Της Κωστούλας Μάκη*
ΓΙΩΡΓΟΣ Ι. ΑΛΛΑΜΑΝΗΣ, Στον καιρό της Λιλιπούπολης. Η βιογραφία μιας ραδιοφωνικής εκπομπής, εκδόσεις Τόπος, σελ. 352
Γύρισα, ταξίδεψα πολύ
κι όλος ο κόσμος είναι για μένα μια Λιλιπούπολη.
Μπέμπαντες στα σύννεφα πετούν
και οι Χαρχούδες έχουν ακόμα πάρα πολλά να μας πουν.
Δεν είναι πολλές οι εκπομπές της ελληνικής ραδιοφωνίας που γίνονται «θρυλικές», διατηρώντας ένα συνεπές κοινό για πάνω από σαράντα πέντε χρόνια. Η Λιλιπούπολη και τα τραγούδια της εξακολουθητικά διατηρεί την επιδραστικότητά της, παραμένοντας επίκαιρη, ενώ την ίδια στιγμή λειτουργεί ως ορόσημο μιας προχωρημένης προοδευτικής ανάγνωσης του κόσμου έξω από τα συνήθη ηθικοδιδακτικά πλαίσια, απευθυνόμενη σε μικρούς και μεγάλους ακροατές. Οι περισσότεροι από μας που συνεχίζουμε να ακούμε και να αγαπάμε τη Λιλιπούπολη, είμαστε γεμάτοι από έναν βαθύτατο συναισθηματισμό, αναγνωρίζοντας σε αυτή κριτικές εκδοχές του κόσμου και του εαυτού. Προφανώς, ο Γιώργος Αλλαμανής αγαπά τη Λιλιπούπολη. Στο βιβλίο του καταφέρνει κάτι πολύ δύσκολο: να καταθέσει τη λεπτομερή βιογραφία της Λιλιπούπολης και των ανθρώπων της με αντικειμενική λεπτομερή τεκμηρίωση και χωρίς μελοδραματικές συναισθηματικές ακρότητες που εύκολα συνοδεύονται από συγκεκριμένες παρωπίδες. Όπως επισημαίνει και ο Σιδερής Πρίντεζης στο προλογικό του σημείωμα, ο συγγραφέας δεν ωραιοποιεί τη Λιλιπούπολη, βγάζοντάς τη από τη γυάλα της, ξεσκονίζοντάς τη και ξαναβάζοντάς τη στο βάθρο της «απαστράπτουσα και λαμπερή» σαν τουριστική καρτ ποστάλ. Αντίθετα, «την απομυθοποίησε για να την επαναμυθοποιήσει» με τεκμηριωμένο υλικό, επισημαίνοντας τη σύζευξη του αισθητικού, ποιητικού και πολιτικού πεδίου που επιτελέστηκε σε αυτή.
Στην εκτενή πενταετή δημοσιογραφική του έρευνα, ο συγγραφέας τοποθετεί τη Λιλιπούπολη στις πολιτικές, κοινωνικές και πολιτιστικές συνθήκες της εποχής και ντοκουμεντάρει τους αδιάρρηκτους δεσμούς της με το Τρίτο Πρόγραμμα υπό τη διεύθυνση του Μάνου Χατζιδάκι, κατά τη διάρκεια 1977-1982 της Μεταπολίτευσης. Η καταγραφή αυτής της ιστορικότητας δεν είναι γραμμική. Περιλαμβάνει διλήμματα, κρίσεις, πολιτικές επιθέσεις της δεξιάς, επίπονη εργασία, ματαιώσεις, αλλαγές στην ομάδα της Λιλιπούπολης, δυσκολίες και καθυστερήσεις.
Το βιβλίο ξεκινά με την ανάληψη της Διεύθυνσης του Τρίτου από τον Μάνο Χατζιδάκι το 1977 και την άμεση αλλαγή στο πολιτικό στίγμα και τις κατευθύνσεις των προγραμμάτων, οι οποίες αναπαρήγαν το τρίπτυχο «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια». Κάνοντας χρήση του αρχειακού υλικού παρουσιάζεται η ιστορική τομή που επιτεύχθηκε. Χαρακτηριστικό των εκπομπών με εμβληματικό παράδειγμα τη «Θεία Λένα» (Αντιγόνη Μεταξά), οι εκπομπές διακρίνονταν από τον ηθικοδιδακτισμό, την αναπαραγωγή στερεοτύπων (έμφυλων και άλλων), την πατριδολαγνεία. Στο δημιουργικό προσκλητήριο της εξελισσόμενης ομάδας της Λιλιπούπολης, η Αλίκη Νικολαϊδου, βασική συνεργάτρια εβδομαδιαίας εκπομπής στο στρατιωτικό κανάλι της ΥΕΝΕΔ και εθνικόφρων εκλαϊκεύτρια, γίνεται αφορμή για τη δημιουργία της Πιπινέζας και τη χιουμοριστική αποδόμηση των δεξιών αντιλήψεων ως προς την ένδοξη συνέχεια της ελληνικής προγονικής ιστορίας. Οι «[…] κυρίες με οδοντιατρική άρθρωση, που συνεχώς δακρύζουν τα μάτια τους, προσπαθούν να μας πείσουν πως κάθε πρόγονός μας, όλοι οι πρόγονοι, αρκεί να μην είναι κάποιος ζωντανός, υπήρξαν όλοι τους, όσοι απόθαναν, υπέροχοι, γενναίοι και εθνικοί», δηλώνει ο Χατζιδάκις, ορίζοντας την αντίθετη κατεύθυνση, η οποία με όχημα τη Λιλιπούπολη και χωρίς συναισθηματικούς διδακτισμούς επιθυμεί να θίξει την πολιτική επικαιρότητα της εποχής με σάτιρα, κριτικό χιούμορ, παιγνιώδη ποιητική και μουσική διάθεση, κατασκευάζοντας μια νέα αισθητική. Εύστοχα ο συγγραφέας απαντά και σε όσους κατηγορούν τον Χατζιδάκι για την προώθηση μιας συγκεκριμένης αυλής, αναφέροντας πως το Τρίτο ήταν χώρος συνεύρεσης και επικοινωνίας διαφορετικών ανθρώπων του χώρου: του Χρήστου Βακαλόπουλου, του Νικόλαου Κάλας, της Άλκης Ζέη ανάμεσα σε άλλους. Ας σημειωθεί εδώ ότι η ίδια η Λιλιπούπολη στην πορεία της στέκεται αντιστικτικά σε κάθε τύπου εξιδανικευμένες εκδοχές της ελληνικότητας, ακόμα και σε αυτές που εξέφρασε κατά καιρούς ο ίδιος ο Χατζιδάκις.
Στο βιβλίο η αγάπη του συγγραφέα εκδηλώνεται με την προσεκτική υλική τεκμηρίωση όλων των στοιχείων με αναφορές στους συντελεστές της εκπομπής και τα εν εξελίξει δυναμικά της ομάδας, με αποχωρήσεις και νέους συνεργάτες/τριες, τους χώρους του Τρίτου, τα πολιτικά/κοινωνικά συμβάντα της εποχής που μετατρέπονταν στο ζωτικό υλικό της Λιλιπούπολης, αλλά και τις ανελέητες επιθέσεις σ’ αυτή και τον Χατζιδάκι από κεντρικά πρόσωπα της κυβέρνησης. Οι αντιδράσεις για την Λιλιπούπολη και τον Χατζιδάκι από τους χώρους συντήρησης κατασκευάζουν το Τρίτο «σαν μια αίρεση που έπρεπε να χτυπηθεί»[1] (σ. 86). Οι χυδαίες επιθέσεις της Αυριανής οδηγούν στο τέλος της εποχής του Τρίτου και της Λιλιπούπολης το 1982.
Στο «ηχητικό κόμικ» (σ. 105) της Λιλιπούπολης συντελεί εξαιρετικά το τελευταίο μέρος του βιβλίου, στο οποίο παρατίθενται τα αρχεία της: 213 σωζόμενα επεισόδια, 30 ηθοποιοί που συμμετείχαν, 66 τραγούδια και 47 διασκευές «μη λιλιπουπολιτικών τραγουδιών», καθώς και 51 συνεντεύξεις που πήρε ο συγγραφέας.
Ο Αλλαμανής δεν περιορίζεται μόνο στη χρονική διάρκεια των εκπομπών της Λιλιπούπολης, από το πρώτο επεισόδιο τον Δεκέμβριο του 1977 μέχρι και το τελευταίο τον Μάιο του 1980 καταγράφει επίσης τις επιδράσεις και εκφορές της Λιλιπούπολης μέχρι σήμερα. Με όλους αυτούς τους τρόπους πιστοποιείται η πολιτική επικαιρότητα της Λιλιπούπολης, ενώ την ίδια στιγμή ανατέμνεται η εξέλιξη της πολιτικής ζωής του τόπου από την πρώτη περίοδο μέχρι και σήμερα, καθώς και οι πολιτικές καθηλώσεις που επανέρχονται με όρους στοιχειώματος και παραμένουν. Τα φακελώματα/παρακολουθήσεις των κατοίκων της Λιλιπούπολης, η πασοκική επίφαση της προόδου στο πρόσωπο του Δρ. Δρακατώρ, οι συγκρούσεις Δυστροπόπιγκα-Χαρχούδα, σύγκρουση Αριστεράς-Δεξιάς-, οι έμφυλες στερεοτυπίες της Χιονάτης, και οι απόπειρες αυτονόμησής της από τον ρόλο της «χαρωπής νοικοκυράς». Κι ακόμα: η συνεργασία Χαρχούδα-Πρίγκιπα σε μια διαρκή επιθυμία επανάκαμψης της μοναρχίας και των αυταρχικών καθεστώτων, τα οικονομικά σκάνδαλα των τελευταίων, η κακή αισθητική της εξουσίας, η καταπίεση του Παπαγάλου, η αρχαιολογική καπηλεία του Χαρχούδα με στόχο το κέρδος από τη μεταπώληση των θησαυρών στο εξωτερικό. Μια βαθύτατη τρυφεράδα που επιμένει, διατρέχει τη Λιλιπούπολη, αφού σ’ αυτή κάθε πραξικοπηματική κατάχρηση της εξουσίας δεν περατώνεται. Οι κάτοικοι διεκδικούν την απόλαυση των λιλιπούτειων ζωών τους μέσα στο μαγικό τοπίο του κόσμου τους. Όλα αυτά συνιστούν μια επιστροφή η οποία υπογραμμίζει τους δεσμούς ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, τονίζοντας επίσης ότι όλα είναι εφικτά στις συνθέσεις του πολιτικού με το προσωπικό.
*Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος
[1] Λεωνίδας Κύρκος, από τα πρακτικά της συνεδρίασης της Βουλής, το 1981 (σ. 86).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου