18/12/22

Το μαγικό λυχνάρι επανέρχεται

Γιάννης Μόραλης, Θησείο Β’, 1963, κόλλα βιναβίλ σε καμβά

Της Έλσας Κορνέτη*

ΜΟΥΣΤΑΦΑ ΤΑΖ ΑΛ-ΝΤΙΝ ΑΛ -ΜΟΥΣΑ, Φόβος μέσα σ’ ένα απέραντο χωράφι, μετάφραση από τα αραβικά Πάνος Κουργιώτης, εκδ. Oblik, σελ. 259

Μια παλιά τσαγιέρα σ’ ένα πατάρι γίνεται στα χέρια αυτού που τη βρίσκει το μαγικό λυχνάρι που μόλις το τρίψει βγαίνει ένα τζίνι που του ζητά να κάνει μια ευχή κι αυτός εύχεται να γίνει ένα σκιάχτρο σ’ ένα χωράφι, μόνο που η πραγματοποίηση της ευχής καταλήγει ελαττωματική και το σκιάχτρο στη μέση του χωραφιού στέκεται ανήμπορο καθώς δεν φοβίζει τους σποροφάγους επιδρομείς, ουσιαστικά δεν φοβίζει κανένα παρά μόνον τον εαυτό του και τότε ως άχρηστο απομακρύνεται και πετιέται. Οι εκατό και μία μικροσκοπικές ιστορίες του γοητευτικού αυτού βιβλίου είναι γραμμένες με τέτοια δεξιοτεχνία, που ίσως μόνον ένας λογοτέχνης ποτισμένος με τη μαγική ουσία του ανατολίτικου παραμυθιού μπορεί ν’ αποδώσει με τόση χάρη κι ομορφιά, με τόση ζωντάνια, τόση δύναμη κι επικέντρωση στο ουσιαστικό, στις ιδέες, στον ανθρωπισμό, στον πολιτισμό της γλώσσας και της αφήγησης, μέσα από την αξιοθαύμαστη χρήση σουρεαλιστικών εικόνων και καταστάσεων με την παράλληλη χρήση κάθε εξπρεσιονιστικού εργαλείου προκειμένου να αποδώσει γλαφυρά, ζωντανά και πειστικά το αποτέλεσμα.
Ένας σαραντάρης πολιτικοποιημένος συγγραφέας που έζησε τη φρίκη του πολέμου στην πατρίδα του την Συρία και τώρα ζει τη δυστυχία της εξορίας στην Τουρκία στη χώρα που κατέφυγε και παραμένει εργαζόμενος ως δημοσιογράφος, περιγράφει με τρόπο μοναδικό τα ψυχικά του τραύματα από αυτήν την απερίγραπτη και μελανή ιστορία της ζωής του, περιγράφοντάς την -κι αυτό είναι το στοιχείο που κάνει τις ιστορίες μοναδικές- όχι με θυμό, οργή, μιζέρια, δακρύβρεχτους και δραματικούς τόνους, αλλά με μια ξεχωριστή σουρεαλιστική προσέγγιση του πιο τραγικού γεγονότος της ζωής μετά τον θάνατο και την αρρώστια, αυτό του πολέμου, μ’ έναν τρόπο που διασκεδάζει το παράλογο, μ’ ένα τρόπο τόσο αυτοσαρκαστικό και υποδόρια ειρωνικό, αλλά ταυτόχρονα και υπέρκομψα χιουμοριστικό με την ευγένεια του ανατολίτικου παραμυθιού πάντα, σύμφυτου με τη βαθύτερη έννοια της παρηγορίας.
Ο παραμυθητικός τρόπος αφήγησης σε πολλές ιστορίες με στοιχεία κλασσικών παραμυθιών όπως ενδεικτικά η Σταχτοπούτα, η Κοκκινοσκουφίτσα, η Ωραία Κοιμωμένη, μ’ ένα ύφος προσωπικό είναι ο τρόπος απόδρασης του συγγραφέα μαζί με τα αγαπημένα του τσιγάρα, τα τσάγια, τους καφέδες, τα ποτά και τις ωραίες γυναίκες, μια που ο αφηγητής σε πολλές από τις ιστορίες δηλώνει αν όχι ακριβώς ερωτευμένος, σίγουρα γοητευμένος από κάποια θηλυκή ύπαρξη που τον έλκει παράφορα, γειτόνισσα, συμφοιτήτρια, φίλη, άγνωστη, ακόμη και η γυμνή ζωγραφισμένη γυναίκα στον πίνακα που αγόρασε και που ζωντανεύει στο δωμάτιο για να συνευρεθούν ερωτικά.
Σε άλλες ιστορίες που πραγματεύονται το θέμα του θανάτου ο συγγραφέας επιδίδεται με επιτυχία σε κάτι ασυνήθιστο, τον άριστα σκηνοθετημένο θάνατό του, τον οποίο περιγράφει με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά, ανάλογα με το πώς πεθαίνει, είτε από σφαίρα ελεύθερου σκοπευτή διασχίζοντας έναν επικίνδυνο δρόμο, είτε από βόμβα, είτε από την ίδια την αυτοκτονία του. Το δύσκολο αυτό θέμα αποδίδεται με δύναμη, αλλά και ισχυρό ποιητικό-πολιτικό λόγο που οδηγούν τον αναγνώστη σε μια προσομοίωση πολέμου και αν αυτό πέρα από την αδιαμφισβήτητη λογοτεχνική του αξία δεν είναι η αγάπη προς τον άνθρωπο τότε τι άλλο; Είναι σαν ο συγγραφέας να σου κλείνει το μάτι λέγοντας: «Κοίτα αυτή τη φρίκη είναι καλύτερο να μην τη ζήσεις ποτέ. Κάνε ό,τι μπορείς αντιστάσου, αντέδρασε, ούρλιαξε, ανασκουμπώσου και μην επιτρέψεις ποτέ και σε κανένα να σε οδηγήσει στην κόλαση του πολέμου».
Είναι τόσο έντονα αντιπολεμικά και φιλειρηνικά τα μηνύματα της κάθε ιστορίας, με την κατάλληλη δόση ποιοτικού χιούμορ που αφήνουν τον αναγνώστη κυριολεκτικά αποσβολωμένο, ν’ αναρωτιέται αν έχει διαβάσει κάτι ανάλογο στη σύγχρονη λογοτεχνία.
Ο συγγραφέας έχει την ικανότητα να υπερίπταται με την ψυχή και το πνεύμα του σαν μαγικό χαλί πάνω από τις ιστορίες του, παρακολουθώντας το σώμα του από ψηλά να υφίσταται την κακοποίηση από τα δεινά του πολέμου. Είναι σαν να πετυχαίνει την άνωση μιας ικεσίας που μοιάζει με προσευχή, αλλά προσευχή δεν είναι μια που ο ίδιος δηλώνει άθεος, αλλά φέρει τόσα μεταφυσικά στοιχεία που προσομοιάζει σε προσευχή. Το σύνολο των διηγημάτων στο σώμα του βιβλίου φέρουν κάτι από τη δύναμη και την κραυγή μιας αντιπολεμικής ιαχής που τρομοκρατεί την απανθρωποποίηση, αποδεικνύοντας ότι η ζωή όσο τραγική κι αν είναι μπορεί να είναι ωραία.
Στον καμβά με τις εκατό και μία ιστορίες, το ταλέντο του συγγραφέα κεντά με ψιλές αριστοτεχνικές βελονιές τη δυστυχία, τον τρόμο, τη λύπη, την απελπισία, τον φόβο, τον θάνατο και τον έρωτα που αλληλοεξοντώνονται και πάλι αναγεννούνται για να μονομαχήσουν ξανά ώσπου ν’ αντιδοτήσει ο ένας τον άλλο, ελαφραίνοντας το φορτίο τους. Αυτό είναι το σημαντικό επίτευγμα της γραφής αυτού του ήδη πολυμεταφρασμένου και δικαίως διακεκριμένου συγγραφέα, το να μπορείς ν’ αποδώσεις έννοιες δυσβάσταχτες και βαριές σαν μολύβι με την ελαφρότητα του φτερού ενός πουλιού που κρύβει μέσα του το παραμύθι, με την αγνότητα ενός παιδικού παιχνιδιού, με τη συγκίνηση ενός ερωτικού τραγουδιού, με την αμεσότητα ενός φιλιού.
Τέλος αξίζει να σημειωθεί ότι το βιβλίο χρωστά την άριστη ενάργειά του στην προσεγμένη μετάφραση του Πάνου Κουργιώτη από τα Αραβικά.

*Η Έλσα Κορνέτη είναι συγγραφέας

Δεν υπάρχουν σχόλια: