29/5/08

Μετά το ‘89 [A]

Μετά το ‘89

Στους δρόμους της ιστορίας

και της λογοτεχνίας

επιμέλεια Κώστας Βούλγαρης

τχ. 96, 31/10/2004 - τχ. 102, 12/12/20024




Κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη




Περιεχόμενα

Πρόλογος

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ: Η επιστροφή του ιστορικού μυθιστορήματος

ΘΩΜΑΣ ΣΚΑΣΣΗΣ: Ημερολογιακές σημειώσεις

ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ: Χρονολογίες

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗΣ: Από την πολιτική στην ιστορία και από εκεί στο “χρονικό” και “το δοκίμιο”

ΜΑΡΙΟ ΒΙΤΤΙ: Από τον λαό για τον λαό...

ΕΥΓΕΝΙΑ ΚΡΙΤΣΕΦΣΚΑΓΙΑ: Μαρασμός ή αναγέννηση; Σκέψεις για την περιπέτεια της σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας και του ρωσικού βιβλίου μετά το 1989

ΛΗΔΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ: Η πτώση του τείχους της ενοχής

ΤΑΣΟΣ ΧΑΤΖΗΤΑΤΣΗΣ: Το γράμμα

ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ: Φωτογραφία αρ. 89

ΛΟΥΤΣΙΑΝΟ ΚΑΝΦΟΡΑ: Μηλίων επίκαιροι διάλογοι

ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ: Η Ιστορία και οι μεταβαλλόμενοι ορίζοντας της λογοτεχνικής ηθικής

ΜΑΣΣΙΜΟ ΚΑΤΣΟΥΛΟ: Η βαλκανική τραγωδία μέσα από τη σύγχρονη ελληνική ποίηση

ΣΠΥΡΟΣ ΑΣΔΡΑΧΑΣ: Ιστορικότροπη λογοτεχνία

ΣΤΑΘΗΣ ΓΟΥΡΓΟΥΡΗΣ: Το κενό και το μέλλον

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΙΓΓΑΣ: Η ετυμηγορία

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΝΤΟΥΝΙΑ: Η λογοτεχνία στην αγορά

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ: Από το 1917 στο 1989 και πίσω στο 1968

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΗΤΣΟΥ: Πρωθύστερη εκδίκηση

ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ: Δυο κατευναστικές σκέψεις

ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ: Δεκαπέντε χρόνια από την πτώση του τείχους

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ: Ποίηση και ιστορία

ΛΗΔΑ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ: Η πτώση των τειχών και των προσχημάτων. Ή πώς ένας συγγραφέας της Αριστεράς μεταλλάσσεται σε ρήτορα της Νέας Δεξιάς

ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ: Χρονικό μιας δεκαπενταετίας

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΑΠΙΔΑΚΗΣ: Ιστορία και λογοτεχνία: Οι αρραβωνιασμένοι του Αλεξάνδρου Μαντζόνι

ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ: Ένα περιστατικό

ΕΥΓΕΝΙΑ ΚΡΙΤΣΕΦΣΚΑΓΙΑ: Ποιος θυμάται τον Μιχαήλ Σόλοχοφ;

ΛΙΖΥ ΤΣΙΡΙΜΩΚΟΥ: Οι πολλαπλοί χρόνοι της ιστορίας

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΡΓΥΡΙΟΥ: Το ύψος ύφος και το τείχος

ΑΝΤΩΝΗΣ ΛΙΑΚΟΣ: «1989». Η ιστορία στην καμπή του αιώνα

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ: Τα Τείχη μετά το Τείχος






















Πρόλογος


Η παρέλευση δεκαπενταετίας από την πτώση του τείχους του Βερολίνου, παρέχει ίσως την ασφάλεια κάποιας απόστασης για μια πρώτη αποτίμηση, όπως έδειξε η πληθώρα των δημοσιευμάτων στον ελληνικό και ξένο Τύπο και οι σχετικές τηλεοπτικές εκπομπές, που φέτος ήσαν πολυπληθείς και μάλιστα επεκτάθησαν αρκετά πέραν της 9ης του Νοεμβρίου 2004.

Μέσα σε αυτό το κλίμα εγγράφηκε και το παρόν αφιέρωμα των «Αναγνώσεων», δηλαδή του ενθέτου βιβλίου της Αυγής, το οποίο διήρκεσε ενάμισι μήνα (31/10/2004 έως 12/12/2004). Όμως, αυτό το αφιέρωμα δεν προέκυψε ως μια «έξυπνη» ιδέα για μια ακόμα δημοσιογραφική έρευνα, με αφορμή μια επέτειο. Δεν ήταν μια δημοσκοπία μεταξύ διανοουμένων, για να χρησιμοποιήσω τον όρο του Μάριο Βίττι με τις δηλωτικές παρηχήσεις του. Το έδειξαν άλλωστε τα ίδια τα κείμενα που το συνέστησαν, η ουσιαστική ανταπόκριση στην πρόσκληση, η υπέρβαση του εφήμερου χαρακτήρα τέτοιων «ερευνών». Πιο σωστό θα ήταν να πει κανείς, ότι στις σελίδες των Αυγής αναδείχθηκε μια συζήτηση που, με διάφορους τρόπους και μορφές, είχε ήδη ανοίξει. Αποτυπώθηκαν προβληματισμοί που διαπερνούσαν τις σκέψεις, τις απόψεις, το έργο ανθρώπων που κινούνται σε διαφορετικούς χώρους και κατευθύνσεις.

Σίγουρα η πτώση του τείχους και των ανατολικών καθεστώτων άλλαξε την επί δεκαετίες παγιωμένη διπολικότητα του κόσμου, και τις συνακόλουθες, αυτοβεβαιούμενες και αλληλοτροφοδοτούμενες, συμβολοποιήσεις του «καλού» και του «κακού». Κυρίως όμως ενέτεινε, θα έλεγα γενίκευσε, την εν πολλοίς προϋπάρχουσα αμηχανία για το «πέραν αυτών», αν θέλετε για το «μετά». Μια αμηχανία που εκφράστηκε και μέσα στο αφιέρωμα, πράγμα που δεν πρέπει να χρεωθεί ως μειονέκτημα αλλά αντίθετα ως ουσιώδες, ως εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο μιας συζήτησης, η οποία, με τη σειρά της, αποτελεί τεκμήριο, νομίζω ισχυρό, της στιγμής που πραγματοποιήθηκε.

Το 1989 λειτούργησε ως καταλύτης, για την ανάδυση μιας σειράς φαινομένων της τελευταίας δεκαπενταετίας, τα οποία συνδέονται μαζί του προνομιακά, όπως π.χ. τα αποσχιστικά και νεοεθνικιστικά κινήματα, ιδιαίτερα στις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, και η μαζικοποίηση του ισλαμικού φονταμενταλισμού. Δεν ήταν όμως αυτή η συζήτηση που ανοίξαμε. Επικεντρώσαμε σε δύο μόνο περιοχές, στην ιστορία και τη λογοτεχνία, και μάλιστα κυρίως στις αποτυπώσεις τους στον ελληνικό χώρο. Πορευθήκαμε δηλαδή τους δύο αυτούς διακριτούς δρόμους, συχνά σταθμεύσαμε σε σημεία συνάντησης των δύο διαδρομών, όχι όμως με φορά από το παρόν προς το 1989, αλλά αντίστροφη. Στόχος μας δεν ήταν η εξήγηση του γεγονότος αλλά οι επιδράσεις του στη συνέχεια, η ψηλάφηση του παρόντος.

Βέβαια, σχετικά λίγα πράγματα μπορεί κανείς να χρεώσει ως επακόλουθα αποκλειστικά του 1989, σε μια ευθεία σχέση αιτίας και αποτελέσματος. Έτσι όμως γίνεται πάντα: κάποια στιγμή, και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ενδιάθετες τάσεις απελευθερώνονται, εξελίξεις επιταχύνονται, ποσοτικές συσσωρεύσεις δίνουν νέες ποιότητες, όπως θα έλεγαν οι κλασικοί. Όμως το 1989 κατά πάσα πιθανότητα δεν είναι ένα νέο 1789, παρά την επαιρόμενη βεβαιότητα κάποιων. Γιατί ήδη η αντζέντα της συζήτησης, περί του τέλους της ιστορίας, του τέλους των μεγάλων αφηγήσεων, του θανάτου της λογοτεχνίας, μάλλον θεωρείται πια ξεπερασμένη ή αν θέλετε αφορά μια ορισμένη ιστορική στιγμή. Υπάρχει όμως άλλο χρονικό ορόσημο που παραπέμπει ακριβώς σε αυτή τη στιγμή; Δεν έχει καμιά σημασία το λίγο πριν ή το λίγο μετά, αλλά το πριν από τι και μετά από τι.

Παρ’ όλα αυτά, το 1989, ανεξαρτήτως του μεγέθους των ανατροπών, μπορεί να συσχετισθεί θεωρητικά με το 1789, όπως και με άλλες χρονολογίες-ορόσημα, αν και ακόμα είναι νωρίς να αποτιμηθεί το εύρος των αλλαγών που συνοψίζει και στις οποίες παραπέμπει. Άλλωστε, τα διακυβεύματα που συνδέονται μαζί του είναι ανοικτά, συμμετέχουμε κι εμείς στην ιστορία που συμβαίνει. Όμως είναι σίγουρο, πως εξ αυτού του γεγονότος, με σημείο καμπής αυτή τη χρονολογία, ο κόσμος άλλαξε, με τρόπο μάλιστα αναγνωρίσιμο. Και το αφιέρωμά μας προσπάθησε να αποτυπώσει τη μεταβατικότητα της στιγμής που ζούμε. Καθώς και να απογράψει, έγκυρα, διαφορετικές σκέψεις, ίσως και στάσεις, που όμως διαμορφώνονται μέσα σε αυτή την ιστορική συγκυρία. Νομίζω πως το πετύχαμε.

Οπωσδήποτε μέλει να ερευνηθεί, να συζητηθεί και να αφηγηθεί, συστηματικά και αναλυτικότερα, τόσο το ίδιο το γεγονός όσο και τα πράγματα που άλλαξαν μετά το 1989. Οι δρόμοι της ιστορίας και της λογοτεχνίας είναι μακροί, η ίδια η διαδρομή είναι που κατακυρώνει και ταυτόχρονα ξεπερνά τα ορόσημα, όπως σημειώνει στην παρέμβασή του ο Γιάννης Δάλλας. Μια διαδρομή που οπωσδήποτε μας επιφυλάσσει εκπλήξεις αλλά και συναρπαστικές στιγμές, όμως, εγώ τουλάχιστον, είμαι βέβαιος για τούτο: μετά το ’89 άλλαξε ο ρυθμός του κόσμου...

Στο αφιέρωμα και στον παρόντα τόμο συμμετείχαν, ανταποκρινόμενοι πρόθυμα στην πρόσκλησή μας, ιστορικοί, κριτικοί λογοτεχνίας, δοκιμιογράφοι, αλλά και πεζογράφοι με πρωτότυπα λογοτεχνικά κείμενα, 27 άνθρωποι εν όλω, που συνέθεσαν ένα παλίμψηστο ιδεών και απόψεων. Τους ευχαριστούμε θερμά.

Τέλος, θα πρέπει να σημειώσω την ουσιαστική συμβολή του Γιάννη Παπαθεοδώρου, καθώς και του Μάσσιμο Κατσούλο, στην επιμέλεια του αφιερώματος, και να ευχαριστήσω τον Σάμη Γαβριηλίδη, για την ένταξη του τόμου στον φιλόξενο εκδοτικό του κατάλογο.

Κώστας Βούλγαρης






Η επιστροφή του ιστορικού μυθιστορήματος

Του Δημοσθένη Κούρτοβικ



Το 1989 δεν σήμανε το τέλος της Ιστορίας, όπως προφήτεψε ο Φουκουγιάμα, αλλά ίσα-ίσα την αναθέρμανσή της. Και στη λογοτεχνία επίσης, σ' αυτή μάλιστα εμφανέστερα απ' όσο αλλού. Θα το καταλάβουμε, αν θυμηθούμε τους συγγραφείς που έδιναν τον τόνο τις αμέσως προηγούμενες δεκαετίες: Μπόρχες, Ίταλο Καλβίνο, Τζων Φάουλς, Ραϋμόν Κενώ, Ζωρζ Περέκ, Μίλοραντ Πάβιτς, Πωλ Ώστερ -αναφέρω ενδεικτικά ορισμένα ονόματα. Συγγραφείς (μερικοί ανήκουν στους αγαπημένους μου, αλλά αυτό είναι άσχετο) που κατασκεύαζαν κόσμους παράλληλους προς τον "συμβατικό" και σχολίαζαν μάλλον τις εσωτερικές λειτουργίες της λογοτεχνίας παρά μια εξωτερική πραγματικότητα. Η Ιστορία, όπως και οι φιλοσοφικές, πολιτικές ή όποιες άλλες ιδέες, τους ενδιέφεραν μόνον ως μυθολογικό υλικό, χωρίς μεγαλύτερη σημασία από άλλο μυθολογικό υλικό. Επρόκειτο, δηλαδή, πραγματικά για μια κατάσταση "τέλους της Ιστορίας" στη λογοτεχνία.

Τη δεκαετία του 1990 αυτές οι τάσεις βρίσκονταν ήδη σε υποχώρηση και σήμερα μας φαίνονται πια μακρινές. Μια καινούργια ευαισθησία άρχισε να διαμορφώνεται στους νεότερους συγγραφείς, η οποία αποκαθιστά κατά κάποιον τρόπο τη σημασία της Ιστορίας, της κοινωνικής πραγματικότητας και της πολιτικής. Με τη διαφορά ότι δεν τις προσεγγίζει από δεδομένες θέσεις, από τη σκοπιά μιας ορισμένης πολιτικής ιδεολογίας, αλλά πιο πολύ με την αγωνία κάποιου που αισθάνεται πως πρέπει να βρει μόνος του τις απαντήσεις, στηριγμένος σε λίγες βασικές ανθρωπιστικές αξίες. Μπορούμε να μιλήσουμε, όπως έκανε ο Τσβετάν Τοντορόφ, για έναν "νέο ανθρωπισμό". Το βέβαιο είναι ότι η χαώδης, πρωτόφαντα βίαιη, τεχνολογικά επαναστατική, χωρίς ιδεολογικές σταθερές κατάσταση που προέκυψε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, ενεργοποίησε στους συγγραφείς αντανακλαστικά προβληματισμού και όχι αναχωρητισμού.

Είναι χαρακτηριστική η σχεδόν παγκόσμια αναβίωση του ιστορικού μυθιστορήματος αυτή την περίοδο. Τα καινούργια ιστορικά μυθιστορήματα δεν χρησιμοποιούν το ιστορικό παρελθόν αλληγορικά, ως παραστατικό μέσο για την πραγμάτευση επίκαιρων φιλοσοφικών, πολιτικών ή ηθικών ζητημάτων, όπως συνέβαινε παλιότερα, αλλά επικεντρώνονται σε περιόδους που οι συγγραφείς θεωρούν καθοριστικές στην πορεία προς τον σύγχρονο κόσμο. Αντί, δηλαδή, να παραπέμπουν σε ιστορικές αναλογίες, προσπαθούν να καταλάβουν πώς φτάσαμε εδώ που φτάσαμε και γιατί. Οι εποχές που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, φαίνεται πως είναι ο όψιμος Μεσαίωνας, η εποχή του Διαφωτισμού και οι δεκαετίες λίγο πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο.

Στην ελληνική λογοτεχνία, όπως και γενικά στην Ελλάδα, οι διεθνείς τάσεις λειτουργούν με κάποια καθυστέρηση. Παρ' όλα αυτά, είναι εύκολο να διαπιστώσουμε ότι από τη μια η πολιτικοϊδεολογικά πολωμένη λογοτεχνία των παλαιότερων και από την άλλη η συνειδητά απολιτική, εγωτιστική και κάπως αυτάρεσκα παιγνιώδης λογοτεχνία των νέων συγγραφέων της δεκαετίας του 1980 έχουν πάψει να κυριαρχούν (η πρώτη εδώ και καιρό). Βλέπουμε όλο και περισσότερους νέους πεζογράφους, αλλά και αρκετούς από τους παλαιότερους, να προβληματίζονται για τον κόσμο μας πιο προσωπικά και με περισσότερο διερευνητική διάθεση. Βλέπουμε ιστορικά μυθιστορήματα του τύπου που περιέγραψα πιο πάνω. Και, επίσης, βλέπουμε προπαντός τους νέους συγγραφείς να μη θεωρούν πια την Ελλάδα μια ξεχωριστή ήπειρο, που την πλήττουν από καιρό σε καιρό οι θύελλες του έξω κόσμου, αλλά οργανικό τμήμα αυτού του κόσμου, που μπορεί να έχει ειδική σχέση με το σύνολο, όπως έχουν και τα άλλα τμήματα, αλλά υπόκειται στους ίδιους νόμους και αποκρίνεται στα ίδια ερεθίσματα.






























Ημερολογιακές σημειώσεις

Του Θωμά Σκάσση

Τα δημόσια γεγονότα αποτελούν μέρος του ιστού της ζωής μας. Δεν αποτελούν απλώς ορόσημα, αλλά διαμορφώνουν την ίδια μας τη ζωή, ιδιωτική και δημόσια.

Έρικ Χόμπσμπαουμ


Στα δεκατρία μου είδα τα τανκς στην Αθήνα -χάρηκα για την αναπάντεχη αργία των σχολείων. Τον επόμενο χρόνο άκουσα για τα τανκς στην Πράγα -συνέχισα αμέριμνος τα μπάνια μου στη Σύρο. Δέκα χρόνια αργότερα ξεχώριζα ακόμη τα τανκς σε καλά και κακά. Πριν, τον Μάρτη του '73, είχα βρεθεί ένα πρωί στην ταράτσα της Νομικής. Κατάληψη, αντίσταση, ενθουσιασμός και πίστη σε παράτολμα σχέδια: Θα μέναμε κλεισμένοι μέσα μέχρι την εθνική γιορτή. Μετά θα ξεσηκωνόταν ο λαός. Μετά λαός και στρατός αδελφωμένοι... Ένιωθα ελεύθερος γιατί μου μιλούσαν όλα, γιατί ο εχθρός ήταν συγκεκριμένος, κι εμείς χίλιοι δεκατρείς.

Λίγες ώρες κράτησε η ανάταση. Τα ένστολα παιδιά του λαού μπήκαν από το πλαϊνό κτίριο, πέρασαν από τη μια ταράτσα στην άλλη κι άρχισαν να κατεβαίνουν χτυπώντας με τα γκλομπ. Στον δεύτερο όροφο αποσπάστηκα από το μπουλούκι. Μια κλειδωμένη πόρτα με ανάγκασε να γυρίσω πάλι προς τη μοναδική οδό διαφυγής. Στο κεφαλόσκαλο, νεκρική σιγή. Τα σκαλοπάτια διάσπαρτα με τσάντες, παπούτσια και τούφες μαλλιών. Έτρεξα και πρόλαβα τους τελευταίους στην έξοδο. Τη γλύτωσα με μια ξώφαλτση γροθιά. Η συνωμοτική μας τριάδα διαλύθηκε. Τον ένα τον έπιασαν, η άλλη γύρισε στον τόπο της καταγωγής της, κι εγώ έριξα στη λεκάνη της τουαλέτας τις πολυγραφημένες προκηρύξεις, περιμένοντας να χτυπήσει το κουδούνι της πόρτας. Δεν χτύπησε. Ύστερα από χρόνια, αυτός ο ένας μου εξομολογήθηκε ότι είχε αποκαλύψει το όνομά μου στην ασφάλεια.

-Κάποιον έπρεπε να τους δώσω, καταλαβαίνεις. Εσύ ήσουν ο πιο ανώδυνος.

Την κορωνίδα της επαναστατικής δράσης της γενιάς μου, τον Νοέμβρη εκείνης της χρονιάς, την έχασα λόγω γρίπης. Στο Πολυτεχνείο μπορεί να μη βρέθηκα, βρέθηκα όμως ένα σαββατόβραδο κάποιου μεταγενέστερου Νοέμβρη στην Αλεξάντερπλατς. Έριχνε ένα ψιλό χιονόνερο. Η πλατεία ήταν γεμάτη νεαρούς Βερολινέζους που έπιναν αμίλητοι μπίρα από τενεκεδένια κουτάκια. Χωρίς ομπρέλες, παλτά, κουκούλες. Την προηγούμενη νύχτα, βγαίνοντας από ένα μπαρ του Δυτικού Βερολίνου, ο φίλος μου ο Π., που μας φιλοξενούσε με την Μαριλίζα, μας είχε οδηγήσει στο τελευταίο αξιοθέατο της πόλης: μια από τις εξέδρες που έβλεπαν πάνω από το τείχος. Ανέβηκα μόνος. Εκείνοι με περίμεναν στο αυτοκίνητο. Η μία γιατί κρύωνε, ο άλλος γιατί είχε επαναλάβει πολλές φορές αυτή την περιήγηση στα "αξιοθέατα". Πίσω μου η κατάφωτη βιτρίνα της ελευθερίας, μπροστά η σκοτεινή σιωπή της Ιστορίας. Ανάμεσά τους, στρατιώτες με τα όπλα κρεμασμένα από τον ώμο έκοβαν αργά βόλτες κάτω από το φως των λαμπτήρων που σχημάτιζε πορτοκαλί κώνους στην αραιή ομίχλη. Έκανε πράγματι παγωνιά.

Μέχρι σήμερα παραμένω ένας ανώδυνος που αποφεύγει το πλήθος. Όλα όμως είχαν τελειώσει ένα καλοκαιριάτικο βράδυ στο Στάδιο Καραϊσκάκη. Θεοδωράκης, Canto General, κι ο κόσμος που παραληρούσε. Ο λαός είχε νικήσει∙ η Δημοκρατία είχε νικήσει∙ τώρα μπορούσε καθένας να ακολουθήσει το δρόμο του. Το πλήθος διαλύθηκε ήσυχα με τις παλάμες κατακόκκινες από το ξέφρενο χειροκρότημα. Ποτέ μια διάλυση δεν πανηγυρίστηκε τόσο έξαλλα. Για μένα πάντως το σημείο καμπής ήρθε ύστερα από δώδεκα χρόνια. Ήταν εκείνα τα λίγα λεπτά σιωπής μπροστά στο τείχος του Βερολίνου.



(Απόσπασμα από το μυθιστόρημα Το ρολόι της σκιάς, που κυκλοφόρησε ήδη από τις εκδόσεις Πόλις.)





























Χρονολογίες


Της Ρέας Γαλανάκη

Θυμάμαι έντονα την κρατημένη ανάσα καθώς όλοι εμείς, οι αριστεροί που δεν είχαμε ταυτιστεί ποτέ με το καθεστώς της Σοβιετικής Ένωσης, παρακολουθούσαμε από τηλεοράσεις και ραδιόφωνα την κατάρρευσή του. Μια κατάρρευση σχεδόν ταυτόχρονη παντού και, με λίγες εξαιρέσεις, αναίμακτη, παρά το ανυπολόγιστα πολύ αίμα που είχε χυθεί για την εδραίωσή της επανάστασης, και αργότερα για τον θάνατο τόσων διαφωνούντων. Υποθέταμε από σειρά γεγονότων, π.χ. η περίπτωση της Πολωνίας, ότι το τρομερό οικοδόμημα ήταν κούφιο εσωτερικά, αλλά για πολλούς λόγους δεν περιμέναμε τέτοια ακαριαία πτώση μακρόχρονων καθεστώτων.

Άνοιξαν βέβαια οι ασκοί του Αιόλου: Διεθνής κυνισμός των ΗΠΑ. Πόλεμοι ανάμεσα στις καταπιεσμένες εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες, που διεκδικούσαν –και πολλές έλαβαν- το σημείο αναφοράς τους στον χάρτη. Κάτι παρόμοιο είχε γίνει και με την κατάρρευση αυτοκρατοριών, και τη δημιουργία των κρατών-εθνών. Πλην όμως υπήρχε μια θεμελιώδης ειδοποιός διαφορά, εκτός από τη χρονική: οι επαναστατικές ιδέες που είχαν στηρίξει τη δημιουργία της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό γυρνούσε το μαχαίρι στην πληγή, γιατί η πτώση των κομμουνιστικών δικτατοριών, έχοντας ταυτιστεί με την παραμόρφωση των γενεσιουργών αιτίων, μπορεί να τις παρέσερνε συνολικά με την πτώση της. Μπορεί να τις ακύρωνε σαν κινητήρια δύναμη του διεθνούς κινήματος. Σαν κινητήρια δύναμη των αγώνων της δικής μας νιότης, αγώνες –ωστόσο- που δεν είχαν ευθυγραμμιστεί με τα παλιά κομμουνιστικά κόμματα. Σαν στοιχείο της προσωπικής μας ταυτότητας, σαν μυστικό πανανθρώπινο δεσμό, σαν κοινωνική ελπίδα σαν, σαν, σαν… Τι σήμαινε πλέον η λέξη “επανάσταση”;

Το δεύτερο μυθιστόρημά μου Θα υπογράφω Λουί στηρίχτηκε σ’ αυτή την αγωνία μου. Άρχισα να το γράψω αρχές του 1990. Πρόκειται για ένα βιβλίο-ρέκβιεμ για τον αιώνιο ρομαντισμό της επανάστασης, αλλά και του έρωτα, των κοινών τους μάλλον στοιχείων. Στηρίχτηκε στη ζωή του Ανδρέα Ρηγόπουλου, ενός από τους εισηγητές των ιδεών του ρομαντισμού και της Γαλλικής επανάστασης, που παρακολούθησε και τις μεταγενέστερες αριστερές επαναστατικές ιδέες. Ο λησμονημένος Πατρινός ευπατρίδης κι επαναστάτης (και θεατρικός ακόμη συγγραφέας, ποιητής, δημόσιος αγορητής, βουλευτής) με ενέπνευσε, εκτός άλλων, από το γεγονός ότι γεννήθηκε στη θάλασσα όταν ξέσπαγε η επανάσταση του 21 και αυτοκτόνησε πέφτοντας στη θάλασσα την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1889, δηλαδή μόλις έκλεισε ο πρώτος αιώνας από την Γαλλική επανάσταση. Μια ζωή ανάμεσα σε δυο επαναστατικές στιγμές, μια πραγματική και μια επετειακή. Για μένα υπήρξε καταλυτική η σύμπτωση των τριών μοιραίων, ανά εκατό χρόνια, χρονολογιών: του γαλλικού 1789, του 1889 που αυτοκτόνησε ο ήρωάς μου, το δικό μας 1989. Γιατί και το δικό μας 1989 είναι ακριβώς διακόσια χρόνια από τη Γαλλική επανάσταση.

Πριν αυτοκτονήσει ο μυθιστορηματικός ήρωας (το “Λουί” είναι υπαρκτό επαναστατικό ψευδώνυμο του Ρηγόπουλου) γράφει σε ημερολογιακές επιστολές έναν απολογισμό πράξεων, και αισθημάτων, προς τη γυναίκα που υπήρξε η κρυφή του ερωμένη, μια επινόηση δική μου, αφού στη ζωή του αισθαντικού και θαρραλέου εκείνου ανθρώπου δεν αναφερόταν όνομα γυναίκας. Η αφανής γυναίκα, που (βεβαίως) δεν έλαβε τον απολογισμό του, έχει τον τελευταίο λόγο σε μια μετά θάνατον “συνάντησή” τους, όπου και η ερμηνεία ενός υπαρκτού λάθους σε στίχο του Δάντη δίνει το κλειδί του έργου, κλειδί προορισμένο επίσης να χαθεί.

Γιατί διάλεξα ένα ιστορικό πρόσωπο; Μα επειδή η ιστορική συνείδηση είναι μια σύγχρονη πολιτική συνείδηση. Κι επειδή στη λογοτεχνία μιλάμε με τις φωνές άλλων ανθρώπων κι άλλων χρόνων.




























Από την πολιτική στην ιστορία

και από εκεί στο “χρονικό” και το “δοκίμιο”

Του Γιώργου Μαργαρίτη


Η κατάρρευση του “υπαρκτού σοσιαλισμού” στα 1989, από τη σκοπιά μιας αριστερής κριτικής αντίληψης ήταν αδιάφορη και, σε μεγάλο βαθμό, αναμενόμενη. Τα καθεστώτα της ανατολικής Ευρώπης, αντιμέτωπα με αδιέξοδα σε κάθε τομέα της λειτουργίας τους, προσπαθούσαν να προλάβουν τις διαφαινόμενες εξελίξεις με διοικητικά ή και αστυνομικά μέτρα, γεγονός που τα καθιστούσε αποκρουστικά και τόνιζε τον αναχρονισμό τους. Η κατάρρευση ήρθε ως φυσικό επακόλουθο και οι αριστεροί μάλλον ευχαριστημένοι θα πρέπει να ήσαν με αυτό.

Οι παρενέργειες αυτής της ανατροπής ήταν όμως ένα άλλο κεφάλαιο. Στην πολιτική, όπως και στη φύση, το κενό είναι σχεδόν απαγορευμένη έννοια και κάθε ανατροπή προκαλεί μια διάδοχη κατάσταση. Η τελευταία χτίζεται σύμφωνα με τις δυνατότητες και τις επιθυμίες του πιο ισχυρού, εκείνου που την κατάλληλη στιγμή διαθέτει την οικονομική, ιδεολογική, πολιτική εν τέλει δυνατότητα να επεκταθεί στη θέση του παλιού και να εντάξει τα “ορφανά της ιστορίας” στο σύστημά του. Οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, ο καπιταλισμός στη νεοφιλελεύθερη εκδοχή του, ο αμερικάνικος τρόπος ζωής, συμπεριφοράς και σκέψης, πληρούσαν οπωσδήποτε αυτές τις προδιαγραφές και βρέθηκαν, με άνεση, στη θέση του απόλυτα ισχυρού, στις ισορροπίες του κόσμου.

***

Η πρώτη παρενέργεια αφορούσε τις ισορροπίες των πολιτικών και κοινωνικών πεδίων. Η πολιτική στράτευση και δράση -στην ορθολογική τουλάχιστον εκδοχή της- εξαρτάται άμεσα από την ύπαρξη στόχων και την προσδοκία συγκεκριμένων αποτελεσμάτων. Από αυτήν την άποψη, η πολιτική παρέμβαση είναι εφαρμοσμένη τέχνη που οπωσδήποτε συναρτάται από το δεδομένο συσχετισμό δυνάμεων. Η ανατροπή του 1989 είχε, ως προς αυτό το επίπεδο, καταλυτικές επιδράσεις, καθώς περιόρισε ασφυκτικά τη δυνατότητα ελιγμών.

Στη φτωχή πλευρά του πλανήτη, μετά την αποαποικιοποίηση, ή μάλλον μετά τον εξοβελισμό των ευρωπαϊκών δυνάμεων από την κυρίαρχη θέση τους σε σημαντικές ζώνες των “υπό ανάπτυξη” ηπείρων, η επέλαση του νεοαποικισμού, του δυτικού κεφαλαίου και των πολυεθνικών μπορούσε, πριν το 1989, κατά κάποιο τρόπο να αντιμετωπισθεί με την προσφυγή στο αντίπαλο δέος, στη Σοβιετική Ένωση και στον δικό της συνασπισμό. Οι περιφερειακοί πόλεμοι και οι ποικιλόμορφες συγκρούσεις που χαρακτήρισαν τις δεκαετίες του 1960 και 1970, αν και γεννιόνταν από τοπικές, εσωτερικές εντάσεις, έπαιρναν σχεδόν πάντοτε την μορφή της “δι’ αντιπροσώπων” σύγκρουσης των δύο ισχυρών συνασπισμών, ανατολικού και δυτικού. Κινήματα, επαναστάσεις, κράτη, ηγεμόνες, δικτάτορες, έστω είχαν μάθει να παίζουν αυτό το παιχνίδι και να ασκούν πολιτική εκμεταλλευόμενοι τις αντιθέσεις των μεγάλων. Ήταν μια πολύπλοκη σκακιέρα, οπωσδήποτε όμως υπήρχε σκακιέρα πάνω στην οποία τα πιόνια φαίνονταν να έχουν αν όχι ίσες τουλάχιστον πραγματικές ευκαιρίες.

Με διαφορετικούς τρόπους αυτό το παιχνίδι των ισορροπιών που έτρεφε την πολιτική πρακτική ασκήθηκε και στον κοινωνικό χώρο, ακόμα και στις χώρες της δύσης. Η αντιπαλότητα στο διεθνές στερέωμα υποχρέωνε τις κυβερνήσεις να λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψη τους την κατάσταση και τα αιτήματα των λαών τους. Η πολιτική συναίνεσης και σε κάποιο βαθμό το “κοινωνικό κράτος” της σοσιαλδημοκρατίας αναπτύχθηκαν μέσα σε αυτό το σύστημα που ουσιαστικά, λόγω των παγκόσμιων συσχετισμών σε έναν κόσμο που γινόταν ολοένα και πιο μικρός, απαγόρευε την υπερβολική πίεση επί των πολιτών του. Επιγραμματικά, η πολιτική εκπορευόταν από το σύστημα των δύο αντίπαλων κόσμων, αρθρωνόταν σε μεγάλο βαθμό γύρω από αυτό. Οι συσχετισμοί και οι ισορροπίες επέτρεπαν τον ελιγμό, τη διαπραγμάτευση, την επιλογή πεδίων αντιπαράθεσης και μεθόδων. Όλα αυτά έμειναν μετέωρα, όταν από τους δύο κόσμους απέμεινε μόνο ο ένας. Τα δεδομένα άλλαξαν με τρόπο ριζοσπαστικό και απόλυτο.

Οι ισορροπίες δεν ήταν πλέον ορατές, ο θρίαμβος του δυτικού –αμερικανικού- κόσμου δημιούργησε συσχετισμούς καταθλιπτικούς. Στη φτωχή πλευρά του πλανήτη, επαναστάτες, κινήματα, λαοί, κόμματα, κράτη, κυβερνήσεις, δικτάτορες, δεν είχαν πλέον πού να καταφύγουν όταν βρίσκονταν σε ρήξη με τον μοναδικό ισχυρό. Η δυνατότητα ισοστάθμισης των συσχετισμών χάθηκε και η πολιτική γύρισε πίσω σε εμβρυώδεις μορφές, όπως εκείνες που η ανάγκη της επιβίωσης ή η αδυναμία επιβίωσης υπαγορεύουν. Πολλοί αρκέστηκαν στην αναβολή, στο κέρδισμα χρόνου, στο συμβιβασμό, στην απόκρυψη, στον εξορκισμό της αναμέτρησης, ακόμα και όταν τα συμφέροντά τους ήταν πλήρως αντίθετα με εκείνα των μοναδικών ισχυρών. Η περίπτωση του Σαντάμ Χουσεΐν ανήκει ίσως σε αυτή την κατηγορία. Άλλοι επέλεξαν τους πνιγηρούς δρόμους της αυτοκαταστροφικής μεταφυσικής, εκείνης που ασκεί πολιτική διαμέσου της άρνησής της. Οι διάφοροι “μάρτυρες” που θυσιάζονται μετά των αλλοφύλλων απίστων εχθρών τους στον μουσουλμανικό κόσμο, είναι η τυπικώτερη εκδοχή αυτής της μη πολιτικής. Μη πολιτικής, επειδή έχει ως μοναδικό στόχο τον θάνατο, σχεδόν των πάντων, δικών μας και εχθρών, με την ελπίδα ότι οι διαταραγμένες ισορροπίες αυτού του κόσμου θα αποκατασταθούν στον αδιευκρίνιστο κόσμο του όποιου Θεού.

Στην πλούσια πλευρά του πλανήτη, η πολιτική πνίγηκε μέσα από τις αδιάκοπες και χωρίς τέλος εκπτώσεις. Το μεγάλο αριστερό κίνημα θρυμματίστηκε μέσα σε αναρίθμητα παραπολιτικά ή μάλλον απολιτικά ρεύματα που υπεράσπιζαν τα δικαιώματα των φτωχών, των μεταναστών, των λουλουδιών, των δασών, των ψαριών, των παιδιών, των γυναικών, των ομοφυλοφύλων, των καρέτα-καρέτα, των φυλακισμένων, των όποιων θέλετε και με όποια σειρά θέλετε. Όλα και τίποτα, έτσι ως ασπόνδυλα “ρεύματα”, για να μην έχουν το πεδίο ελεύθερο οι “γραφειοκράτες”, και πάλι προς το τίποτα σε μία ιδιότυπη μεταφυσική όπου “πολιτική” θεωρείται ένα μείγμα φιλανθρωπίας, προσκοπισμού, βολονταρισμού και ομφαλοσκόπησης, όπου ο συνδετικός κρίκος, το γενικευτικό και απλουστευτικό “κατά της παγκοσμιοποίησης”, αποδεικνύεται το ίδιο κενό με τα επιμέρους.

Ανάμεσα στην υποταγή και την απελπισία, η πολιτική παρέμβαση έχασε το νόημά της και την ορθολογική της δυναμική, που την καθιστούσε ισχυρό δομικό υλικό στις σύνθετες πολιτείες που ανέδειξε η ανθρωπότητα στους ιστορικούς χρόνους. Τον ίδιο δρόμο της κρίσης ακολούθησαν και οι επιστήμες του ανθρώπου και ειδικά η πιο πολιτική από αυτές: η ιστορία.

***

Η ιστορία, είτε στην προνοιακή μορφή της είτε στην “ηγεμονική”, εκείνη δηλαδή που αναφερόταν στις πράξεις των ηγεμόνων, είτε στην σύγχρονη, επιστημονική εκδοχή της, βρισκόταν πάντοτε στην σκιά της πολιτικής. Περιέγραφε ανθρώπινες περιπέτειες και δρώμενα, καταστάσεις κοινωνικές, μηχανισμούς, συστήματα. Ασχολιόταν με τις αποφάσεις των ηγετών, με την τύχη των πολιτικών θεωριών και των αποφάσεων που εκπορεύονταν από αυτές. Διέσχιζε την εξουσία και την κοινωνία μαζί με τα υλικά τους θεμέλια, την οικονομία με άλλα λόγια. Τρεφόταν ως εκ τούτου από την πολιτική και, σε κάποιο βαθμό, με τη σειρά της την έτρεφε, την τροφοδοτούσε με ιδέες, με νομιμοποιητικά σχήματα, με άλλοθι και με προσχήματα ενίοτε, όποτε αυτό χρειαζόταν.

Τι θα μπορούσε να είναι η ιστορία χωρίς το πολιτικό της υπόστρωμα; Το ερώτημα αυτό, που κινδύνευε να ξεχαστεί στους δύο πολυτάραχους τελευταίους αιώνες, δείχνει να επανέρχεται με ορμή στο προσκήνιο. Ξεχνούσαμε σε τελευταία ανάλυση ότι η επιστήμη της ιστορίας, όπως μορφοποιήθηκε ως την εποχή μας, έχει ένα σχετικά βραχύβιο παρελθόν, καθώς ανήκει στα δημιουργήματα του μεγάλου πολιτικού γεγονότος: της Γαλλικής Επανάστασης. Ανακαλύπτουμε λοιπόν με αδικαιολόγητη έκπληξη την παρακμή δεδομένων και σταθερών, που πριν λίγο καιρό θεωρούσαμε αλώβητες. Είδαμε πολλά και μάλλον θα δούμε περισσότερα σε αυτόν τον δρόμο.

Είδαμε την αρχειοδιφία να γίνεται αυτοσκοπός και να εξοβελίζει το έργο της ιστορίας, την ιστορική σύνθεση, στο όνομα κάποιας μυστικιστικής πρόθεσης “γενικής απογραφής των δεδομένων”, είδαμε σημαντικούς ιστορικούς να αρνούνται την ιστορική σύνθεση ή τον καθένα, ακόμα και τον πλέον αδαή να δηλώνει ιστορικός με την επιδοκιμασία των γύρω, είδαμε τον φόβο της αναμέτρησης με τα μεγάλα γεγονότα -την εγκατάλειψη της ιστορίας της επανάστασης του 1821, για παράδειγμα, στα καθ’ ημάς. Αντίθετα, όπως και στην πολιτική παρέμβαση, είδαμε να ανθίζει η λογική του όλα και του τίποτα. Η ιστορική παραγωγή πολυδιασπάστηκε, σχεδόν ως το απόλυτο αστείο. Είδαμε τις ειδικές θεωρήσεις της ιστορίας των γυναικών, των παιδιών, των βρεφών και των εφήβων να τις συμπληρώνει η ιστορία της καθαριότητας, είδαμε την ιστορία της αρετής και της κακίας, την ιστορία του φόβου, του μίσους, της αγάπης, του θανάτου, των τυφλών, των κουφών, των χαζών, την ιστορία του έρωτα, της ομοφυλοφιλίας, της ελπίδας και βάλε, να γίνονται αυθύπαρκτα πεδία, αρνούμενα την σύνδεσή τους με το γενικό, το καθεαυτό ιστορικό. Είδαμε ακόμα και τις τεχνικές να αυτονομούνται. Η προφορική ιστορία από βοηθητικό εργαλείο έγινε ειδική “επιστήμη”, κινούμενη και αυτή στον κόσμο και στον περίκλειστο χώρο της. Είδαμε, και τι δεν είδαμε... Επιγραμματικά, αυτό που είδαμε μάλλον ήταν το τέλος της επιστήμης της ιστορίας, όπως αρχίζαμε να την συνηθίζουμε τους τελευταίους αιώνες.

***

Τα υπόλοιπα ήταν αναμενόμενα. Το κενό έπρεπε να καλυφθεί. Εκεί όπου χρειαζόταν ο λόγος για το παρελθόν των ανθρώπων και των κοινωνιών τους, εκκολάφθηκαν ή ενισχύθηκαν νέα φαινόμενα. Ανάμεσα στη λογοτεχνία και την ιστορία εγκαταστάθηκε -γνωστό παράδειγμα- ένα είδος που, αν και προϋπήρχε στο παρελθόν, απέκτησε, στις νέες συνθήκες βαρύνουσα σημασία. Ιστορική γραφή με λογοτεχνικές αποχρώσεις, το είδος αυτό θύμιζε μυθιστορηματικές εξιστορήσεις ιστορικών γεγονότων, αφηγήσεις, βιογραφίες, την παλιά “λαϊκή” -αν επιτρέπεται η έκφραση- ιστορία, εκείνη που συγκινούσε με τον τρόπο της τους πολλούς. Σε αυτό το υβριδικό είδος ανήκουν, στα καθ’ ημάς, τα πλέον πρόσφατα βιβλία για την επανάσταση του 1821. Όταν εμφανίστηκε το πρώτο από τα έργα αυτά του Κωστή Παπαγιώργη, οι κριτικοί δυσκολεύτηκαν να το ταξινομήσουν, επινοώντας τον όρο του “χρονικού” για να απονείμουν το κρατικό βραβείο στον συγγραφέα του. Το βιβλίο για τον Κανέλλο Δεληγιάννη, όπως και το δεύτερο, Τα καπάκια, είναι διανθισμένα με υποσημειώσεις, έτσι ώστε να παραπέμπουν και σε ιστορική επάρκεια, διατηρώντας ταυτόχρονα την ελευθερία στην πλοκή, όπως την επιτρέπει το μυθιστόρημα. Σε αυτά, η επανάσταση του 1821 παρουσιάζεται ως άθροισμα ιδιοτελών συμφερόντων, απύθμενων φιλοδοξιών, παθών και σκοτεινών προθέσεων, ως διαδοχή ατυχημάτων, εκμηδενίζοντας ιδεολογίες, αξίες, καταστάσεις, συγκυρίες, πραγματικότητες. Σε παρόμοιο διάβημα, γνωρίσαμε την ιστορία της Αντίστασης -κατά Χαριτόπουλο- κάτω από την “άγια” σκιά του Βελουχιώτη, προφήτη αυτού επί της γης, όπου οι γραμματείς και οι φαρισαίοι δεν τον άκουσαν, δεν τον πίστεψαν, δεν τον ακολούθησαν... Είδαμε και άλλα πολλά και σίγουρα θα δούμε ακόμη περισσότερα.

***

Στο παρελθόν φαινόμενα σαν και αυτό ήταν ανυπόληπτα, μπορούσαν να κινούνται ελεύθερα σ’ ένα χώρο καθαρά λογοτεχνικής φαντασίας. Δεν μετείχαν της επιστήμης της ιστορίας. Σήμερα δεν είναι έτσι. Ταπεινωμένη η επιστήμη της ιστορίας, συνδιαλέγεται με αυτό το είδος γραφής και συχνά βρίσκεται σε θέση άμυνας, υποχρεωμένη ν’ απολογηθεί σε αυτή τη μεταφυσική θεώρηση του παρελθόντος. Είμαστε ίσως έτοιμοι στον καιρό μας ν’ ανακαλύψουμε τι θα μπορούσε να είναι η ιστορία χωρίς την πολιτική, χωρίς τους δημοκρατικούς, πολιτικούς πολίτες με άλλα λόγια, την παιδεία των οποίων είναι ταγμένη να υπηρετεί.


















Μαρασμός ή αναγέννηση;

Σκέψεις για την περιπέτεια της σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας και του ρωσικού βιβλίου μετά το 1989


Της Ευγενίας Κριτσέφσκαγια



Διάβασα ένα σύγχρονο μυθιστόρημα και... τι να πω; Καμιά εντύπωση! Άνοιξα όμως τον Τολστόι και η τρυφερότητα πλημμύρισε την ψυχή μου! Ο όρος “σύγχρονη λογοτεχνία” μου προκαλεί αποκλειστικά και μόνο αρνητική αντίδραση: πάλι μπούρδες θα διαβάσω!

(Συζήτηση στο Λογοτεχνικό Φόρουμ

του ρωσικού Διαδικτύου)


Αυτή είναι η γνώμη που εκφράζεται όλο και πιο συχνά, με κάθε ευκαιρία διαλόγου -δημόσιου, ιδιωτικού ή διαδικτυακού- με θέμα τη σύγχρονη ρωσική λογοτεχνία. Τι είναι τελικά; "Πεταλούδα" μιας νύχτας, ενός θέματος, περιορισμένου πάθους, με ημερομηνία λήξεως τέλος πάντων;

Η σύγχρονη λογοτεχνία που διδάσκεται στα σχολεία της Ρωσίας κινείται σε πολύ συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια: λογοτεχνία του Αργυρού Αιώνα (1890-1917), πολεμική και μεταπολεμική λογοτεχνία ('40-'50), και μερικώς λογοτεχνία της δεκαετίας του '60 και του '70. Απουσιάζουν η λογοτεχνία της δεκαετίας του '80, η λογοτεχνία της Περεστρόικα, των κοσμοϊστορικών αλλαγών της δεκαετίας του '90, όταν η πανίσχυρη πλανητική δύναμη ΕΣΣΔ κουτσουρεύθηκε έως την αμφίβολης επιρροής Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών.

Παίρνω στα χέρια μου το σχολικό πρόγραμμα της τελευταίας τάξης του ρωσικού λυκείου, όπου αρχίζει και τελειώνει η μελέτη της σύγχρονης λογοτεχνίας. Παρατηρώ κι εδώ συγκλονιστικές "κοσμοϊστορικές" αλλαγές σε σχέση με το σχολείο της εποχής μου, τριάντα έτη πριν: η λίστα τώρα ξεκινάει με τα "αιρετικά" ονόματα των Αχμάτοβα, Μάντελσταμ, Ζαμιάτιν, Μπάμπελ, Ζόσενκο, Μπουλγάκοφ, που γειτνιάζουν με τις σταθερές αξίες παντός καιρού, Γκόρκι, Μαγιακόφσκι, Τβαρντόβσκι.

Απρόσμενη έκπληξη: η ποίηση των Βλαντιμίρ Βισότσκι και Μπουλάτ Οκουτζάβα, δυο αιρετικών βάρδων που τραγουδιούνταν κάποτε σε κάθε μοσχοβίτικη κουζίνα. Τέλος -η χαριστική βολή- ο "προδότης" Μπρόντσκι και Μια μέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς του Σολζενίτσιν: τα πάνω κάτω ήρθαν στο ρωσικό σχολείο, όπως και στη ρωσική αγορά βιβλίου. Κι όμως... Ο όρος "σύγχρονη λογοτεχνία" είναι υπερβολικά στενός για να χωρέσει όλο εκείνο τον χείμαρρο που πλημμύρισε τα ρωσικά βιβλιοπωλεία και τα διαδικτυακά σάιτ από τη δεκαετία του '90 και πέρα. Και ήταν επόμενο, το "στεγανό" ρωσικό σχολείο να αδυνατεί να τον αντιμετωπίσει.

***

Από πού ν' αρχίσεις και πού να τελειώσεις; Μάλλον από το 1989, χρονιά-ορόσημο στη ρωσική ιστορία και τη ρωσική λογοτεχνία. Θα διακινδύνευα να προσδιορίσω και την ημερομηνία, την 9η Νοεμβρίου του 1989, ημέρα πτώσης του τείχους του Βερολίνου και της γερμανικής ενοποίησης, που θα μπορούσε να γιορτάζεται και ως γενέθλια μέρα της σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας.

Όμως, ακριβώς γι' αυτό το λόγο, τα έργα της σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας εκδόθηκαν σε μια ατυχή γι' αυτά στιγμή: τείχους πεσόντος, στα ρωσικά βιβλιοπωλεία ξεχύθηκαν απαγορευμένα στα χρόνια της σοβιετικής λογοκρισίας βιβλία, τα ράφια γέμισαν με ονόματα των γιγάντων της ρωσικής εμιγκρέ λογοτεχνίας, τα οποία πάντα ακούγαμε χωρίς να τα βλέπουμε: Χοντασέβιτς, Ναμπόκοφ, Ανταμόβιτς και άλλοι. Ο στερημένος, για εβδομήντα και πλέον χρόνια, Ρώσος αναγνώστης έπρεπε πρώτα να χορτάσει όλους αυτούς, να δώσει ήχο στις βουβές έως τότε στροφές του έλικα του εθνικού DΝΑ, έπρεπε να αναπληρώσει τις χαμένες εικόνες.

Επιπλέον, τον Αύγουστο του 1991, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα κατά της νέας τάξης πραγμάτων που αντιπροσώπευε ο Γιέλτσιν, συνέβη κάτι πολύ σοβαρό: έπαψε να υφίσταται ένα σημαντικό πολιτιστικό και ιστορικό φαινόμενο: η πολυεθνική σοβιετική λογοτεχνία. Γιατί, εκτός από τις γνωστές "πληγές του Φαραώ", η σοβιετική λογοτεχνία είχε και τις φωτεινές της πλευρές, όπως για παράδειγμα ο διάλογος και η αλληλουχία των διαφορετικών πληθυσμών της -από την Βαλτική έως την Μέση Ασία...
Μετά το πραξικόπημα γεννήθηκε -ή μήπως αναγεννήθηκε;- μια άλλη Ρωσία, που προσπαθούσε να αυτοπροσδιοριστεί και που βιαζόταν να δημιουργήσει νέες, εθνικές πλέον αξίες. Έτσι, ένας από τους κύριους στόχους της λογοτεχνίας του '90 ήταν να "επιδιορθώσει" την κατεστραμμένη γέφυρα ανάμεσα σε ολόκληρες γενεές, να αναπληρώσει τα κενά στην εθνική ιστορία και φιλολογία, να μπαλώσει τις μαύρες τρύπες στο χρόνο και στο χώρο. Γιατί στη διάρκεια ενός σχεδόν αιώνα, η ρωσική λογοτεχνία ήταν κατακερματισμένη και τα θραύσματά της δεν είχαν μεταξύ τους κανένα σημείο επαφής. Μέχρι τότε υπήρχε η επίσημη σοβιετική λογοτεχνία, περιχαρακωμένη στα σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης, υπήρχε η λογοτεχνία του πρώτου κύματος μετανάστευσης, τέλος υπήρχε η εγχώρια παραγωγή των συγγραφέων-αντιφρονούντων, βιβλία των οποίων σε μορφή χειρογράφων "σαμιζντάτ" (αυτοσχέδιες εκδόσεις) κυκλοφορούσαν χέρι-χέρι.

Ίσως γι' αυτό το λόγο τη σημαντικότερη θέση στη σύγχρονη ρωσική λογοτεχνία κατέχουν τα απομνημονεύματα και τα ημερολόγια, εκείνο το λογοτεχνικό είδος που σαν σωτήρια λάσπη συγκόλλησε τα σπασμένα κομμάτια της ρωσικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Οι ομοεθνείς συγγραφείς και αναγνώστες σαν να άπλωσαν τα χέρια τους ο ένας στον άλλον, πάνω από τον απύθμενο ωκεανό μίσους, θυμού, φθόνου. Η ανάπλαση του DΝΑ του ρωσικού έθνους ήταν μια δύσκολη και χρονοβόρα διαδικασία -που όμως και οι δύο αντίθετες μέχρι τότε πλευρές βιάζονταν να ολοκληρώσουν-και αυτή της μητρόπολης και αυτή του απόδημου ρωσισμού. Τη λεπτή εγχείρηση συγκόλλησης ανέλαβαν αρχικά δυο βιβλία αναμνήσεων: Τα πλάγια γράμματα είναι δικά μου της Νίνα Μπερμπέροβα και η διλογία της Ιρίνα Οντόγιεβτσεβα Στις όχθες του Νέβα και Στις όχθες του Σηκουάνα. Χωρίς τα βιβλία της μετανάστευσης, που έγιναν αυτομάτως "σύγχρονα" για ευνόητους λόγους καθυστέρησης, θα ήταν αδύνατη η ανάπλαση της πολυδιάστατης εικόνας εξέλιξης της ρωσικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα, όπως θα ήταν αδύνατη και χωρίς τη "λογοτεχνία των στρατοπέδων συγκέντρωσης", την απαγορευμένη εγχώρια λογοτεχνία που πέρασε κι εκείνη δεκαετίες ολόκληρες φυλακισμένη στα συρτάρια. Πιστεύω ότι αυτό το φαινόμενο του "επαναπατρισμού" και της "αποφυλάκισης" της λογοτεχνίας δεν υπήρχε πουθενά αλλού στον κόσμο, σε αυτή την έκταση και ένταση.

Έτσι, η ηλικιακά σύγχρονή μας λογοτεχνία βρέθηκε σε δυσμενή θέση και εκτός από τους αναγνώστες, "κολλημένους" με τους κλασικούς που ακόμα να εξαντληθεί η πνευματική τους παρακαταθήκη, υπάρχουν αρκετοί επικριτές της λογοτεχνίας την οποία "παρέσυρε" στην πτώση του το τείχος του Βερολίνου. Για παράδειγμα, ο Σολζενίτσιν πιστεύει ότι η ρωσική λογοτεχνία περνάει μια οξύτατη κρίση και ότι οι σύγχρονοι Ρώσοι συγγραφείς δεν άντεξαν το βάρος της ελευθερίας. Τον Σολζενίτσιν ξενίζει η ξέφρενη ελευθερία των θεμάτων και ειδών στην υπάρχουσα ρωσική αγορά βιβλίου, όμως η πτώση του σοβιετικού κράτους, και ό,τι συνεπαγόταν αυτό, επέφερε ως συνέπεια και την αλλαγή του ρωσικού αναγνωστικού κοινού. Η ελευθερία στην αγορά βιβλίου κατήργησε τον ενιαίο επίσημο αναγνώστη, ένα απρόσωπο άυλο ον, οι εκδότες και οι δημιουργοί έπρεπε να συνειδητοποιήσουν πως υπάρχουν (και εδώ που τα λέμε πάντα υπήρχαν) ειδών-ειδών αναγνώστες, με τα δικά τους διαφορετικά γούστα, με διαφορετικά μορφωτικά επίπεδα και αντίληψη λόγου, διαφορετικά βιώματα και αναζητήσεις. Ίσως τον Σολζενίτσιν ενόχλησε πως η λογοτεχνία έπαψε να είναι η βασίλισσα της καθημερινότητας των Ρώσων, η οποία έκρινε και επέκρινε τη ζωή τους, όπου και ο συγγραφέας ήταν προφήτης και δάσκαλος. Η ζωή έπαψε να περιστρέφεται γύρω από τη λογοτεχνία και επομένως να ασχολείται με τους δημιουργούς.

Όπως σημειώνει ένας σύγχρονος Ρώσος κριτικός λογοτεχνίας, «προς μεγάλη απογοήτευση των μεν και τρελή χαρά των δε, η λογοτεχνία έγινε ένα άχρηστο αξεσουάρ της ζωής και όχι η καθοδηγήτριά της». Πώς να το κάνουμε, η λογοτεχνία έγινε ένα εμπόρευμα της αγοράς, ένα εκ των πολλών στην κοινωνία της κατανάλωσης.

Ένας άλλος, άκρως απογοητευμένος από την κατάσταση στη λογοτεχνική αγορά κριτικός, συμπληρώνει:

«Κάθε λογοτεχνία, οποιασδήποτε λογοτεχνικής εποχής, έχει τη δική της σκοτεινή περιοχή “πίσω από τον καθρέφτη” που κατοικείται από ένα περίεργο λαουτζίκο. Η χώρα αυτή ονομάζεται ή “ποστμοντερνισμός” ή “νεοαβαγκαρντισμός” ή “κογκρετισμός”, η ουσία πάντως βρίσκεται στην κατάληξη “-ισμός” που θέλει να σημαίνει κάτι χωρίς να σημαίνει... Δεν υπάρχει πλέον καμιά εναλλακτική στη λογοτεχνία. Στους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς δεν νικούν οι καλύτεροι, αλλά οι διαθέσιμοι. Ο αγρός που δεν σπέρνεται με ταλέντα, χορταριάζει αναπόφευκτα μ' αυτούς τους “-ισμούς”. Πού όμως χάθηκαν όλα τα ταλέντα; Ή μήπως ήρθε η εποχή που η ρωσική γη δεν είναι πια σε θέση να γεννά τους δικούς της Πλάτωνες και Νεύτωνες; Μάλλον όχι. Απλά έρχεται μια στιγμή στη ζωή των λαών, όταν η πνευματική τους ζωή φτωχαίνει και οι λίγοι προικισμένοι από το θεό με ταλέντο δεν επιθυμούν να προσφέρουν το θείο δώρο τους στην κοινωνία. Είναι η εποχή όταν δεν υπάρχουν ούτε ιερά ούτε όσια, όταν οι αρετές περνιούνται για προκαταλήψεις, όταν την πολιτική κάνουν οι ανάξιοι τυχοδιώκτες, όταν οι τέχνες και οι επιστήμες δεν είναι σεβαστές και παντού θριαμβεύει ένας ωμός υλισμός. Σ' αυτές τις συνθήκες το ταλέντο δεν έχει θέση... Ο λαός που αποφάσισε να είναι “χώρα των ηλιθίων” αδυνατεί να έχει μια έξυπνη τέχνη. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή εμφανίζονται με τα κλαπατσίμπαλά τους οι διάφοροι “-ισμοί”».

Πολλοί είναι πάλι εκείνοι που πιστεύουν πως στη σύγχρονη Ρωσία η λογοτεχνία εγκαταλείπει τη σκηνή. Τελικά τι συμβαίνει; Είναι το τέλος της ή η αρχή; Ο μαρασμός που αναπόφευκτα θα καταλήξει σε θάνατο μόλις εξαντληθούν (όσο τεράστια κι αν είναι) τα αποθέματα των ξεχασμένων ή απαγορευμένων ή αναθεματισμένων στα σοβιετικά χρόνια βιβλίων εγχώριας ή απόδημης παραγωγής; Ή πρόκειται για την αναγέννηση του δημιουργικού λόγου; Μήπως τελικά οι δυσαρεστημένοι επικριτές της σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας είναι σνομπ και απλώς αηδιάζουν και βυθίζουν τα επιλεκτικά τους νυστέρια, συνηθισμένα σε πλούσιες σάρκες των τιτάνων - κλασικών, σε ισχνά και ανώριμα κατά τη γνώμη τους σώματα "αγνώστων λοιπών στοιχείων".

Μερικά από τα μεγάλα ονόματα σύγχρονων Ρώσων συγγραφέων, που συνεχίζουν να αμφισβητούνται και να συζητούνται στην πατρίδα τους, έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά -Πελέβιν, Ακούνιν, Ουλίτσκαγια, Μαρίνινα, σταθερή αξία παραμένουν Ρατζίνσκι, Τολστάγια, Τόκαρεβα, Βασίλιεβα, Νάιμαν. Θα μπορούσαν να προστεθούν ακόμα πολλά ονόματα, που διαβάζονται και ξαναδιαβάζονται από τους απανταχού Ρώσους.

Η ρωσική λογοτεχνία δεν σταματάει όμως εδώ -στην πλειάδα των σύγχρονων Ρώσων συγγραφέων θα έπρεπε να συμπεριληφθούν οι συγγραφείς του δεύτερου κύματος μετανάστευσης. Είναι η αξιόλογη ρωσόφωνη λογοτεχνία των ΗΠΑ, του Ισραήλ, της Γερμανίας, είναι και η χωρίς σύνορα ρωσόφωνη λογοτεχνία του Διαδικτύου, η νέας τεχνολογίας έκδοση "σαμιζντάτ". Όλα αυτά επίσης συνιστούν τη σύγχρονη ρωσική λογοτεχνία, η ποιότητά της μπορεί συχνά να γίνει αντικείμενο συζήτησης αλλά σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αγνοείται.

Πάντως ο ανθολόγος που θα πάρει το θάρρος να φτιάξει μια όσο το δυνατόν πλήρη Ανθολογία της σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας θα πρέπει να ξέρει καλό "κολύμπι" και να έχει αλάνθαστη αίσθηση του προσανατολισμού. Μόνο τότε οι βουτιές του στην βαθιά θάλασσα του πολυσύνθετου σύγχρονου ρωσικού πολιτισμού θα αποφέρουν καρπούς. Θα βρει οπωσδήποτε τα πολύτιμα μαργαριτάρια ανάμεσα σε χιλιάδες "στείρα" κοχύλια. Και ο χρόνος θα δείξει ποια απ' αυτά θα αξιωθούν την αθανασία και την αιώνια λάμψη.


















Από τον λαό, για τον λαό…


Του Μάριο Βίττι


Κάθε φορά που πρέπει να διατυπώσω τη γνώμη μου για τα πιο πρόσφατα χρόνια, αναρωτιέμαι αν οι επιφυλάξεις μου οφείλονται στην κλασική περίπτωση ενός ανθρώπου προχωρημένης ηλικίας.

Πώς μπορώ όμως να το παραβλέψω: προς το τέλος του περασμένου αιώνα συνέδραμαν απανωτές πιέσεις, στην πολιτική όσο και στον κυρίως πολιτισμικό χώρο, που οδήγησαν τους ανθρώπους στη δυσφορία προς τα πολιτικά. Αναρωτιέμαι πόσον καιρό ακόμη εμείς οι πολίτες θα πηγαίνουμε ανέμελα να δώσουμε την ψήφο μας σε εκπροσώπους που είναι βέβαιο ότι δεν θα φροντίσουν, ανιδιοτελώς τάχα, για το καλό του συνόλου.

Δεν διαλύθηκε μόνον η ιδεολογική στράτευση. Άνοιξε χάσμα ανάμεσα στους οραματισμούς και στην τακτική που ο καθείς επιλέγει για την ανετότερή του διαβίωση. Εξάλλου περάσαμε από την πίστη προς τη γνώση, στην πίστη προς τα ΜΜΕ. Η πληροφόρηση αντικατέστησε τη γνώση, την επιστήμη. Η πολιτεία, ακολουθώντας αυτή τη μετατόπιση των στόχων, επιδιώκει να μετατρέψει τα πανεπιστήμια της Ευρώπης από κέντρα όπου ο άνθρωπος κατακτά την ικανότητα παραγωγής περαιτέρω γνώσης, σε φροντιστήρια όπου ο πολίτης του μέλλοντος αποκτά επαγγελματικές δεξιότητες πρακτικής εφαρμογής.

Φυσικά αυτή η επιλογή εξοφλεί και τη διαπίστωση ότι έχει εγκαταλειφθεί εντελώς το όραμα της προόδου. Η πρόοδος λειτούργησε ως κινητήρια δύναμη από τον Διαφωτισμό μέχρι πρόσφατα. Δεν είναι λίγοι δυόμισι αιώνες μεγάλων φιλοδοξιών. Αλλά τώρα δεν επιθυμούμε πια να ξεπεράσουμε τις σημερινές συνθήκες ζωής, παρά μονάχα στο επίπεδο πρακτικής χρήσης των υλικών και πολιτισμικών αγαθών.

Οι πολιτικοί προγραμματισμοί, ή μάλλον οι υποσχέσεις των πολιτικών, δεν προσβλέπουν σε έναν στόχο ανώτερο, ένα στόχο που ήταν σαφής όσο πιστεύαμε στην πρόοδο, αλλά κοιτάζουν πώς να δώσουν την αίσθηση στους ψηφοφόρους ότι ανταποκρίνονται στις προσδοκίες τους. Τα σταλινικά συνθήματα, όπως από τον λαό για τον λαό, που γρήγορα καταδικάστηκαν από τον φιλελεύθερο κόσμο, όπως ήταν σωστό, δεν ήταν τίποτε ως απάτη μπρος στην τακτική που ακολουθούν σήμερα όλα τα κόμματα, ας πούμε στην Ιταλία, (δεν ξέρω αρκετά καλά τα ελληνικά πράγματα για να αναφερθώ σε αυτά) που στηρίζουν τις υποσχέσεις τους στις δημοσκοπίες. Οι σημερινές μάζες, υποταγμένες στα ΜΜΕ, είναι πιο περιορισμένης νοημοσύνης από αυτήν που είχαν στον νου τους οι χειρότεροι σοβιετικοί ηγέτες, κι ας παρηγορούνται αυτές οι μάζες καταναλωτών ότι έχουν όλες τις ανέσεις, από το αυτοκίνητο μέχρι το κινητό τηλέφωνο.

Και η λογοτεχνία; Οι λογοτέχνες φυλάγονται από το ρίσκο. Κι αυτοί κάνουν νοερά τις δημοσκοπίες τους, εντοπίζουν τους αναγνώστες και κατασκευάζουν το κατάλληλο ανάγνωσμα στα μέτρα που τους ταιριάζουν. Γιατί να κινδυνέψουν γράφοντας κάτι που απαιτεί μεγαλύτερο μόχθο, μάλιστα με τον κίνδυνο να πέσουν έξω από τον ορίζοντα δεκτικότητας του κοινού; Οι περισσότεροι έχουν ήδη βρει τη χρυσή τομή, που τους οδηγεί από τη μία πλευρά στη συναίνεση του κοινού και από την άλλη στην υποστήριξη της πολιτείας -δεν αναφέρομαι μονάχα στους διάφορους τρόπους επιβράβευσης, αλλά και σε όλες τις επαγγελματικές διευκολύνσεις.

Καλύτερα να σταματήσω εδώ και να πιάσω τα δικά μου αναγνώσματα. Και μην πείτε ότι φταίει η ηλικία μου.


H πτώση του τείχους της ενοχής

Της Λήδας Καζαντζάκη

Μερικές φορές, κάποιες συμπτώσεις σφραγίζουν τα συμβάντα, όλως τυχαίως ή εκ παραδρομής. Το άνοιγμα των συνόρων της Ανατολικής Γερμανίας έγινε μια μέρα νωρίτερα απ’ ότι είχε προγραμματισθεί. Από λάθος του εκφωνητή της είδησης. Που δεν μπορούσε να είναι περισσότερο αξιόπιστος, γιατί επρόκειτο για τον ίδιο τον γραμματέα Πληροφοριών και ηγετικό στέλεχος του ΕΣΚΓ (Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας), Γκύντερ Σαμπόβσκι.

Έτσι, το γεγονός που σηματοδότησε την πτώση του τείχους του Βερολίνου συνέβη την 9η Νοεμβρίου του 1989 και συνέπεσε με μια άλλη επέτειο, που δυτικοί και ανατολικοί ήθελαν ανέκαθεν να ξεχάσουν, εξαιρουμένων κάποιων πολιτών εβραϊκής καταγωγής ή ελαχίστων αριστεράς προελεύσεως: την 9η Νοεμβρίου του 1938. Την αποκαλούμενη Νύχτα των κρυστάλλων, κατά την οποία το ναζιστικό καθεστώς ξεκίνησε το πογκρόμ των εβραίων, καταστρέφοντας τις βιτρίνες των καταστημάτων τους.

Έτσι η εποχή της αφύπνισης της εθνικής συνείδησης, σύσσωμου πλέον του γερμανικού λαού, η εποχή της ανάπτυξης του αισθήματος του συνανήκειν, που ανατολικοί και δυτικοί εκδήλωσαν με τη φράση «είμαστε ένας λαός», άρχισε να χτίζεται πάνω στα τελευταία στρώματα επικάλυψης του φαιού παρελθόντος. Στρώματα που μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου απλώνονταν ένθεν και ένθεν του τείχους.

Στην Ανατολική Γερμανία από την ιθύνουσα τάξη των μελών του ΕΣΚΓ: Πίσω από το «αντιφασιστικό τείχος» του Έριχ Χόνεκερ ζούσαν οι εκ γενετής, λόγω λαϊκοδημοκρατικής γερμανικής ταυτότητας, αντιφασίστες και οι όποιες ρατσιστικές ή αντισημιτικές πράξεις υποβαθμίζονταν ως μεμονωμένα επεισόδια που διέπρατταν παρεκκλίνοντα άτομα.

Στη δύση επιχειρήθηκε, κατ’ αρχήν από την πολιτική τάξη της δεξιάς και ύστερα από όλους σχεδόν τους πιθανούς σχηματισμούς της αριστεράς, από τη σοσιαλδημοκρατία και τους ειρηνιστές Πράσινους μέχρι τη Φράξια Κόκκινος Στρατός: Η συμφιλίωση με τους δράστες, που εγκαινίασε μεταπολεμικά ο χριστιανοδημοκράτης καγκελάριος Αντενάουερ, διορίζοντας τον υπεύθυνο για τη δικαστική ερμηνεία των ναζιστικών νόμων σε προϊστάμενο της καγκελαρίας. Αυτή η γραμμή ακολουθήθηκε εν πολλοίς από όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα και, όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό, θα μπορούσε να πει κανείς ότι βρήκε τη συνέχειά της στη συμφιλίωση με τους απλούς Γερμανούς, που υιοθέτησε η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά μετά το ‘68.

Το ίνδαλμα του γερμανικού Μάη του ’68, ο Ρούντι Ντούτσκε, απέφυγε να ασχοληθεί με το ζήτημα των στρατοπέδων συγκεντρώσεως, γιατί δεν του το επέτρεπε η «χριστιανική του αισχύνη». Ενώ, στο όνομα του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης και της απελευθέρωσης των λαών από τον ιμπεριαλισμό, επιχείρησε τον εξαγνισμό του λαϊκού σώματος, μιλώντας για μια εργατική τάξη που «εξαπατήθηκε διαρκώς, ανεξάρτητα εάν επρόκειτο για τους σοσιαλδημοκράτες ή τον Χίτλερ»1. Στην ίδια γραμμή κινήθηκε και το λεγόμενο αντάρτικο των πόλεων των Μπάαντερ και Μάινχοφ.

Και όλα αυτά όταν, την ίδια χρονική περίοδο, το ζεύγος των ψυχαναλυτών Αλεξάντερ και Μαργκαρίτε Μίτσερλιχ έγραφαν στο κλασσικό πλέον βιβλίο τους για την Ανικανότητα του πενθείν (1967) στη μεταπολεμική Γερμανία: «[μετά το τέλος του Γ΄ Ράιχ] η χώρα μοιάζει εξαντλημένη, όσον αφορά τη δύναμή της να παράγει ιδέες με πολιτική επιρροή, μιας και η πλειοψηφία των πολιτών της υπήρξε σύμφωνη με τις ιδέες του ρατσισμού και της ιδεολογίας της κυριαρχίας του εθνικοσοσιαλισμού. Πράγματι, με την πτώση των ναζί οι πολίτες έχασαν τη βάση για τον προσανατολισμό τους»2.

Η έκρηξη του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και του αντισημιτισμού, εκδηλώθηκε ένα χρόνο μετά την πτώση του τείχους, στην ανατολική Γερμανία κατ’ αρχήν με εμπρησμούς ασύλων πολιτικών προσφύγων και στη δυτική Γερμανία με τον εμπρησμό σπιτιών Τούρκων μεταναστών και εβραϊκών συναγωγών.

Συνέβη μέσα σε αυτό ακριβώς το κενό που δημιούργησε η αποσιώπηση, των «τραγικά πεζών» πτυχών της ναζιστικής θηριωδίας, όπως τις είχε αποκαλέσει η φιλόσοφος Χάνα Άρεντ. Από τους μικρούς κοινούς ανθρώπους, που υπήρξαν τα γρανάζια χωρίς τα οποία δεν θα μπορούσε να κινηθεί ο μηχανισμός εξολόθρευσης των εβραίων, και που τους περιέγραψε στο βιβλίο του Οι πρόθυμοι εκτελεστές του Χίτλερ ο αμερικανός επιστήμονας, εβραϊκής καταγωγής, Ντάνιελ Γκόλντχαγκεν, το 1996.

Συνέβη μέσα στο κενό που παρατηρήθηκε και στην τέχνη του λόγου, από το ‘70 και εντεύθεν. Ένα κενό της μνήμης, που συνδυάστηκε με την αποστροφή για την πολιτική και τα κοινωνικά δρώμενα, με τη στροφή στο ατομικό, αντίθετα με τους λογοτέχνες της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς που βάδισαν πάνω στα χνάρια του Μπέρτολτ Μπρεχτ. Τώρα η χειραφέτηση είναι προσωπική, εσωστρεφής και ενταγμένη μέσα σε γλωσσοκεντρικά παιγνίδια.

Χαρακτηριστικό της παράδειγμα ο θεατρικός συγγραφέας Μπότο Στράους, το πνευματικό παιδί του φιλοσόφου της Σχολής της Φραγκφούρτης Τέοντορ Αντόρνο, που στη δεκαετία του ‘90 προσέγγισε τη Νέα Δεξιά. Στο περίφημο “Άσμα του τράγου σε κρεσέντο”, που αποτέλεσε τον πρόλογο του βιβλίου της Νέας Δεξιάς Το αυτοσυνείδητο έθνος, ο Μπότο Στράους διακηρύσσει την επιστροφή σε αξίες όπως η οικογένεια, η φυλή, η κουλτούρα, τις οποίες πρέπει να υπερασπιστούμε, ακόμα και με τη δύναμη των όπλων, για να αντισταθούμε στον εκτραχηλισμό των ηθών της υλιστικής κοινωνίας. Η ρατσιστική βία παρομοιάζεται εδώ με μια «θυσία αίματος»3.

Το κενό αυτό ήταν εύκολο να το καταλάβει και να το πληρώσει η αναθεωρητική θεωρία της Νέα δεξιάς και η ρητορεία των νεοναζί. Από το “είμαστε ένας λαός”, που όρισε την νέα εθνική συνείδηση του ενωμένου γερμανικού σώματος, μέχρι το “Είμαι περήφανος που είμαι γερμανός”, που κραυγάζουν οι νεαροί σκινάδες, δεν απέχουμε παρά ένα μόνο βήμα. Πόσο μάλλον, όταν, στην τελευταία αυτή φράση καταφάσκει και η επίσημη πολιτική, από το ‘90 και μετά, μέσα από την αναθεώρηση ή την προσθήκη βασικών άρθρων του συντάγματος, τα οποία δυκολεύουν τη χορήγηση πολιτικού ασύλου ή την πολιτογράφηση των παιδιών των μεταναστών. Και υπάρχουν πολιτικοί, όπως ο πρώην δικηγόρος των μελών της Φράξιας Κόκκινος Στρατός, πρώην Πράσινος και νυν σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εσωτερικών Όττο Σίλυ, που θέλει να δημιουργήσει στρατόπεδα υποδοχής προσφύγων στην Αφρική.

Η πτώση του τείχους του Βερολίνου σηματοδότησε, επιπλέον, και την πτώση του τείχους της ναζιστικής ενοχής.

1. Juergen Elsaesser, Wenn das der Fuehrer haette erleben duerfen, konkret 1995, S.100-101

2. Alexander und Margarete Mitscherlich, Die Unfaehigkeit zu trauern, Piper Verlag, 1967,S.21

3. Peter von Becker, Abschied von Botho Strauss, in: Theater heute, 12/94,S.4-5








Το Γράμμα

(απόσπασμα)


Του Τάσου Χατζητάτση


Κάποτε σου έγραφα μεγάλα γράμματα να τα διαβάζεις στο αεροπλάνο, να μη φοβάσαι. Τώρα φεύγεις, ταξιδεύεις και το μαθαίνω από ξένους. Πώς ήταν το ταξίδι; Περάσατε ωραία; Πρέπει να έχει αλλάξει η πόλη. Tο παλαιό μας Βερολίνο! Τελευταία φορά είχαμε πάει άνοιξη, θυμάσαι; Το ‘89 πρέπει να ήταν; Όχι, Πάσχα του ‘90. Είχε πέσει το τείχος. Μπουλντόζες άνοιγαν διάπλατα τις παλιές, απαγορευμένες, διόδους. Είχαμε νοικιάσει ένα ασημί Όπελ. Δεν εύρισκα την όπισθεν και κατέβηκε ο υπάλληλος να μου δείξει το δακτυλίδι στον μοχλό των ταχυτήτων, θυμάσαι; Φτάσαμε βράδυ. Όπως πάντα έχανα τους δρόμους και αρνιόμουν να ρωτήσω. Κατά τύχη βγήκα στην Κούνταμ. Γεμάτη, πολύβουο πλήθος. Δεν βρήκαμε να μείνουμε πουθενά. Στο τέλος, κλείσαμε ένα δωμάτιο για την άλλη μέρα το μεσημέρι. Ήσουν χαρούμενη που είχαμε όλο το βράδυ να τριγυρνάμε στην πόλη. Τραγουδούσες, «αριστερά, αριστερά, αριστερά, το Ρότε Βέντινκγ περνά», καθώς ψάχναμε σε παρόδους της Μύλερ στράσε το σπίτι που έμενε ο Γιάννης το ’73. Το στρώμα στο πάτωμα, τα άπλυτα ποτήρια, οι κλεμμένες κονσέρβες, οι κουβέντες για τον Στάλιν. Όλα πέρασαν πια. Δεν το βρήκαμε το σπίτι. Είχαν αλλάξει οι δρόμοι. Γυρίσαμε στον κέντρο για να πάμε στον ανατολικό τομέα. «Για τελευταία φορά», είπες, «η επανάσταση που χάθηκε στους δρόμους.» Και η φωνή σου βραχνή σαν πνιγμένος λυγμός. Περάσαμε από την δίοδο της Ποστντάμερ Πλάτς. Το τείχος πάντα εκεί θηρίο ξεδοντιασμένο, δεν φύλαγε τίποτα, δεν το φύλαγε κανείς. Η πλατεία, γήπεδο γυμνό, άδειο οικόπεδο με τον πανικό της ανοικοδόμησης. Ούτε σκυλιά, ούτε συρματοπλέγματα. Δεν υπήρχε ανατολικός τομέα. Χάθηκε. Οι δρόμοι σκοτεινοί να φωτίζονται μόνο με τις επιγραφές των δυτικών σουπερμάρκετ. Πότε πρόλαβαν, πότε ήρθαν; Καταλήξαμε στην Αλεξάντερ Πλάτς. Ο πύργος της τηλεόρασης, εκεί. Ο πιο ψηλός της Ευρώπης, έλεγαν. Ψέματα; Το βιβλιοπωλείο που αγοράσαμε, το ‘73, τα άπαντα του Λένιν, έγινε καφέ. Ψέματα; Μπροστά στο “Μουσείο της Γερμανικής Ιστορίας”, μουσείο του μαρξισμού, δυο μεθυσμένοι πολίτες, άπλωναν το χέρι τους για βοήθεια. Ψέματα; Η λεωφόρος “Κάτω από τις φλαμουριές” πλατιά και ανεκμετάλλευτη, Unter den Linden, θυμάσαι; Νύσταζες, αλλά προτίμησες να περάσουμε απέναντι στα δυτικά φώτα, ένοιωθες μεγαλύτερη ασφάλεια εκεί. Γυρίσαμε πίσω και κοιμηθήκαμε μέσα στο αυτοκίνητο σε ένα άδειο πάρκινγκ, κάτω από τα δέντρα του Τιέργκαρτεν. Το πρωί ξυπνήσαμε ανάμεσα σε πούλμαν, κούρσες αστραφτερές, ανατολικά τράμπι, και μεταχειρισμένες καρότσες. Η 17η Ιουνίου οδηγούσε ακόμη στην πύλη του Βραδεμβούργου. Δίπλα στο τείχος και μέχρι την πλατεία της Δημοκρατίας, στημένοι πάγκοι ξεπούλαγαν στους τουρίστες: στρατιωτικά κράνη, ρωσικά παράσημα, χλαίνες, δίσκους με κοζάκικες χορωδίες, σημαίες της Ρωσίας, της DDR, βότκα και προτομές του Στάλιν. Αποκαΐδια μια πυρκαγιάς που έσβησε. Άνδρες με σιδερένια σφυριά, πρόθυμοι στις υποδείξεις των τουριστών, έσπαζαν κομμάτια του τείχους, με χρώματα και επιγραφές, και τους τα πουλούσαν. Το τείχος έγραφε: I love Nina. Ann 0223 765-260. John Covington USA. DDR for ever, Kommt Montag wieder; agkoyw. Freie Wählen. Arbeit. Mauuuuer. Freiheit. Emile. Renter Long Live. MOΦA BK$. this wall. Super. Free. I love Manuela. Arbeit macht Frei. Σαν ρυτίδες μια πείρας άχρηστης πάνω στο γερασμένο πρόσωπο. Σαν έρωτας που τέλειωσε. Κι εσύ χάθηκες, ταξιδεύεις. Και εγώ παίζω ακόμα στην ίδια παλιά ταινία. Είμαστε υποκριτές, είπες, θυμάσαι; Unter den Linden και οι φλαμουριές να μοσχοβολάνε, παρόλο που...παρόλα που...































Φωτογραφία αρ. 89

Του Κώστα Βούλγαρη

-Αν η νύχτα αργεί να περάσει

και στου κάμπου τα πλάτη απλώνει

φαντασμάτων σκοτάδι

-Αν το κόκκινο χρώμα σκεπάσει

με αχτίδες και βέλη το θάμβος

της σημαίας του Άδη

-Παρηγόρια μας στέλνει

-Ήρθε η ώρα της νίκης

-Το φριχτό παραμύθι

-Ήρθε ώρα θριάμβου

-Που τα χείλη το λένε

-Libertad

-Κι αν το δάκρυ εχάθη

-Στης θαλάσσης τα βάθη

-Στων προγόνων τη δόξα

-Θα στηθεί ο φαλλός

-Με ανθρώπων θυσίες

-Μια γιορτή θα αρχίσει

-Θα φυτρώσει ο σπόρος

-Της καινούριας γενιάς

-Στο φριχτότερο σκότος

-Libertad

[...]

-Έχω μαζί μου μια παλιά φωτογραφία. Κοίτα πώς στέκεσαι. Τόσο αποφασιστικός!

-Σαν να μας φωτογραφίζει η ίδια η ιστορία, σε κάποιο παρακμασμένο θέρετρο.

-Σχεδόν χωρίς χείλη απ’ την προσπάθεια, σχεδόν χωρίς δάχτυλα απ’ την οργή.

-Μα τι περίμενες;

-Όμως αυτές οι δυο που χάθηκαν, η μια στ’ αριστερά κι η άλλη στα δεξιά σου...

-Μας ξεγέλασαν, τη μεγάλη εκείνη ώρα που μαθαίναμε τι δεν ήταν θάνατος και τι δεν ήταν η αιωνιότητα.

-Και απομείναμε, εσύ με το κορίτσι πουλί κι εγώ με τον Ντεκάρτ γεράκι.

-Σαν το κέλυφος μιας νεκρής χελώνας στην ερημιά.

-Και το αντίθετο σκηνικό: το γεράκι να ταΐζει τα πεινασμένα του νεογνά.

-Οι δυο μας μια βαλκάνια νύχτα, χτυπημένη από έρωτα βαθύ.

[...]

-Αφού η φωτογραφία που σας είχα βγάλει έχει προ πολλού αλλοιωθεί, έλα τώρα εσύ, μόνος σου στο εργαστήριό μου. Μπορώ, φαντάζομαι, να ξαναφτιάξω τη χαμένη εικόνα.

-Τι γεγονότα ακατάσχετα, τι γεγονότα ακατέργαστα μέσα σε μια στιγμή. Ή, για να το πω αλλιώς, και τι χρειάζονταν τόσα γεγονότα;

-Λέω λοιπόν να βγάλω μια φωτογραφία απλή. Να μην έχει των πραγμάτων τον αντίκτυπο -με κούρασαν οι σημασίες- μα ούτε και τον πέρα ήχο.

-Ποιος είναι αυτός; Μόνο έναν άγριο ξέρω ρυθμό, εκεί όπου οι εικόνες ξεθυμαίνουν.

-Θέλω να βγει εκείνο το αρχέγονο, κι ας μην το εννοώ, και αυτό να αποτυπώσω ως αναγκαίο.

-Η ιδέα της λευκότητας δεν περιέχει παρά μόνο λευκότητα.

-Το αίμα θέλω να γράψει στο φακό, κι ας λένε ότι βάφει μόνο στο πεδίο της μάχης.

-Στο αίμα πηγαίνει το τσακάλι, όχι το λιοντάρι.

[...]

-Αν είχα μπροστά μου μια σταθερή εικόνα, όλα θα τα λογάριαζα σαν ένα, και δεν θα είχα και τούτο να σκεφτώ και τ’ άλλο.

-Εσύ έχεις μόνο έναν παράδεισο, ενώ εγώ έχω δέκα νύχια.

-Όμως σαν θες τα σύνορα πάντα να διαστέλλεις, να μη χωράς στο αίμα σου και άλλα τέτοια, πρέπει να έχεις κατά νου ότι τα σύνορα επανέρχονται και καταπέλτες φοβεροί σε ξαναστέλνουν παραμέσα.

-Τι μπορώ να μετρήσω με δέκα νύχια; Μόνο δέκα πληγές αρχαίες, σαν τραύματα από πέτρες καταπάνω στη νύχτα.

-Μη μ’ αποφεύγεις κι αυτή τη φορά.

-Εγώ αρχικά ανέλαβα να διοικώ. Μετά κατάντησα να εξουσιάζω. Έκανα χάρτες επιτελικούς, όμως ενίοτε, λαθραία δηλαδή, σχεδίαζα επάνω τους τις κορυφογραμμές, νερά που φύγαν απ’ την κοίτη της, όλα τα δέντρα κι όλους της άπειρους καρπούς κι όλη την άμμο ακριβώς, έτσι που όταν σήμαινε η επίθεση, εσήμαινε κι ο χάρτης τα δικά του.

-Το είδωλο έχει κι αυτό το μερίδιό του σ’ έναν τόπο ολόφωτο.

-Και να λοιπόν τι έβλεπα. Κοκκίνιζε ο κάμπος απ’ τα μήλα και κυλούσε και οι στρατιώτες του εχθρού κυλούσαν απ’ τα μήλα, κινούσαν κι όλες οι μηλιές του δάσους κατά δώθε. Έτσι νικούσα.

-Τώρα είναι που αρχίζει ο χορός κι άκου της οδηγίες. Πρώτα το χέρι, ύστερα τα μάτια σου κουνάς, για το σκοτάδι ψάχνοντας. Που και που αφήνεις λοξές ματιές στους διπλανούς, ενώ στα δόντια σου θα σπαρταρά ένα ωραίο ψάρι. Χορός λοιπόν που φέρνει προς τη θάλασσα, κρατώντας όμως και τ’ ουρανού το ίσιο.

-Τώρα σε τούτη την πλαγιά γλυκιά η κατολίσθηση. Ωσάν ακρίτας λιγοστός, του κράτους που έχω μέσα, κάνω το σώμα μου κορμί, να μην περάσει η τελευταία ήττα.

-Είμαι βέβαιος: πρώτα πεθαίνει η ψυχή.

-Η ψυχή περνάει, το σώμα μένει.

-Ψυχή ξερνούν οι μεθυσμένοι, οι άμοιροι του είναι.

[...]

-Τι σημασία έχει άραγε ετούτο το τοπίο, αν δεν το παγιώσω μες στο δικό μου χρόνο και όχι ασφαλώς σε μια φωτογραφία. Θα επιμείνω, σε κάθε γωνιά του θα χωθώ και στα ερείπια μέσα θα τινάζομαι σαν ταραγμένη σκόνη, σαν σκόνη θα γεμίζω τα κενά και τα σκισίματά του. Αλλά και πάλι, για κάποια φωτογραφία νομίζω πως μιλώ, σκισμένη ακριβώς στα όρια των προσώπων, λες και εκεί χαράσσονται τα σύνορα.

-Αφήστε με να σύρω τον νεκρό, αυτόν που εσείς, περήφανοι που τον σκοτώσατε, φωτογραφίζεστε μαζί του. Λίγο το σώμα του να σύρω, να το τραβήξω μες στο σπίτι, σε ό,τι τέλος πάντων απέμεινε απ’ αυτό και το κρατάει το τραπέζι, και κάτω απ’ το τραπέζι εγώ, το πέμπτο πόδι.

-Να είναι λοιπόν τοπίο ιστορικό, που πάει να πει, όλα σ’ αυτό να ερμηνεύονται απλά κι ο χρόνος μαλακός να δένει τις στιγμές μας. Και να ‘ναι εκεί παιδιά που παίζουνε τ’ αγάλματα, και λίγο πριν ακινητήσουν, την ώρα δηλαδή όπου το πόδι τους πατάει δεν πατάει στο χώμα, να ξεγελάνε τα πουλιά.

-Όμως ποτέ δε θα σκεπάσουν την εικόνα των έφιππων ηρώων, που δίνουν μια υπόσταση στη φρούδα ιστορία σου.

-Στις μέρες μας πολλά τα ορφανεμένα βάθρα. Σέρνονται τα αγάλματα, κομματιασμένα στο οδόστρωμα.

-Μπορείς να αρχίσεις από εκεί τη νεκροψία. Τα ίχνη φαίνονται πιο καθαρά στο μάρμαρο ή στο χαλκό.

-Μήτε η σκιά τους πια δεν τα ακολουθεί.

-Πίσω από την πλάτη μας το φως συνωμοτεί. Άκου το αίμα τους πώς σπαρταρά, κλεισμένο μες στην πέτρα, στου μέταλλου την παγωνιά.

-Τώρα χάθηκε ο ειρμός. Μικραίνει μες στο σύθαμπο εκείνο το παλιό τρικάταρτο, που σάλπαρε κατάφορτο φαντάσματα.

-Εμπρός εμείς και πίσω η θάλασσα. Κάποτε, στα δάση του βυθού μαζί της θα επιστρέψουμε.






Μηλίων επίκαιροι διάλογοι

Του Λουτσιάνο Κάνφορα


Στην αφήγηση του Θουκυδίδου, η πολιορκία της Μήλου εισάγεται από έναν διάλογο ανάμεσα στους Αθηναίους πρεσβευτές και τους άρχοντες του νησιού. Ο διάλογος, ασυνήθιστα εκτενής, δίνει μεγάλη σημασία στο επεισόδιο.

Ασύνηθες είναι και το διαλογικό σχήμα. Βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά που διάλογοι εντάσσονται σε ιστορικά έργα. Φερ' ειπείν, τους βρίσκουμε και στον Ηρόδοτο, μα και στον ίδιο τον Θουκυδίδη, αλλά πρόκειται για διαλόγους όπου κάθε παρέμβαση εισάγεται από μια αφηγηματική διδασκαλία. Τουναντίον, σ' αυτόν τον διάλογο οι παρεμβάσεις των πρωταγωνιστών διαδέχονται η μία την άλλη, σαν σ' ένα θεατρικό κείμενο. Πολλοί φιλόλογοι στο παρελθόν ισχυρίστηκαν την αυτονομία αυτού του διαλόγου προς το υπόλοιπο έργο. Ο Άγγλος Γκρότε (Grote) και ο Γάλλος Μπουσόλ (Busolt) τον προσδιόρισαν σαν Μήλου Άλωσις, από τον τίτλο της τραγωδίας του Φρυνίχου. Και ο διάσημος Γερμανός ιστορικός Ιούλιος Μπέλοχ (Beloch) ισχυρίστηκε ότι ο διάλογος αυτός εγράφη αμέσως μετά το τέλος των γεγονότων, υπό την εντύπωσή τους, και αρκετά χρόνια μετά ενετάχθη στις Ιστορίες από τον ίδιο τον συγγραφέα ή από τον εκδότη του έργου. Σίγουρο είναι ότι ο διάλογος, για το σχήμα και για την έκτασή του, συνιστά μοναδικό πείραμα μέσα στο έργο του Θουκυδίδη.

Είναι δύσκολο να τοποθετήσουμε με ακρίβεια τον χρόνο γραφής του, καθώς και το πότε ο Θουκυδίδης τον σχεδίασε για πρώτη φορά, και είναι μάλλον περιττό να αναρωτηθούμε αν κάποιες αναφορές σε μια ενδεχόμενη μελλοντική καταστροφή της Αθήνας πρέπει να θεωρηθούν προφητείες post eventum και γι' αυτό μπορούν να μας δώσουν τεκμήρια για να χρονολογήσουμε το κείμενο. Όντως, η πιθανότητα μιας ήττας για την Αθήνα ήταν κάτι πολύ πιθανό για κάθε ενσυνείδητο πολιτικό, ήδη πριν από το μοιραίο 404 π.Χ.: είτε επειδή για την Αθήνα ήταν παραβίαση της συνεχούς ηγεμονίας της Σπάρτης στον ελληνικό κόσμο (μια παραβίαση που θα μπορούσε να φανερώσει από στιγμή σε στιγμή όλες τις αδυναμίες της) είτε γιατί η καταστροφική φύση του Πελοποννησιακού πολέμου έγινε κατάδηλη όταν η ειρήνη του 421 φάνηκε πως δεν ήταν παρά ένας εφήμερος συμβιβασμός.

Στο διάλογο, τα λόγια των Μηλίων προκύπτουν ασθενή, γιατί τείνουν να ισχυριστούν, με σοφιστικά μέσα, μιαν αδύνατη θέση, δηλαδή ότι συμφέρει τους Αθηναίους να είναι επιεικείς. Τα λόγια αυτά εύκολα αντικρούονται από τους συνομιλητές τους, οι οποίοι, άλλωστε, δείχνουν να ξέρουν καλά ποια θα είναι η μοίρα τους, σε περίπτωση ήττας σε αυτό τον μακροχρόνιο πόλεμο.

«Εάν ηττηθείτε -απειλούν οι Μήλιοι (5, 90)- θα υποστείτε τρομερή τιμωρία». Και υπονοούν: «η τιμωρία αυτή θα γίνει τόσο μεγαλύτερη όσο πιο ανελέητοι θα είστε σε περιπτώσεις σαν αυτές». Ωστόσο, οι Αθηναίοι απαντούν ότι δεν φοβούνται, και προσθέτουν ότι κάλλιο να πέσουν κάτω από τα χτυπήματα ενός δυνατού εχθρού παρά να υποχωρήσουν μπροστά σε επαναστατημένους υπηκόους. Όμως, επειδή οι Μήλιοι, με αυτό το επιχείρημα, δεν μπορούν να πείσουν τους συνομιλητές τους να μην υποδουλώσουν, με αίσχος, το νησί, πρώτα επικαλούνται την ελπίδα (5, 102), προκαλώντας, με αυτόν τον τρόπο, την ειρωνεία των Αθηναίων και στο τέλος επικαλούνται τη βοήθεια των θεών, ως εγγυητών του δικαίου (85, 104). Αλλά οι Αθηναίοι, φθάνοντας τη συζήτηση στα έσχατα, ισχυρίζονται ότι όχι μόνο στους ανθρώπους αλλά και στους θεούς «αν κρατή άρχειν» (ο δυνατότερος ισχύει). Και προσθέτουν: «δεν καθιερώθηκε ο νόμος αυτός από εμάς, ούτε είμαστε εμείς οι πρώτοι που τον χρησιμοποιήσαμε∙ τον αποδεχθήκαμε και θα τον παραδώσουμε στους μεταγενέστερους για πάντα (όντα δε παραλαβόντες και εσόμενον ες αεί καταλείψοντες χρώμεθα αυτώ, 5, 105) και ξέρουμε καλά ότι και εσείς, εάν είχατε τώρα τη δικιά μας δύναμη, θα συμπεριφερόσασταν όπως εμείς».

Τέλος, είναι ανάγκη, σύμφωνα με τους Αθηναίους, να καταργηθεί η αυτονομία των Μηλίων. Και, όπως πάντοτε συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, ο Θουκυδίδης εντοπίζει την αιτία αυτής της ανάγκης στην για πάντα αμετάβλητη ανθρώπινη φύση.

Δεν έχει σημασία να αναρωτηθούμε αν ο Θουκυδίδης είναι με το μέρος των μεν ή των δε. Αντίθετα, πρέπει να σημειώσουμε ότι, στο τέλος, οι Μήλιοι εξαντλούν όλα τα επιχειρήματά τους, μένουν άοπλοι και επιμένουν στη θέση τους, βασιζόμενοι σε μια παράτολμη και απελπισμένη σκέψη: ότι ουδείς ποτέ υπεχώρησε εκουσίως χωρίς να πολεμήσει. Η επιχειρηματολογία των Αθηναίων γίνεται, άρα, η πιο πειστική, και ο Θουκυδίδης δεν επινοεί άλλες κατάλληλες απαντήσεις από τους Μηλίους.

Ο αφανισμός της Μήλου μπορούσε στην αρχή να φανεί σαν κάτι αναγκαίο, αλλά μετέπειτα έγινε εφιάλτης στις συνειδήσεις των Αθηναίων, εφιάλτης που πήρε σάρκα και οστά, χρόνια μετά, όταν αναγγέλθηκε η καταστροφή των Αιγός ποταμών, όπως τόνισε ο Ξενοφών: «Δεν θρηνούσαν μόνο τους νεκρούς αλλά και περισσότερο τον εαυτόν τους∙ ενόμιζαν, όντως, ότι θα υπέφεραν την ίδια μοίρα που επέβαλαν στους Μήλιους αποίκους των Σπαρτιατών» (Ελληνικά, 2, 23). Ο συγγραφέας αυτών των λόγων (και υποθέτω ότι αυτό το πρώτο μέρος των Ελληνικών είναι έργο του ίδιου του Θουκυδίδου) έχει ξεκάθαρη γνώση των ευθυνών και ξέρει καλά ότι στα πολιτικά δρώμενα δεν υπάρχουν λάθη που μένουν ατιμώρητα.




Η Ιστορία και οι μεταβαλλόμενοι ορίζοντες της λογοτεχνικής ηθικής

Του Αλέξη Ζήρα

Την τελευταία δεκαπενταετία σχολίασα πολλές φορές αρνητικά, θεωρώντας πως είναι κοντόφθαλμες και προκατειλημμένες, δημόσια διατυπωμένες απόψεις συγγραφέων ή κριτικών σύμφωνα με τις οποίες έχει εκλείψει πια το ενδιαφέρον και η σχέση της λογοτεχνίας για την πολιτική, αφού ήδη με τις αλλαγές στον διεθνή χάρτη έχουν οξειδωθεί οι μήτρες παραγωγής των ιδεολογιών του περασμένου αιώνα και έχει περάσει στο βάθος του προσκηνίου η συλλογική αποτύπωση της ανθρώπινης ζωής.

«Όσον αφορά το σκηνικό των γραπτών μου», ομολογούσε ο Φαίδων Ταμβακάκης το 1989, «δεν έχω προτιμήσεις -ή εμμονή- σε κοινωνικές τάξεις, τόπους, χρονικές περιόδους. Δεν θεωρώ το σκηνικό κεντρικό λόγο ύπαρξης ενός πεζογραφήματος. Τα κοινωνικοπολιτικά και τα ιστορικά αρχεία είναι ο διάκοσμος, που μόνο τη διάθεση του αναγνώστη επηρεάζει και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις αγγίζει το στομάχι»1. Και με ακόμη μεγαλύτερη έμφαση διαπίστωνε λίγα χρόνια αργότερα ο κριτικός Δημοσθένης Κούρτοβικ, ότι «για τους πεζογράφους της “γενιάς του '80” οι ιδεολογικές ανησυχίες και δεσμεύσεις ενός ανθρώπου δεν λένε τίποτε πραγματικά διαφωτιστικό για την προσωπικότητά του και τις δυνάμεις που κυβερνούν τη συμπεριφορά του»2.

Συνήθως, το βασικό λάθος που υπάρχει σε τέτοιου είδους εκτιμήσεις βρίσκεται στο ότι εκείνοι που συνεχίζουν να τις επιχειρούν θεωρούν την πολιτική προσδιορισμένη μια κι έξω από τον παρελθόντα χρόνο∙ λίγο ως πολύ, ένα φάντασμα της ιστορίας. Και κατά προέκταση κρίνουν τη λογοτεχνική μετουσίωσή της ως έννοια που έχει ξεθωριάσει η σημασία της, με βασικό επιχείρημα ότι οι τρέχουσες προσλαμβάνουσες των αναγνωστών είναι πολύ διαφορετικές από τις προσλαμβάνουσες των αναγνωστών προηγούμενων περιόδων. Όμως εδώ υπάρχει κάτι το περίεργο και αντιφατικό. Ενώ ορισμένοι συγγραφείς και κριτικοί έσπευσαν να εξαγγείλουν τον θάνατο μιας λογοτεχνίας που διέπεται από ηθικά διλήμματα και ιδεολογήματα, πίστεψαν ότι η αναδυόμενη λογοτεχνία του '80 και του '90 ήταν κατά κάποιο τρόπο αναγκασμένη να αναδείξει με αγχώδη τρόπο το άδειο που άφησαν πίσω τους οι παλιές ηθικές αξίες3. Αλλά μια τέτοια υπόθεση δεν αποτελεί κι αυτή με τη σειρά της ένα στοίχημα με την εποχή που κατ' ανάγκην εκφράζει4; Στοίχημα πολιτικού συμβολισμού οπωσδήποτε, αν και αντίστροφα, αφού έστω και στο περιορισμένο χρονικό διάστημα μιας δεκαετίας περίπου (1980-1990) επισήμαινε την απουσία της δημόσιας διάστασης στην αντίστοιχη λογοτεχνική παραγωγή.

Νομίζω ότι διαπιστώσεις όπως αυτές είναι όχι μόνο παλαιότατης κοπής -αφού κάθε φορά που κλείνει ένας ιστορικός κύκλος γεννιέται από μέσα του ένας καινούργιος- αλλά και εξαιρετικά αμφιλεγόμενες, επειδή ακριβώς θεωρούν συλλήβδην ως “μονοκόκαλη" μια οποιαδήποτε προηγούμενη λογοτεχνική περίοδο. Δεν χρειάζεται να έχουμε μια πλήρη εποπτεία της θεματογραφίας, των αφηγηματικών τεχνικών, της γλώσσας και της ανθρώπινης τυπολογίας που ανέδειξαν το διήγημα και το μυθιστόρημα μιας χρονικής περιόδου, για να συμπεράνουμε ότι μόνιμο γνώρισμά της είναι η πολυμορφία.

***

Είναι ενδεικτικό των νέων τάσεων της ελληνικής πεζογραφίας μετά το 1990-1995 ότι ο εστιασμός των νεότερων μυθιστοριογράφων και διηγηματογράφων στον μικρόκοσμο της καθημερινής ζωής ανατράπηκε εντελώς. Ακόμη και τα στοιχεία της αναζήτησης και της αυτογνωσίας που είχαν περάσει κατά την προηγούμενη δεκαετία, με την επίδραση κυρίως Αμερικανών συγγραφέων, όπως ο Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, η Τζόις Κάρολ Όουτς, ο Ρέημοντ Κάρβερ, ο Χ. Σέλμπι, εμφανίζονται μερικά χρόνια αργότερα αυτο-υπονομευμένα∙ όχι λόγω της αδυναμίας των ίδιων των λογοτεχνών να στήσουν μια ανάλογη πλοκή όσο λόγω της ραγδαίας μεταμόρφωσης του κοινωνικού ορίζοντα, ο οποίος μοιραία αντανακλάται στις λογοτεχνικές αναπαραστάσεις. Μια ολόκληρη ομάδα νέων πεζογράφων, εδραιωμένοι στο λογοτεχνικό προσκήνιο της δεκαετίας 1985-95, έβλεπαν ήδη την ανάγκη να αλλάξουν κατεύθυνση στον εστιασμό τους, όπως έλεγε απερίφραστα ο Τατσόπουλος σε άρθρο του, υπανισσόμενος βέβαια το γνωστό και από άλλες χώρες φαινόμενο του να αποδέχεται η λογοτεχνία την έλλειψη της αυτονομίας της και να προσανατολίζεται με βάση τους αξιακούς κανόνες ενός νέου, υποτίθεται, πολιτισμικού περιβάλλοντος. «Όπως οι όψιμοι δραπέτες των ανατολικών καθεστώτων, στα τέλη της δεκαετίας του '80, περνούσαν υποχρεωτικά από το αντικομμουνιστικό καθαρτήριο, έτσι κι εμείς, προς τα μέσα της ίδιας δεκαετίας, αποτάξαμε την πολιτικολογία και τα αμαρτωλά της συμπαρομαρτούντα. Τον μεγάκοσμο του ακατάσχετου βερμπαλισμού διαδέχτηκε στις σελίδες μας ο μικρόκοσμος της καθημερινότητας. Ο αφηγηματικός μας τόνος χαμήλωσε αισθητά, κατέβηκε από τις ιδεολογικές βουνοκορφές -όπου σχεδόν μισό αιώνα είχε κουρνιάσει- και περιδεής ανακάλυψε την ειρωνεία, την αμφισημία, τον κυνισμό, την υπονόμευση, όλα τα συστατικά του χιούμορ, όλα τα εξοστρακισμένα μπαχαρικά από τον καιρό του Μεσοπολέμου. Κάπου εκεί βεβαίως καιροφυλακτούσε ο μηδενισμός, η απώλεια των μεγεθών, η αίσθηση ότι [...] αφηγηματικό καταφύγιο θα βρούμε μονάχα στην αγκαλιά της παρωδίας»: Π.Τ., «Το ιερατείο και οι τερμίτες», Ελευθεροτυπία, 1η Σεπτεμβρίου 2000 (= Το ραβδί και το καρότο. Αναγνώσεις, Πατάκης 2004, σ. 13-14).

Αν και οι επισημάνσεις του Τατσόπουλου έχουν την ιδιαίτερη σημασία τους, καθώς προέρχονται από έναν συγγραφέα που βλέπει το έργο του σε συνδυασμό με τα γενικότερα τεκταινόμενα της εποχής, θα έλεγα ότι ο ενοχικός τόνος που διατρέχει το άρθρο του είναι μάλλον υπερβολικός. Ο εκφυλισμός της συγγραφικής συνείδησης είναι καρπός μιας διαδικασίας που οι απαρχές της είχαν ήδη φανεί από τη δεκαετία του '70 σε άλλους συναφείς με την καθαυτό λογοτεχνία χώρους, ιδίως στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο, ο οποίος όχι μόνο συντάχθηκε με την εξαχρείωση του τηλεοπτικού λόγου αλλά και σε πολλές περιπτώσεις τον υπερακόντισε.

Είναι, ωστόσο, αμφίβολο αν οι μορφές έκπτωσης της πολιτισμικής παραγωγής -και ανάμεσα σ' αυτές των εύπεπτων και ευπώλητων μυθιστορημάτων- προέκυψαν από την απάθεια και τη μηδενιστική συνείδηση των πεζογράφων του '80, από την αντίληψή τους ότι «τόσο η κωμωδία όσο και το δράμα αδυνατούν να αποδώσουν με επάρκεια το σύγχρονο αλαλούμ, ότι αφηγηματικό καταφύγιο (βρίσκεται) μονάχα στην αγκαλιά της παρωδίας»5. Και τούτο γιατί η παρωδία, σε άλλες εποχές και κάτω από άλλες συνθήκες, δημιούργησε παγκόσμια αριστουργήματα, όπως μας είχε δείξει ο Μιχαήλ Μπαχτίν στις μελέτες του για την εξέλιξη του μυθιστορηματικού είδους6 αλλά και ο Μίλαν Κούντερα στη συλλογή δοκιμίων του Η τέχνη του μυθιστορήματος7.

1. Ελισάβετ Κοτζιά, "Φανταστικές ιστορίες και περιπέτειες. Τέσσερις νέοι συγγραφείς (Β. Ραπτόπουλος, Π. Τατσόπουλος, Θ. Σκάσσης, Φ. Ταμβακάκης) απαντούν στο ερώτημα γιατί γράφει κανείς πεζογραφία σήμερα", εφημ. Η Καθημερινή, 21 Μαϊου 1989.

2. "Το παλιό και το καινούργιο. 8 παρατηρήσεις για τη νέα ελληνική πεζογραφία", εφημ. Τα Νέα, 3 Απριλίου 1992.

3. «[Το βιβλίο μου] δεν περιγράφει μια γενιά, αλλά έναν τρόπο ζωής και σκέψης που μοιάζει με την αναπνοή ασθματικού», λέει η Άντζελα Δημητρακάκη για το μυθιστόρημά της Ανταρκτική (1998), Βλ. Σταυρούλα Παπασπύρου, "Μια ηλικία, δύο βιβλία", εφημ. Ελευθεροτυπία, 22 Μαρτίου 1998.

4. Η πολιτική σύλληψη της εποχής περνάει άλλωστε πάντοτε από την έντονα εγωτική σχέση των συγγραφέων στα χρόνια της νεότητάς τους, όταν περισσότερο από μυθοπλασία η αφήγησή τους είναι κατάθεση ψυχής. Βλ. την πρώιμη ομολογία του Πέτρου Τατσόπουλου: «Στα εφηβικά και στα πρώτα μετεφηβικά μου χρόνια είχα την ίδια τυφλή εμπιστοσύνη στις κατά καιρούς ιδέες μου και ένιωθα περίπου σαν χρέος την ανάγκη να μεταφέρω αυτές τις “μεγάλες και πικρές αλήθειες” στον κόσμο για να ξεστραβωθεί επιτέλους», εφημ. Το Βήμα, 3 Μαρτίου 1985.

5. Π. Τατσόπουλος, ο.π., σ. 14.

6. Βλ. Ενδεικτικά, Μ. Μπαχτίν, Η διαλογική φαντασία (The Dialogic Imagination). University of Texas Press 1981.

7. Μ. Κούντερα, Η τέχνη του μυθιστορήματος, μτφρ. Φίλιππος Δρακονταειδής, Εστία 1988, σ. 13 κ.ε.















Η βαλκανική τραγωδία

μέσα από τη σύγχρονη ελληνική ποίηση

Του Μάσσιμο Κατσούλο


Σε μια σειρά “σημειώσεων εκ των υστέρων”, για τον πόλεμο του Κοσσυφοπεδίου, ο Αυστριακός πεζογράφος Πέτερ Χάντκε διηγείται μια επίσκεψή του στη Στουδένιτσα, λίγες μέρες μετά τους βομβαρδισμούς που γκρέμισαν, μεταξύ άλλων, και παλιά ορθόδοξα μοναστήρια, και περιγράφει την οργή που οι αεροπορικές επιθέσεις προκάλεσαν στους μοναχούς αλλά και στον ίδιο:

«Όπως είναι φυσικό, νιώθαμε μεγάλη οργή για τα αεροπλάνα που σφυροκοπούσαν ανελέητα την περιοχή, μα και για τη συνήθειά τους να τα καταστρέφουν όλα, και την επομένη να επιστρέφουν για να ισοπεδώσουν ό,τι απέμεινε, ακριβώς όπως έκαναν οι Ουστάσι στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο».

Οι “σκηνοθετικές οδηγίες” που εισάγουν τους δύο πρώτους μονολόγους του τετραμερούς συνθετικού ποιήματος του Γιώργου Μπλάνα Επεισόδιο (2003), μπορούν να θεωρηθούν μια συμβολική (αλλά εξίσου συγκλονιστική) επέκταση της ίδιας πραγματικότητας που περιγράφει ο Χάντκε:

«(Ένα κερί σχεδόν ανάπηρο από το βάρος της φλόγας, γεμίζει το κελί∙ περισσότερο με σκιές παρά με φως. Δείχνει με δάχτυλα εφιαλτικά τη σκοτεινή φιγούρα ενός άντρα που σκύβει πάνω στο μικρό τραπέζι... Πεταμένα στο πάτωμα τα ράσα του. Ο άλλοτε κόκκινος κεντητός σταυρός του μοναστικού σκούφου τόσο φθαρμένος που δεν ξεχωρίζει. Δεν έχει σημασία. Ούτε έχει σημασία πώς ο άντρας υπήρξε φοιτητής της στρατιωτικής Ακαδημίας. Σημασία έχει πως είναι από καιρό μοναχός και πως ο μοναδικός του φίλος είναι μακριά, προσπαθώντας ν' αποφύγει τη σύλληψη για εγκλήματα πολέμου... Ο άντρας γράφει στον φίλο του. Το γράμμα εντοπίστηκε στα ερείπια του μοναστηριού, μετά από βομβαρδισμό και ο άντρας νεκρός. Δεν πρόλαβε να το ταχυδρομήσει. Εξάλλου ήταν μάλλον απίθανο να έφτανε στον προορισμό του. Ο φίλος του βρέθηκε νεκρός στο καταφύγιό του, ένα μήνα μετά. Άγνωστο αν αυτοκτόνησε ή εκτελέστηκε. Κάπου στα Βαλκάνια. Νύχτα)».

Στην εισαγωγή αυτή έχουμε όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να συλλάβουμε το τετραμερές δράμα που εξελίσσεται στη σκηνή του Επεισοδίου και να τοποθετήσουμε συγκεκριμένα το εν λόγω έργο στα ιστορικά του συμφραζόμενα.

Οι τέσσερις μονόλογοι του ποιήματος, τρεις εκ των οποίων σε σχήμα ανεπίδοτης επιστολής, συνιστούν ένα διαφορετικό, διλημματικό τρόπο ν' αντιμετωπιστεί η βαλκανική τραγωδία, προσπερνώντας τους διπολισμούς δίκαιο-άδικο, ενοχή-αθωότητα, καλό-κακό, μέσω των οποίων τα επίσημα μέσα μαζικής ενημέρωσης και πολλοί διανοούμενοι προσπάθησαν να εξηγήσουν και προπαντός να δικαιολογήσουν τους απάνθρωπους βομβαρδισμούς στο Βελιγράδι και σε ολόκληρη τη Σερβία. Για να το κάνει αυτό ο Μπλάνας, αποφασίζει να παρατηρήσει τα ιστορικά δρώμενα από την προοπτική των πρωταγωνιστών, που ζουν από μέσα το δράμα ετούτο και υφίστανται άμεσα τα επακόλουθα. Μ' αυτόν τον τρόπο, ο συγγραφέας τοποθετείται στη σωστή θέση, ώστε να συλλάβει την πραγματικότητα, όχι με την οπτική τού εκ των υστέρων κατακρίνοντος αλλά με τη ματιά ενός που αφηγείται χωρίς προκαταλήψεις τραγικά γεγονότα, τοποθετημένα στο πλαίσιο του ευρύτερου δράματος των Βαλκανίων. Μέσω τεσσάρων παραδειγματικών επεισοδίων, ο Μπλάνας διηγείται ένας έπος, το θέμα του οποίου δεν είναι τα ηρωικά συνδηλούμενα αλλά οι μικρές ιστορίες απλών ανθρώπων, τα ανιστόρητα των θυμάτων του πολέμου, η αλήθεια των ηττημένων. Ο “Εγκληματίας” (Στέφανος) και ένας εξίσου ανώνυμος πρόσφυγας (ο "Άμαχος"), απεικονίζουν ανθρώπινα παραδείγματα εκείνου του ταλαιπωρημένου κόσμου, είναι άνθρωποι που μας οδηγούν στον λαβύρινθο των Βαλκανίων και της ψυχής. Σαν τους πρωταγωνιστές του αρχαίου δράματος, δρουν σε μια ερειπωμένη σκηνή, παρανάλωμα πολλών αποριών και ελαχίστων βεβαιοτήτων: “επενδύουμε στο θάνατο” (σ. 15) και “πρώτα πεθαίνει η ψυχή” (σ. 25).

Τα μέρη του ποιήματος είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους, κυρίως τα δύο πρώτα, τα οποία παρουσιάζουν τα δύο πρόσωπα του ίδιου νομίσματος, ακόμα και στο λεκτικό επίπεδο, με πολλές επαναλήψεις και παραπομπές που φανερώνουν τις σχέσεις ανάμεσα στον εθνικιστή Στέφανο και τον πρώην εξίσου εθνικιστή Τιμόθεο. Αλλά συνάμα συνιστούν και στιγμές μιας αδύνατης επικοινωνίας, γιατί εκείνο που θα μπορούσε να γίνει ένας διάλογος, καταλήγει να είναι ένας μονόλογος του πρωταγωνιστή, που μιλάει με τον εαυτό του και με την ενοχή του, αφού οι επιστολές μένουν ανεπίδοτες ή χαμένες στα ερείπια του βομβαρδισμένου μοναστηριού, είτε γιατί ο γράφων σκοτώθηκε είτε γιατί εκτελέστηκε είτε, τέλος πάντων, γιατί το γράμμα: «πατήθηκε και σκίστηκε και κομματιάστηκε, όταν ο στρατός άδειασε βεβιασμένα τον καταυλισμό προσφύγων».

Αυτή η έλλειψη επικοινωνίας υπογραμμίζει την τραγική μοναξιά των προσώπων, κλεισμένων σ' έναν κόσμο υπό διάλυση, στον οποίον ήδη έγινε ο τελικός διαχωρισμός του ανθρώπου από το φυσικό του περιβάλλον. Δεν είναι τυχαίο ότι οι σκηνές εξελίσσονται σε μια φασματική ατμόσφαιρα (όπου οι φιγούρες κινούνται σαν σκιές στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου), μέσα σε γυμνές και κακοφωτισμένες κάμαρες ή μέσα στα ερείπια ενός μοναστηριού, που αφενός παραπέμπει σε συγκεκριμένες πολεμικές εμπειρίες και αφετέρου γίνεται το σύμβολο μιας ηθικής καταστροφής, μιας ανθρωπότητας που δεν σέβεται πια ούτε τα όσια και τα ιερά. Μ' αυτόν τον τρόπο, ο ποιητής μας υποχρεώνει να σκεφτούμε εκ νέου τις κατηγορίες της ενοχής και της αθωότητας, γιατί όλες οι τρέχουσες βεβαιότητές μας παρασύρονται από τη βία της πραγματικότητας αυτής.

Μέσα στον κλοιό ετούτης της μοναξιάς, οι πρωταγωνιστές του Επεισοδίου καταβάλλουν απεγνωσμένες προσπάθειες να κρατηθούν σε κάτι, έστω και πρόχειρο, ν' ανακτήσουν μια, έστω και εξ αποστάσεως, ανθρώπινη επαφή. Όμως οι προσπάθειές τους είναι καταδικασμένες στην αποτυχία, λόγω της ανικανότητάς τους να απαλλαγούν από το βάρος του παρελθόντος τους, από την ενοχή που επικρέμεται πάνω τους υπό τη μορφή αδυσώπητου πεπρωμένου. Μ' αυτή την έννοια, οι επιστολές, χαμένες στη λαίλαπα της βίας, μας λένε ότι κάθε πόλεμος σκάβει ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ των προσώπων, εγείρει ένα τείχος σιωπής, γιατί ο άνθρωπος εξαναγκάζεται να ζει σ' ένα κόσμο όπου, όπως σωστά παρατήρησε ο Γιώργος Βέης γράφοντας για το Επεισόδιο, κυριαρχεί το ρητό του Πλαύτου "Homo homini lupus". Οι επιστολές είναι η έσχατη προσπάθεια των πρωταγωνιστών να διασπάσουν τη σιωπή που τους χωρίζει από τους άλλους αλλά και από το περιβάλλον τους. Η απώλεια των επιστολών γίνεται έτσι η τελεσίδικη ήττα του λόγου εν όψει της σιωπής που, σε τελευταία ανάλυση ανάλυση, συνταυτίζεται με τον θάνατο, τον φυσικό και τον πνευματικό.

Στην ίδια ατμόσφαιρα μας παραπέμπουν και κάποια ποιήματα του Σπύρου Βρεττού, που περιλαμβάνονται στην πρόσφατη ποιητική του συλλογή Πράξη απλή (2003). Πρόκειται για τα ποιήματα "Βαλκάνιου ηγέτη μονόλογος αμφιλεγόμενος", "Προετοιμασία ηγέτη για απολογία", "Φιλότεχνος σε κρίση".

Στα δύο πρώτα, ο ποιητής δίνει τον λόγο σ' ένα πρόσωπο στο οποίο είναι αρκετά εύκολο να διακρίνουμε τα χαρακτηριστικά του Μιλόσεβιτς:

Στους δικαστές μου θα μιλήσω αγγλικά

ή σερβικά ή κελτικά

ή, τέλος, και βαβελικά

...........

Το 'ξερα ότι ο χώρος δεν ενδείκνυται

και πως γι' αυτό, και προκειμένου

και τα χρήματα στο κράτος να εισρεύσουν,

θα έπρεπε να συλληφθώ,

σε χώρα ξένη να εκδοθώ

και πιο νηφάλιοι δικαστές να με διορίσουν

ισόβιο φύλακα ωραίων τοίχων και στενών

όπου και θα κρεμάσω χιλιάδες αναμνηστικά

και δέκα ωραία τάματα~

τάμα και κράτος τα εννιά.

τάμα και κορμί σαν πένθιμο το τελευταίο.

ή

Εν μέσω αυτών και των μελλούμενων

τους αιχμαλώτους θα ελευθερώσω

ώστε και δαίμονας να μην θεωρηθώ

και κάποια απ' τα προσχήματα να πέσουν

ή, ακόμα

μα πάντα τα Βαλκάνια αποφεύγοντας

γιατί σαν τράβαγα γι' αυτά γραμμές

μου 'βγαινε άλλος χάρτης.

Τα δεδομένα, ποιητικά μετασχηματισμένα αλλά ευδιάκριτα, αποκτούν, μέσω αυτής της “αμφιλεγόμενης” ερμηνείας, νέες προοπτικές και διαστάσεις, που δεν προκύπτουν από τις επίσημες πηγές. Μ' αυτό φυσικά δεν θέλω να πω ότι ο Βρεττός γίνεται ο δικηγόρος του εν λόγω βαλκάνιου ηγέτη, αλλά ότι απεφάσισε να κρυφτεί πίσω από τον πρωταγωνιστή-κατηγορούμενο, ούτως ώστε να τον παρατηρήσει στην κατάθεσή του, χωρίς ούτε να τον καταδικάζει ούτε να τον αθωώνει, όπως, άλλωστε, είναι φανερό και από το επίθετο «αμφιλεγόμενος» που συνοδεύει τον μονόλογο-απολογία. Ό,τι ο Βρεττός θέλει να δείξει είναι το διφορούμενο της Ιστορίας, τη δυνατότητα να βρούμε διαφορετικές αλήθειες, σύμφωνα με την προοπτική από την οποία κρίνουμε τα γεγονότα. Αυτό δεν σημαίνει πως καταλήγει κανείς σε έναν σχετικισμό, όπως δυστυχώς γίνεται όλο και περισσότερο, ο οποίος οδηγεί στον γνωστό και απαράδεκτο ιστορικό αναθεωρητισμό, αλλά έτσι υπογραμμίζεται ο διλημματικός χαρακτήρας της Ιστορίας, ο οποίος, στην εποχή της επιβαλλόμενης από την κυρίαρχη ιδεολογία μοναδικής σκέψης, κινδυνεύει να εξαφανιστεί, προς όφελος μιας μονόπλευρης ερμηνείας.

Είναι ακριβώς σαν να αμφισβητεί κανείς την προκατασκευασμένη ιστορική αλήθεια, που απαιτεί να ξεχωρίσει, αμέσως και χωρίς δισταγμούς, τα θύματα και τους θύτες (γιατί αυτή η διάκριση είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για τους “δίκαιους” ή “ανθρωπιστικούς πολέμους”). Είναι σαν να χρησιμοποιείται η ποίηση ως μέσο κατά της απλοποίησης της πραγματικότητας. Εδώ βρίσκεται η πολιτικότητα της ποίησης του Μπλάνα, του Βρεττού και των άλλων ποιητών της γενεάς του '89 (ας αναφέρουμε ενδεικτικά τον Βαγγέλη Κάσσο, τον Ηλία Λάγιο, τον Δημήτρη Χουλιαράκη). Είναι η βούληση να διηγηθεί (και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η αφηγηματικότητα είναι το μορφολογικό στίγμα αυτής της γενιάς) το έπος των ανιστόρητων, των ανθρώπων που δεν έχουν υπηκοότητα, μέχρι στιγμής, στην επικράτεια της επίσημης ιστοριογραφίας.

Όμως από έναν στίχο του Βρεττού, «κατέβαινε από σχισμένα κράτη», πιάνει το νήμα ο πρεσβύτερος αλλά πάντα μάχιμος ποιητής Γιάννης Δάλλας, με το ποίημα “Σπαράγματα από σχισμένα κράτη”, που φέρει τον ενδεικτικό υπότιτλο «Τα νεότερα από Βελιγράδι και Βαγδάτη». Ο Δάλλας παίρνει το υλικό του από την ιστορία και το μεταπλάθει ποιητικά, ώστε να του δώσει παραδειγματική διάσταση, να φέρει στην επιφάνεια την απώτερή του έννοια, χωρίς όμως να λησμονηθεί η ανθρώπινη αλλά και η πολιτισμική πλευρά του γεγονότος: «κι είναι για μας σαν να γκρεμίζονται ντουβάρια από το πάνω πάτωμα». Το δεύτερο μέρος του ποιήματος τοποθετείται στη Βαγδάτη: «Σε κάθε παραμύθι υπάρχει ένας δράκοντας/ φύλακας των πηγών του πετρελαίου/ που απάνω τώρα τα γεράκια περιφέρονται/ του Πενταγώνου». Μα και τα δυο εισάγονται από ένα άλλο, πολιτικό κι αυτό ποίημα:

ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΠΑΓΟΘΡΑΥΣΤΙΚΟΥ

Φύσηξε αέρας από τα παλιά Βαλκάνια

πετροδολάρια απ’ τη Βεσσαραβία

κι αγγελικά κορμιά στα καμπαρέ της Σόφιας

(Κορμιά φιδίσια από χειμέρια νάρκη, βγαίνοντας

απ’ το αίμα ενός παγόβουνου που κύλησε – ψηλά

Ψηλά από της Ρωσίας τα χιόνια)

















Ιστορικότροπη λογοτεχνία


Του Σπύρου Ασδραχά

Το σημείωμα αυτό οφείλεται στην επιμονή και στα καταιγιστικά ερωτήματα του Κώστα Βούλγαρη: για να απαντήσει κανείς σ' αυτά θα έπρεπε να έχει μια ιδιότητα που μου είναι ξένη, να είναι δηλαδή ιστορικός και φυσικά μελετητής όλης της σύγχρονης λογοτεχνίας. Θα περιοριστώ αναγκαστικά σε ορισμένα απ' αυτά, όσα μου είναι λιγότερο ξένα. Και, πρώτα, η επίπτωση του 1989 στην ιστορικότροπη ελληνική λογοτεχνία. Οι ίδιοι οι λογοτέχνες μας θα ήταν οι αρμοδιότεροι ν' απαντήσουν στο ερώτημα αυτό και ήδη το έχουν, ως ένα βαθμό, επιχειρήσει: εγώ θα παρατηρήσω απλώς ότι το ερώτημα έχει δυο, τουλάχιστον, σκέλη.

Το πρώτο αφορά το 1989 ως έναυσμα, για τη στροφή προς την ιστορία ως θεματικό πεδίο της λογοτεχνικής αφήγησης και τη χρονικότητα της ιστορίας αυτής. Το δεύτερο αφορά τη λογοτεχνική εκφορά του νοήματος αυτής της σημαδιακής χρονολογίας. Είναι αυτονόητο ότι η εσωτερική κατάρρευση του σοβιετικού συστήματος και η αντίστοιχη των ομόλογων Λαϊκών Δημοκρατιών αποδέσμευσε στις χώρες του "υπαρκτού" καταθέσεις μαρτυριών, που δίπλα στην ανθρώπινη τονικότητά τους είχαν και μια τονικότητα ιστορική: ωστόσο, η καταγγελία, η εκφώνηση των ως τη στιγμή εκείνη σιωπηλών γνώσεων και εμπειριών δεν ενέχει καμία διαφοροποίηση των τρόπων της αφήγησης, δεν κρυσταλλώνεται σε καμιά καινούργια λογοτεχνική "γλώσσα"∙ οι αφηγηματικοί κεκτημένοι τρόποι δεν ανατρέπονται. Δεν επαναπροσδιορίζεται επίσης η σχέση των ανθρώπων, των εκφραζομένων ανθρώπων, με την ιστορία τους. Το ζήτημα είναι μήπως επαναπροσδιορίζεται η πρόσληψη της ιστορίας.

Ας γυρίσουμε όμως για λίγο στη σημαδιακή χρονολογία. Για πολλούς, εχθρούς, φίλους ή κριτικά ομόγνωμους του αυτοκαταργημένου καθεστώτος, η ανατροπή βιώθηκε ως έκπληξη και συγχρόνως ως έναυσμα για την προβολή ψευδών προσδοκιών για την αναβίωση του πρωταρχικού νοήματος μιας επανάστασης που σηματοδοτείται από μιαν άλλη χρονολογία, το 1917. Το ζήτημα είναι αν όλα τούτα μεταγράφηκαν σε λογοτεχνικό μόρφωμα. Ωστόσο ας θυμίσουμε ότι η κριτική αμφισβήτηση και απαξίωση του σταλινικού υποδείγματος δεν περίμενε για να εκδηλωθεί το 1989, για να διατυπωθεί και να συνεπαχθεί τις αντίστοιχες λογοτεχνικές καταγραφές: για να μείνουμε στα δικά μας, το κιβώτιο ήταν άδειο πριν γκρεμιστεί το τείχος του Βερολίνου. Οι αιτίες που προκάλεσαν την ευφρόσυνη υποδοχή του 1989 είχαν ήδη καταδειχθεί από μια λογοτεχνία που εκ των πραγμάτων είχε ιστορική διάσταση, όταν δεν ήταν εκ προθέσεως ιστορική. Θα θυμίσω προς την τελευταία κατεύθυνση ένα μόνο παράδειγμα, την πραγματικά ιστορική μυθιστοριογραφία του Τσότσιτς, υπόδειγμα συνάρθρωσης μορφοπλασίας και ιστορικής αναπαράστασης. Ας είναι. Θέλω να πω ότι αναστόχαση της ιστορικής στιγμής του λεγόμενου πραγματικού σοσιαλισμού είχε πραγματοποιηθεί πριν από την αυτοκατάρρευσή του και είχε ήδη εκφραστεί σε διαφορετικής μελλοντικής στόχευσης λογοτεχνικές εκφράσεις. Ορισμένες απ' αυτές δεν ήταν δυνατό να διατυπωθούν πριν από το 1989, αλλά για διαφορετικούς λόγους.

Εκείνοι που αφορούν τους λογοτέχνες που ζούσαν στις επικράτειες του "υπαρκτού" είναι προφανείς, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι οι ρωγμές δεν ήταν δυνατόν να αναδυθούν, με έξεργο παράδειγμα τον Σολζενίτσιν, για τον οποίο η προβληματιζόμενη μαρξιστική ερμηνεία του κόσμου (όχι μόνο εκτός των συνόρων) αναρωτιόταν αν είναι ενσωματώσιμος σε μια δημιουργική πρόσληψη της σοσιαλιστικής δυνατολογίας: η καταγγελία του συστήματος δεν συνεπαγόταν την απόρριψη των γενεσιουργών επαναστατικών του κατηγορημάτων. Χρειάζεται να μας πει κανείς αν το 1989 έδωσε και πώς συνέχεια στην πρόσληψη αυτή της καταγγελίας. Και, ακόμη παραπέρα, με ποια αναθεώρηση των ερμηνευτικών εργαλείων. Ας επανέλθουμε στα καθ' ημάς.

Λέγεται ότι με τη διάψευση που επήλθε από τη διάλυση ενός εξουσιαστικού συστήματος, που αιτιολογούσε την ύπαρξή του με την επίκληση της ιστορικής νομοτέλειας, καταργήθηκαν οι "μεγάλες αφηγήσεις", δηλαδή εκείνες που προϋπόθεταν την αποδοχή μιας συνεκτικής, αλλά όχι για τον λόγο αυτόν μη πολυεπίπεδης, ιστορικής ερμηνείας που κλιμάκωνε τις αιτίες της ιστορικής κίνησης, συνεπέφερε άλλου τύπου "αφηγήσεις", μερικευμένες αφηγήσεις που αντιστοιχούν σε κάποια από τις κλίμακες των αιτιών. Μολονότι γι' αυτή την αφηγηματική τακτική δεν χρειαζόταν ως προϋπόθεση η αλλαγή του πολιτικοκοινωνικού χάρτη της υφηλίου, θα άξιζε να μας πει κανείς σε ποιο βαθμό αυτές οι νέες αφηγήσεις αποσπώνται από τις ήδη κεκτημένες και τις διαφοροποιούν. Κάποιες απ' αυτές δεν ήταν ίσως "εκφωνητές" πριν από την κατάρρευση του ανατολικού κόσμου, γιατί δεν είχαν τη δύναμη της υπαρξιακής διάστασης στην οποία μας είχαν εθίσει άλλοι παλαιότεροι πρόγονοι, οι Δοστογιέφσκι, οι Μπερντιάγεφ, οι Καίστλερ. Αναφέρομαι προφανώς στα καθ' ημάς. Δεν βλέπω πού αυτές οι "αναθεωρητικές" μερικευμένες αφηγήσεις είναι διαφορετικές από άλλες προηγούμενες που ωστόσο ορισμένες απ' αυτές διατυπώθηκαν αλλά δεν είχαν "ακροαματικότητα" και πειστική ικανότητα, γιατί απλούστατα αντιστρατεύονταν σε έναν κόσμο που, με φενακιστικό τρόπο, συναιρούσε τις ελπίδες των ανθρώπων με την επιστημονική ερμηνεία του κόσμου. Με δυο λέξεις, ίσως λόγω της άγνοιάς μου, δεν μπορώ να ιδώ γιατί το 1989 έστρεψε τους λογοτέχνες μας στην ιστορία και σε ποιο βαθμό αυτή η ιστορία που αφηγούνται είναι διαφορετική από την ήδη αφηγημένη ιστορία και σε ποιο βαθμό διαφοροποιήθηκαν οι τρόποι της πρόσληψης και της εκφοράς της παρά την ανάπλαση ορισμένων παλαιών αφηγηματικών τρόπων.

Ο Κώστας Βούλγαρης με ρωτά αν η πρόσληψη της ιστορίας από τους λογοτέχνες έχει επίπτωση στα ερμηνευτικά σχήματα των ιστορικών. Και βεβαίως έχει όπως κάθε στοχασμός για την ιστορία ανεξαρτήτως του γραμματειακού είδους στο οποίο ανήκει. Οπωσδήποτε δεν έχει καμιά επίπτωση ο "εκσυγχρονισμός" της ιστορίας, όπως λέγαμε άλλοτε, δηλαδή η μεταφορά του παρόντος στο παρελθόν. Όταν ο Ρομαίν Ρολάν με μεταφέρει στον 16ο αιώνα, με συνδέει με τον Λυσιέν Φεμπβρ, το ίδιο και ο Παπαδιαμάντης, που όταν με μεταφέρει στο κάστρο της Σκιάθου, μου υποδεικνύει τη μεταβολή του οικιστικού συστήματος∙ οπωσδήποτε όχι όποιος μου μεταφέρει τα δικά του αισθήματα και τις δικές του ιδέες στα πρόσωπα και στις καταστάσεις της ιστορίας. Περισσότερο από τον Διονύσιο Ρώμα με μεταφέρει στην ιστορία και μου δίνει εναύσματα να την κατανοήσω ο Γρηγόριος Ξενόπουλος που με μεταφέρει σε μια ζωντανή παλιά ιστορία της Ζακύνθου ή ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης που ξέρει να ιστορικοποιεί τα αισθήματα στην Κέρκυρα του 20ού αιώνα. Ή ο Σαίξπηρ και ο Γκαίτε όταν, ανάμεσα στα άλλα, με βοηθούν να καταλάβω τους ανθρώπινους συντελεστές της φεουδαρχίας. Ο Λέων Τολστόι, όταν μου δίνει τη μεγάλη του πολεμική τοιχογραφία. Όλα αυτά πριν από το 1989. Μετά; Όταν κάποιος μας αναδεικνύει με τους δρόμους της ιστορικής κατανόησης, αυτό το χρονοθετημένο στάδιο της κομμουνιστικής τραγωδίας. Για την τραγικότητα της αναζήτησης της καθολικής ελευθερίας έχουμε ήδη από παλιά διδαχτεί, αλλά για τον λόγο αυτό δεν σταματάμε να την αναζητούμε στη λογοτεχνική κατασκευή.




Το κενό και το μέλλον

Του Στάθη Γουργουρή


Οι αστραπιαίες εξελίξεις του ’89 έγιναν αντιληπτές ως φυσιολογικό, σχεδόν, αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας πολιτικής επένδυσης σε ένα σύστημα που αυτούσια εκκένωσε τον πυρήνα των σημασιών του, σε σημείο, μάλιστα, να φτάσει εντέλει να στηρίζεται στο ιστορικό πουθενά. Η εμπειρία εκείνων των ημερών, αλλά και ο όποιος τωρινός αναστοχασμός τους, δημιουργούν ακόμη απορίες, όχι γιατί μέλλει να κατανοήσουμε ή να εξηγήσουμε την μεγάλη αυτή αλλαγή της ιστορίας, αλλά ακριβώς γιατί δεν μπορούμε να εξηγήσουμε (ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι κατανοούμε) το μέλλον.

Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο κόσμος εξαναγκάστηκε να προβεί σε μια συλλήβδην απόσβεση εννοιών. Ασχέτως ιδεολογικών επενδύσεων, η κατάρρευση του “υπαρκτού σοσιαλισμού” –όχι απλώς ως ιδέα, αλλά ως θεσμοποιημένη πραγματικότητα– απαίτησε το ξεκαθάρισμα δεδομένων και εννοιών κατοχυρωμένων από την Εποχή της Επανάστασης (κατά την ονομασία του Χόμπσμπαουμ), δηλαδή, από την εποχή της δημιουργίας και συνάμα κρίσης του Διαφωτισμού.

Δεν αχρηστεύτηκε μόνο η ψυχροπολεμική γλώσσα, αλλά και μια προγενέστερη σειρά εννοιών, η οποία συνέδεε την ιστορία του καπιταλισμού και του εργατικού κινήματος με τα μεταμορφωτικά οράματα της ιστορίας του Διαφωτισμού. Οι διάφορες άναρθρες κραυγές κατά του λεγόμενου “μεταμοντερνισμού”, εν ονόματι της “επιστήμης” ή της “επανάστασης”, οφείλονται ακριβώς στην αδυναμία να γίνει αποδεκτή η αποσύνδεση, ή ακόμα και απόσβεση, αυτών των εννοιών.

Μια εικοσαετία πριν την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ο ανεπανάληπτος Άρης Αλεξάνδρου μας είχε ήδη κάνει δώρο το μάθημα που μετέπειτα αποδόθηκε στην Ιστορία. Μας μύησε στο πως στην προσπάθεια να δημιουργηθεί ο Νέος Άνθρωπος μάς είχε πλήρως διαφύγει το ότι η καινή διαθήκη του ανθρωπισμού ήταν κενή.

Με μια πολύ στενή έννοια –παρότι ανώφελη τελικά– ο Αλεξάνδρου είδε στο “ελληνικό” ’49 το “παγκόσμιο” ’89, επιτελώντας μια ιστορική ανάγνωση ενός προβλήματος πριν αυτό εκδηλωθεί ιστορικά. Δεν αμφισβητώ την ανάγνωση που βλέπει Το Κιβώτιο σαν μυθιστορηματική μαρτυρία μιας αβάσιμης, εντέλει, επαναστατικής πράξης. Η ποιητική της ήττας που αφορά στη συγκεκριμένη γενιά επιβάλλει, κατά μια έννοια, μια αμείλικτη αυτοκριτική που συντρίβει, όχι μόνο τα παλιά οράματα (τα οποία βλέπει ως ασύστολες ψευδαισθήσεις), αλλά και την ίδια την πειθάρχηση των οραμάτων. Όμως, για εμάς τους νεότερους, θα ήταν λάθος αν σε αυτή την συντριβή του οράματος βλέπαμε τον μηδενισμό του οραματισμού.

Αναφέρομαι στον Αλεξάνδρου, ακριβώς γιατί η αμείλικτη ματιά του μας προετοιμάζει να αντιμετωπίσουμε ένα κόσμο στον οποίο, παρότι ακόμη κυριαρχεί η εκμετάλλευση, η αδικία, και η εξόντωση των ανθρώπων από δυνάμεις τις οποίες δεν ελέγχουν, η ανθρωπότητα πάσχει από ένδεια οραμάτων. Η ομολογουμένως απαραίτητη προσπάθεια ανασύστασης των αρχών του ριζοσπαστικού Διαφωτισμού, δεν αρκεί να αντιμετωπίσει αυτή την ένδεια. Χρειάζεται, πρώτον, η αποδοχή και, δεύτερον, η δημιουργική (ποιητική) επεξεργασία του φαντασιακού κενού που μας κληροδότησε ο Διαφωτισμός πολύ πριν την κατάρρευση του “υπαρκτού σοσιαλισμού”.

Ο Αλεξάνδρου δεν μιλά ποτέ για εκκένωση νοήματος. Μιλά απλώς για κενό. Για κενό που υφίσταται ήδη ως μήνυμα, ως νόημα –μάλιστα, ως απόλυτο ζήτημα ζωής ή θανάτου. Όποια ανάγνωση επάγεται από την επιθυμία ανασύστασης των οραμάτων μιας άλλης, εντέλει, ιστορίας, θα δει αυτό το ήδη υπάρχον κενό ως εκκένωση. Παρότι αναμφισβήτητα δεκτή και έγκυρη, μια τέτοια ανάγνωση, στην ουσία, απορεί μπροστά στον γκρεμό της ιστορίας που μας συμβαίνει.

Στην απορία πάνω, καλό θα ήταν να βρούμε ξανά στο δρόμο μας Το Κιβώτιο. Ο Αλεξάνδρου γράφει ένα μυθιστόρημα (που γι’ αυτόν ήταν όντως ζήτημα ζωής ή θανάτου), στοχαζόμενος το γεγονός ενός ήδη υπάρχοντος κενού στον πυρήνα του κοινωνικού φαντασιακού. Ως συνέπεια αυτού του γεγονότος, τον ενδιαφέρει το μέλλον –ένα μέλλον που, αν πράγματι μπορεί κάποια στιγμή να αποσυνδεθεί από το παρελθόν, θα γνωρίζει το κενό ως αρχή του.

Η θέση αυτή δυσκολεύει όσους επιθυμούν να δουν στην ιστορία μια εξισορροπημένη και προοδευτική διαλεκτική άρνησης και κατάφασης. Η αποδοχή του κενού τρομάζει, γιατί δεν παρέχει καμία ασφάλεια έναντι της ορμής μιας κοινωνίας ή μιας κοινωνικής τάξης προς την αυτοκτονία. Ήδη, βλέπουμε παγκοσμίως μια διόλου αμελητέα έξαρση θεολογικών αντιλήψεων της ιστορίας, απόλυτα αυτοκαταστροφικών, είτε εν ονόματι του “ορθολογισμού” είτε εν ονόματι του “φονταμενταλισμού”. (Βέβαια, το θείο και το κενό είχαν ανέκαθεν μια ιδιότυπη και αμοιβαία έλξη). Παρ’ όλες τις φρικαλέες, πράγματι, προοπτικές του, αυτό το φαινόμενο δημιουργεί επίσης μια εστία αντίστασης, που εδράζεται σε μια σειρά ερωτημάτων τα οποία τίθενται απολύτως ενσυνείδητα ως προς το ρίσκο των πράξεων που εκπροσωπούν: Πώς λαμβάνει κανείς το κενό ως αρχή, χωρίς να υποκύψει στη σαγήνη του θείου (και των υποκατάστατων του θείου); Πώς αναλαμβάνει κανείς την ευθύνη ενός κενού; Πώς γίνεται κατανοητή η ευθύνη εν μέσω του κενού;

Αυτά τα ερωτήματα δεν είναι απλώς λογοτεχνικά, όπως τα θέτει ο Αλεξάνδρου ή ο Κάφκα. Είναι πρωτίστως πρακτικά, δηλαδή πολιτικά –και μάλιστα θεμελιώδη στην οποιαδήποτε επαναστατική προοπτική, που θα αξίζει να συγκριθεί με τις κάποτε ένδοξες στιγμές του διεθνούς εργατικού κινήματος. Αν, πράγματι, θεωρούμε δεδομένο ότι ο άνθρωπος (κι όχι ο Θεός ή η Ιστορία) δημιουργεί την ιστορία, τότε πρέπει να αποδεχτούμε ότι κάθε δημιουργία που στοχεύει στη ριζική αλλαγή των εγκόσμιων δεδομένων ξεκινά από το παρελθόν ως μηδενικό σημείο. Τούτο δεν σημαίνει εξάλειψη της ιστορικής μνήμης. Σημαίνει, όμως, αποσύνδεση από τα σχήματα και τις φαντασιακές σημασίες του παρελθόντος και προσανατολισμό στην σύλληψη του θολού και αβέβαιου μέλλοντος, έστω και με αδύναμα, ημιτελή, και μη αποδείξιμα στοιχεία. Ο “υπαρκτός σοσιαλισμός”, εντέλει, δεν κατέρρευσε, γιατί ουδέποτε υπήρξε. Ο σοσιαλισμός υπάρχει και ανήκει στο μέλλον.



















Η ετυμηγορία

Του Δημήτρη Μίγγα


Ο Α. Κ., ιδιωτικός υπάλληλος, διαγράφτηκε λόγω αντικομματικής συμπεριφοράς το Νοέμβριο του 1986. Είχε διαφορετικές απόψεις από την ηγεσία του κόμματος στο οποίο ήταν μέλος, υποστήριξε σθεναρά σε όλα τα όργανα τη γνώμη του, συμμορφώθηκε, όπως ήταν υποχρεωμένος απ’ το καταστατικό, με τις αποφάσεις που πάρθηκαν, αλλά εξακολουθούσε να πιστεύει ότι έχει δίκιο και ενίοτε να εκφράζει τις όποιες διαφωνίες του δημόσια. Η συμπεριφορά αυτή τελικά ήταν η αφορμή να τεθεί εκτός του πολιτικού οργανισμού μέσα από τις τάξεις του οποίου αγωνίστηκε από τα εφηβικά του χρόνια και μέλη του ιδίου κόμματος διετέλεσαν κατά καιρούς ο πατέρας του, τα δύο μεγαλύτερα αδέρφια του και ο παππούς του.

Όπως ήταν φυσικό, το γεγονός είχε επιπτώσεις στην προσωπική ισορροπία και στη ζωή του. Το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα υπήρξε μάρτυρας και ταυτόχρονα θύμα περίεργων περιστατικών. Ήταν αίφνης παρών σε ένα μεγάλο αριθμό κομματικών εκδηλώσεων δίχως να μετακινηθεί ούτε στιγμή από το σπίτι του ή, όταν κάποτε παραβρισκόταν σε άλλες, ένιωθε πως κοβόταν στα δυο. Δεν τόλμησε να εξομολογηθεί τις αλλόκοτες εκείνες εμπειρίες σε κανέναν – άλλωστε ποιον να εμπιστευόταν και ποιοι θα τον πίστευαν; Απέφευγε να βγαίνει από το σπίτι, να διαβάζει εφημερίδες, να μιλά με άλλους ανθρώπους.

Ο καιρός περνούσε· η κατάστασή του χειροτέρευε και η απομόνωση μεγάλωνε. Φαντάσματα από το παρελθόν, άνθρωποι των οποίων είχε ο ίδιος κρίνει αυστηρά την κομματική συμπεριφορά και ίσως αδικήσει, εμφανίζονταν και απαιτούσαν άμεση αποκατάσταση. Προσπαθούσε κατά τη διάρκεια του ταραγμένου ύπνου του να υπερασπίσει τον εαυτό του τονίζοντας ότι δεν ήταν αποκλειστικά αυτός υπεύθυνος για τις ταλαιπωρίες τους και έκλεινε κατά κανόνα την άτυπη απολογία του επικαλούμενος την δικιά του διαγραφή.

Τα χρόνια κύλησαν δικαιώνοντας τις θέσεις που αποτέλεσαν την αφορμή της απομάκρυνσής του από την ενεργό δράση, ωστόσο εκείνος σιωπούσε. Και κάθε νύχτα εξακολουθούσε να απολογείται στους αυτόκλητους κατήγορους, μα απόφαση δεν έβγαινε.

Εκείνο το φθινόπωρο ήρθε υγρό και κρύο. Ήταν Νοέμβρης και το κόμμα στο οποίο κάποτε ανήκε τιμούσε τους νεκρούς αγωνιστές. Θεώρησε υποχρέωσή του να είναι και αυτός παρών. Έτσι βρέθηκε σε ένα κλειστό, συνοικιακό γήπεδο, βρόμικο και γεμάτο κόσμο και καπνούς χρόνων πολλών.

Καθόταν στην κερκίδα αμήχανος σε θέση πανοραμική κοιτάζοντας αδιάφορα προς τις διακεκριμένες θέσεις, όταν απροσδόκητα, με την είσοδο των ομιλητών, διαπίστωσε με τρόμο ότι ήταν και αυτός ανάμεσά τους! Αυτός ο ίδιος με ύφος βλοσυρό, σώμα άκαμπτο και τεντωμένο κάθισε στην καρέκλα που προοριζόταν για εκείνον και άπλωσε τα χαρτιά του με επιτήδευση. Την ίδια ώρα πάνω στην κερκίδα και στη φυσιολογική ζωή και θέση του σήκωσε ασυναίσθητα τα χέρια κι έκρυψε το κάτω μέρος του προσώπου του από φόβο, μη τύχει και οι διπλανοί αντιληφθούν την παρουσία του ανάμεσά τους. Έμεινε ακίνητος και αμίλητος, ώσπου να αρχίσει η εκδήλωση. Όμως…

Όμως στην έδρα, κάθε φορά που έπαιρνε το λόγο, οι συνομιλητές του με ένα νεύμα (κίνηση της κεφαλής εμπρός) κάποιου καλοντυμένου κύριου, που καθόταν στην πρώτη σειρά, ξεκίναγαν με δυνατές, φάλτσες φωνές να ψάλουν ύμνο θριαμβικό καλύπτοντας εξολοκλήρου τη δικιά του. Αντιδρούσε υψώνοντας τον τόνο συνεχώς. Φώναζε δυνατά. Το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο και οι φλέβες του λαιμού του φουσκωμένες, ωστόσο…

Ωστόσο καθισμένος στην κερκίδα αναπαυτικά και οχυρωμένος πίσω από το πλήθος, απολάμβανε την ανωνυμία, παρ’ ότι δεν ήταν εύκολο να παρακολουθήσει τη συζήτηση εξ αιτίας του θορύβου και των μονολόγων. Μιλούσαν για επερχόμενες εξεγέρσεις, για αλλαγές σαρωτικές… Μπήκε πολλές φορές στον πειρασμό να τους διακόψει και να διηγηθεί επακριβώς το πώς θα εξελιχθούν τα γεγονότα, πλην όμως δίσταζε. Με το πέρασμα του χρόνου η θέση του γινόταν εξαιρετικά δυσάρεστη, καθώς πάσχιζε να προσποιείται τον αδιάφορο για να μην υποψιαστούν οι υπόλοιποι τη διπλή του υπόσταση, αν και αγανακτούσε και συμμεριζόταν τη δοκιμασία, που ήταν υποχρεωμένος να υφίσταμαι εκεί κάτω – πονούσε άλλωστε και το δικό του στήθος από τις δυνατές φωνές…

Οι ακροατές κραύγαζαν και χειρονομούσαν, μα από το κατάφωτο τραπέζι των ομιλητών δεν ήταν δυνατό να αντιληφθεί αν διαμαρτύρονταν ή επευφημούσαν, επειδή δεν έβλεπε καθαρά. Τον θάμπωναν τεράστιοι προβολείς και ήταν τα μάτια του θολά. Κάθε φορά όμως που σταματούσε να μιλά, ησύχαζαν. Τότε…

Αγανακτισμένος από τα όσα απαράδεκτα διαδραματίζονταν δεν άντεξε. Εγκατέλειψε τη σχετική ασφάλεια της κερκίδας και σε έξαλλη κατάσταση εισέβαλε στον αγωνιστικό χώρο, κατευθύνθηκε προς την αυτοσχέδια εξέδρα και…

Αίφνης είδε να ξεχωρίζει μέσα από το πλήθος κάποιος που χειρονομούσε. Φορούσε ένα παλιό μπουφάν του και τα μαλλιά ήταν λίγο πιο μακριά απ’ τα δικά του. Πλησίαζε με απειλητικές διαθέσεις. Οι σύντροφοι της περιφρούρησης κοιτούσαν αποσβολωμένοι πρώτα τον ταραξία κι ύστερα εκείνον μη μπορώντας να τους ξεχωρίσουν και ανίκανοι να αντιδράσουν. Ο ταραχοποιός έφτασε με ένα σάλτο δίπλα του, τον άρπαξε από το χέρι και τον τράβηξε βίαια, σχεδόν τον έσυρε μέσα από το σαστισμένο πλήθος, προς την έξοδο μέσα σε απόλυτη σιωπή και γενική κατάπληξη…

Βρέθηκε, δίχως να το καταλάβει, έξω από το γήπεδο, στον έρημο δρόμο. Έπιασε με τα δυο χέρια το κεφάλι του που πήγαινε να σπάσει –οι σουβλιές στο στήθος του γινόντουσαν αφόρητες. Κάθισε στο πεζοδρόμιο και κουλουριάστηκε. Ο κρύος αέρας πάγωνε το ιδρωμένο του κορμί μαλακώνοντας σαν βάλσαμο τους πόνους, που γλύκαιναν σιγά-σιγά και απλώνονταν παντού.

Κι εκεί, στο έρημο βρεγμένο πεζοδρόμιο, μετά από τόσα χρόνια σιωπής και καρτερίας πληροφορήθηκε επιτέλους την ετυμηγορία των ενόρκων για την προηγούμενη ζωή του.

















Η λογοτεχνία στην αγορά



Της Χριστίνας Ντουνιά


Αν το γκρέμισμα του τείχους του Βερολίνου σήμαινε για την πολιτική το τέλος μιας εποχής με την πιστοποίηση της αποτυχίας του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ή την κατάργηση του διπολισμού, στην περιοχή της λογοτεχνίας νομίζω ότι ήταν το ορατό σημάδι ενός από καιρό προαναγγελθέντος θανάτου. Με άλλα λόγια όλα όσα ακόμα έστεκαν όρθια έστω και ως φαντάσματα στο χώρο της πολιτικής ρητορικής, είχαν ήδη ακυρωθεί στη λογοτεχνία μέσα από μια μακρόχρονη διαδικασία αμφισβήτησης που ξεκίνησε από την καταδίκη του σταλινισμού και ολοκληρώθηκε στη δεκαετία του ΄70 με την κυριαρχία του ανατρεπτικού λόγου των αριστερών νεανικών κινημάτων. Από αυτή την άποψη το 1989 δεν νομίζω ότι αποτελεί ορόσημο που δηλώνει τον επαναπροσδιορισμό των στόχων της λογοτεχνικής δημιουργίας σε ό,τι αφορά τη σχέση της με την πολιτική, όσο τη συνειδητοποίηση ενός κενού που όλοι γνωρίζαμε αλλά στο βάθος ελπίζαμε πως δεν είναι απόλυτο. Το γκρέμισμα του τείχους του Βερολίνου μας έφερε ένα χαρούμενο αίσθημα ελευθερίας και ένα αιφνίδιο συναίσθημα μοναξιάς, για να χρησιμοποιήσω έναν πιο προσωπικό εξομολογητικό τόνο. Γιατί νομίζω ότι ακόμα και οι σκληρότεροι πολέμιοι αυτού του στρεβλού σοσιαλισμού - που όμως αυτοαναγνωρίζονταν ως αριστεροί- εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να αλλάξουν έξω από τα πλαίσια ενός άγριου καπιταλισμού, σαν κι αυτόν που ακολούθησε την κατάρρευση των πρώην σοσιαλιστικών καθεστώτων. Η ιστορική τομή του 1989 συνέπεσε στην Ελλάδα με την μιντιακή άνοιξη και την ραγδαία αλλαγή στο πεδίο των σχέσεων λογοτεχνικής δημιουργίας και αγοράς. Το σκηνικό αλλάζει λοιπόν με γοργούς ρυθμούς και το τέλος του «υπαρκτού σοσιαλισμού» συμπίπτει με την σαρωτική αναδιάταξη των μηχανισμών προβολής του λογοτεχνικού προϊόντος και της πορείας των δημιουργών προς το κοινό.

Στη διάρκεια του εικοστού αιώνα και ως τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, ανεξάρτητα από το βαθμό αναγνώρισης ενός έργου και τις αστοχίες ή τις ευστοχίες της κριτικής, η λογοτεχνία αφορούσε λίγο ως πολύ ένα εξοικειωμένο κοινό: το γράψιμο έμοιαζε –και ήταν- μια υπόθεση δύσκολη, απαιτητική και κάποτε επικίνδυνη. Ξεφυλλίζοντας παλιές εφημερίδες και περιοδικά, ο ιστορικός μπορεί να αισθανθεί κάτι από το άρωμα της πνευματικής κίνησης μιας λιγότερο ή περισσότερο μακρινής εποχής, κάτι από τους ανθρώπους που την χρωμάτισαν, κάτι από τις ιδέες που την ενέπνευσαν. Καμιά ιστορική περίοδος δεν είναι βέβαια αθώα και άμοιρη από μηχανισμούς προβολής, είτε αυτοί οφείλονται σε προσωπικές σχέσεις, είτε υπαγορεύονται από αισθητικές ή ιδεολογικές συγγένειες. Ωστόσο, πάντοτε υπάρχει μια διακριτή ομάδα συγγραφέων η οποία αναγνωρίζεται μέσα από νόμιμες κριτικές διαδικασίες, παρά τα διαφορετικά ιδεολογικά στρατόπεδα και κάποτε χάρις σε αυτά. Μπορεί ο Αντρέας Καραντώνης να επαινεί αρχικά τον Γιώργο Σεφέρη και να αμφισβητεί τον Γιάννη Ρίτσο ενώ ο Μάρκος Αυγέρης κάνει ακριβώς το αντίθετο, και οι δύο ποιητές όμως αναδεικνύονται στο δικό τους χώρο και εντέλει επιβάλλονται με τρόπο καθολικό, όπως τους αξίζει.

Αναρωτιέμαι τι είδους συμπεράσματα θα μπορούσε να βγάλει ο ιστορικός του μέλλοντος από τον πλουσιότατο σε πληροφορίες σημερινό τύπο, γιατί ακόμα η ελληνική τηλεόραση δε θεωρεί τη λογοτεχνία άξια παρά μόνο για την παραγωγή τηλεοπτικών σεναρίων. Είναι νομίζω γενική η παραδοχή ότι τα τελευταία χρόνια έχουμε γίνει μάρτυρες μιας μεγάλης αλλαγής στον χώρο του βιβλίου. Η ευκολία της ηλεκτρονικής τυπογραφίας και η μαζική παραγωγή, οι εντυπωσιακές πωλήσεις μυθιστορημάτων και η μετατροπή σε μυθιστόρημα των τηλεοπτικών σεναρίων που επιτυγχάνουν υψηλά νούμερα τηλεθέασης, έχουν δημιουργήσει μια εκδοτική ευφορία χωρίς προηγούμενο. Εκδοτικά συγκροτήματα και ισχυροί εκδοτικοί οίκοι σημειώνουν ρεκόρ πωλήσεων και τα βιβλία στις προθήκες των βιβλιοπωλείων αντικαθίστανται σχεδόν κάθε μήνα από καινούργια. Πρόκειται για ένα φαινόμενο που έχει φυσικά τις επιπτώσεις του, θετικές αλλά και, για ορισμένους φανατικούς της καλής λογοτεχνίας, αρνητικές. Θα αρχίσω επισημαίνοντας τις ευεργετικές συνέπειες αυτής της εκδοτικής ευφορίας και θα προχωρήσω στις επικίνδυνες σχέσεις και εξαρτήσεις που δημιουργεί.

Το αναγνωστικό κοινό έχει διευρυνθεί και οι αισιόδοξοι ισχυρίζονται ότι μετά την εύπεπτη τροφή ελαφρών μυθιστορημάτων θα στραφεί στην αναζήτηση έργων μιας πιο απαιτητικής τέχνης. Εκδοτικοί οίκοι προσφέρουν δελεαστικές αμοιβές για να εξασφαλίσουν γνωστά ονόματα συγγραφέων και δεν είναι λίγοι αυτοί που αφήνουν πίσω το παρελθόν με τις ισχνές πωλήσεις και τις ακόμα ισχνότερες απολαβές. Οι μεσάζοντες της αγοράς καταγράφουν αυτή τη εξέλιξη την οποία σε ένα βαθμό έχουν εξάλλου διευκολύνει. Οι ίματζ-μέηκερς των πολιτικών συνιστούν στους πελάτες τους την επιλεκτική καλλιέργεια επαφών με καταξιωμένους λογοτέχνες. Μεγάλα μιντιακά συγκροτήματα ενδιαφέρονται για το χώρο του βιβλίου: τα εβδομαδιαία ειδικά ένθετα με βιβλιοπαρουσιάσεις, κριτικές, συνεντεύξεις ακόμα και κουτσομπολιά από τον συγγραφικό μικρόκοσμο έχουν γίνει πλέον απαραίτητα για τις εφημερίδες. Αργόσχολες κοσμικές κυρίες, παλαίμαχοι ηθοποιοί και τραγουδιστές, πολιτικοί, και γενικά πρόσωπα αναγνωρίσιμα δοκιμάζουν την τύχη τους στο γράψιμο, με την ενθάρρυνση των εκδοτών που υπολογίζουν στη δυναμική του ονόματος και στον κύκλο επιρροής του. Τα περιοδικά ποικίλης ύλης ή τα λεγόμενα λάιφ στάιλ δημοσιεύουν συνεντεύξεις και φωτογραφίες συγγραφέων που έχουν γράψει μπεστ σέλερ ή έστω νέων και ωραίων που το σύστημα προωθεί με την προοπτική να φέρουν κάποτε το πολυπόθητο ευπώλητο στόρυ. Αρκετοί από τους δημοσιογράφους του πολιτιστικού ρεπορτάζ υποδέχονται ενθουσιασμένοι κάθε νέο έργο γνωστού συγγραφέα, αδιακρίτως, είτε πρόκειται για επιφανή παραλογοτέχνη, είτε για δόκιμο συγγραφέα στον οποίο επενδύει ο ισχυρός εκδότης που ενδιαφέρεται φυσικά και «δια την ποιότητα». Από κοντά και οι περίφημοι κατάλογοι των εφημερίδων που αναδεικνύουν τα μπεστ σέλερ της εβδομάδας και καταρτίζονται από την κίνηση των πωλήσεων ορισμένων βιβλιοπωλείων, λειτουργώντας έμμεσα ως διαφημιστικά μηνύματα. Ανακατεμένα και εκεί βιβλία λογοτεχνίας και παραλογοτεχνίας. Σα να λέμε πλάι στον Κοσμά Πολίτη και στον Στρατή Τσίρκα η Μπουκουβάλα-Αναγνώστου ή ο Τυμφρηστός, για να μείνω σε εποχές κατά τις οποίες τα πράγματα ήταν περισσότερο διακριτά και δύσκολα έμπαινε κανείς σε ξένα χωράφια. 1

Και η κριτική; Φυσικά υπάρχουν και σήμερα κριτικοί που προσπαθούν να κάνουν τη δουλειά τους μέσα στις συμπληγάδες των διαφημιστών και της ανεξέλεγκτης υπερπληροφόρησης. Ωστόσο, αν σε προηγούμενες εποχές η κριτική παρέμβαση, με τις όποιες αστοχίες ή ευστοχίες της, διαμόρφωνε ορισμένους κανόνες μέσα στα πλαίσια ενός σοβαρού παιχνιδιού, σήμερα δυσκολεύεται να ακουστεί, ίσως ακόμα και να εκφραστεί με ευκρίνεια. Γιατί αυτοί που κατευθύνουν το αναγνωστικό κοινό είναι κυρίως οι υπεύθυνοι της ύλης των ειδικών σελίδων, οι οποίοι με τη σειρά τους -σε μεγάλο βαθμό- εξυπηρετούν τις κυκλοφοριακές ανάγκες του εντύπου τους και τις υπόγειες σχέσεις διαπλοκής με ό,τι αυτό προϋποθέτει ή συνεπάγεται. Η διάχυση και η σύγχυση στην εποχή που μοιάζει να χαρακτηρίζεται από πολυφωνία, ενώ στην ουσία είναι συντηρητική και μονότροπη, επηρεάζει και τη σχέση λογοτεχνίας και τύπου. Όλο και λιγότεροι νέοι συγγραφείς αντιστέκονται στις ανάγκες της αγοράς. Η επιτυχία πια ενός βιβλίου κρίνεται κυρίως από τις πωλήσεις του και αυτό είναι ένα από τα μεγάλα προβλήματα της προώθησης των λογοτεχνών και της ποιότητας των λογοτεχνικών έργων. Δεν είναι φυσικά τυχαίο το ότι οι ποιητές –με ορισμένες σημαίνουσες εξαιρέσεις- βρίσκονται για πρώτη φορά πραγματικά στο περιθώριο και οι διηγηματογράφοι αντιμετωπίζονται ως φτωχοί συγγενείς της πεζογραφίας. Έτσι, παρά την πληθωριστική παραγωγή πρωτοεμφανιζόμενων μυθιστοριογράφων, οι νέοι ποιητές σήμερα δυσκολεύονται να βρουν εκδότη, πολύ περισσότερο από ό,τι στη δεκαετία του ’70. Η «ελαφρά φιλολογία», όπως ονόμαζαν τα εύπεπτα μυθιστορήματα στον 19ο αιώνα, κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος, όχι φυσικά επειδή το μυθιστόρημα παύει να είναι ένα σπουδαίο λογοτεχνικό είδος αλλά επειδή οι νόμοι της αγοράς επηρεάζουν ακόμα και τη δημιουργία προικισμένων μυθιστοριογράφων. Όταν γράφεις με βασικό σου στόχο το μπεστ σέλερ, πιεσμένος από την εντατικοποίηση της παραγωγής, και δεν είσαι Μπαλζάκ ή Ντοστογιέφσκι, υπάρχει κίνδυνος να καταντήσεις σαν τους πολυάριθμους μιμητές των Δουμά, πατρός και υιού. Αναμφίβολα, στο μιντιακό μας κόσμο ο συγγραφέας βρίσκεται όλο και περισσότερο στην τροχιά ενός ιδιότυπου σταρ σύστεμ. Το ερώτημα, πού θα οδηγήσει αυτός ο δρόμος, δεν είναι εύκολο να απαντηθεί. Ή μήπως τελικά, για να παραφράσω τον Μίλαν Κούντερα, η λογοτεχνία είναι αλλού;

Και για να κλείσω ξαναπιάνοντας το αρχικό νήμα αυτής της παρέμβασης, το 1989, τόσο στο πεδίο του πραγματικού όσο και στο πεδίο του συμβολικού, σίγουρα λειτούργησε απελευθερωτικά και για πολλούς ίσως αποενοχοποιητικά. Το πώς η λογοτεχνική δημιουργία θα διαχειριστεί τη «ζόρικια»2 ελευθερία της εγχώριας αλλά και της παγκόσμιας αγοράς και πώς θα αναζητήσει ξανά τα όρια του νοήματος της τέχνης και του κόσμου είναι η πρόκληση της νέας εποχής.

1. Αυτή η παρατήρηση δεν γράφεται μειωτικά για τους δύο τελευταίους οι οποίοι ήταν πολύ καλοί στο είδος τους. Αναφέρομαι στη σημερινή σκόπιμη ισοπέδωση της εκδοτικής πρακτικής.

2. «Μες στο μυαλό μου πού ’χει όρια/ και μια ελευθερία ζόρικια/ αλίμονό μου» από τον Μπάλλο, του Διονύση Σαββόπουλου.



Δεν υπάρχουν σχόλια: