Ο ποιητής ως πολίτης του ιστορικού παρόντος
επιμέλεια Κώστας Βούλγαρης, Λήδα Καζαντζάκη
τχ. 66, 21/3/2004
Γράφουν: Λήδα ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ, Θανάσης ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ, Αλέξης ΖΗΡΑΣ, Μάσσιμο ΚΑΤΣΟΥΛΟ, Στάθης ΓΟΥΡΓΟΥΡΗΣ, Λευτέρης ΠΟΥΛΙΟΣ, Σπύρος ΒΡΕΤΤΟΣ, ACTIVE MEMBER, Κώστας ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ
Το πολιτικό εγώ της ποίησης
Της Λήδας ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ
Υπήρξαν πολλοί αυτοί που έσπευσαν να προαναγγείλουν, μετά το '89, το τέλος των ιδεών και των τεχνών. Που έτρεξαν να φωλιάσουν στο |βολικό καταφύγιο| ενός έμμετρου και αναχρονιστικού ρομαντισμού, που κατέκριναν την εκτεινόμενη πεζολογία ως ισοπεδωτική πεζότητα και το πείσμα της πίστης σε κάποιες ιδέες ως κούφια ιδεολογία.
Η συνύπαρξη και η συνομιλία, σε μια ημερίδα ποίησης, δημιουργών από τη |γενιά| που εμφανίστηκε μετά τον πόλεμο μέχρι σήμερα καταδεικνύει με τον πιο εμφανή τρόπο ότι |η περιπέτεια αυτή δεν έχει τέλος|, όπως έχει γράψει ο κριτικός Κώστας Βούλγαρης, που έχει τη φιλολογική επιμέλεια της εκδήλωσης. Αποδεικνύει ότι οι σύγχρονοι ποιητές, οι μεταπολεμικοί ποιητές, οι ποιητές του '70 και της Μεταπολίτευσης, παρά τους διαφορετικούς προσανατολισμούς, τα ερεθίσματα που δέχτηκαν και τους διαμόρφωσαν και εν μέρει τους διαχωρίζουν, συνδέονται με μια κόκκινη κλωστή, ένα μίτο, που μέσα από τις δαιδαλώδεις διαδρομές του καθενός μάς οδηγεί στην έξοδο. Εκεί όπου το εγώ του νεωτερικού ανθρώπου συνδιαλέγεται με το ποιητικό εγώ και το ποιητικό εγώ με το ιστορικό και κοινωνικό υπερεγώ της ποίησης. Δείχνει ότι μπορούν να υπάρξουν αισθητές διαφοροποιήσεις στο ύφος των σχεδόν συνομήλικων Δάλλα και Κωσταβάρα, Κούρση και Μπλάνα και ότι μπορούμε να σύρουμε ευθείες γραμμές ανάμεσα στον Δάλλα και τον Μπλάνα ή τον Λάγιο, ότι οι λεγόμενες γενιές μπορούν να συναντηθούν, όταν η ποίηση εντάσσεται μέσα στη ζωή και στα δρώμενα. Όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει. Ακόμα ή και επειδή δεν ζούμε πια την εποχή των μεγάλων οραμάτων, και "Μας έρχεται μακρινός και παράταιρος ήχος τυμπάνου".
|Το ποίημα - ιστορία υπήρξε ένας από τους κρίκους διασύνδεσης της πρώτης και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς με τον Καβάφη|, γράφει ο Γιάννης Δάλλας στις εκπληκτικές |Σπουδές| του στον Καβάφη. Θα τολμούσα να προσθέσω ότι μαζί με τον Καρυωτάκη συνεχίζει να αποτελεί έναν κρίκο σύνδεσης με τη |γενιά της Μεταπολίτευσης|. Εισακούοντας τους δικούς της εσωτερικούς ήχους, αυτό που κάποιοι, εσφαλμένα κατά τη γνώμη μου, αποκάλεσαν "ιδιωτικό όραμα", που όμως αντανακλούσαν το ιστορικό γίγνεσθαι, χρησιμοποίησε έναν λόγο καθημερινό. Έναν λόγο που βγάζει τα ποιήματά της από την μόνωση, τα απελευθερώνει θα έλεγα. Και τα φέρνει κοντά σε λαϊκούς ποιητές, όπως οι τραγουδοποιοί του συγκροτήματος των Active Member από το Πέραμα. Γιατί η γλώσσα τους είναι πηγαία. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να εξηγήσει κανείς αυτήν την περίεργη αντιστοιχία του έντεχνου λόγου με την άμεση έκφραση της ελληνικής εκδοχής της ραπ; Τους στίχους από τα |Νηπενθή| του Καρυωτάκη "πικροί όταν έλθουν χρόνοι, κάνε τον πόνο σου άρπα και πέ τονε τραγούδι" με τη φράση του ιδρυτικού μέλους των Active Member, Mιχάλη Μυτακίδη --στη συνέντευξη που ακολουθεί-- "μέχρι πριν από λίγα χρόνια δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί οι ποιητές γράφουν κάτι και δεν το τραγουδάνε". Ή εκείνο τον γήινο στίχο του Γιώργου Μπλάνα στο |Επεισόδιο| "Τι σημασία έχει αν η γλώσσα δεν απαιτεί να θάψεις τα σφάγιά της, σκάβοντας ένα χώμα σκληρό σαν αξίνα;". Που συνάδει απόλυτα με την πρόταση του Μυτακίδη "Γράφω έτσι όπως σκάβω ένα χωράφι" και την αποστροφή του λόγου του εκφραστή του μπητ στην Ελλάδα, του Λευτέρη Πούλιου, που λέει ότι από την σύγχρονη αγγλοσαξωνική ποίηση ξεχωρίζει τον τραγουδιστή Νικ Κέιβ.
Όποια διαδρομή και αν ακολούθησαν οι δημιουργοί, όποιον επιθετικό προσδιορισμό και αν φέρουν, σημασία έχει η όσμωση που έχει επέλθει, ανεξαρτήτως των συντελεστών της, τυχαία, και αποκαλύπτει το πολιτικό εγώ της ποίησης, ως μια αληθινή ανάγκη έκφρασης του σύγχρονου ανθρώπου.
|Η Λήδα Καζαντζάκη είναι ιστορικός τέχνης|
Τι είναι η πολιτική ποίηση σήμερα;
Του Θανάση Κωσταβάρα
Για να μην ψαχνόμαστε, μακρηγορώντας με ορισμούς, ας δούμε ποια χαρακτηριστικά των ποιητών που έχουν γράψει |και| πολιτική ποίηση γίνονται αντιληπτά από τον αναγνώστη. Στο έργο λοιπόν αυτών των ποιητών υπάρχει μια χροιά, που παραπέμπει σε αρχές ευδιάκριτα πολιτικές. Και αυτό δεν σημαίνει καθόλου πως μπορεί να γίνεται μονοσήμαντα, σα να διαβάζει κανείς κομματικά μανιφέστα -τότε προφανώς θα πρόκειται για κακή ποίηση! Αντίθετα, η λεγόμενη πολιτική ποίηση είναι πολυσχιδής και πλούσια νοημάτων. Έχοντας πολιτικές και ιδεολογικές ρίζες, καταξιώνεται: α) Όταν υπερβαίνει τα χρονικά και ιστορικά πλαίσια από τα οποία προέκυψε, ώστε να αφορά γενικότερα τον πάσχοντα άνθρωπο, που συνθλίβεται από τις κοινωνικές αδικίες και τις πολιτικές προκλήσεις. β) Όταν στρατεύεται κατά των πολέμων και τάσσεται αλληλέγγυα των κοινωνικών αγώνων, οπότε προκύπτει, ως στάση ζωής, μια πολιτική ηθική, ένα πολιτικό δέον, που αποτυπώνεται στην ποίηση με τρόπο δραματικό. γ) Αυτό απηχεί τη συγκίνηση και την ευαισθησία του ποιητή, που δεν αδιαφορεί στο συλλογικό κάλεσμα, μέτοχος έτσι ενός υπερατομικού οράματος, στον αντίποδα δηλαδή της εσωστρέφειας.
Τελικά, καταλήγουμε ότι η πολιτική ποίηση συνδιαλέγεται με το κοινωνικό και ηθικό παρόν μιας εποχής, που εγγράφεται ως μια αντίδραση απέναντι στον εφησυχασμό και τον κομφορμισμό, που παρακάμπτουν τα αδικαίωτα αιτήματα των ανθρώπων. Γι' αυτό η πολιτική ποίηση ανθεί κυρίως σε εποχές με έντονους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες. Ως ένα, διαχρονικώς, ευδιάκριτο παρόν
Ποίηση και ιθαγένεια
Ο 20ός αιώνας που μας έχει αφήσει πάμπολλα θέματα ανοιχτά, ήταν εξαιρετικά γόνιμος σε καλλιτεχνικά κινήματα, σε λογοτεχνικές πρωτοπορίες και σε αισθητικά ρεύματα που προσέλαβαν, για πρώτη ίσως φορά στην ιστορία των πολιτισμών, μια εντυπωσιακή διεθνή εξάπλωση. Η ελληνική ποίηση, στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, είναι αλήθεια ότι ακολούθησε στα σημαντικότερα σημεία της εξέλιξής της μια από τις δυναμικότερες τάσεις της ρομαντικής και τη μοντερνιστικής προβληματικής: την ψαύση και την αναζήτηση της ιθαγένειας. Πρόκειται για αίτημα που διατηρήθηκε ενεργό επί πολλά χρόνια σε χώρες της ευρωπαϊκής περιφερειακής ζώνης και που εκφράστηκε εντατικά επίσης στην πολιτική ηθική και στον κοινωνικού χαρακτήρα στοχασμό.
Ασφαλώς, δεν είναι τυχαίο ότι μια σειρά μειζόνων ποιητών -ως προς το εκτόπισμά τους στην ποιητική παραγωγή αλλά και ως προς το ύψος της φωνής τους- επιδόθηκαν συστηματικά στη δημιουργία ποιητικών συνθέσεων, οι οποίες είχαν άμεση σχέση με τη συλλογική, δημώδη παράδοση και με τους διαχρονικούς μύθους που αποτελούν ακρογωνιαίους λίθους αυτής του οράματος της ιθαγένειας. Όσο δηλαδή και αν διαφέρουν ως προς την τεχνική και τη γλώσσα τους τα έργα του Κωστή Παλαμά, του Άγγελου Σικελιανού, του Απόστολου Μελαχρινού, του Γιάννη Ρίτσου, του Οδυσσέα Ελύτη, του Γιώργου Σεφέρη, του Νίκου Εγγονόπουλου, συγκλίνουν ως προς την επιλογή της ποιητικής σύνθεσης. Εφόσον βέβαια δεχθούμε το αυτονόητο~ ότι δηλαδή η ποιητική σύνθεση συνήθως ενσωματώνει ένα ενοποιό στοχαστικό, πολιτικό, αισθητικό νόημα που προβάλλεται ως κοσμοείδωλο -ως σχήμα της ιθαγένειας.
Ο δρόμος είναι μακρύς
Μάσσιμο Κατσούλο
κλασικός φιλόλογος, μεταφραστής νεοελληνικής λογοτεχνίας
|* Ποια υποδοχή έχουν οι μεταφράσεις ελληνικής λογοτεχνίας στην Ιταλία;|
Σε μια εποχή πολιτιστικής αποικιοκρατίας, το να γράφει κανείς σε μια γλώσσα που την μιλούν λίγα εκατομμύρια άνθρωποι φαίνεται να είναι προπατορικό αμάρτημα.
Η αδιαφορία των μεγαλύτερων εκδοτικών οίκων (οι μόνοι που διαθέτουν τα απαραίτητα κεφάλαια για να προωθήσουν ένα βιβλίο) δεν βοηθάει σε μια ευρεία διάδοση της ελληνικής λογοτεχνίας. Όμως το ιταλικό κοινό μπορεί να διαβάσει κάποιους σημαντικούς σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς, χάρις στην πρωτοβουλία του εκδότη Crocetti (Κροτσέτι) του Μιλάνου, ο οποίος τα τελευταία έξι χρόνια δημιούργησε μια εξαιρετική σειρά Ελλήνων πεζογράφων. Εκδόθηκαν λ.χ. |Το νησί των γιασεμιών| της Καρυστιάνη, |Τιμάνδρα| του Καλλιφατίδη, |Και στο φως του λύκου επανέρχονται| της Ζατέλη, η |Κλεμμένη ζωή| και |Το κάστρο της μνήμης| του Φακίνου και άλλα, μυθιστορήματα που μάλιστα γνώρισαν σημαντική επιτυχία. Πρόσφατα και ο εκδότης Argo του Λέτσε άρχισε μια σειρά αφιερωμένη στα Βαλκάνια, στην οποία περιλαμβάνονται ελληνικά έργα υψηλής ποιότητας, όπως |Η αληθινή απολογία του Σωκράτη| του Βάρναλη, σε επιμέλεια Γιάννη Δάλλα.
Να σημειώσω ότι η Ελλάδα θα είναι η τιμώμενη χώρα στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στο Τορίνο, τον ερχόμενο Μάιο, όπου η ελληνική λογοτεχνία έχει μια καλή ευκαιρία να προσεγγίσει το ιταλικό κοινό.
|* Η ελληνική ποίηση έχει κάποια τύχη στην Ιταλία;|
Σε μια χώρα όπως η Ιταλία, όπου η ποίηση διαβάζεται ελάχιστα, η τύχη της ελληνικής ποίησης είναι ανάλογη. Θα πρέπει όμως να πούμε ότι τα ποιήματα του Καβάφη και του Σεφέρη εκδόθηκαν από τον οίκο Mondadori, σε μετάφραση του μεγάλου ελληνιστή F.M. Pontani. Άλλοι μεγάλοι, σαν τον Ρίτσο ή τον Ελύτη, εκδόθηκαν από μικρούς εκδοτικούς οίκους με επιτυχία, χάρις στην ποιότητα των μεταφράσεων (του N. Crocetti και των M. Vitti και P.M. Minucci αντίστοιχα). Επίσης, τα τελευταία χρόνια εκδόθηκαν, με πολύ καλά αποτελέσματα, ανθολογήσεις από το έργο του Φωστιέρη, της Δημουλά και του Βαγενά. Βέβαια οι νεότεροι ποιητές (του '80, '89) δεν βρήκαν ακόμα τον χώρο τους, αλλά πιστεύω ότι, με τη συνεργασία μελετητών και εκδοτών, σε λίγο καιρό θα γίνουν γνωστοί και αυτοί. Ξέρω λ.χ. ότι ο Crocetti θα εκδώσει εντός του έτους ποιήματα του Βλαβιανού. Ο δρόμος είναι μακρύς αλλά οι οιωνοί καλοί.
|* Η ελληνική πολιτική ποίηση θα ενδιέφερε το ιταλικό κοινό;|
Θα έλεγα ότι το τελευταίο μεγάλο, αμιγώς πολιτικό ποίημα στην Ιταλία είναι η |Θεία Κωμωδία| του Δάντη, αλλά αυτό συνέβη περίπου το 1300. Μετά, με μόνη την υπέροχη εξαίρεση του Φόσκολο, ποίηση και πολιτική έμειναν διαχωρισμένες. Και σήμερα οι μόνοι πολιτικοί συγγραφείς μας είναι ο Σανγκουινέτι και ο Ντάριο Φο. Οι Ιταλοί λογοτέχνες δεν είχαν σχεδόν ποτέ πολιτικές ανησυχίες. Με αυτό δεδομένο, δεν νομίζω ότι η ελληνική πολιτική ποίηση, παλαιότερη και σύγχρονη, θα μπορούσε να έχει σημαντική απήχηση σε εμάς, αφού τίποτα δεν φαίνεται ικανό να μας ξυπνήσει από τη νάρκη μας. Φυσικά, αν πρόκειται περί καλών έργων, θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά, αλλά μόνο με αισθητικά κριτήρια και όχι για το πολιτικό τους περιεχόμενο.
Πολιτικά ποιήματα μεταφράστηκαν μόνο κατά τη δεκαετία του '70. Ο αριστερός εκδότης Feltrinelli μας έδωσε ποιήματα του Ρίτσου και την ομαδική έκδοση |Δεκαοκτώ κείμενα|, με σημαντική μάλιστα επιτυχία. Αλλά ήταν τα χρόνια της αμφισβήτησης και στην Ελλάδα της χούντας, ενώ ο κόσμος είχε το κουράγιο να οραματιστεί ένα διαφορετικό μέλλον και τη βούληση να αλλάξει την κοινωνία.
Κ.Β.
Στο πέλαγος του κόσμου
Στάθης Γουργουρής
Καθηγητής συγκριτικής λογοτεχνίας (Columbia N.Y.), ποιητής
Η μοναχικότητα της ποιητικής πράξης είναι καθαρό φαινόμενο της νεωτερικότητας. Στις αρχαϊκές κοινωνίες η τελετουργία της ποίησης, πολλές φορές σε συνάρτηση με τη μουσική, τον χορό, το θέατρο ή γενικά τις μιμητικές τέχνες, εξέφραζε συλλογικές πρακτικές. Η νεωτερικότητα, ως κοινωνικο-ιστορικό μόρφωμα, παραδόξως στηρίζεται σε μια άρση των αυστηρά συλλογικών διαστάσεων της τέχνης. Είναι παράδοξο, γιατί με τη νεωτερικότητα δημιουργείται μια πιo ανοιχτή κοινωνία, διευρύνεται ο ορίζοντας του αυτοπροσδιορισμού, όμως, ταυτοχρόνως, ο φαντασιακός ιστός της συλλογικότητας (σε πολιτικό αλλά και τελετουργικό επίπεδο) επίσης διευρύνεται, έτσι ώστε χαλαρώνει, περιπλέκεται, ενίοτε δε αποσυνδέεται. Δημιουργούνται σχισμές, διάκενα, όπου ο άνθρωπος, ακόμη και ο πιο πολιτικοποιημένος άνθρωπος, συχνά βρίσκεται μόνος. Καλώς ή κακώς, ο σύγχρονος ποιητής δημιουργεί εντός --και δια μέσου-- αυτής της μοναχικότητας.
Όμως, η μοναχικότητα --ίσως θα λέγαμε και ενικότητα-- του ποιητή είναι ακριβώς αυτή που τον ωθεί στην αντιμετώπιση του ιστορικού παρόντος. Όπως κάθε τέχνη, η ποίηση είναι μια προσπάθεια ανάπλασης του πραγματικού μέσω μιας φαντασιακής προβολής, μιας προσωπικής μυθολογίας. Ακόμα και ο πιο αυστηρός λυρισμός --οι στίχοι στα όρια του ακατανόητου (όπως π.χ. του Μαλλαρμέ)-- δεν γλυτώνει από αυτή την ανάγκη για την ανάπλαση του πραγματικού. Επειδή όμως αυτή η τελετουργική ανάπλαση γίνεται στην ουσία σε πρώτο ενικό --ασχέτως των πολλαπλών και αναγκαίων μυθογραφικών τεχνασμάτων-- το σημείο συνάντησης με την πραγματικότητα είναι το ιστορικό παρόν. Δηλαδή, τι; Η ιστορία όχι ως αποταμίευση και αφήγηση συμβάντων αλλά ως αέναη και εγγενής βιωματική δημιουργία.
Με αυτή την έννοια, δεν γίνεται να υπάρχει κοινωνία χωρίς ποίηση, γιατί δεν υπάρχει κοινωνία η οποία αποποιείται την ιστορία, τη δημιουργία ιστορίας. Απλούστατα, στις λεγόμενες σύγχρονες κοινωνίες στις οποίες ζούμε, όπου η αναπαραγωγή κοινωνικών σημασιών είναι πλέον υπόθεση της τεχνολογίας της εικόνας, η ποιητική πράξη φαίνεται όλως διόλου εξωκοσμική. Έτσι, πολλές φορές, ακόμη και ως ποιητές, παρασυρόμαστε σε τούτη την έξωση, τον εξωτισμό της ποίησης, και ξεχνάμε ότι κι αυτή είναι μέρος ενός ευρύτερου |ποιείν|, το οποίο διεξάγεται σε ενεστώτα χρόνο από το σύνολο της κοινωνίας, συνήθως άρρητα, ανεπαίσθητα, ενδεχομένως ασυνείδητα.
Το μεγάλο στοίχημα του κάθε ποιητή που υπηρετεί την ποίηση, και όχι τη προσωπική του καθιέρωση ως ποιητή και προβολή του ως εικόνα, είναι να διεισδύσει όσο βαθύτερα μπορεί σε αυτές τις μοναχικές στιγμές απ' όπου αναδύονται οι στίχοι, για να βρει το σημείο διατομής με το ιστορικό παρόν --το σημείο, δηλαδή, όπου παρόλη την απόκοσμη μοναχικότητά του βρίσκεται καταμεσίς στο πέλαγος του κόσμου.
Είμαι πολίτης του κόσμου
Λευτέρης Πούλιος
ποιητής
|* Στη δεκαετία του '70 η ποίησή σου εξέφρασε, με τον πιο αντιπροσωπευτικό τρόπο, την περιρρέουσα αμφισβητησιακή ατμόσφαιρα της εποχής. Σήμερα ανακαλείς τα χρόνια εκείνα με νοσταλγία; Με κάποια αίσθηση ματαιότητας;|
Νομίζω ότι δεν δικαιωθήκαμε. Όσον αφορά τη δική μου προσπάθεια, ήθελα να φέρω στην Ελλάδα κάτι που έξω υπήρχε διάχυτο. Τον παλμό της νεολαίας, μια αλλαγή στη ζωή, στον έρωτα, στο πώς βλέπαμε τον κόσμο. Όλα αυτά έμειναν μετέωρα. Ως ποιητής, ξεκίνησα μόνος μου και παρέμεινα μόνος μου.
|* Η ποίησή σου ήταν όμως η πιο πολιτικοποιημένη της γενιάς σου|.
Τότε, στην πολιτική ζωή υπήρχε ο αέρας της αμφισβήτησης, στην κοινωνική ζωή ο αέρας μιας μεγαλύτερης ελευθερίας, στην ποίηση η άνεση των λόγων που είχε αρχίσει με τους μπήτνικς, άνεση να λες πράγματα που είναι της καθημερινής ζωής. Ήθελα όμως να δημιουργήσω ένα ρεύμα προς αυτή την κατεύθυνση. Δεν συνέβη αυτό το πράγμα.
|* Ως ποιητής από πού ξεκινάς;|
Από τον Σεφέρη, γιατί αυτός έκανε τη μεγάλη τομή στην εποχή του, προσπάθησε να συνδέσει τη δυτικοευρωπαϊκή κουλτούρα με την νεοελληνική πραγματικότητα. Είναι ένας σταθμός. Αντίθετα, ο Ελύτης και ο Ρίτσος κοιτάνε προς τα πίσω. Ο Σεφέρης κάνει το άλμα προς τα μπρος.
|* Σήμερα, μετά το 1989, ζώντας τη συνθήκη της παγκοσμιοποίησης, ποια η θέση σου ως ποιητή;|
Είμαι πολίτης του κόσμου. Δεν αποποιούμαι την ελληνικότητά μου, αλλά είμαι δυτικός άνθρωπος. Βέβαια, η ποίησή μου δεν έχει μεταφραστεί έξω, παρά μόνο σποραδικά σε ανθολογίες και περιοδικά. Γιατί η ποίηση που μεταφράζεται ή καλείται έξω είναι η ποίηση ανθρώπων που δεν αντιπροσωπεύουν την εποχή τους. Ένα μαγείρεμα γίνεται και μάλιστα έτσι καίγεται και η όποια δυνατότητα, γιατί αυτά που μεταφράζονται δεν αφορούν κανέναν. Βέβαια έτσι γινόταν και παλιότερα. Ποιος θυμάται τον ποιητή Αντώνη Αντωνιάδη, που στα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα σάρωνε τα βραβεία για μια δεκαετία;
|* Η ποίηση που γράφεις σήμερα τι σχέση έχει με αυτήν της πρώτης σου περιόδου;|
Έχω κάνει μια υποχώρηση, δεν είμαι τόσο επιθετικός, εγκατέλειψα κάποια στοιχεία που με χαρακτήριζαν, όπως η οργή. Μεγαλώσαμε κιόλας, όμως άλλαξε και η εποχή μας. Δεν διαβάζεται σήμερα, τουλάχιστον με τον ίδιο τρόπο, ο Μαγιακόφσκι ή ο Γκίνσμπεργκ.
|* Η ποιητική γενιά του '70 χρονικά εμφανίζεται μαζί με τη γενιά του Πολυτεχνείου. Η πορεία τους ήταν κοινή;|
Μόνο στα χρόνια της χούντας. Φθάνοντας όμως στο '80, το ζήτημα πια για μας ήταν πώς να πεις και να πείσεις ότι είσαι ποιητής.
|* Από τον Σεφέρη κατέληξες στον Καρυωτάκη|.
Ο Καρυωτάκης και ο Καβάφης διαβάζονται σήμερα, αντίθετα με τον Παλαμά ή τον Σικελιανό. Ίσως γιατί είναι περισσότερο αληθινοί, έχουν μια εσωτερική ένταση.
|* Τι θα έλεγες σήμερα σε έναν νέο ποιητή;|
Να είναι όσο μπορεί αληθινός, παρ' ότι οι συμβουλές δεν βοηθούν, γιατί το να γράφεις ποίηση δεν μαθαίνεται. Και η ποίηση δεν είναι εμπόρευμα, παρ' ότι πια το βιβλίο είναι και αυτό ένα εμπόρευμα, όπως όλα τα άλλα. Το ζητούμενο όμως είναι ο αναγνώστης να διαβάσει ένα ποίημα και μετά να ανοίξει το παράθυρο και να δει τον κόσμο με άλλα μάτια.
|* Τι θα έλεγες στους φιλολόγους, στους κριτικούς;|
Να είναι λιγότερο συναισθηματικοί και να μην τα ισοπεδώνουν όλα.
|* Από τη σύγχρονη αγγλοσαξωνική ποίηση ποιον ξεχωρίζεις;|
Τον Νικ Κέιβ, ο οποίος βέβαια είναι και τραγουδιστής και άλλα πράγματα. Όμως νομίζω ότι μετά τους μπήτνικς προχωράει τον στίχο λίγο πιο πέρα.
|* Ο Άσμπερυ;|
Δεν μ' αρέσει καθόλου. Νομίζω πως ήταν ένα αντίδοτο απέναντι στο μπητ. Δεν με αγγίζει, δεν έχει ταλέντο. Μάλλον είναι ένας γιάπης.
Κ.Β.
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
Παγκόσμια ημέρα ποίησης 2004
Δευτέρα, 22 Μαρτίου
Βυζαντινό Μουσείο, Βασ. Σοφίας 22
|Ο ποιητής ως πολίτης
του ιστορικού παρόντος|
19:00
Εγκαίνια έκθεσης φωτογραφίας του Γιώργου Καραγιάννη, πάνω στις ποιητικές συλλογές |Ο κύριος Φογκ| του Γιάννη Βαρβέρη και |Επεισόδιο| του Γιώργου Μπλάνα
19:30
Συναυλία των Ραστ
20:00
Χαιρετισμοί
20:10
Διαβάζουν οι ποιητές
Γιάννης Δάλλας
Θανάσης Κωσταβάρας
Χρίστος Ρουμελιωτάκης
Στέφανος Ροζάνης
Λευτέρης Πούλιος
Κώστας Παπαγεωργίου
Γιώργος Μαρκόπουλος
Κώστας Καναβούρης
Αντώνης Φωστιέρης
21:30
Συναυλία Active member
22:00
Διαβάζουν οι ποιητές
Βαγγέλης Κάσσος
Δημήτρης Χουλιαράκης
Ηλίας Λάγιος
Μαρία Κούρση
Τάσος Καπερνάρος
Γιώργος Μπλάνας
Σπύρος Βρεττός
Βασίλης Λαλιώτης
Γιώργος Λίλλης
Χάρης Ψαρράς
Ενδιάμεσες παρεμβάσεις
Κώστας Βούλγαρης
Στάθης Γουργουρής
Αλέξης Ζήρας
Μάσσιμο Κατσούλο
23:00 Active member
Ο "φόβος" της πολιτικής ποίησης
Σπύρος Λ. Βρεττός
ποιητής
Πολιτική για τον ποιητή είναι η ιστορικότητα. Ο ποιητής βλέποντας και καταγράφοντας τον ιστορικό χαρακτήρα των γεγονότων, όχι ως ένας απλός θεατής μα ως "κοινωνικός παρατηρητής", πιστεύω πως καταρχάς δεν ρισκάρει ποιητικά. Το ποιητικό ρίσκο έγκειται στη διαπραγμάτευση του θέματος. Εάν το γεγονός ειδωθεί ως ένας σύγχρονος μύθος και προσλάβει στοιχεία διαχρονικότητας μέσω της υπαρξιακής διάστασής του και μέσω των "σωστών" αποστάσεων από "αμφιλεγόμενα" ιστορικά πρόσωπα και καταστάσεις, τότε το ρίσκο να "πετάξει έξω" η Ιστορία τον ποιητή μικραίνει. Όμως μια τέτοια διαπραγμάτευση σύγχρονων καταστάσεων έχει και την ιδιαίτερη γοητεία της. Μια νέα θεματολογία ξανοίγεται, με τη δυναμική να διαμορφώσει και μια νέα ποιητική γλώσσα.
Η πολιτική στην ποίηση δεν έχει ασφαλώς την έννοια της τήρησης κάποιας "γραμμής". Ασφαλώς και παρεισφρέουν τα πολιτικά πιστεύω του ποιητή. Δεν θα μπορούσε να γίνει και διαφορετικά. Άλλωστε, εάν δεν υπήρχαν πολιτικά πιστεύω, θα έλειπε και η ιστορική - πολιτική διάθεση. Θαρρώ πως σήμερα εμφανίζεται πιο επιτακτική η ανάγκη να γίνει η ποίηση αντιπροσωπευτική της εποχής της. Όχι προγραμματικά. Η ίδια η εποχή, τα γεγονότα της, ο μονοδιάστατος τρόπος που αυτά συμβαίνουν και ερμηνεύονται, επιβάλλουν κατά κάποιο τρόπο την αναγκαιότητα εμφάνισης μιας νέας ιστορικότητας στην ποίηση, που δεν μπορεί παρά να εμφανίζεται τελικά μέσα στο ποίημα και ως πολιτική θέση. Χρειάζεται, ίσως, να απαλλαγούμε από τον "φόβο" της πολιτικής ποίησης και να δημιουργήσουμε έτσι τον σύγχρονο ποιητικό μύθο. Εάν στα ποιήματα πλεονάζει η επικαιρική διάθεση, τότε είναι σα να ασκούμε κακή, προεκλογικού τύπου, πολιτική. Εάν πλεονάζει η ποίηση με την διάρκεια της ιστορικότητάς της, τότε στα ποιήματα μπορεί και να αναλογεί ένα ελάχιστο μερίδιο ερμηνευτικής "εξουσίας" πάνω στα σύγχρονα γεγονότα, και τούτο δεν είναι καθόλου λίγο.
Ανακαλύπτοντας τη γλώσσα μέσα από την ανάγκη της έκφρασης
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι έφεραν ξανά στο προσκήνιο το πολιτικό τραγούδι, από τις αρχές της δεκαετίας του '90. Βαδίζοντας με πυξίδα τους ήχους της μουσικής έκφρασης, της αποκαλούμενης hip hop κουλτούρας, που γεννήθηκε μέσα στα γκέτο των μαύρων της Νέας Υόρκης τη δεκαετία του '70, την rap, δημιούργησαν το δικό τους άμεσο και πηγαίο ιδίωμα.
Έδρα τους είναι το Πέραμα και εμπνευστής και σταθερός πόλος τους ένα γέννημα - θρέμμα του, ο Μιχάλης Μυτικίδης που συναντήσαμε στο βιβλιοπωλείο του συγκροτήματος. Τον ακούμε:
Στη διάρκεια αυτού του μουσικού ταξιδιού της δεκαετίας του '80, αποφασίσαμε να φέρουμε αυτό που είχαμε εισπράξει, μέσα από τον αγγλικό στίχο, στα δικά μας δεδομένα και στα ελληνικά. Με το μόνο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό πια, ότι εμείς θα παραμείνουμε πιστοί στο πρώην αυτονόητο, δηλαδή στο να στηρίζεις το λόγο σου με τη ζωή σου. Γιατί σ' αυτές τις γειτονιές μάθαμε ότι πρέπει πάντα να προσέχουμε αυτά που λέμε. Κι ακόμα, θέλαμε αυτό που θα πούμε να έχει μια επικινδυνότητα.
* |Η επικινδυνότητα ως πρόκληση;|
- Όχι, όχι να προκαλέσεις μόνο. Αλλά να είναι επικίνδυνο, ακόμα και γι' αυτόν που έχει μια καλή διάθεση για τα πράγματα. Φτιάχνοντας ένα κομμάτι, διαλέγεις να αναφερθείς σε κάποια πράγματα, διαλέγεις να πικράνεις, να ευχαριστήσεις, να δυσκολέψεις, να ευκολύνεις. Τα πάντα μπορείς να κάνεις. Σ' αυτό διαφέρει το τραγούδι από το ποίημα. Επειδή αυτό το πετυχαίνεις παράλληλα με τη μουσική που υπάρχει κάτω από το λόγο.
Δικός μας γνώμονας λοιπόν ήταν η επικινδυνότητα, έτσι το λέγαμε εκείνη την εποχή: ρίξε και δυο τζούρες επικινδυνότητας. Σήμερα ίσως να το βιώνουμε κάπως διαφορετικά. Ήταν η απόρροια του κώδικα της χιπ - χοπ, όπως και τα ονόματα που διαλέξαμε.
* |Πότε ακριβώς έγινε αυτό;|
- Το πρώτο γκρουπ φτιάχτηκε το '92. Αργότερα, επειδή η χιπ χοπ παγκοσμίως άρχισε να παραπαίει και να χάνει το συστατικό που εμείς λέμε επικινδυνότητα, είπαμε όχι, θα μείνουμε πιστοί σ' αυτό. Βαφτίσαμε το δικό μας χιπ χοπ, low bap. Στην ουσία δε σημαίνει τίποτα, όπως και το χιπ χοπ. Όταν όλοι όμως άρχισαν να πιθηκίζουν και να φορούν πάνω τους πράγματα που δεν έχουν καμιά σχέση με μας που ζούσαμε εδώ σε αυτές τις γειτονιές (ναρκωτικά, όπλα, πόρνες, κλπ), νιώσαμε την ανάγκη να το προσδιορίσουμε. Γιατί αυτές οι παρέες φτιάχτηκαν από παιδιά ακατέργαστα, που έχουν τους αδυναμίες τους.
* |Δεν ήταν μουσικοί;|
- Όχι, κανένας μας. Απλώς ξέραμε καλά το χιπ -χοπ. Και παρότι η μουσική παραγωγή έχει φτάσει σε ένα καλό επίπεδο, πάντα για μας παραμένει ένα χαλί, για να πεις κάποια πράγματα. Βασικό συστατικό του χιπ χοπ ήταν και είναι ο λόγος. Η ιδιαιτερότητά του είναι ο τρόπος που το λες, κάτι μεταξύ απαγγελίας και τραγουδιού, η ραπ. Όλα αυτά χρησιμοποιήθηκαν φυσικά από τη μουσική βιομηχανία, όπως και το ροκ. Εμείς θέλαμε, για να έχει η προσπάθειά μας την αυτονομία της, να διαχωρίσουμε τη θέση μας. Και αυτό έχει γίνει συνείδηση στον κόσμο, τουλάχιστον σ' αυτόν που μας ενδιέφερε, και βλέπουμε ότι αρχίζει να προβληματίζει, να ανησυχεί, καμιά φορά και να τρομάζει και έξω από αυτόν τον μικρόκοσμο που έχουμε φτιάξει.
* |Κινείστε όμως στα όρια ποίησης και πρόζας, κάτι που παρατηρείται και στους νεώτερους ποιητές...|
- Βασικά είμαι ένας άνθρωπος που δεν διαβάζω ποίηση. Θά 'θελα, αλλά είμαι τόσο απορροφημένος από αυτό που κάνουμε εγώ και η παρέα μου, που δεν έχω τη δυνατότητα να ασχοληθώ με κάτι παραπάνω. Αυτό που κάνουμε εμείς είναι ένα πραγματάκι που έχει μια ροή, μια εξέλιξη από την αρχή του μέχρι τώρα. Και μας κάνει να μαθαίνουμε λέξεις, να κατασκευάζουμε λέξεις με μια ευκολία που μπορεί και οι ποιητές να μην την έχουν.
* |Δεν δουλέψατε δηλαδή το λόγο, ώστε να είναι άμεσος;|
- Όχι, η αμεσότητα προέκυψε από την ανάγκη να μιλήσουμε. Φτιάχνουμε τους δίσκους προσπαθώντας να μεταφέρουμε ό,τι έχουμε σαν αίσθηση, από τη στιγμή που τελειώνει ο ένας δίσκος μέχρι τον άλλον. Πρώτα του δίνουμε τον τίτλο και μετά γράφουμε τα τραγούδια. Προσωπικά για μένα, θα έλεγα ότι γράφω έτσι όπως σκάβω ένα χωράφι.
* |Τα τραγούδια σας θυμίζουν μπαλάντες...|
- Νομίζω ότι δεν υπάρχει πια η πολυτέλεια της απομόνωσης, για κανέναν. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί οι ποιητές γράφουν κάτι και δεν το τραγουδάνε. Τώρα μπορώ να το καταλάβω. Και μάλλον και οι ποιητές έχουν καταλάβει, γιατί κάποιοι αλητάμπουρες, αυτό που γράφουν στο πόδι κάθονται και το τραγουδάνε. Και πιστεύω ότι αυτό είναι πολύ σημαντικό για ό,τι έρθει από εδώ και πέρα. Γιατί έτσι θα βάλουμε τον κόσμο σε μια κατάσταση, όπου θα μάθει να ψάξει και να βρει τα όμορφα πράγματα, όπου και αν κρύβονται. Και γιατί είναι μια ευκαιρία και για μας, να συναντήσουμε κι άλλα πράγματα, όπως σ' αυτήν την ημέρα της ποίησης.
Λ.Κ.
Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος...
Κώστας Βούλγαρης
κριτικός λογοτεχνίας, πεζογράφος
Σήμερα όλοι μας, μαζί και οι ποιητές, ζούμε μέσα στη συνθήκη που έχει ως σημείο αναγνώρισής της το παγκόσμιο 1989 και μάλιστα το έργο των νεοτέρων, σε μεγάλο βαθμό, καθορίζεται απ' αυτό το γεγονός και τα επακόλουθά του. Και σήμερα όμως γράφεται πολιτική ποίηση, από νεότερους αλλά και παλαιότερους, αν και θα πρέπει να διευρύνουμε το πεδίο αναφοράς μας και να εμπλουτίσουμε τα κριτήριά μας, ώστε να εντοπίσουμε και να εισπράξουμε την πολιτικότητα που ενυπάρχει και σε ποιήματα που δεν έχουν, ευθέως, μια πολιτική θεματική.
Γιατί αν το κυρίως ζητούμενο είναι ο προσδιορισμός της ιστορικότητάς της εποχής μας~ η ψαύση του προσώπου της, η ανάγνωσή της, δεν μπορεί παρά να γίνει μέσα από το έργο εκείνων που γράφουν έχοντας την αίσθηση του ιστορικού παρόντος.
Η ποίηση και η εποχή μας λοιπόν, η ποίηση μέσα στην εποχή μας, ο ποιητής ως πολίτης του ιστορικού παρόντος. Δεν είναι όμως λίγο παράταιρο, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, να μιλάμε για πολιτική ποίηση, που μάλιστα γράφεται σε μια μικρή γωνιά του κόσμου, σε μια γλώσσα που την μιλούν ελάχιστοι άνθρωποι; Μήπως είναι και μάταιο; Κατά τη γνώμη μου, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Γιατί η πύκνωση των ρυθμών του ιστορικού χρόνου, έστω κι αν έχει πρωτόγνωρη ένταση, αποτελεί απλώς μία από τις φυσιολογικές, ίσως και αναμενόμενες στιγμές, αν δούμε τα πράγματα από μια ευρύτερη προοπτική, παρ' ότι αυτή η επιτάχυνση των εξελίξεων επισύρει απρόβλεπτες συνέπειες, απρόβλεπτες ακόμα κι απ' όσους πάνε καβάλα στον καιρό. Για παράδειγμα, ήδη μαζί με τα εθνικά σύνορα άρχισε να παλιώνει και η νεότευκτη τέχνη της μεθορίου, δηλαδή η "πολιτικά ορθή" μορφή του οριενταλισμού, ένα ακόμα έδεσμα της πολυπολιτισμικής ιδεολογίας, η οποία μας εγκαλεί μόνο ως αναπαραστάσεις του εξωτικού ή του βιομηχανικού παρελθόντος.
Γιατί τώρα που όλοι γνωρίζουμε την ίδια στιγμή τα ίδια πράγματα, ένας στίχος που γράφεται στην Αθήνα, στη Σαγκάη ή στο Σίδνεϋ, μπορεί να ενσωματώσει περισσότερη ιστορική αυτοσυνείδηση απ' ό,τι, για παράδειγμα, το βαρύγδουπο δοκίμιο του διάσημου καθηγητή του Γέηλ, με την τρομοκρατική ακολουθία δεκάδων σελίδων υποσημειώσεων και βιβλιογραφίας ή μεγαλύτερη επικαιρικότητα από το υφάτο σχόλιο του "ενημερωμένου" δημοσιογράφου. Όπως ακριβώς η εικόνα με τον Έντουαρντ Σαΐν, να πετά πέτρες στα ισραηλινά τανκς δεν θάβεται στη Γάζα αλλά κάνει το γύρο του κόσμου, μαζί με τα βιβλία του. Τώρα, όλοι κρινόμαστε σε σχέση με τα ευρύτερα, τα μείζονα αιτούμενα του ιστορικού παρόντος, κρινόμαστε επί ίσοις όροις, χωρίς προϋποθέσεις και ποσοστώσεις. Κατά τη γνώμη μου η ποίηση, σε όποια γλώσσα κι αν γράφεται, όποιον από τους σύγχρονους τρόπους της κι αν επιλέγει, μπορεί να έχει θέση στην νέα εποχή. Τι έχει όμως να μας πει;
Ο πρώτος λόγος, για μια ακόμη φορά, στους ποιητές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου