Θανάσης Τότσικας, My house in the woods, μέταλλο, ακρυλικό σε καμβά και γυαλί, 157,5 x 179,5 x 2 εκ. |
(Ένα σχόλιο για την έκθεση Η Φύση, το Σπίτι μου στη Rodeo Gallery στον Πειραιά)
Της Φανής
Παραφόρου*
Πασχαλιές, 2005 - βιντεοπροβολή: Μια ηλιόλουστη μέρα ο Θανάσης Τότσικας βιντεοσκοπεί μια συστάδα πασχαλιές έξω από το σπίτι του στη Νίκαια Λάρισας, καταγράφει με μια κάμερα την αύρα τους. Με αυτό το έργο δεν δημιουργεί απλά μια ‘ζωντανή εικόνα’, μια τοπιογραφία μικρής φόρμας σε ταμπλό βιβάν, αλλά αποτυπώνει με έξοχο τρόπο τις μικροχρονικότητες του φυσικού τοπίου.[1] Η γη άλλωστε διατρέχει σταθερά την εικαστική πρακτική του σύγχρονου Λαρισαίου καλλιτέχνη και αυτό μάλλον είναι αναπόφευκτο: ο Τότσικας ζει ως γνωστό βουτηγμένος στη γη. Κατοικεί πέριξ της Λάρισας, σε έναν τόπο χωμένο σε απέραντους γήλοφους, ενώ το τσαρδί του στο Πολυδένδρι είναι κρυμμένο σε μια μεθόριο βουτηγμένη στη φύση – κατοικίες ελάχιστης δόμησης, κτισμένες και οι δύο από τον ίδιο.[2]
Στην γκαλερί σύγχρονης τέχνης Rodeo στον Πειραιά, όπου φιλοξενήθηκε η πρόσφατη έκθεση του Θανάση Τότσικα -η δεύτερη στη σειρά στο πλαίσιο της μεταξύ τους συνεργασίας- από τις 21 Απριλίου ως τις 1 Ιουνίου 2024,[3] η ζωγραφική εγκατάσταση Fountain ξεδιπλώνεται σε ολόκληρο τον πέτρινο τοίχο: αποτελείται από 56 συναρμολογημένα ζωγραφισμένα τελάρα διαφόρων μεγεθών, όπου επικρατούν δύο βασικά σχήματα, το ορθογώνιο και ο κύκλος, και αποχρώσεις του πράσινου και το πυκνό βαθύ κόκκινο. Η σύνθεση προσομοιώνει το βουνό, όπου ορθογώνιοι καμβάδες συναρμοσμένοι υψώνονται διαγωνίως στον τοίχο, και το χωράφι, ως στοιχειώδη μέρη· πρόκειται δηλαδή για μια αρχιτεκτονικά δομημένη ευρηματική τοπιογραφία, συνδετικός μηχανισμός της οποίας είναι μια κατασκευή άντλησης νερού φτιαγμένη από αλουμίνιο, ένα ρέμα που κατεβαίνει από το βουνό και ποτίζει το χωράφι, επιτρέποντας συνδέσεις με τον τροφοδοτικό ρόλο της θεσσαλικής γης. Το έργο πλημμυρίζει τον χώρο με χρώματα, σχήματα και ήχους, ενώ η σύνθεση ζωντανεύει μέσα από την ροή του τρεχούμενου νερού – μια εν τέλει πολυαισθητηριακή εγκατάσταση φτιαγμένη κυρίως με τα στοιχειώδη υλικά της ζωγραφικής, το χρώμα, τον καμβά και το νερό. Ο Τότσικας άλλωστε δεν έχει εγκαταλείψει το πινέλο, το χαρτί και την τέμπερα – ούτε και τη Θεσσαλία.
Αξιοσημείωτη είναι η ιδιαίτερη χρωματική επεξεργασία στο ζωγραφικό έργο του Τότσικα, που και σε αυτό τον νέο κύκλο πρόκειται για ένα οργιαστικό πιτσίλισμα του καμβά, το οποίο δεν εξελίσσεται απλά σε μέθοδο αλλά αποτελεί ταυτόχρονα και μια άμεση παραδοχή του ίδιου ότι δεν ελέγχει απόλυτα τα εικαστικά του μέσα· είναι άλλωστε η υλικότητα του χρώματος, η απρόβλεπτη ροή του και οι τυχαίες μίξεις από τις οποίες αναδύεται η φυσιογνωμία της ζωγραφικής του. «Η σημασία της χλόης, ο απελπιστικά χλοερός χαρακτήρας των τοπίων του» θα πει ο Ζιλ Ντελέζ για τη ζωγραφική του Φράνσις Μπέικον,[4] διατύπωση που είναι εξόχως συμβατή με τους πράσινους καμβάδες του Τότσικα. Πάνω σε κάθε μια από τις επιφάνειες τόσο της ζωγραφικής εγκατάστασης όσο και των υπόλοιπων συνθέσεων απλώνονται και αναμειγνύονται μικροσκοπικές κηλίδες χρώματος, που δημιουργούν αφαιρετικές λυρικές εικόνες με έντονη διαφοροποίηση υφής και τονικότητας και στη θέασή τους είναι απαραίτητες, αν όχι αναπόφευκτες, οι αναγωγές στις εναλλαγές του τοπίου κατά τη διάρκεια της μέρας και των έντονων κλιματικών αλλαγών, της βροχής και του καύσωνα, στη διαδοχή των τεσσάρων εποχών στη Θεσσαλία.
Με αισθητικούς όρους, στους καμβάδες του Τότσικα συσσωρεύονται αμέτρητα εικαστικά συμβάντα: οι κηλίδες συσσωματώνονται σε έντονα ανομοιογενή χρωματικά πεδία υψηλής ακρίβειας και δόνησης που έλκουν το βλέμμα και προσιδιάζουν σε «έναν καθαρά απτικό κόσμο και μια απτική λειτουργία του ματιού».[5] Οι καμβάδες τοποθετούνται πλάι πλάι δημιουργώντας ενίοτε αντιστικτικές εικαστικές συνθέσεις με έντονη γεωμετρία, όπου συνυπάρχουν διαφορετικές χρονικότητες και τοπικότητες, ενίοτε πλαισιωμένες από ένα παράθυρο στη φύση, ένα σιδερένιο κάδρο που το φυσικό χρώμα της σκουριάς, αποτέλεσμα της φυσικής του φθοράς, δένει οργανικά με τη ζωγραφισμένη επιφάνεια – πρόκειται για μια αναφορά στην αναπόφευκτη φθορά του χρόνου, σύμφωνα με τον ίδιο.
Αντικρύζοντας την φωτογραφία της αναγγελίας της έκθεσης στη Rodeo Gallery, με το παντελόνι και τα
παπούτσια του Τότσικα γεμάτα πιτσιλιές να υπαινίσσονται το σώμα του καλλιτέχνη, σκέφτηκα ότι πρόκειται με όρους μετωνυμίας για ένα έξοχο αυτοπορτραίτο (η φωτογραφία είναι τραβηγμένη από τον ίδιο)· ταυτόχρονα ανακάλεσα συνειρμικά μια λέξη που στην γερμανική γλώσσα έχει ιδιαίτερες σημασιολογικές αποχρώσεις: το επίθετο bodenständig, που στην κυριολεξία σημαίνει τον άνθρωπο που στέκει με τα πόδια του στο έδαφος.[6] Η εικαστική πρακτική του Θανάση Τότσικα συνάδει έξοχα με αυτή την ιδιότητα, καθώς ο ίδιος ανατροφοδοτείται σταθερά από τα στοιχεία της γης, συναναστρέφεται τις διαδικασίες στη φύση και τις μεταβολές που τη διατρέχουν, τις παρατηρεί, τις καταγράφει και τις αποτυπώνει – πολύ περισσότερο: εκτίθεται με εικαστικούς όρους εν γνώσει του σε αυτή τη συνθήκη. Το επίθετο bodenständig προσδιορίζει ωστόσο και έναν άνθρωπο χωρίς ψευδαισθήσεις, με πλήρη αντίληψη της πραγματικότητας· και ο Τότσικας σε μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξή του το 2006 στον Χριστόφορο Μαρίνο γίνεται ιδιαίτερα καίριος: «Είναι επίσης προσωπικό. Τώρα, κάνω αυτό. Ας μην ξεπερνάμε τα όρια του μυαλού μας. Τώρα, εσύ κάνεις αυτό. Αυτό που έχει σημασία είναι να το ξεκαθαρίσει κανείς στον εαυτό του και να πει: Τώρα, κάνω αυτό. Όποιες κι αν είναι οι συνέπειες. Δεν το κάνεις επειδή ξαφνικά σου ήρθε η όρεξη να ζωγραφίσεις...».[7]
Η Θεσσαλία υπήρξε ανέκαθεν ένας γόνιμος τόπος με ιδιαίτερη φόρτιση – αυτό ισχύει και για το έργο του Θανάση Τότσικα, το οποίο πηγάζει διαρκώς από τη γη και εκβάλλει σε αυτή. Η ευαίσθητη ιδιοσυγκρασία του καλλιτέχνη συντονίζεται σε αυτή την έκθεση με ιδιοφυή τρόπο με μια ιδιαίτερα επίκαιρη κρίσιμη συνθήκη: οι πρόσφατες πλημμύρες στην περιοχή αποκάλυψαν την απρόβλεπτη πλευρά της φύσης, φέρνοντας στην επιφάνεια τις χθόνιες δυνάμεις της γης, οικείες ωστόσο στις αφηγήσεις, τους μύθους και τις δοξασίες που διατρέχουν τον τόπο· οι άνθρωποι καλούνται να νοηματοδοτήσουν εκ νέου τη σχέση τους με τη γη. Ωστόσο, ο Τότσικας δεν δημιουργεί εικόνες της Θεσσαλίας, δεν εικονογραφεί τον τόπο, παρά φτιάχνει σε αυτόν και μαζί του τους δικούς του ιδι-όμορφους θύλακες, αρθρώνοντας μάλλον, και προσφέροντας γενναιόδωρα και στο βλέμμα μας, μια ερμηνεία αρχαϊκής κατοίκησης του τοπίου. Έχει άλλωστε επισημανθεί συχνά -όπως και στο κείμενο της τρέχουσας έκθεσης- ότι ο ίδιος κατανοεί τον εαυτό του πρωτίστως ως τεχνίτη και το να κάνει τη δουλειά του, και να την κάνει καλά, το αντιλαμβάνεται ως στοιχειώδη ενόρμηση που τον ωθεί διαρκώς σε νέες διερευνήσεις αναζωογονώντας την εικαστική του πρακτική – και τις ζωές μας.
*Η Φανή Παραφόρου είναι θεωρητικός τέχνης και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
[1] Βλ. Ποιος είναι εδώ; Μια έκθεση πάνω στο χρόνο και τους χρόνους του εικαστικού έργου [Είναι], επιμ. Ντένης Ζαχαρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης 2007, σ. 27.
[2] Βλ. σχετικά Γιώργος Τζιρτζιλάκης, «Ο χωριάτης και η μηχανή. Για μια ελάσσονα αρχιτεκτονική» και «Προφορική Αρχιτεκτονική στο Αργυρή Μαντρί του Θανάση Τότσικα», στο: Η ελάχιστη δομή. Σκηνές της καλύβας, επιμ. Αποστόλης Αρτινός, Αθήνα: Κριτική 2008, σελ. 18-37 και 84-86 αντίστοιχα.
[3] Σημειωτέον ότι για μια εβδομάδα και παράλληλα με την εν λόγω έκθεση, έργα του Θανάση Τότσικα από τον ίδιο κύκλο φιλοξενήθηκαν στην αίθουσα τέχνης The Intermission, που βρίσκεται παραπλεύρως στην Πολυδεύκους στον Πειραιά, στο πλαίσιο συνεργασίας με τη Rodeo.
[4] Gilles Deleuze, Φράνσις Μπέικον – Η λογική της αίσθησης, μτφρ. Ροζαλί Σινοπούλου, Αθήνα: Πλέθρον 2021, σ. 17.
[5] ό.π. 170.
[6] Ο όρος εμφανίζεται στον στοχασμό του Martin Heidegger και συγκεκριμένα στο κείμενο Gelassenheit, Στουτγκάρδη: Klett-Cotta 2003 [1960]· βλ. επίσης Rootedness. The ramification of a metaphor, επιμ. Christy Wampohle, Σικάγο και Λονδίνο: University of Chicago Press 2016.
[7] «Μια συζήτηση του Θανάση Τότσικα με τον Χριστόφορο Μαρίνο», στο: ΤΟΤΣΙΚΑΣ, Κατάλογος έκθεσης, Αθήνα: Gazon Rouge Gallery 2006
Πασχαλιές, 2005 - βιντεοπροβολή: Μια ηλιόλουστη μέρα ο Θανάσης Τότσικας βιντεοσκοπεί μια συστάδα πασχαλιές έξω από το σπίτι του στη Νίκαια Λάρισας, καταγράφει με μια κάμερα την αύρα τους. Με αυτό το έργο δεν δημιουργεί απλά μια ‘ζωντανή εικόνα’, μια τοπιογραφία μικρής φόρμας σε ταμπλό βιβάν, αλλά αποτυπώνει με έξοχο τρόπο τις μικροχρονικότητες του φυσικού τοπίου.[1] Η γη άλλωστε διατρέχει σταθερά την εικαστική πρακτική του σύγχρονου Λαρισαίου καλλιτέχνη και αυτό μάλλον είναι αναπόφευκτο: ο Τότσικας ζει ως γνωστό βουτηγμένος στη γη. Κατοικεί πέριξ της Λάρισας, σε έναν τόπο χωμένο σε απέραντους γήλοφους, ενώ το τσαρδί του στο Πολυδένδρι είναι κρυμμένο σε μια μεθόριο βουτηγμένη στη φύση – κατοικίες ελάχιστης δόμησης, κτισμένες και οι δύο από τον ίδιο.[2]
Στην γκαλερί σύγχρονης τέχνης Rodeo στον Πειραιά, όπου φιλοξενήθηκε η πρόσφατη έκθεση του Θανάση Τότσικα -η δεύτερη στη σειρά στο πλαίσιο της μεταξύ τους συνεργασίας- από τις 21 Απριλίου ως τις 1 Ιουνίου 2024,[3] η ζωγραφική εγκατάσταση Fountain ξεδιπλώνεται σε ολόκληρο τον πέτρινο τοίχο: αποτελείται από 56 συναρμολογημένα ζωγραφισμένα τελάρα διαφόρων μεγεθών, όπου επικρατούν δύο βασικά σχήματα, το ορθογώνιο και ο κύκλος, και αποχρώσεις του πράσινου και το πυκνό βαθύ κόκκινο. Η σύνθεση προσομοιώνει το βουνό, όπου ορθογώνιοι καμβάδες συναρμοσμένοι υψώνονται διαγωνίως στον τοίχο, και το χωράφι, ως στοιχειώδη μέρη· πρόκειται δηλαδή για μια αρχιτεκτονικά δομημένη ευρηματική τοπιογραφία, συνδετικός μηχανισμός της οποίας είναι μια κατασκευή άντλησης νερού φτιαγμένη από αλουμίνιο, ένα ρέμα που κατεβαίνει από το βουνό και ποτίζει το χωράφι, επιτρέποντας συνδέσεις με τον τροφοδοτικό ρόλο της θεσσαλικής γης. Το έργο πλημμυρίζει τον χώρο με χρώματα, σχήματα και ήχους, ενώ η σύνθεση ζωντανεύει μέσα από την ροή του τρεχούμενου νερού – μια εν τέλει πολυαισθητηριακή εγκατάσταση φτιαγμένη κυρίως με τα στοιχειώδη υλικά της ζωγραφικής, το χρώμα, τον καμβά και το νερό. Ο Τότσικας άλλωστε δεν έχει εγκαταλείψει το πινέλο, το χαρτί και την τέμπερα – ούτε και τη Θεσσαλία.
Αξιοσημείωτη είναι η ιδιαίτερη χρωματική επεξεργασία στο ζωγραφικό έργο του Τότσικα, που και σε αυτό τον νέο κύκλο πρόκειται για ένα οργιαστικό πιτσίλισμα του καμβά, το οποίο δεν εξελίσσεται απλά σε μέθοδο αλλά αποτελεί ταυτόχρονα και μια άμεση παραδοχή του ίδιου ότι δεν ελέγχει απόλυτα τα εικαστικά του μέσα· είναι άλλωστε η υλικότητα του χρώματος, η απρόβλεπτη ροή του και οι τυχαίες μίξεις από τις οποίες αναδύεται η φυσιογνωμία της ζωγραφικής του. «Η σημασία της χλόης, ο απελπιστικά χλοερός χαρακτήρας των τοπίων του» θα πει ο Ζιλ Ντελέζ για τη ζωγραφική του Φράνσις Μπέικον,[4] διατύπωση που είναι εξόχως συμβατή με τους πράσινους καμβάδες του Τότσικα. Πάνω σε κάθε μια από τις επιφάνειες τόσο της ζωγραφικής εγκατάστασης όσο και των υπόλοιπων συνθέσεων απλώνονται και αναμειγνύονται μικροσκοπικές κηλίδες χρώματος, που δημιουργούν αφαιρετικές λυρικές εικόνες με έντονη διαφοροποίηση υφής και τονικότητας και στη θέασή τους είναι απαραίτητες, αν όχι αναπόφευκτες, οι αναγωγές στις εναλλαγές του τοπίου κατά τη διάρκεια της μέρας και των έντονων κλιματικών αλλαγών, της βροχής και του καύσωνα, στη διαδοχή των τεσσάρων εποχών στη Θεσσαλία.
Με αισθητικούς όρους, στους καμβάδες του Τότσικα συσσωρεύονται αμέτρητα εικαστικά συμβάντα: οι κηλίδες συσσωματώνονται σε έντονα ανομοιογενή χρωματικά πεδία υψηλής ακρίβειας και δόνησης που έλκουν το βλέμμα και προσιδιάζουν σε «έναν καθαρά απτικό κόσμο και μια απτική λειτουργία του ματιού».[5] Οι καμβάδες τοποθετούνται πλάι πλάι δημιουργώντας ενίοτε αντιστικτικές εικαστικές συνθέσεις με έντονη γεωμετρία, όπου συνυπάρχουν διαφορετικές χρονικότητες και τοπικότητες, ενίοτε πλαισιωμένες από ένα παράθυρο στη φύση, ένα σιδερένιο κάδρο που το φυσικό χρώμα της σκουριάς, αποτέλεσμα της φυσικής του φθοράς, δένει οργανικά με τη ζωγραφισμένη επιφάνεια – πρόκειται για μια αναφορά στην αναπόφευκτη φθορά του χρόνου, σύμφωνα με τον ίδιο.
Αντικρύζοντας την φωτογραφία της αναγγελίας της έκθεσης στη Rodeo Gallery, με το παντελόνι και τα
παπούτσια του Τότσικα γεμάτα πιτσιλιές να υπαινίσσονται το σώμα του καλλιτέχνη, σκέφτηκα ότι πρόκειται με όρους μετωνυμίας για ένα έξοχο αυτοπορτραίτο (η φωτογραφία είναι τραβηγμένη από τον ίδιο)· ταυτόχρονα ανακάλεσα συνειρμικά μια λέξη που στην γερμανική γλώσσα έχει ιδιαίτερες σημασιολογικές αποχρώσεις: το επίθετο bodenständig, που στην κυριολεξία σημαίνει τον άνθρωπο που στέκει με τα πόδια του στο έδαφος.[6] Η εικαστική πρακτική του Θανάση Τότσικα συνάδει έξοχα με αυτή την ιδιότητα, καθώς ο ίδιος ανατροφοδοτείται σταθερά από τα στοιχεία της γης, συναναστρέφεται τις διαδικασίες στη φύση και τις μεταβολές που τη διατρέχουν, τις παρατηρεί, τις καταγράφει και τις αποτυπώνει – πολύ περισσότερο: εκτίθεται με εικαστικούς όρους εν γνώσει του σε αυτή τη συνθήκη. Το επίθετο bodenständig προσδιορίζει ωστόσο και έναν άνθρωπο χωρίς ψευδαισθήσεις, με πλήρη αντίληψη της πραγματικότητας· και ο Τότσικας σε μια εφ’ όλης της ύλης συνέντευξή του το 2006 στον Χριστόφορο Μαρίνο γίνεται ιδιαίτερα καίριος: «Είναι επίσης προσωπικό. Τώρα, κάνω αυτό. Ας μην ξεπερνάμε τα όρια του μυαλού μας. Τώρα, εσύ κάνεις αυτό. Αυτό που έχει σημασία είναι να το ξεκαθαρίσει κανείς στον εαυτό του και να πει: Τώρα, κάνω αυτό. Όποιες κι αν είναι οι συνέπειες. Δεν το κάνεις επειδή ξαφνικά σου ήρθε η όρεξη να ζωγραφίσεις...».[7]
Η Θεσσαλία υπήρξε ανέκαθεν ένας γόνιμος τόπος με ιδιαίτερη φόρτιση – αυτό ισχύει και για το έργο του Θανάση Τότσικα, το οποίο πηγάζει διαρκώς από τη γη και εκβάλλει σε αυτή. Η ευαίσθητη ιδιοσυγκρασία του καλλιτέχνη συντονίζεται σε αυτή την έκθεση με ιδιοφυή τρόπο με μια ιδιαίτερα επίκαιρη κρίσιμη συνθήκη: οι πρόσφατες πλημμύρες στην περιοχή αποκάλυψαν την απρόβλεπτη πλευρά της φύσης, φέρνοντας στην επιφάνεια τις χθόνιες δυνάμεις της γης, οικείες ωστόσο στις αφηγήσεις, τους μύθους και τις δοξασίες που διατρέχουν τον τόπο· οι άνθρωποι καλούνται να νοηματοδοτήσουν εκ νέου τη σχέση τους με τη γη. Ωστόσο, ο Τότσικας δεν δημιουργεί εικόνες της Θεσσαλίας, δεν εικονογραφεί τον τόπο, παρά φτιάχνει σε αυτόν και μαζί του τους δικούς του ιδι-όμορφους θύλακες, αρθρώνοντας μάλλον, και προσφέροντας γενναιόδωρα και στο βλέμμα μας, μια ερμηνεία αρχαϊκής κατοίκησης του τοπίου. Έχει άλλωστε επισημανθεί συχνά -όπως και στο κείμενο της τρέχουσας έκθεσης- ότι ο ίδιος κατανοεί τον εαυτό του πρωτίστως ως τεχνίτη και το να κάνει τη δουλειά του, και να την κάνει καλά, το αντιλαμβάνεται ως στοιχειώδη ενόρμηση που τον ωθεί διαρκώς σε νέες διερευνήσεις αναζωογονώντας την εικαστική του πρακτική – και τις ζωές μας.
*Η Φανή Παραφόρου είναι θεωρητικός τέχνης και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
[1] Βλ. Ποιος είναι εδώ; Μια έκθεση πάνω στο χρόνο και τους χρόνους του εικαστικού έργου [Είναι], επιμ. Ντένης Ζαχαρόπουλος, Θεσσαλονίκη: Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης 2007, σ. 27.
[2] Βλ. σχετικά Γιώργος Τζιρτζιλάκης, «Ο χωριάτης και η μηχανή. Για μια ελάσσονα αρχιτεκτονική» και «Προφορική Αρχιτεκτονική στο Αργυρή Μαντρί του Θανάση Τότσικα», στο: Η ελάχιστη δομή. Σκηνές της καλύβας, επιμ. Αποστόλης Αρτινός, Αθήνα: Κριτική 2008, σελ. 18-37 και 84-86 αντίστοιχα.
[3] Σημειωτέον ότι για μια εβδομάδα και παράλληλα με την εν λόγω έκθεση, έργα του Θανάση Τότσικα από τον ίδιο κύκλο φιλοξενήθηκαν στην αίθουσα τέχνης The Intermission, που βρίσκεται παραπλεύρως στην Πολυδεύκους στον Πειραιά, στο πλαίσιο συνεργασίας με τη Rodeo.
[4] Gilles Deleuze, Φράνσις Μπέικον – Η λογική της αίσθησης, μτφρ. Ροζαλί Σινοπούλου, Αθήνα: Πλέθρον 2021, σ. 17.
[5] ό.π. 170.
[6] Ο όρος εμφανίζεται στον στοχασμό του Martin Heidegger και συγκεκριμένα στο κείμενο Gelassenheit, Στουτγκάρδη: Klett-Cotta 2003 [1960]· βλ. επίσης Rootedness. The ramification of a metaphor, επιμ. Christy Wampohle, Σικάγο και Λονδίνο: University of Chicago Press 2016.
[7] «Μια συζήτηση του Θανάση Τότσικα με τον Χριστόφορο Μαρίνο», στο: ΤΟΤΣΙΚΑΣ, Κατάλογος έκθεσης, Αθήνα: Gazon Rouge Gallery 2006
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου