές να μισήσουν την ποίηση;
-Δεν ξέρω. Σίγουρα δεν μιλάμε για το ευρύ κοινό. Πάντα η ποίηση στον σύγχρονο κόσμο ενδιέφερε λίγους. Σήμερα, στην ψηφιακή εποχή, ακόμη λιγότερους. Νιώθει κανείς σαν να ανήκει σε μυστική οργάνωση κατατρεγμένων λοξών. Για μένα το στοίχημα, έστω και σε μικρή κλίμακα, έχει ενδιαφέρον. Άλλοι μπορεί να το βρίσκουν άσκηση τυφλού στην ουτοπία. Ζεις πάντα, ανάμεσα σε πολλά άλλα, με τις προκαταλήψεις, τις αυταπάτες και τις συνήθειές σου. Αν κάποιοι το βρίσκουν αυτό παλιομοδίτικο, τους θυμίζω ότι οι «μόδες» δεν έρχονται μόνο αλλά και επανέρχονται. Εξαρτάται από το πώς βλέπεις την πορεία του χρόνου: ευθύγραμμη ή κυκλική; Θα διαφωνούσα όμως λίγο ως προς την εκπαίδευση. Ποίηση και διδαχή δεν είναι ξένα πράγματα μεταξύ τους. Αρκεί να υπάρχει άποψη για τη συνύπαρξή τους και όχι να θεωρείται η διδασκαλία της ποίησης εκπαιδευτική ή, το χειρότερο, εξεταστική διεκπεραίωση. Αν αποσυνδεθεί η διδαχή από την απόλαυση του κειμένου, το παιχνίδι έχει χαθεί. Κερδίζεις μόνο αρνητές.
-Πώς βλέπετε ότι σας αντιμετωπίζει η φιλολογική συντεχνία, ιδιαίτερα όσοι ασχολούνται με τον Σολωμό και τον Κάλβο, και μάλιστα εκδοτικά; Πώς κρίνουν την έκδοσή σας;
-Η συντεχνία, όπως σωστά την ονομάσατε, είναι ανθεκτικό σώμα, με γερά ερείσματα στον θεσμό. Υπερασπίζεται με πάθος, αλλά χωρίς πάντα να φαίνεται, τα συμφέροντά της. Για δεκαετίες άλλωστε έχει μοιράσει ειδικότητες, εξουσίες, πρακτορεύσεις και σατραπείες. Διεκδικεί ένα είδος ανεπίσημης αποκλειστικότητας, ένα κοπιράιτ. Ο Σολωμός και ο Κάλβος θεωρούνται, κατά κάποιον τρόπο, επιστημονικά φέουδα, με όλα τα συνακόλουθα: ιεραρχίες, κληροδοτήματα, χειροθεσίες, ομολογίες πίστεως, παρασκήνια, ανακηρύξεις και αποκηρύξεις, σκοτεινά πάθη και συνήθως ...πολύ κακό για το τίποτα. Αν κάποιος απέξω εμφανιστεί στον χώρο, ή θα γίνει τελικά αποδεκτός (αφού πληρώσει τα σχετικά διόδια) ή θα έχει άγνωστη τύχη. Οι αντιδράσεις ποικίλλουν: από την απόλυτη σιωπή έως την επιφόρτισή του με τον ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου. Ενδιάμεσα, μπορεί να πέσεις στην υπεροπτική δυσφορία ή στην κακιασμένη έχθρα. Τίποτε το ιδιαίτερο θα μου πείτε. Σωστά. Αρκεί να μην ενδύονται όλα αυτά τη λεοντή της σοβαρής κριτικής. Όσο για μένα, μπορώ να σας πω ότι για την ώρα ασχολούμαι με τον Καβάφη. Τη δική μου δουλειά την έκανα, ας κάνουν και οι άλλοι τη δική τους.
-Διακρίνω κάποιο παράπονο στα λόγια σας;
-Κάθε άλλο. Όποιος μπαίνει στον χορό πρέπει να χορέψει. Από χρόνια άλλωστε έχω εκφράσει την απέχθειά μου για τις παραπονεμένες μεγαλοφυΐες και τα αδικημένα ταλέντα. Έτσι παίζεται το παιχνίδι. Αν επιμένει κανείς να ζει στη δική του ενορία και να σηκώνει δικό του μπαϊράκι, πρέπει να γνωρίζει και να περιμένει τις συνέπειες. Ως εκ τούτου, τι άλλο μπορώ να πω; Πάρτε για παράδειγμα κάποιους κριτικούς. Είναι φανερό ότι ανήκουμε σε άλλη ενορία. Διαφωνούμε, τόσο κοσμοθεωρητικώς όσο και αισθητικώς. Στην πραγματικότητα, δεν έχω καν την υπομονή να διαφωνήσω. Με κουράζει η νερόβραστη σκέψη και η χαζοχαρούμενη γραφή.
-Μήπως είστε υπερβολικός; Πώς θα περιμένατε δηλαδή να σας κρίνουν; Ο καθένας έχει την ελευθερία να κρίνει όπως θέλει και να εκφραστεί ανάλογα.
-Το ίδιο δικαίωμα έχω όμως κι εγώ, το δικαίωμα δηλαδή αν θα απαντήσω ή όχι, ή ποιον τρόπο θα διαλέξω. Δεν νομίζω ότι υπερβάλλω. Όταν κρίνεις ένα βιβλίο, το κρίνεις γι’ αυτό που έχει ή δεν έχει κάνει, γι’ αυτό που προσφέρει ή δεν προσφέρει. Συζητάς επίσης τις απόψεις του άλλου, παίρνεις σοβαρά τη γνώμη του και σέβεσαι τον μόχθο του, εάν φυσικά υπάρχει. Η κριτική ξεκινά από το σημείο αυτό και μετά. Αλλά συνήθως γίνεται το αντίθετο. Απλώς κάποιοι βρίσκουν προφάσεις και αφορμές για να κορδακίζονται, λέγοντας ό,τι τους κατέβει.
-Ας επιστρέψουμε όμως στον Κάλβο. Αυτός είναι που μας ενδιαφέρει εδώ. Στην «Εισαγωγή» σας χρησιμοποιείτε την έννοια της ξενότητας για ερμηνεύσετε το έργο του. Μπορείτε συνοπτικά να μας εκθέσετε τον κεντρικό πυρήνα της άποψής σας;
-Η ξενότητα είναι μια σκόπιμα διαλεγμένη λέξη για να περιγράψω αυτό που στην ποίηση του Κάλβου δεν είναι δυνατόν να περιγραφεί. Είναι το περίσσευμα που γλιστρά από την ερμηνεία, που δεν χωράει στην κατανόηση, το βάρος του λόγου που τον κάνει ξεχωριστό, ενώ σε όλα τα ποιητικά επιμέρους θα μπορούσε να θεωρηθεί απλός στιχοπλόκος. Καταλαμβάνει όλη την επικράτεια του έργου: την ίδια τη γραφή του, την αναγνωστική δεξίωσή του, τη θέση του στην ιστορία της λογοτεχνίας, την πορεία του στον χρόνο (κυρίως την τύχη του στα χέρια άλλων ποιητών), τη σημερινή του κατάσταση. Δεν αποδίδω την ξενότητα στις προθέσεις του Κάλβου αλλά στη δράση του ποιητικού του λόγου, όπως εγώ τον διαβάζω. Δεν ορίζει μόνο μια ποιητική δυσκολία ή διαφορά αλλά μια αινιγματική ιδιαιτερότητα, που μόλις πας να την ερμηνεύσεις την ίδια στιγμή την χάνεις. Ο Κάλβος φέρνει σε δύσκολη θέση τους ερμηνευτές κάθε εποχής, γιατί απαιτεί να απαντήσεις στο αμείλικτο ερώτημα: με ποια κριτήρια ένα ποίημα θεωρείται σπουδαίο και μοναδικό, με ποια μέτριο και αδιάφορο; Τουτέστιν, καλούμαστε να απαντήσουμε, γιατί πρέπει να διαβάζουμε ακόμη τον Κάλβο, αν αποκλείσουμε τα γραμματολογικά, εθνοπατριωτικά, επετειακά και εθιμικά κριτήρια; Πιστεύω ότι χωρίς την ενδογενή του ξενότητα (ένα είδος αντίπραξης στον ίδιο του τον εαυτό, μια ιδιοτελής αντίσταση στην ίδια την ποιητική γλώσσα), λίγοι θα τον γνώριζαν σήμερα και ακόμη λιγότεροι θα νοιαζόταν για το έργο του.
-Κάτι τέτοιο όμως που περιγράφετε με τον όρο ξενότητα δεν χαρακτηρίζει κάθε ποιητική ιδιαιτερότητα, ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου;
-Ασφαλώς. Με τη μόνη διαφορά ότι στον Κάλβο ξεπερνά το επίπεδο της προσωπικής ιδιαιτερότητας. Είναι μια ένταση που αναπτύσσεται ανάμεσα στη μορφή της γραφής και στον εαυτό της. Η ένταση αυτή διογκώνεται και αντανακλάται στο σύνολο της ποιητικής χειρονομίας. Ο Κάλβος μοιάζει να είναι ξένος ακόμη και έναντι του ποιητικού εγώ του, πράγμα όχι και τόσο συνηθισμένο στην ελληνική ποίηση.
-Τελειώνοντας, πώς θα περιγράφεται το εγχείρημά σας, να φέρετε στο προσκήνιο έναν ποιητή του 19ου αιώνα, εσείς ένας θεωρητικός της λογοτεχνίας ή, όπως σας χαρακτηρίζουν ορισμένοι, ένας οπαδός της αποδόμησης;
-Κατ’ αρχάς δεν είμαι οπαδός κανενός πράγματος. Η συνάντηση με την αποδόμηση υπήρξε σημαντική όταν συνέβη, στις αρχές τις δεκαετίας του 1980, όχι γιατί μου έδωσε μια συνταγή να αναλύω τα κείμενα αλλά γιατί με βοήθησε να οργανώσω τη σκέψη μου και να σκεφτώ σοβαρά για το συνολικό φαινόμενο του λόγου (προφορικού και γραπτού). Ακόμη περισσότερο, με ανάγκασε να αντιμετωπίσω, χωρίς υπεκφυγές, το περίπλοκο φαινόμενο της λογοτεχνίας σε όλες τις εκφάνσεις του (συγγραφή, πρόσληψη, κειμενική ανάλυση). Προφανώς, δεν ήταν η μόνη πηγή έμπνευσης, σίγουρα όμως στάθηκε καθοριστική. Δεν θα έλεγα επίσης ότι είμαι θεωρητικός της λογοτεχνίας, με την αυστηρή έννοια του όρου. Όπως είπα και πριν, προτιμώ να λογίζομαι εμπειροτέχνης της γραφής, που ενδιαφέρεται να εμπλακεί στο κοινωνικό φαινόμενο της τέχνης με στοχαστικό τρόπο, που δεν θέλει ούτε μπορεί να διαχωρίσει τη σκέψη από τη φαντασία, τον λογισμό από το όνειρο. Αν εννοείτε έτσι τη θεωρία της λογοτεχνίας, θα με τιμούσε το όνομα «θεωρητικός».
-Τι θα λέγατε, με μια φράση, στους επικριτές σας, πώς θα τους συστήνατε να διαβάσουν τον Κάλβο σας;
-Ελπίζω (μάλλον είμαι βέβαιος) ότι δεν έχω μόνο επικριτές. Αυτό είναι μια βολική προκατάληψη για όσους κρατούν μαζί μου ανοιχτούς λογαριασμούς. Αν δεν ένιωθα τη θετική αντίδραση, αν δεν άκουγα τον λόγο τον καλό και αν δεν έβλεπα τη ματιά της αποδοχής, δεν νομίζω ότι θα άντεχα να συνεχίσω. Σας βεβαιώνω ότι όλα αυτά ούτε σπάνια ούτε ασήμαντα είναι. Και γι’ αυτό προχωρώ. Για τους υπόλοιπους, θα έλεγα να δοκιμάσουν τον δρόμο που τους προτείνω για να συναντήσουν τον ποιητή σε άλλη επικράτεια. Μπορεί και να τους αιφνιδιάσει ευχάριστα. Η ποίηση, πάνω απ’ όλα, μας καλεί να τη διαβάσουμε και να την κατανοήσουμε πρωτίστως ως κειμενική πραγματικότητα. Ακόμη μία φράση, κινέζικη μάλιστα, και ας την πάρει το ποτάμι: «Το δηλητήριο κάνει κακό περισσότερο σε αυτούς που το έχουν παρά σε αυτούς που το δέχονται».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου