Του Σπύρου Κακουριώτη
ΑΛΕΞΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΔΗΣ, Η Ελλάδα και
οι γείτονές της: Εθνική ταυτότητα και ετερότητα, Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, σελ.
338
Ποια είναι η εικόνα που σχηματίζουν
οι Έλληνες για τον εαυτό τους, για το εθνικό «εμείς» και, αντίστοιχα, ποια
εικόνα σχηματίζουν για τους γειτονικούς «άλλους», τους πρώην σύνοικους λαούς εντός
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας; Πρόκειται για δύο όψεις του ιδίου νομίσματος, της
αντίληψης περί ταυτότητας και ετερότητας, που βρίσκονται στη ρίζα των συνήθως
τεταμένων σχέσεων που διατηρεί η χώρα μας τόσο με τον εγγύς όσο και με τον
ευρύτερο περίγυρό της.
Αυτά τα δύο ερωτήματα επιχειρεί να
φωτίσει, όσο το δυνατόν πληρέστερα, στο πρόσφατο βιβλίο του ο ομότιμος
καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του Παντείου Πανεπιστημίου Αλέξης Ηρακλείδης. Από
τους πρώτους που ασχολήθηκαν με τις εικόνες του «εθνικού εαυτού» και του
«άλλου», ήδη από τα μέσα της τελευταίας δεκαετίας του 20ού αιώνα, ο συγγραφέας
έχει μελετήσει επιστάμενα το πώς αυτές οι εικόνες πυροδοτούν την ένταση στις
σχέσεις της Ελλάδας με τους γείτονές της, ιδιαίτερα με την Τουρκία, αλλά επίσης
με την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία.
Στη μελέτη του, μετά από ένα
εισαγωγικό κεφάλαιο περί έθνους και εθνικισμού, όπου παρουσιάζει συνοπτικά τις
βασικές θεωρίες που έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς σχετικά με την εθνογένεση και
τον εθνικισμό, ο Ηρακλείδης στο πρώτο μέρος του βιβλίου του εξετάζει αναλυτικά
το ελληνικό εθνικό αφήγημα, ενώ αφιερώνει το δεύτερο στην ελληνική ταυτότητα
και τη στάση της απέναντι στην ετερότητα.
Αρχικά επιχειρεί
μια ολοκληρωμένη παρουσίαση της συγκρότησης του ελληνικού εθνικού αφηγήματος
και των σχετικών συζητήσεων που κάθε ξεχωριστή συμβολή προκάλεσε. Ξεκινώντας
από την εκδοχή του Κοραή, εξετάζει την αμφισβήτησή του από τον Φαλμεράυερ, αλλά
και τις απαντήσεις που προκάλεσε, για να καταλήξει στο τρίσημο σχήμα του
Παπαρρηγόπουλου και του Ζαμπέλιου. Το σχήμα της «τρισχιλιετούς Ελλάδος» θα
τροφοδοτήσει τις διάφορες εκδοχές της Μεγάλης Ιδέας και, παρά την κατάρρευσή
της στις ακτές της Σμύρνης, θα συνεχίσει να αποτελεί ένα «καθεστώς αλήθειας»
που θα αμφισβητηθεί από τους ιστορικούς μονάχα μεταπολεμικά και,
αποτελεσματικότερα, μεταπολιτευτικά.
Ο συγγραφέας εστιάζει σε έναν
ιδιαίτερα ενδιαφέροντα επιστημονικό διάλογο, μεταξύ
ξένων και Ελλήνων ιστορικών, σχετικά με την ελληνικότητα του Βυζαντίου και το
κατά πόσον μπορεί να θεωρηθεί τμήμα της ελληνικής κληρονομιάς. Πρόκειται για
διάλογο κυρίως μεταξύ επιφανών βυζαντινολόγων, που δεν έχει παρουσιαστεί
εκτενώς στα ελληνικά. Μία ακόμη ενδιαφέρουσα συζήτηση μεταξύ βυζαντινολόγων και
ιστορικών που παρουσιάζεται αφορά την κάθοδο των Σλάβων κατά τον Μεσαίωνα στον
γεωγραφικό χώρο της σημερινής Ελλάδας, συζήτηση η οποία, ρητά ή άρρητα,
σχετίζεται με την «πρόκληση» Φαλμεράυερ.
Ολοκληρώνοντας
το πρώτο μέρος, επιχειρεί μια αποδόμηση του αφηγήματος της συνέχειας,
αναδεικνύοντας τα προβληματικά και ενίοτε ανεδαφικά του στοιχεία, αλλά και
αναγνωρίζοντας τα θετικά του στοιχεία, ιδιαίτερα σε σύγκριση με άλλα εθνικά
αφηγήματα στην Ευρώπη.
Στη συνέχεια ο συγγραφέας στρέφεται
στον ελληνικό εθνοκεντρισμό και εξετάζει τα στοιχεία που συγκροτούν την
ελληνική ταυτότητα, όπως είναι ο πολιτισμικός εθνικισμός, η προγονοπληξία,
αλλά και η
υπαρξιακή ανασφάλεια, που παράγει την αίσθηση ενός «ανάδελφου έθνους» σε έναν
«εχθρικό κόσμο».
Τα επόμενα κεφάλαια αφιερώνονται
ελληνική ετερότητα σε σχέση με τρία γειτονικά
έθνη: τους Αλβανούς, τους Μακεδόνες και τους Τούρκους. Στα αντίστοιχα κεφάλαια
εξετάζεται ο εθνικισμός και η εθνική ταυτότητα των γειτόνων, η ελληνική
πρόσληψη των τριών αυτών εθνών και η πολιτική που ακολούθησε η χώρα μας
απέναντί τους καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, με ιδιαίτερη αναφορά στα
αίτια της αρνητικής ελληνικής στάσης έναντι και των τριών γειτόνων.
Ειδικά
σε ό,τι αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ο Ηρακλείδης όχι μόνο αναλύει τις
αιτίες της δαιμονοποίησης της Τουρκίας αλλά και προτείνει συγκεκριμένους
τρόπους για την υπέρβασή της, ενώ δεν παραλείπει να εξετάσει εκτενώς την
κατηγορία που αποτελεί «καραμέλα» στο στόμα των λογής δημοσιολογούντων, εκείνη
του «νεο-οθωμανισμού», από την οποία θεωρούν ότι κατεξοχήν διακρίνεται η
κυβέρνηση Ερντογάν.
Το
ακροτελεύτιο κεφάλαιο, με το οποίο ολοκληρώνεται η πραγμάτευση, αφορά το
σύνδρομο των «εθνικών θεμάτων», μια κατασκευή που αποτελεί αποκύημα του έντονου
εθνοκεντρισμού και του τρόπου με τον οποίο βλέπουν οι Έλληνες την ετερότητα και
τον κόσμο. Πρόκειται, ουσιαστικά, για την αντανάκλαση της αμυντικής εθνικής
ταυτότητας στην εξωτερική πολιτική της χώρας, όπου σημαντικά διπλωματικά
ζητήματα γίνονται αντιληπτά ωσάν να αποτελούν διακυβεύσεις της ίδιας της
ύπαρξης του έθνους ή του κράτους και της κυριαρχίας του. Αφού εξετάσει
συνοπτικά τα βασικά ζητήματα που θεωρείται ότι συνιστούν «εθνικά θέματα»
(Κυπριακό, Αιγαίο, Μακεδονικό, Βορειοηπειρωτικό, καθώς και το θέμα της
μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη), το ιστορικό της δημιουργίας τους και το
πώς η ελληνική εξωτερική πολιτική διαμορφώνεται απέναντί τους, καταλήγει
τονίζοντας ότι όλα είναι δυνατόν να επιλυθούν, με ελληνική πρωτοβουλία, όπως
έδειξε η συμφωνία των Πρεσπών, οδηγώντας σε αμοιβαία συμφέρουσες λύσεις, χωρίς
επώδυνους συμβιβασμούς.
Το
ανά χείρας έργο του Αλέξη Ηρακλείδη καταφέρνει να εκθέσει με τρόπο συστηματικό
τα ζητήματα που θέτει η συγκρότηση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας και η
αντιμετώπιση της ετερότητας, συνοψίζοντας και παρουσιάζοντας εύληπτα τις
σχετικές επιστημονικές συζητήσεις που έχουν διεξαχθεί για κάθε ένα από τα
θέματα τα οποία θίγει. Αποτελεί έτσι όχι μονάχα πολύτιμο εργαλείο για κάθε
αναγνώστη που επιδιώκει να είναι ενήμερος για τα σχετικά ζητήματα αλλά και ένα
εξαιρετικά χρήσιμο εγχειρίδιο για όποιον ενδιαφέρεται ειδικότερα για τη μελέτη
των διεθνών σχέσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου