(Για μια απόφανση
του Martin Heidegger. Μέρος ΙΙ)
Του Στέφανου Ροζάνη*
Τι είναι, λοιπόν, αυτό που κατά τον Heidegger φυλάσσεται μέσα στον στίχο του Holderlin, ποια είναι η οδός, που οδηγεί στην αποκάλυψη του “ποιηθέντος” και άρα στη συνομιλία με το “ποιηθέν”; Ο Heidegger μας ειδοποιεί ότι πρόκειται για “μια συνομιλία της Σκέψης με την Ποίηση, χωρίς κατ’ αρχάς αυτή η ίδια η συνομιλία και εκείνο, για το οποίο αυτή ομιλεί, να ‘λέγονται’”. Είναι όμως έτσι; Ή μήπως ο Heidegger δημιουργεί μια “σκηνή” πάνω στην οποία εκτελείται μια ανύπαρκτη κατ’ ουσίαν συνομιλία μεταξύ Σκέψης και Ποίησης; Μια αυταρέσκεια της Σκέψης προβάλλεται εδώ, η οποία παραπλανά το σκέπτεσθαι, όταν αυτό ισχυρίζεται ότι μπορεί να συνομιλεί, έστω και ρεμβωδώς, με την Ποίηση ως ισότιμος συνομιλητής, ή ως Σκέψη πριν από το ποίημα, δηλαδή ως εγχείρημα “να σκεφθούμε αυτό που έγινε ποίημα”.
Στην πραγματικότητα, αντί του σχολιασμού έχουμε στον Heidegger μιαν ομολογία. Ό,τι αποκαλεί ο Heidegger συνομιλία είναι κατ’ ουσίαν μια ομολογία, ή πολύ περισσότερο μια απολαμβάνουσα θεώρηση, ένα αυτοτελές όλον το οποίο αναδύεται μέσα από την ομολογία, μέσα από το Stimmung που καθιστά ενότητα την ομολογία αυτού που λέγεται με το ήδη λεχθέν του στίχου. Πρόκειται, κατά συνέπεια, για μιαν επανεγκαθίδρυση του στίχου, η οποία τώρα επιχειρεί να συνεισφέρει στον στίχο ένα stimmung ως πνευματικό, ιδρυτικό στοιχείο του στίχου, ως μια επιδρομή της Σκέψης που σκέπτεται τον στίχο, ίσως αξιώνοντας την πρωτοκαθεδρία έναντι του στίχου, ο οποίος λέγει το δικό του λεχθέν: “Τα πάντα είναι οικεία”. Μεταξύ συνομιλίας και ομολογίας υπάρχει ασφαλώς μια ένταση. Διότι η συνομιλία προϋποθέτει το Είναι της συνομιλίας και την αλλότητα της ομολογίας, ήτοι το Είναι της ομιλίας - γλώσσας και το “θάτερον” της ομολογίας. Η ομολογία δεν είναι συνομιλία, διότι η συνομιλία προϋποθέτει τον συνομιλούντα απαραιτήτως, ενώ η ομολογία αποξενώνεται από τον συνομιλούντα και φανερώνεται ως συμβάν καθεαυτό, μεμονωμένο και μη δυνάμενο να επαναληφθεί. Είναι ίσως γι’ αυτόν τον λόγο που ο Heidegger απομακρύνεται ριζικά από τη συνομιλία με τον στίχο, ως ερμηνεία του στίχου: “για να παρουσιασθεί κατ’ ελάχιστον καθαρότερο αυτό”, γράφει, “που καθαρά ‘ποιήθηκε’ μέσα στο ποίημα, πρέπει η ερμηνευτική ομιλία κάθε φορά να καταθραύει και τον εαυτό της και ό,τι προσπάθησε. Για χάρη αυτού που έγινε ποίημα πρέπει η ερμηνεία του ποιήματος να κατατείνει προς τούτο: να καθιστά μόνο της τον εαυτό της περιττό: Το έσχατο, αλλά και το πιο δύσκολο βήμα κάθε ερμηνείας έγκειται στο να εξαφανίζεται αυτή, μαζί με τις εξηγήσεις της, μπροστά στην καθαρή παρουσία του ποιήματος”.
Η ομολογία είναι ένα αυτο-δεικνύεσθαι, όπως ακριβώς το ορίζει ο Jean-Luc Marion: “μπορεί να ανοίξει έμμεσα την πρόσβαση στον εαυτό αυτού που αυτο-δίνεται”. Ήτοι, η ομολογία ως συμβάν “πιστοποιεί ότι το συμβάν (της ομολογίας) επήλθε με αφετηρία τον εαυτό του, ότι η φαινομενικότητά του ξεπρόβαλε από τον εαυτό της δωρεάς του”. Η ομολογία είναι πράγματι μοναδική και ανεπανάληπτη. Μέσα στην ομολογία, “συνωστίζεται - ή καλύτερα αναγγέλλεται ο εαυτός εκείνου που αυτο-δίνεται”, κατά μία διατύπωση του Marion σε άλλο συμφραζόμενο.
Από την άλλη πλευρά, το ίδιο το ποίημα (εν προκειμένω ο στίχος του Holderlin) ειναι ένα αυτο-δεικνύεσθαι. Είναι η καθαρή παρουσία του, ή η φαινομενικότητά του που ξεπροβάλλει από τον εαυτό της δωρεάς του στον κόσμο και-για-τον-κόσμο. Συνάγεται, άρα, ότι ο σχολιασμός του ποιήματος και το ίδιο το ποίημα τίθενται ισοδύναμος στον ίδιο ψυχικό τόνο (Slimung), με τη διαφορά, που φαίνεται ο Heidegger, ότι ο σχολιασμός, ως ερμηνευτική του ποιήματος, οφείλει να καθιστά τον εαυτό του περιττό και τελικά να εξαφανίζεται μπροστά στην καθαρή παρουσία του ποιήματος.
Αλλά τότε, σε τι ακριβώς χρειάζεται ο σχολιασμός; Με ποιον τρόπο η ερμηνευτική του ποιήματος συμβάλλει στην καθαρή παρουσία του ποιήματος; Υπάρχει μήπως κάποιος συνδεκτικός όρος μεταξύ της παρουσίας του ποιήματος και της ερμηνευτικής του, όταν το ποίημα αυτό-δεικνύεται εξ αιτίας της αναμφισβήτητης παρουσίας του; Πώς, λοιπόν, η ερμηνευτική καθίσταται για περιττή συνθήκη, και άρα, μια συνθήκη η οποία, κατά οποιονδήποτε τρόπο, συν-λειτουργεί με το ποίημα και εντούτοις έχει το πεπρωμένο της εξαφάνισής της;
Με άλλα λόγια, γιατί ο Heidegger μιλά για τον Holderlin εξ αιτίας του Holderlin, και τι είναι αυτό που ο Heidegger ομιλεί, ήτοι, τι είναι αυτό που ωθεί τον Heidegger να μιλήσει τη γλώσσα του μπροστά στην καθαρή “αγλωσσία” του Holderlin;
Προκειμένου να απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά, θα πρέπει μάλλον να καταφύγουμε στη Χουσερλιανή αντίληψη της συμπαρουσίασης. Με τα λόγια του Hussrel, “υπάρχει ήδη μια τέτοια συμπαρουσίαση στην εξωτερική εμπειρία, αφού η μπροστινή πλευρά ενός πράγματος, που τη βλέπουμε καθαρά, συμπαρουσιάζει πάντοτε και αναγκαία, την πίσω πλευρά του πράγματος, προσδιορίζοντας το περιεχόμενό της, το οποίο είναι λίγο πολύ καθορισμένο. Ξεκινώντας από αυτή τη Χουσερλιανή διατύπωση, μπορούμε να πούμε ότι η ερμηνευτική συμπαρουσιάζεται “πάντοτε και αναγκαία” την πίσω πλευρά του, προσδιορίζοντας όχι μόνο το περιεχόμενό του, αλλά κυρίως τη μορφή του ως αναγκαία παραπληρωματικότητα, η οποία, ωστόσο, εμπεριέχεται στον ορατό ορίζοντα της παρουσίας του ποιήματος. Κατά συνέπεια, η κατά Heidegger εξαφάνιση της ερμηνείας ως περιττότητας μπροστά στην καθαρή παρουσία του ποιήματος είναι ένα τέχνασμα το οποίο σκοπεί να παρουσιάσει το ποίημα ως πρωτείο έναντι της παρουσίας του ποιήματος, ενώ διόλου δεν πρόκειται περί αυτού, αφού η ερμηνεία συμπαρουσιάζεται με το ποίημα, κατά τρόπον ώστε να πρόκειται για μια ενσωμάτωση - συμπαρουσίαση, ενσωμάτωση της ερμηνείας στο ποίημα και συμπαρουσία του ποιήματος και της ερμηνείας τους.
Ας επιστρέψουμε τώρα στο σχόλιο του Heidegger και στην προοπτική που αυτό διανοίγει για μιαν ανάγνωση του στίχου του Hοdlerlin “τα πάντα είναι οικεία” στον “σωστό τόνο”. Ο Heidegger αποφαίνεται ότι το ένα γίνεται οικείο μέσα στο άλλο, αλλά κατά τέτοιον τρόπο ώστε να παραμένει συγχρόνως μέσα στο δικό του οικείο. Και διευκρινίζει ότι η οικειότητα, για την οποία ομιλεί, δεν σημαίνει τη σύντηξη και την απόσβεση μεταξύ του οικείου μιας ποιητικής ευαίσθησης και του οικείου της αλλότητας του άλλου (του σχολιασμού), αλλά αντιθέτως, η οικειότητα είναι ο όρος par excellence του Mitsein, ήτοι του συνανήκειν με την ξενότητα του άλλου, εντός της επικράτησης μιας αποξένωσης από το άλλο ως αξίωσης μιας συστολής. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια γριφώδη διατύπωση, με μιαν αινιγματική απόφανση, τόσο για την οικειότητα καθεαυτήν όσο και για την οικειότητα της ξενότητας, στον βαθμό που οι δύο αυτές οικειότητες αλληλοεγχωρούνται, χωρίς, ωστόσο, να ακυρώνουν αλληλεκχωρούμενες τις διαφορές τους. Αναδύεται κατά τον τρόπο αυτόν μια φιλοσοφικό-θεολογική θέαση της σχέσης μεταξύ του οικείου της υποκειμενικότητας ως προς τον εαυτό της και της ξενότητας ως οικειότητας του δικού της εαυτού. Δηλαδή της σχέσης μεταξύ ανθρώπου και Θεού, Γης και Ουρανού.
Έχω την εντύπωση, ότι η γριφώδης φιλοσοφικό-θεολογική διαδρομή του Heidegger μέσα στον στίχο του Hοdlerlin θα μπορούσε να διαλευκανθεί, έστω και μερικώς, αν θυμηθούμε τον Emmanuel Levinas και όσα αυτός έχει σημάνει σχετικά με την απόσταση που χωρίζει το ένα το οποίο γίνεται οικείο μέσα στο άλλο. Αποφαίνεται ο Levinas: “Η απόσταση δεν μπορεί και συνάμα μπορεί να καλυφθεί. Το χωρισμένο ον είναι ικανοποιημένο, αυτόνομο και μολαταύτα αναζητεί το άλλο σε μιαν αναζήτηση που δεν κεντρίζεται από την έλλειψη που συνιστά η ανάγκη -ούτε από την ανάμνηση του απωλεσμένου αγαθού- και μια τέτοια κατάσταση είναι γλώσσα. Η αλήθεια φανερώνεται εκεί όπου ένα ον χωρισμένο από το άλλο δεν καταποντίζεται μέσα του, αλλά του μιλάει”.
Η ερμηνεία είναι ακριβώς η αναζήτηση της οικειότητας μέσα στο ποίημα και το ποίημα είναι η αναζήτηση της οικειότητας μέσα στην ερμηνεία του. Η απόσταση που χωρίζει την ερμηνεία από το ποίημα “δεν μπορεί και συνάμα μπορεί να καλυφθεί”. Αλλά παρ’ ό,τι το ποίημα είναι αυτόνομο “μολοταύτα αναζητεί το άλλο”, δηλαδή την ερμηνεία του, σε μιαν αναζήτηση που δεν κεντρίζεται από την έλλειψη και γι’ αυτό το ποίημα δεν καταποντίζεται μέσα στην ερμηνεία του, αλλά συνομιλεί με αυτήν. Τότε ακριβώς, μέσω της συνομιλίας, φανερώνεται η αλήθεια του ποιήματος.
Κατά συνέπεια, θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε, όχι αυθαίρετα, ότι το αινιγματικό σχόλιο του Heidegger, επιχειρεί εντέλει να αναδείξει μιαν αλήθεια που η γλώσσα του στίχου του Hοdlerlin αναγγέλλει ως προς την οικειότητα των όντων, και σημαίνει το συνανήκειν των όντων (Mitsein), καλύπτοντας μιαν απόσταση η οποία δεν μπορεί να καλυφθεί και μολαταύτα καλύπτεται.
*Ο Στέφανος Ροζάνης είναι καθηγητής φιλοσοφίας
Του Στέφανου Ροζάνη*
Τι είναι, λοιπόν, αυτό που κατά τον Heidegger φυλάσσεται μέσα στον στίχο του Holderlin, ποια είναι η οδός, που οδηγεί στην αποκάλυψη του “ποιηθέντος” και άρα στη συνομιλία με το “ποιηθέν”; Ο Heidegger μας ειδοποιεί ότι πρόκειται για “μια συνομιλία της Σκέψης με την Ποίηση, χωρίς κατ’ αρχάς αυτή η ίδια η συνομιλία και εκείνο, για το οποίο αυτή ομιλεί, να ‘λέγονται’”. Είναι όμως έτσι; Ή μήπως ο Heidegger δημιουργεί μια “σκηνή” πάνω στην οποία εκτελείται μια ανύπαρκτη κατ’ ουσίαν συνομιλία μεταξύ Σκέψης και Ποίησης; Μια αυταρέσκεια της Σκέψης προβάλλεται εδώ, η οποία παραπλανά το σκέπτεσθαι, όταν αυτό ισχυρίζεται ότι μπορεί να συνομιλεί, έστω και ρεμβωδώς, με την Ποίηση ως ισότιμος συνομιλητής, ή ως Σκέψη πριν από το ποίημα, δηλαδή ως εγχείρημα “να σκεφθούμε αυτό που έγινε ποίημα”.
Στην πραγματικότητα, αντί του σχολιασμού έχουμε στον Heidegger μιαν ομολογία. Ό,τι αποκαλεί ο Heidegger συνομιλία είναι κατ’ ουσίαν μια ομολογία, ή πολύ περισσότερο μια απολαμβάνουσα θεώρηση, ένα αυτοτελές όλον το οποίο αναδύεται μέσα από την ομολογία, μέσα από το Stimmung που καθιστά ενότητα την ομολογία αυτού που λέγεται με το ήδη λεχθέν του στίχου. Πρόκειται, κατά συνέπεια, για μιαν επανεγκαθίδρυση του στίχου, η οποία τώρα επιχειρεί να συνεισφέρει στον στίχο ένα stimmung ως πνευματικό, ιδρυτικό στοιχείο του στίχου, ως μια επιδρομή της Σκέψης που σκέπτεται τον στίχο, ίσως αξιώνοντας την πρωτοκαθεδρία έναντι του στίχου, ο οποίος λέγει το δικό του λεχθέν: “Τα πάντα είναι οικεία”. Μεταξύ συνομιλίας και ομολογίας υπάρχει ασφαλώς μια ένταση. Διότι η συνομιλία προϋποθέτει το Είναι της συνομιλίας και την αλλότητα της ομολογίας, ήτοι το Είναι της ομιλίας - γλώσσας και το “θάτερον” της ομολογίας. Η ομολογία δεν είναι συνομιλία, διότι η συνομιλία προϋποθέτει τον συνομιλούντα απαραιτήτως, ενώ η ομολογία αποξενώνεται από τον συνομιλούντα και φανερώνεται ως συμβάν καθεαυτό, μεμονωμένο και μη δυνάμενο να επαναληφθεί. Είναι ίσως γι’ αυτόν τον λόγο που ο Heidegger απομακρύνεται ριζικά από τη συνομιλία με τον στίχο, ως ερμηνεία του στίχου: “για να παρουσιασθεί κατ’ ελάχιστον καθαρότερο αυτό”, γράφει, “που καθαρά ‘ποιήθηκε’ μέσα στο ποίημα, πρέπει η ερμηνευτική ομιλία κάθε φορά να καταθραύει και τον εαυτό της και ό,τι προσπάθησε. Για χάρη αυτού που έγινε ποίημα πρέπει η ερμηνεία του ποιήματος να κατατείνει προς τούτο: να καθιστά μόνο της τον εαυτό της περιττό: Το έσχατο, αλλά και το πιο δύσκολο βήμα κάθε ερμηνείας έγκειται στο να εξαφανίζεται αυτή, μαζί με τις εξηγήσεις της, μπροστά στην καθαρή παρουσία του ποιήματος”.
Η ομολογία είναι ένα αυτο-δεικνύεσθαι, όπως ακριβώς το ορίζει ο Jean-Luc Marion: “μπορεί να ανοίξει έμμεσα την πρόσβαση στον εαυτό αυτού που αυτο-δίνεται”. Ήτοι, η ομολογία ως συμβάν “πιστοποιεί ότι το συμβάν (της ομολογίας) επήλθε με αφετηρία τον εαυτό του, ότι η φαινομενικότητά του ξεπρόβαλε από τον εαυτό της δωρεάς του”. Η ομολογία είναι πράγματι μοναδική και ανεπανάληπτη. Μέσα στην ομολογία, “συνωστίζεται - ή καλύτερα αναγγέλλεται ο εαυτός εκείνου που αυτο-δίνεται”, κατά μία διατύπωση του Marion σε άλλο συμφραζόμενο.
Από την άλλη πλευρά, το ίδιο το ποίημα (εν προκειμένω ο στίχος του Holderlin) ειναι ένα αυτο-δεικνύεσθαι. Είναι η καθαρή παρουσία του, ή η φαινομενικότητά του που ξεπροβάλλει από τον εαυτό της δωρεάς του στον κόσμο και-για-τον-κόσμο. Συνάγεται, άρα, ότι ο σχολιασμός του ποιήματος και το ίδιο το ποίημα τίθενται ισοδύναμος στον ίδιο ψυχικό τόνο (Slimung), με τη διαφορά, που φαίνεται ο Heidegger, ότι ο σχολιασμός, ως ερμηνευτική του ποιήματος, οφείλει να καθιστά τον εαυτό του περιττό και τελικά να εξαφανίζεται μπροστά στην καθαρή παρουσία του ποιήματος.
Αλλά τότε, σε τι ακριβώς χρειάζεται ο σχολιασμός; Με ποιον τρόπο η ερμηνευτική του ποιήματος συμβάλλει στην καθαρή παρουσία του ποιήματος; Υπάρχει μήπως κάποιος συνδεκτικός όρος μεταξύ της παρουσίας του ποιήματος και της ερμηνευτικής του, όταν το ποίημα αυτό-δεικνύεται εξ αιτίας της αναμφισβήτητης παρουσίας του; Πώς, λοιπόν, η ερμηνευτική καθίσταται για περιττή συνθήκη, και άρα, μια συνθήκη η οποία, κατά οποιονδήποτε τρόπο, συν-λειτουργεί με το ποίημα και εντούτοις έχει το πεπρωμένο της εξαφάνισής της;
Με άλλα λόγια, γιατί ο Heidegger μιλά για τον Holderlin εξ αιτίας του Holderlin, και τι είναι αυτό που ο Heidegger ομιλεί, ήτοι, τι είναι αυτό που ωθεί τον Heidegger να μιλήσει τη γλώσσα του μπροστά στην καθαρή “αγλωσσία” του Holderlin;
Προκειμένου να απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά, θα πρέπει μάλλον να καταφύγουμε στη Χουσερλιανή αντίληψη της συμπαρουσίασης. Με τα λόγια του Hussrel, “υπάρχει ήδη μια τέτοια συμπαρουσίαση στην εξωτερική εμπειρία, αφού η μπροστινή πλευρά ενός πράγματος, που τη βλέπουμε καθαρά, συμπαρουσιάζει πάντοτε και αναγκαία, την πίσω πλευρά του πράγματος, προσδιορίζοντας το περιεχόμενό της, το οποίο είναι λίγο πολύ καθορισμένο. Ξεκινώντας από αυτή τη Χουσερλιανή διατύπωση, μπορούμε να πούμε ότι η ερμηνευτική συμπαρουσιάζεται “πάντοτε και αναγκαία” την πίσω πλευρά του, προσδιορίζοντας όχι μόνο το περιεχόμενό του, αλλά κυρίως τη μορφή του ως αναγκαία παραπληρωματικότητα, η οποία, ωστόσο, εμπεριέχεται στον ορατό ορίζοντα της παρουσίας του ποιήματος. Κατά συνέπεια, η κατά Heidegger εξαφάνιση της ερμηνείας ως περιττότητας μπροστά στην καθαρή παρουσία του ποιήματος είναι ένα τέχνασμα το οποίο σκοπεί να παρουσιάσει το ποίημα ως πρωτείο έναντι της παρουσίας του ποιήματος, ενώ διόλου δεν πρόκειται περί αυτού, αφού η ερμηνεία συμπαρουσιάζεται με το ποίημα, κατά τρόπον ώστε να πρόκειται για μια ενσωμάτωση - συμπαρουσίαση, ενσωμάτωση της ερμηνείας στο ποίημα και συμπαρουσία του ποιήματος και της ερμηνείας τους.
Ας επιστρέψουμε τώρα στο σχόλιο του Heidegger και στην προοπτική που αυτό διανοίγει για μιαν ανάγνωση του στίχου του Hοdlerlin “τα πάντα είναι οικεία” στον “σωστό τόνο”. Ο Heidegger αποφαίνεται ότι το ένα γίνεται οικείο μέσα στο άλλο, αλλά κατά τέτοιον τρόπο ώστε να παραμένει συγχρόνως μέσα στο δικό του οικείο. Και διευκρινίζει ότι η οικειότητα, για την οποία ομιλεί, δεν σημαίνει τη σύντηξη και την απόσβεση μεταξύ του οικείου μιας ποιητικής ευαίσθησης και του οικείου της αλλότητας του άλλου (του σχολιασμού), αλλά αντιθέτως, η οικειότητα είναι ο όρος par excellence του Mitsein, ήτοι του συνανήκειν με την ξενότητα του άλλου, εντός της επικράτησης μιας αποξένωσης από το άλλο ως αξίωσης μιας συστολής. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια γριφώδη διατύπωση, με μιαν αινιγματική απόφανση, τόσο για την οικειότητα καθεαυτήν όσο και για την οικειότητα της ξενότητας, στον βαθμό που οι δύο αυτές οικειότητες αλληλοεγχωρούνται, χωρίς, ωστόσο, να ακυρώνουν αλληλεκχωρούμενες τις διαφορές τους. Αναδύεται κατά τον τρόπο αυτόν μια φιλοσοφικό-θεολογική θέαση της σχέσης μεταξύ του οικείου της υποκειμενικότητας ως προς τον εαυτό της και της ξενότητας ως οικειότητας του δικού της εαυτού. Δηλαδή της σχέσης μεταξύ ανθρώπου και Θεού, Γης και Ουρανού.
Έχω την εντύπωση, ότι η γριφώδης φιλοσοφικό-θεολογική διαδρομή του Heidegger μέσα στον στίχο του Hοdlerlin θα μπορούσε να διαλευκανθεί, έστω και μερικώς, αν θυμηθούμε τον Emmanuel Levinas και όσα αυτός έχει σημάνει σχετικά με την απόσταση που χωρίζει το ένα το οποίο γίνεται οικείο μέσα στο άλλο. Αποφαίνεται ο Levinas: “Η απόσταση δεν μπορεί και συνάμα μπορεί να καλυφθεί. Το χωρισμένο ον είναι ικανοποιημένο, αυτόνομο και μολαταύτα αναζητεί το άλλο σε μιαν αναζήτηση που δεν κεντρίζεται από την έλλειψη που συνιστά η ανάγκη -ούτε από την ανάμνηση του απωλεσμένου αγαθού- και μια τέτοια κατάσταση είναι γλώσσα. Η αλήθεια φανερώνεται εκεί όπου ένα ον χωρισμένο από το άλλο δεν καταποντίζεται μέσα του, αλλά του μιλάει”.
Η ερμηνεία είναι ακριβώς η αναζήτηση της οικειότητας μέσα στο ποίημα και το ποίημα είναι η αναζήτηση της οικειότητας μέσα στην ερμηνεία του. Η απόσταση που χωρίζει την ερμηνεία από το ποίημα “δεν μπορεί και συνάμα μπορεί να καλυφθεί”. Αλλά παρ’ ό,τι το ποίημα είναι αυτόνομο “μολοταύτα αναζητεί το άλλο”, δηλαδή την ερμηνεία του, σε μιαν αναζήτηση που δεν κεντρίζεται από την έλλειψη και γι’ αυτό το ποίημα δεν καταποντίζεται μέσα στην ερμηνεία του, αλλά συνομιλεί με αυτήν. Τότε ακριβώς, μέσω της συνομιλίας, φανερώνεται η αλήθεια του ποιήματος.
Κατά συνέπεια, θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε, όχι αυθαίρετα, ότι το αινιγματικό σχόλιο του Heidegger, επιχειρεί εντέλει να αναδείξει μιαν αλήθεια που η γλώσσα του στίχου του Hοdlerlin αναγγέλλει ως προς την οικειότητα των όντων, και σημαίνει το συνανήκειν των όντων (Mitsein), καλύπτοντας μιαν απόσταση η οποία δεν μπορεί να καλυφθεί και μολαταύτα καλύπτεται.
*Ο Στέφανος Ροζάνης είναι καθηγητής φιλοσοφίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου