Της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη*
Όταν με την πρωτοφανή σε σκληρότητα οικονομική κρίση στην Ελλάδα κρίθηκε ότι χρειάζονταν «περιφρουρητές της φυλής και του έθνους», από τυχόν κινηματικές αντιδράσεις τω πολιτών κατά της επιβολής των μέτρων μνημονιακής αποστέρησης, τότε, το 2012, η νεοναζιστική ΧΑ, εισήλθε στο Ελληνικό Κοινοβούλιο και, τραγική ειρωνεία, η Ελλάδα, που έγραψε ιστορία με την εθνική αντίσταση κατά της ναζιστικής κατοχής, έμελλε να δει ορκισμένους νεοναζί στη Βουλή. Το δημοκρατικό τόξο ανοιγόταν δεόντως, ώστε τα θύματα της κρίσης με την αποπροσανατολιστική προπαγάνδα, αντί να αυτοκτονούν, να στρατεύονται σε δράσεις εθνικιστικού και ρατσιστικού μίσους, δίνοντας στον χρυσαυγιτισμό την δυνατότητα μιας μελλοντικής υπονόμευσης της δημοκρατίας, ως εάν η χώρα να είχε ξεχάσει όσα συνέβησαν από τον μεσοπόλεμο και μετά.
Εν όψει, τώρα, του προμηνυόμενου δυσάρεστου για τη ΝΔ εκλογικού αποτελέσματος, ύστερα από τρίμηνη ενδοκομματική επεξεργασία της τροπολογίας που αποκλείει από το Κοινοβούλιο συγκεκριμένα μέλη της ΧΑ καταδικασμένους για εγκληματική οργάνωση και δράση, το κυβερνόν κόμμα έσπευσε να θέσει την πρόταση σε συζήτηση στη Βουλή, ενώ δύο χρόνια τώρα ανέχεται τη διαδικτυακή χειραγωγική δράση τους από τη φυλακή.
Εύλογος επομένως ο φόβος μήπως η τροπολογία της τελευταίας στιγμής, προς άγραν ακροδεξιών ψήφων, ανοίγει ένα κρυμμένο παράθυρο επανόδου της ΧΑ στη Βουλή, με ένα ευπρεπές προσωπείο συγκάλυψης της δομικής βίας που προϋποθέτει και συνεπάγεται η φασιστική της συγκρότηση.
Κανείς δεν είναι αφελής, για να αναθέτει τη σωτηρία και την ανάπτυξη της Δημοκρατίας, ανεξαρτήτως συνταγματικών αρχών, θεσμών και νόμων, σε σαθρά ιδεολογήματα. Αλλά ούτε τόσο ανιστόρητος, για να μηδενίσει το ρόλο τους στον αποπροσανατολισμό των πολιτών, όσον αφορά τη σημασία και την αξία της εν προόδω δημοκρατίας, της μόνης που ανοίγει την προοπτική μιας δικαιότερης κοινωνίας.
Και επειδή η παρούσα κυβέρνηση παραβίασε κατάφορα τη δημοκρατία που της ανέθεσε τη διακυβέρνηση, αξίζει μια αναφορά στις ιδέες και πρακτικές προώθησης ή υπονόμευσής της. Γιατί με το τέλος των δεσποτειών ελέω θεού, η Ιστορία της συστημικής οικονομικο-στρατιωτικής βίας επί των αδυνάτων περιοδικά επανέρχεται και δικαίως απασχολεί τον νομικό, τον ιστορικό, τον πολιτικό επιστήμονα, τον φιλόσοφο, και τον πολιτικό.
Σε φάσεις αποσταθεροποίησης της δημοκρατίας, υπό το κράτος συμφερόντων που επιβάλλουν εντατική αστυνόμευση και αποκλεισμό, η συστημική βία εναντιώνεται στο φιλελεύθερο κράτος που, ενδίδοντας, την αναπαράγει, ανοίγοντας τον δρόμο στην ανάδυση αυταρχικών και ολοκληρωτικών καθεστώτων.
Οι Χάννα Άρεντ, Κ. Παπαϊωάννου, Πουλαντζάς, Φουκώ, Αγκάμπεν μελέτησαν τον φασισμό, τον ναζισμό, τον σταλινισμό, ως φορείς κρατικής δομικής βίας. Ο Φουκώ, μεταθέτοντας το βάρος στις στρατηγικές και τους μηχανισμούς κυβερνητικότητας, θεώρησε τον νεοφιλελευθερισμό ως παρέκκλιση από την ελεύθερη αγορά που ήλεγχε το φιλελεύθερο κράτος (18ος και 19ος αι.) στην κυρίαρχη αγορά που ελέγχει και ρυθμίζει το κράτος, συγκαλύπτοντας την καταπιεστική και ύπουλη παρέμβασή της στη ζωή των πολιτών. Ο Φουκώ θεωρεί τη νεοφιλελεύθερη παρέκκλιση εκδοχή του φιλελευθερισμού προς το χειρότερο (Παραδόσεις, σ. 129). Πόσο χειρότερη ήταν αυτή η παρέκκλιση από τον Α΄ στον Β΄ ΠΠ και στις μετέπειτα πολιτικές εξελίξεις, το ζήσαμε ή το είδαμε, ώστε περιθώρια για ένα νέο «ίδωμεν» να μην υπάρχουν.
Με σημείο-καμπή τη Γαλλική Επανάσταση, που κατέρριψε τον Λεβιάθαν τής ελέω θεού δεσποτείας, αντίθετα με τους ιδρυτές της πολιτικής θεολογίας, Χομπς, Μαιστρ, ντε Μποναλντ, Μποντέν, ο Μαρξ αναφέρθηκε στη συγκρότηση του τότε φιλελεύθερου κράτους όχι σαν μηχανή μιας κατασταλτικής πολιτικής των κεφαλαιούχων κινούμενη με τον βολουνταριστικό οικονομισμό και το ένστικτο της κυριαρχίας, αλλά σαν ένα πολιτικο-οικονομικό σύστημα βασισμένο στην εκμετάλλευση που γεννούσε την πάλη των τάξεων, και αποκρυστάλλωνε τη σχέση συμφέροντος κυρίαρχων και κυριαρχουμένων στην οικονομία και στην πολιτική, με αποτέλεσμα, η ισχύς του να εξελίσσεται στο πλαίσιο ενός ιστορικά καθορισμένου τρόπου παραγωγής. Η επιπλέον δικαϊική διαφορά που διέκρινε ο Μαρξ ήταν ότι το τότε φιλελεύθερο κράτος μετέφερε στη δημόσια σφαίρα τα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης μεταμφιεσμένα σε καθολικό δημόσιο συμφέρον. Έτσι, με εγγυητή του τις τυπικές αρχές δόμησής του, ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα, ως σύγχρονο δημιούργημα, έκφραζε την κοινωνία στο σύνολό της, με βάση την άρρηκτη σχέση κυρίαρχων και κυριαρχούμενων τάξεων. Όμως, έστω και έτσι, η προοπτική της βαθμιαίας συγκρότησης ενός κοινωνικού κράτους ουσιαστικού δικαίου δεν ήταν πλέον μύθος ή ουτοπία, αρκεί να περιφρουρούνταν από τους νόμους και τους θεσμούς.
Προς αποφυγή της εξέλιξης από τη μοναρχία στην τυπική δημοκρατία και παραπέρα, ενδεχομένως, σε μια ουσιαστική δημοκρατία, οι ακροδεξιοί ιδεολόγοι ντε Μαιστρ, Μπονάλντ, Ντονόσο Κορτέζ κατέφυγαν στον ντεσιζιονισμό που προασπίσθηκε το αλάθητο μιας ανέκκλητης και μη ελέγξιμης απόφασης. Το ίδιο και ο Κ. Σμιτ, στη συνέχεια, θεώρησε την ισχύ της απόφασης ως τη νομική αποκορύφωση της πολιτικής θεολογίας, με το επιχείρημα ότι διασφαλίζει την εθνική ενότητα από τον πολυκομματισμό. Και ισχύ της απόφασης άσκησαν οι Μουσολίνι και Χίτλερ, αφού αναδείχθηκαν, μετά από εκλογές, ηγέτες-φορείς της. Το συγκεκαλυμμένο αυγό του φασισμού και ναζισμού, θανάσιμη απειλή της εν προόδω δημοκρατίας, έχοντας εξασφαλίσει τη νίκη του στις εκλογές, την κατήργησε.
Στους καιρούς μας, το επερχόμενο είναι σκοτεινό και άδηλο παγκοσμίως, και η λήθη της ιστορικής εμπειρίας ο χειρότερος σύμβουλος για την ψήφιση της συγκεκριμένης καθ’ έκαστον κυβερνητικής τροπολογίας.
*Η Αλεξάνδρα Δεληγιώργη είναι συγγραφέας, ομότιμη καθηγήτρια φιλοσοφίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου