25/2/24

Γιώργος Μπλάνας (1959-2024)

Ο ποιητής μόνος, στο καμίνι των ιδεών
 
Του Κώστα Βούλγαρη
 
Ο Γιώργος Μπλάνας είναι ένας εκ των κορυφαίων ποιητών της εποχής μας. Της εποχής μας, νοούμενης
όχι με τους όρους της τρέχουσας ποίησης εποχής, αυτής που τυχαίνει να γράφεται και να περιφέρεται σήμερα, αλλά νοούμενης ως το ευρύτερο ιστορικό παρόν. Ανήκει στη μικρή εκείνη χορεία των ποιητών, που το έργο τους
είναι, και θα παραμείνει, δεν ξέρω για πόσο, η ποίηση του ιστορικού παρόντος, διότι σε αυτού του παρόντος τα αισθητικά και ευρύτερα προτάγματα εγγράφεται.
Μιλάω φυσικά για εκείνη την ποίηση που αντιλαμβάνεται αισθητικά και ιδεολογικά την κόπωση και τη μεγάλη διάρκεια της κρίσης του μοντερνισμού, και τοποθετείται μετά από τον ορίζοντα προσδοκιών του, έχοντας συνείδηση της ιστορικής τομής, της αλλαγής του παγκόσμιου κοσμοειδώλου∙ όπως το είπε ο ίδιος ο Μπλάνας:
 
Οποιοδήποτε καλλιτεχνικό έργο δημιουργήθηκε μετά το 1989, δεν έχει πολλές πιθανότητες να συγκαταλεχθεί  ανάμεσα στα ενδιαφέροντα του είδους του, αν δεν φέρει τη σφραγίδα της εποχής του, αν δεν έχει συλλάβει, με κάποιον τρόπο, αυτό που αργοπεθαίνει κι αυτό που γεννιέται σιγά σιγά στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών.  Μοιραία, η τέχνη τέτοιων ιστορικών περιόδων μετριέται όχι με τους κανόνες του παρελθόντος, αλλά με τους κανόνες του μέλλοντος.
 
Με προνομιακό πεδίο αναφοράς, αυτής της ποίησης, είτε τη διαχρονία της γλώσσας και των ποιητικών ρυθμών (Ηλίας Λάγιος), είτε μια τεράστια σε εύρος αφήγηση, που διαλύει κάθε σύμβαση οργάνωσης, εκφοράς και αποτύπωσης του λόγου (Ευγένιος Αρανίτσης), είτε τη μινιμαλιστική απογύμνωση και αποκάθαρση των λέξεων, από κάθε φορτίο και φθορά τους (Μαρία Κούρση), είτε με προσκόμματα και ποιμαντικές λύσεις για την κατάβαση της αγέλης στον κάμπο σε περίπτωση αντάρας (όπως αποτύπωσε το δικό του στίγμα ο Αλέξιος Μάινας), είτε...
Σταματώ εδώ την «περιήγηση», αν και δεν απομένουν και τόσοι πολλοί ποιητές σε αυτό το επίπεδο, για να επανέλθω στον Μπλάνα. Ποιητής μέσα στο καμίνι των φιλοσοφικών/πολιτικών ιδεών, όπου ως ποιητής δεν διστάζει να εκφράσει και δικές του. Το έχει άλλωστε υποστηρίξει και εξηγήσει σε δοκίμιό του στις «Αναγνώσεις» της κυριακάτικης Αυγής, όπου επί σειρά ετών υπήρξε βασικός συνεργάτης, όπως και στο ποίημά του που δημοσίευσε στις σελίδες μας πριν έναν χρόνο:
 
Η πραγματική εικόνα της Αυτοκρατορίας:
μια ζωντανή απομίμηση κλασικής τραγωδίας,
με σκηνικό το ψύχος ν’ αχνίζει παράλογες αποστάσεις,
να κρύβει την ένδοξη Ρώμη των σπαταλημένων ψυχών,
των άψυχων ψυχών, των ασώματων σωμάτων,
του χρήσιμου ψεύδους, της άχρηστης αλήθειας,
της Συγκλήτου: ενός θιάσου στυγνών γαιοκτημόνων,
συνωμοτών, προαγωγών, λαθρεμπόρων,
καλοθρεμμένων σκουληκιών στο αρχαίο ψοφίμι της Δημοκρατίας.
 
Εάν αναζητήσουμε κάποιον ποιητικό του πρόγονο, δεν θα βρούμε π.χ. τον ιδεοκρατούμενο Σικελιανό, κατ’ αρχήν γιατί ο Μπλάνας ταυτόχρονα είναι βαθύτατα αντιλυρικός, αλλά νομίζω ότι αυτή η αναζήτηση μας οδηγεί στον Έζρα Πάουντ. Τέτοιας υφής είναι η ποιητική φωνή του Μπλάνα, ορισμένη όμως σε σχέση με τη δικιά μας εποχή, σε συνεχή διάλογο με τα διακυβεύματά της, αισθητικά, πολιτικά, ανθρωπολογικά, προσωπικά.
Με τον Μπλάνα γνωριστήκαμε τελειώνοντας ο προηγούμενος αιώνας, σε μια εκδήλωση όπου μιλούσα για τους σύγχρονους ποιητές, και για αρκετά χρόνια η σχέση μας ήταν καθημερινή. Ήταν η πιο κρίσιμη περίοδός του, όπου έδωσε τα κορυφαία δείγματα της τέχνης του: το συνθετικό ποίημα Επεισόδιο και τις μεταφράσεις ραψωδιών της Ιλιάδας, τα οποία συνέχισε, και απ’ τα οποία ετράφησαν τα επόμενα έργα του, όπως η Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη (πρώτη δημοσίευση με τετρασέλιδο των «Αναγνώσεων») και άλλα ποιητικά, καθώς και οι πολλές μεταφράσεις του αρχαίας τραγωδίας που παραστάθηκαν στην Επίδαυρο.
Μεταφράσεις για τις οποίες πολύ μελάνι χύθηκε, με τη μομφή ότι ο Μπλάνας δεν γνώριζε αρχαία ελληνικά. Ναι, δεν «γνώριζε» −παρά μόνο αυτά της μέσης εκπαίδευσης−, όπως άλλωστε και ο Σολωμός, τον οποίο ο Πολυλάς τον χαρακτηρίζει «συγγραφέα σχεδόν αμαθή της αρχαίας Ελληνικής», που μετέφρασε λίγους ομηρικούς στίχους, με τους οποίους όμως μας έδωσε, πλήρη, τον δικό του ποιητικό τρόπο μετάφρασης της Ιλιάδας... Γιατί το πρώτιστο ζητούμενο κάθε λογοτεχνικής μετάφρασης είναι να διαθέτει λογοτεχνικότητα, και εν προκειμένω ποιητικότητα. Αλλιώς, δεν. Αλλιώς, πρόκειται απλώς για ένα «λυσάρι», με αμφίβολη ακόμη και την όποια εκπαιδευτική χρησιμότητά του.
Για να μεταφράσεις όμως λογοτεχνικά, και με αξιώσεις, πρέπει να έχεις μια δικιά σου ποιητική, η οποία να αντέχει να μεταγράψεις πάνω της το αρχαίο (ή άλλο ξενόγλωσσο) κείμενο. Ο Μπλάνας λοιπόν διαθέτει τη δικιά του ποιητική, όπως και οι άλλοι εκ των κορυφαίων που ανέφερα − αυτό άλλωστε τους καθιστά κορυφαίους.
Τα τελευταία χρόνια η σχέση μας είχε αραιώσει, χωρίς βέβαια να έχει διακοπεί. Άλλες οι προτεραιότητες του καθενός, αλλά η αλληλοεκτίμηση παρέμενε ενεργή και βαθειά. Η τελευταία φορά που βρεθήκαμε από κοντά ήταν τυχαία, πριν λίγους μήνες, στο κέντρο της Αθήνας. «Τι κάνεις;», τον ρώτησα. «Περπατάω, μόνος μου», μου απάντησε. Ναι, μόνος του πορευότανε, ξένος στην πόλη και τον κόσμο, όπως και το ποιητικό του πρότυπο.
Ας κλείσω με λίγους στίχους από το ποίημα Επεισόδιο, στην τελευταία σελίδα του οποίου ο Μπλάνας σημειώνει ως τόπο συγγραφής του: «Άνω Δολιανά Αρκαδίας - Αθήνα, 2001».
 
Ξένος σε ξένο τόπο τι να πω και τι να κρύψω,
κυκλωμένος από την καχυποψία;
Πες μου. Τουλάχιστον εσύ
κάτι θα ξέρεις παραπάνω
γι’ αυτό το απίστευτο λαγούμι,
που μυρίζει ανθρώπινο αίμα όταν βρέχει,
και μυρίζει βροχή όταν ματώνει.
Μίλα ή σβήσε μόνος σου· να λείπουν
θαύματα και μαγείες και κόλπα!
Φύγε απ’ το δρόμο μου∙ τραβήξου!
Μπορώ να τρεκλίσω το δικό μου σκοτάδι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: