20/8/23

Μήδεια

Της Κωστούλας Μάκη*
 
Θα παρουσιάσω επιγραμματικά την Μήδεια του Ευριπίδη ως φιγούρα γυναικείας και μητρικής υποκειμενικότητας, στην ομώνυμη τραγωδία που πρωτοπαίχτηκε το 431 π.Χ., λίγο πριν τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Η Μήδεια, παντοδύναμη, αιχμηρή και διαχρονικά αινιγματική, ανθίσταται στις εύκολες κατηγοριοποιήσεις και προκαλεί συχνά αμηχανία ως προς τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις της ανεξαρτήτως της μεθόδου εργασίας που θα ακολουθηθεί. Παράλληλα, παραμένει ισχυρό σύμβολο στις κριτικές φεμινιστικές αναγνώσεις. Επίκαιρη, δυσπρόσιτη και πολυσύνθετη, από το 1907 χρησιμοποιήθηκε από τις σουφραζέτες ως σύμβολο αναστοχασμού για την έμφυλη καταπίεση και τις άνισες σχέσεις αντρών και γυναικών.
Η ιστορία της Μήδειας, καθώς τα κινήματα για τα γυναικεία δικαιώματα εξελίσσονταν, πέρασε από διαφορετικές επιτελεστικές εκδοχές στη λογοτεχνία, την ποίηση, τον κινηματογράφο, το θέατρο και την όπερα. Η ιστορία της δοκιμάζει τα ιδεαλιστικά δίπολα για τη «σωστή» και «λάθος» μητέρα, το καλό και το κακό, το δίκαιο και το άδικο, το οικείο και το ανοίκειο, τον έρωτα και το μίσος. Κειμενικά, η Μήδεια κινητοποιεί επίσης προβληματισμούς και ερωτήματα, ως προς το περιεχόμενο της ετερότητας, τις έμφυλες σχέσεις, ταξικά ζητήματα, θέματα που συνδέονται με την πολιτειότητα, την εθνική ταυτότητα, την πολιτική, τον γάμο, τη σεξουαλικότητα και την εκδίκηση.
Η μητρότητα μέχρι σήμερα παραμένει εξιδανικευμένο μοντέλο θηλυκότητας, διατηρώντας σταθερό και αρκούντως φυσικοποιημένο ένα συγκεκριμένο αξιακό σύστημα, που συνδέει τη θηλυκότητα με την ηθική του νοιαξίματος για τους άλλους. Στους κριτικούς αντίποδες υπάρχουν επίσης διαφορετικές φεμινιστικές προσεγγίσεις, οι οποίες εξετάζουν τη μητρότητα και τις κατασκευές για τη θηλυκότητα ως ιδεολογίες που κατασκευάζονται κοινωνικά και υπόκεινται σε διαρκείς ιστορικές αλλαγές, με συγκεκριμένο κοινωνικό, προσωπικό και πολιτικό περιεχόμενο. Η Μήδεια βρίσκεται απέναντι στις ηγεμονικές κατασκευές της θηλυκότητας που υπερτονίζουν το κομμάτι της ενσυναίσθησης, της ευαισθησίας και του συναισθήματος ως κοινωνικά επιθυμητά χαρακτηριστικά του γυναικείου φύλου, ενώ ως παράφορη εκδικητική παιδοκτόνος χρησιμοποιήθηκε για να αποδομηθεί ο μύθος της μητρότητας και να ασκηθεί κριτική στις κυρίαρχες κατασκευές για τους γυναικείους κοινωνικούς ρόλους.
Εδώ, ωστόσο, και με βάση τη θεματική της ημερίδας που συνδέει την κριτική σκέψη με το αρχαίο δράμα, προσωπικά διαφοροποιούμαι από τις πιο παλιές φεμινιστικές αναγνώσεις, επιλέγοντας να εξετάσω τη Μήδεια του Ευριπίδη ως δείγμα για τις συγκρουόμενες γυναικείες υποκειμενικότητες που χαρακτηρίζουν τις ζωές των γυναικών. Συνδέοντας στοιχεία από την κριτική λογοψυχολογία, τον κονστρουξιονιστικό φεμινισμό και τα ιδεολογικά διλήμματα του Michael Billig, που θεωρεί διλημματική τη σκέψη και την ιδεολογία, θεωρώ πως η Μήδεια είναι η πρώτη τραγική ηρωίδα η οποία καταδεικνύει τις πολλαπλές έμφυλες θέσεις υποκειμένου στον λόγο που προκαλούν διλήμματα ταυτότητας και επιλογών. Σε μια τέτοια ανάγνωση ο εαυτός δεν μπορεί να θεωρηθεί ένα ενιαίο σύνολο σταθερών χαρακτηριστικών, αλλά αντίθετα κατασκευάζεται στον λόγο και τη λογοδοσία, και συνοδεύεται από διλημματικές πλευρές, εκφράζοντας το περιεχόμενο των έμφυλων χαρακτηριστικών και προσδοκιών που αναφέρονται στους κοινούς τόπους κάθε εποχής. Οι κοινοί αυτοί τόποι είναι μόνιμα διαπραγματεύσιμοι και υπό διαμόρφωση και συνδέονται με τις εκάστοτε ιστορικές συνθήκες. Όπως επισημαίνει η Hollway, η υποκειμενικότητα συνδέεται με τα συστήματα νοημάτων, αξιών και πρακτικών που ρυθμίζουν τις ελευθερίες και τις απαγορεύσεις στις δράσεις των ανθρώπων και τη διαμόρφωση των ταυτοτήτων τους. Οι παράλληλες πολύπλευρες θέσεις υποκειμένου εκφράζονται πάντα στον λόγο και βρίσκονται σε συνεχόμενη αλλαγή και διαπραγμάτευση.  
Έτσι, στο κείμενο του Ευριπίδη η Μήδεια ξεφεύγει από αναμενόμενες κοινωνικές προσδοκίες που συνδέονταν με τη θέση των γυναικών τότε και τώρα, και μάλιστα η δράση κι ο λόγος της χαρακτηρίζονται από την υιοθέτηση «ηρωικών» χαρακτηριστικών που συνδέονται με το αντρικό φύλο, κινούμενη στο μεταίχμιο των συγκρούσεων που χαρακτηρίζει τις θέσεις υποκειμένου οι οποίες αποδίδονται ή υιοθετούνται στις και από τις γυναίκες, και καθώς αυτές εκφράζονται στον λόγο. Η Μήδεια λειτουργεί παραδειγματικά στην ανάδειξη του κενού ανάμεσα στη βιωμένη εμπειρία της μητρότητας και τις εξιδανικευμένες εκδοχές της με τα αντίστοιχα ηθικά προτάγματα. Στη Μήδεια έχουμε προφανώς, όπως είναι γνωστό, την πρώτη εκτενή κοινωνική κριτική για την άνιση θέση των γυναικών, στον γάμο, τη μητρότητα, την κοινωνία. Παρακολουθούμε επίσης μια γυναίκα που διεκδικεί τη σεξουαλικότητα, την αυτονομία της και αναλαμβάνει να ανταποδώσει εκδικητικά τις αδικίες που έχει υποστεί.
Τα στοιχεία της ετερότητας και της θραυσματικότητας που συνοδεύουν τη γυναικεία και μητρική υποκειμενικότητα και τις πολλαπλές κατασκευές των έμφυλων κατασκευών ταυτότητας είναι διαρκώς παρόντα. Η Μήδεια είναι «αλλότρια», «βάρβαρη και φαρμακίδα», και «ξένη» με πολλούς τρόπους. Είναι προσφύγισσα, μάγισσα, δηλαδή φορέας γνώσης και δύναμης, φόνισσα, και η καταγωγή της συνδέει το θεϊκό με το ανθρώπινο στοιχείο. Χαρακτηρίζεται επίσης από αστείρευτη ενέργεια και επινοητικότητα, αρνούμενη να παρακολουθήσει παθητικά όσα συμβαίνουν, διεκδικώντας ενεργά τη συμμετοχή της στον έρωτα, τη σεξουαλικότητα, το πάθος και την εξουσία.
Η Μήδεια λειτουργεί επίσης ως έργο που δείχνει τη γυναικεία υποκειμενικότητα και τις αλλαγές της, όταν ο έρωτας μετατοπίζεται στο μίσος. Τη στιγμή που η Μήδεια στερείται όλων των ιδιοτήτων που τη χαρακτήριζαν και γίνεται ξένη, μεταφορικά και συμβολικά, χαρτογραφείται η πολύτροπη συμπλοκή διλημματικών χαρακτηριστικών της γυναικείας υποκειμενικότητας, που συμπορεύονται όχι ως αντιφάσεις αλλά ως παράλληλες εκδοχές. Το πάθος με τη λογική, η αγάπη και το μίσος, η επιθυμία για το φόνο των παιδιών με τη μεταστροφή, ο θρήνος με την επιθυμία για αφανισμό και τη βούληση για αντιστροφή των ρόλων από θύμα σε δυνάστρια. Προκειμένου να μην είναι άβουλη και παθητική στο άδικο και σε όλα όσα συμβαίνουν, καταργώντας την κοινωνική αίσθηση του εαυτού και τη θέση της, η Μήδεια είναι ικανή για όλα. Απέναντι στις απεικονίσεις της θηλυκότητας που κατασκευάζουν τη θετική εικόνα της γυναίκας ως υπάκουης, υποχωρητικής και υπομονετικής, η Μήδεια επαναστατεί, επανεφευρίσκοντας τις στερημένες ιδιότητές της, την αίσθηση του εαυτού, αποδεχόμενη τις «τερατώδεις» παράλογες πλευρές και τα συναισθήματά της.
Στις κατασκευές που συνδέουν τη θηλυκότητα με το σπίτι, ως πηγή ασφάλειας, η Μήδεια διαφοροποιείται, αφού η επιθυμία για γνώση, εκδίκηση και εξουσία κινητοποιεί τις δράσεις και τους λόγους της. Καταγράφεται έτσι ως μια γυναίκα που μπορεί να ανατρέψει ό,τι οι άλλοι είχαν σχεδιάσει γι’ αυτήν. Το πάθος, η παραφορά, η ζήλεια και η αυτάρκεια είναι ο δικός της οικείος χώρος, ενώ όλοι οι άλλοι «οικείοι» χώροι εγκαταλείπονται σε όλη τη διάρκεια της ζωής της από αυτήν (η πατρίδα της, η πατρική της οικογένεια, η Κόρινθος και τα παιδιά της).
Στη λογοανάλυση, οι ομιλητές θεωρούνται περίτεχνοι χρήστες της γλώσσας. Περίτεχνη συνομιλήτρια που με τη ρητορική της επιτυγχάνει την πειθώ όλων των αντρικών προσώπων του έργου, αλλά και του χορού των γυναικών, είναι και η Μήδεια. Η γυναικεία και μητρική υποκειμενικότητα υλοποιείται με τους αγώνες λόγων που εγγράφονται στο κείμενο. Πρόκειται για μια ρητορική τραγωδία με επιδράσεις από το έργο των σοφιστών, ενώ η Μήδεια είναι η μόνη που συνδιαλέγεται αυτόνομα με όλα τα πρόσωπα της τραγωδίας. Οι απανωτές μεταμορφώσεις της Μήδειας εκφράζονται με τη διλημματικότητα των λόγων της, οι διχασμοί της εκδηλώνονται στη λογοδοσία της, καθώς περνά  από τη λογική στο πάθος, από τη βεβαιότητα στον κλονισμό και το αντίστροφο. «Πρόκειται για μια διαρκή παλινδρόμηση μεταξύ απόφασης και ανατροπής», λέει ο Χουρμουζιάδης. Είναι αυτές οι συνεχείς διακυμάνσεις της Μήδειας στις εκφορές του λόγου της που συγκροτούν τη ρευστότητα της έμφυλης υποκειμενικότητας και των έμφυλων κατασκευών ταυτότητας στον λόγο. Η συγγραφέας Marie Cardinal, μεταφράστρια της Μήδειας στα γαλλικά, υπογραμμίζει εύστοχα: «Η αλήθεια δεν έχει καμία σημασία εδώ, η Μήδεια είναι ένας μύθος», για να συνεχίσει ότι είναι προτιμότερο να εξερευνηθούν οι εκδοχές της πραγματικότητας που προκύπτουν σε κάθε μεταμόρφωση της Μήδειας. Έχουμε έτσι μια σύνθεση με πολλές Μήδειες και εξίσου πολλές εκδοχές της πραγματικότητας και της αλήθειας, χωρίς η μία να ακυρώνει την άλλη.
Καθοριστική είναι και η συμμετοχή του χορού των γυναικών, με τη σιωπή και τη συναίνεσή τους, που δρα αλληλέγγυα. Αν και κάνουν ό,τι μπορούν για να αποτρέψουν τη Μήδεια από την παιδοκτονία, η σιωπή τους είναι μια ενεργή πολιτική τοποθέτηση για το δίκαιο και το άδικο. Θέση μη παθητική, που συμβαδίζει με την κοινωνική κριτική της τροφού, της Μήδειας και του χορού, για την «αξιοθρήνητη» κοινωνική θέση των γυναικών.
«Ό,τι αγαπώ πολύ νοσεί»[1] (στίχος 16) δηλώνει η τροφός, ενώ η Μήδεια περιγράφεται ως γυναίκα που κινείται έξω από τα όρια του πόνου. «Άγρια είναι η ψυχή της και δεν θα ανεχθεί ποτέ την αδικία» (στίχοι 38-39), «είναι τρομερή» (στίχος 45), «το μάτι της σαν μανιασμένου ταύρου» είναι (στίχος 91) και «όποιος μαζί της σε έχθρα εμπλακεί μην προσδοκά εύκολα στεφάνι νίκης να κερδίσει» (στίχοι 44-45).       
Ό,τι νοείται συμβατικά ως αντίφαση, στη Μήδεια δεν είναι. Παρακολουθούμε αντίθετα, διαλογικά, τη διαλεκτική των διλημμάτων, καθώς η Μήδεια αντισταθμίζει με τις πολλαπλές εκφάνσεις της υποκειμενικότητάς της τις απόπειρες να κανονικοποιηθούν οι σύνθετες εμπειρίες και επιθυμίες των γυναικών. Στα ιδεαλιστικά χαρακτηριστικά και τις κοινωνικές προσδοκίες, για το πώς πρέπει να είναι με όρους κανονικότητας μια «σωστή» γυναίκα, αναδιαρθρώνονται διαφορετικές πρακτικές αντίστασης με διαρκή διλήμματα, εγκλωβισμούς και δυσκολίες στις κατηγοριοποιήσεις όσων γυναικών εκλαμβάνονται ως μη κανονικές.
Όπως σημειώνει και ο Critchley, στη Μήδεια η κάθαρση ανατρέπεται και δεν εκπληρώνεται. Ο Ευριπίδης βρίσκεται σε απόσταση από τον αριστοτελικό προσανατολισμό εθελοντικά ως προς το τέλος της τραγωδίας. Η παιδοκτόνος Μήδεια με την πράξη της ξεφεύγει από τις ανθρώπινες συνθήκες και φεύγει για την Αθήνα με το άρμα του παππού της του Ήλιου, έχοντας περάσει από όλα τα σύνθετα διλήμματα ταυτότητας και εκφράζοντας οργανωμένα και με παραφορά τις συγκρούσεις ανάμεσα στα διάφορα καθεστώτα υποκειμενικότητας. Αυτή η υπό αίρεση κάθαρση είναι ταιριαστή, γιατί συμφωνεί με τη συνθετότητα και τα διλήμματα της γυναικείας υποκειμενικότητας κάθε φορά που αυτή αναμετράται με το πραγματικό, αναδεικνύοντας την αδυναμία συγκρότησης ενός ενιαίου εαυτού. Η Μήδεια αντισταθμίζει τοιουτοτρόπως, με τους λόγους και τις δράσεις της, τη μυθολογία του μονοδιάστατου εαυτού και συγκρούεται, συνδέοντας λογική και πάθος με την εξουσία, παρόλο που την ίδια στιγμή με την παιδοκτονία γίνεται η ίδια ο απόλυτος τύραννος, που επιβάλλει με τους δικούς της όρους ζωή και θάνατο, επιθυμώντας την αποκατάσταση της αδικίας και τη διεκδίκηση της αυτονομίας και της περηφάνιας.
***
Στις πολλαπλές παροντικές κρίσεις βασικά δικαιώματα των γυναικών: η αυτοδιάθεση του σώματος, της σεξουαλικότητας και του δικαιώματος στην άμβλωση, αμφισβητούνται. Ισχυροποιούνται επίσης φωνές υπέρ «της θεωρίας του αγέννητου παιδιού», κατά της σεξουαλικής αγωγής και υπέρ της «αγωγής αγνότητας», ενώ παράλληλα καταργείται η γενική γραμματεία ισότητας φύλων που αντικαθίσταται από το νεοσύστατο υπουργείο κοινωνικής συνοχής και οικογένειας. Απέναντι σε αυτούς τους έμφυλους νεοσυντηρητισμούς, η δυναμική της Μήδειας, σε όλη τη συνθετότητά της, λειτουργεί ως σταθερή υπενθύμιση των συνεχόμενων ιδεολογικών διλημμάτων που επικρατούν στα συγκρουσιακά πεδία των έμφυλων ταυτοτήτων, θίγοντας το αδιέξοδο των μονομερών κατασκευών για τα κοινωνικά φύλα. Οι γυναικείες υποκειμενικότητες παραμένουν ενεργές και διαπραγματεύσιμες και η Μήδεια διατηρεί τη γοητεία της, προσκαλώντας σε νέες ερμηνευτικές προσλήψεις και αναγνώσεις, τοποθετημένη όμως πάντα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό, πολιτικό, και έμφυλο πλαίσιο, που συνομιλεί με τις δικές μας ταυτοτικές κινήσεις, πάντα πολιτικές και προσωπικές.
Όσο η ουσιοκρατική αναπαραγωγή των έμφυλων ταυτοτήτων συνεχίζεται, προσδίδοντας στο δίπολο «γυναίκα»-«άντρας» σταθερά κοινωνικά χαρακτηριστικά φύλου τόσο το πολιτικό διακύβευμα/πρόβλεψη του χορού των γυναικών στη Μήδεια θα διατηρεί την ισχύ του: «Ο μακρύς χρόνος πολλά θα ειπεί για τη δική μας μα και των αντρών τη μοίρα» (στίχοι 429-430).
 
*Η παρούσα εισήγηση εκφωνήθηκε στην ημερίδα που διοργάνωσε το Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν τη Δευτέρα 10/07/2023 με θέμα «Κριτική σκέψη και αρχαίο δράμα». Συντονιστής ήταν ο συγγραφέας, θεατρολόγος και κριτικός Κωνσταντίνος Μπούρας τον οποίο και ευχαριστώ για την πρόσκληση.
 
*Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος


[1] Στο κείμενο χρησιμοποιείται η μετάφραση του Χουρμουζιάδη.
Ευριπίδης, (2011) Ευριπίδου Μήδεια, σε μετάφραση, Χ. Ν. και επιμέλεια Καλιακάτσου Α., Αθήνα: Στιγμή.

Χρόνης Μπότσογλου, «Έγκυος», 1972, τέμπερα σε χαρτί, 100 x 73 εκ.,
Ιδιωτική Συλλογή, φωτ. Χριστόφορος Δουλγέρης

Δεν υπάρχουν σχόλια: