25/2/23

Εξ αρχής

Ηώ Αγγελή, Κότσυφας, 2021

Του Κώστα Βούλγαρη

ΘΩΜΑΣ ΤΣΑΛΑΠΑΤΗΣ, Η ομορφιά των όπλων μας, εκδόσεις Αντίποδες, σελ. 176

Έχω πολύ καιρό στα χέρια μου το πολυσέλιδο, τέταρτο ποιητικό βιβλίο του Θωμά Τσαλαπάτη, χωρίς να ενεργοποιείται μέσα μου κάποια διαδικασία αναγνωστικής ανταπόκρισης. Έτσι, ανατρέχω στα προηγούμενα βιβλία του, καθώς και στα ιδιαίτερα θετικά κείμενα που έγραψα για τα δύο πρώτα εξ αυτών.
Για τον «Κύριο Κρακ», σημείωνα πως τα πεζόμορφα ποιήματα που συνιστούν το βιβλίο παραπέμπουν ευθέως στη μπρεχτική εγκεφαλική ειρωνεία, εντύπωση που επιβεβαιώνεται από τη δραματουργικά επεξεργασμένη αφηγηματικότητά τους, η οποία συχνά ερωτοτροπεί με την αγωγή της σκηνικής παρουσίασης. Και κατέληγα, πως ο Τσαλαπάτης ήδη είχε κατακτημένο έναν τρόπο να «χειρίζεται» τις αισθητικές προϋποθέσεις του εγχειρήματός του, αλλά το αποτέλεσμα θα κριθεί όταν αναμετρηθεί μαζί τους, εκεί που η ίδια η εξέλιξη του έργου θα απαιτήσει την αρτίωσή του. Και πως με τη φορά που έχει, αυτό θα συμβεί πολύ σύντομα.
Αναμετρήθηκε με τις «αισθητικές προϋποθέσεις του εγχειρήματός του» ο Τσαλαπάτης; Για το δεύτερο βιβλίο του, την «Άλμπα», σημείωνα πως η γενναιότητα της επιλογής τού Τσαλαπάτη είναι πως τη δικιά του συνθήκη, που είναι και ευρύτερη συνθήκη, που είναι ο τρόπος με τον οποίο οι τότε τριαντάρηδες εντάσσονταν στο κοινωνικό, καλλιτεχνικό, ιστορικό γίγνεσθαι, την καθιστά θέμα και τρόπο της ποίησής του. Με αυτή την έννοια, το βιβλίο του ζητούσε να κριθεί, «κατ’ αρχήν και κυρίως, ως αυτό που είναι, και όχι ως αυτό που κάνει στην ποίηση». Κι εδώ δηλαδή ο Τσαλαπάτης έκανε ένα βιβλίο με ένταση λόγου και ένταση της ματιάς του πάνω στα πράγματα, και πάλι όμως έπαιρνε μία ακόμη αναβολή ως προς το αισθητικό αιτούμενο, δηλαδή χωρίς να «κομίζει» κάτι καινούριο.
Ακολούθησε το τρίτο βιβλίο του, που σιωπηρά αντιμετωπίστηκε η αμηχανία του, και τώρα το ανά χείρας, όπου πλέον οι υπεκφυγές έχουν τελειώσει, ακριβώς γιατί η ένταση του λόγου, που ανέβαλε την αισθητική αρτίωση, έχει κοπάσει.
Το ερώτημα είναι γιατί ένα πολλά υποσχόμενο ξεκίνημα, απ’ τα ελάχιστα που συνέβησαν τα τελευταία χρόνια, φτάνει σε αδιέξοδο. Στην περίπτωση του Τσαλαπάτη, η γνώμη μου είναι πως έχουμε να κάνουμε με μια ποιητική γραφή που δεν προκύπτει μέσα από την ιστορική διαδρομή του νεοελληνικού ποιητικού λόγου, αφού εκεί τα ερείσματά της είναι ισχνά. Είναι μια ποίηση που έρχεται από ευρύτερα πεδία, γι’ αυτό άλλωστε και άντεξε στα δύο πρώτα βιβλία, όμως αυτή η έδραση «δεν κρατάει πείνα». Ούτε και η δημόσια περσόνα που εν τω μεταξύ έχει φτιάξει ο Τσαλαπάτης μπορεί να λειτουργήσει ως προκάλυμμα∙ αντίθετα, εγείρει μεγαλύτερες απαιτήσεις. Είναι οι ίδιες απαιτήσεις που βούλιαξαν τον Μιχάλη Κατσαρό, μετά το «Κατά Σαδδουκαίων», αν και αυτό το βιβλίο βγαίνει μέσα από μια ριζοσπαστική μίξη της καβαφικής ποιητικής και του λυρισμού του Ρίτσου, δεν προκύπτει σε ένα ποιητικό κενό, και βέβαια η έντασή του συνοψίζει τρομακτικά ευρύτερα ιστορικά συμφραζόμενα.
Ακόμα κι έτσι, η κατατεθειμένη δυνατότητα του λόγου του Τσαλαπάτη είναι σπάνια στις μέρες μας. Θα ήταν κρίμα να συνεχίσει αυτοκαταστροφικά, δοκιμάζοντας, όπως εδώ, σχεδόν αγχωτικά, ατελέσφορες «τεχνικές λύσεις», δηλαδή πρόχειρες υπεκφυγές από το αισθητικό αδιέξοδό του, από την ίδια τη λογοτεχνικότητα, από την ανοικείωση της γλώσσας που καθιστά ένα κείμενο ποιητικό λόγο. Δεν είναι αργά να αρχίσει, πιο συστηματικά, να σπουδάζει ποιητικά τη νεοελληνική διαδρομή, αφού σε αυτή τη γλώσσα γράφει και κρίνεται, αυτή η γλώσσα τον ορίζει, αυτή είναι που του αντιστέκεται, με τα ποιητικά επιτεύγματα αυτής της γλώσσας, σύγχρονα και παλαιότερα, έχει να αναμετρηθεί. Το γεγονός δε πως ποιήματά του έχουν ήδη μεταφραστεί σε δέκα γλώσσες, όπως αυτοκαθησυχαστικά σημειώνεται στο «αυτί» του βιβλίου, όπως κι εκείνα δεκάδων άλλων νεότερων ποιητών, πέρα από τη γνωστή σε όλους, συγκαταβατική συνθήκη μικρο-σχέσεων που περιγράφει, αποτελεί έναν ακόμα δείκτη του αδιεξόδου τους.
Καθ’ όσον με αφορά, παραμένω εν αναμονή∙ οι δυνατότητες είναι σπάνιες και, επίσης, δεν καίγονται τόσο εύκολα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: