Της Ευσταθίας Δήμου*
ΘΑΛΕΙΑ ΙΕΡΩΝΥΜΑΚΗ, Ο δανδής και ο πιερότος. Μαλακάσης, Φιλύρας, Καρυωτάκης, εκδόσεις Σμίλη, σελ. 368
Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες μελέτες για τη λογοτεχνία του Μεσοπολέμου, που αναδεικνύει πτυχές της σχέσης συγκεκριμένων ποιητών με τα κοινωνικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα της εποχής, είναι αυτή της Θάλειας Ιερωνυμάκη η οποία, εστιάζοντας στο έργο τριών εκ των σημαντικότερων εκπροσώπων, του Μ. Μαλακάση, του Ρ. Φιλύρα και του Κ. Καρυωτάκη, επιδίωξε να προσδιορίσει τον τρόπο με τον οποίο κάθε ποιητής συγκρότησε το πρόσωπό του ως προσωπείο, ανοίγοντας ουσιαστικά, έναν διάλογο, με όχημα την ποίηση και την ποιητική του, με τους ομότεχνους, αλλά και με την ίδια τη συγχρονία. Η σημασία της μελέτης αυτής έγκειται, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι αποκαλύπτει τις αποχρώσεις της ποίησης του καιρού εκείνου, τις διαφοροποιημένες κατευθύνσεις και τους ποικίλους προσανατολισμούς της, έτσι ώστε να θολώνει αρκετά η πάγια και παγιωμένη εντύπωση ότι η μεσοπολεμική ποιητική παραγωγή διαμόρφωσε, κατά βάση, ένα ομότροπο και ομοιογενές τοπίο μέσα στο οποίο ξεχώρισε κυρίως η φωνή του Καρυωτάκη. Έγκειται όμως και στο γεγονός ότι αναδεικνύει τη σχέση της ποιητικής φυσιογνωμίας, εν προκειμένω του Μαλακάση και του Φιλύρα, με ανθρώπινους – θεατρικούς τύπους του 19ου και 20ου αιώνα, γνωστούς στην ευρωπαϊκή κοινωνική και καλλιτεχνική παράδοση, όπως ο δανδής και ο πιερότος, πετυχαίνοντας έτσι μια σύζευξη ανάμεσα στην κοινωνική και λογοτεχνική συνθήκη, σύζευξη η οποία αποτέλεσε το κέντρο της ζωής και της δημιουργίας των συγκεκριμένων ποιητών.
Έτσι, για τον μεν Μαλακάση επισημαίνεται η επίδοσή του στη διαμόρφωση μιας εικόνας πολύ κοντά στον τύπο του δανδή, όπως αυτός γεννήθηκε μέσα στην ευρωπαϊκή πολιτισμική παράδοση, για τον δε Φιλύρα η εγγύτητά του στον αντίστοιχο τύπο του πιερότου. Μέσα από αυτές τις δύο εκδοχές δημιουργών, λοιπόν, επιχειρείται η προσέγγιση των δύο, κατ’ αντιστοιχία, διαφορετικών εκφάνσεων του έργου τους, της διαφορετικής φόρτισης την οποία αυτό έφερε κατά περίπτωση, με το έργο του Μαλακάση να συνυφαίνει την αριστοκρατικότητα, την υψηλή αίσθηση και το εκλεπτυσμένο ύφος με μια τραγικότητα γνήσια, πηγαία, συν-κινημένη από τη βαθιά μελαγχολία του ποιητικού υποκειμένου, τη στιγμή που το έργο του Φιλύρα συγκερνά και συμπλέκει στους κόλπους του την υψηλή πρόθεση, τη ροπή προς το ιδεώδες και το ιδανικό και την υιοθέτηση στοιχείων από τις φυσιογνωμίες του κλόουν, του πιερότου, του τρελού που εναποτίθενται μέσα στα ποιήματα προσδίδοντάς τους μια δραματικότητα και μια παραστατικότητα που τα καθιστά οικεία στη θεατρική – δραματική πράξη και πρακτική. Αν υπεισέλθει κανείς βαθύτερα σε αυτά τα δύο σχήματα που τεχνουργούνται στο βιβλίο, σε αυτά τα δύο δίπολα ανάμεσα στα οποία κινείται ως εκκρεμές η ζωή και η τέχνη των δύο δημιουργών ως ενιαίο και σύνθετο όλον, μπορεί ίσως να αντιληφθεί ότι, παρά τις διαφορές και τις διαφοροποιήσεις, παρά την ετερότητα και το οικείο άρωμα που αποπνέουν οι στίχοι καθενός από τους δύο, στην πραγματικότητα αυτοί υπάγονται στο αρχετυπικό σχήμα της εξύψωσης και της πτώσης, της ανόδου και της καθόδου, της έλξης και της άπωσης, όπως αυτό σφηνώθηκε και αποτέλεσε τον σκελετό της δημιουργικής πράξης και πρακτικής του Καρυωτάκη. Σε αυτόν λοιπόν τον ποιητή επικεντρώνεται το τρίτο μέρος της μελέτης για να αναδείξει τον τρόπο με τον οποίο το έργο του υπερβαίνει και ξεπερνά τα στερεοτυπικά δίπολα, τις καθιερωμένες σχηματοποιήσεις και εξέρχεται από αυτές διατηρώντας την αυταξία και την ανωτερότητά του, υπαγόμενο μονάχα στη δική του λογική και εκκίνηση, στη δική του αφετηρία και κατάληξη που είναι ακριβώς η οικείωση και η αφομοίωση τόσο της εκλεπτυσμένης ανωτερότητας του Μαλακάση, όσο και της αίσθησης του υψηλού και του ιδανικού του Φιλύρα, το ξεπέρασμά τους και η κατάληξη σε μια συνθήκη όπου η πτώση και η συντριβή έχουν δώσει τον ρυθμό και τον τόνο, έχουν κυριαρχήσει και κανοναρχήσει την έργο, τον δημιουργό, την εποχή. Μέσα στο πλαίσιο αυτό και με δεδομένη την καρυωτακική ιδιοπροσωπία εξετάζεται το άνοιγμα που πραγματοποίησε ο ποιητής προς τους δύο ομοτέχνους του, άνοιγμα που πραγματοποιήθηκε με όρους ποιητικούς, μέσα από συγκεκριμένες συνθέσεις, το ποίημα «Μικρή ασυμφωνία εις Α μείζον» και «Υποθήκαι», που εκκινούν και κατευθύνονται στις μορφές του Μαλακάση και του Φιλύρα αντίστοιχα, και που τενχουργούν τη συνδετική γραμμή του Καρυωτάκη με τη δημιουργική τους φυσιογνωμία, γραμμή η οποία αποτελεί ταυτόχρονα και το διαχωριστικό όριο, το σύνορο εκείνο που, όπως φαίνεται, προέκυψε από τη διαφορά στην αλήθεια, την ένταση και την τραγικότητα του βιώματος της ποίησης.
*Η Ευσταθία Δήμου είναι κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου