20/11/22

Ο εθνοκεντρικός λόγος στη νεοελληνική τέχνη

Το έθνος ως εργαλείο ανάλυσης της τέχνης στη μεταπολεμική Ελλάδα

Του Κώστα Χριστόπουλου

[Από το ομώνυμο βιβλίο του Κώστα Χριστόπουλου, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ασίνη, σελ. 744]

Αναμφίβολα, υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις που μέσα από την ελληνική τέχνη και την ιστορία της επιδιώχθηκε να προστεθούν ορισμένα νέα επιχειρήματα, να δοθούν εξηγήσεις και να εξαχθούν κάποια επιπλέον συμπεράσματα και διδάγματα, για τη συνολική πορεία του ελληνικού έθνους, για τις καταβολές ή την εξέλιξή του. Όλα τα παραπάνω γράφτηκαν σε μια συγκεκριμένη γλώσσα και απευθύνθηκαν σε μια δεδομένη κοινότητα ανθρώπων, σε έναν εθνικό πρώτο πληθυντικό. Ποιος άλλος θα μπορούσε, άλλωστε, να είναι ο παραλήπτης των «μηνυμάτων» που κρύβονται στην ελληνική ιστορία και στις μορφές της τέχνης της;
Υφίσταται λοιπόν ένα εθνικό υποκείμενο με ιδιάζοντα χαρακτηριστικά, και μια συλλογική ταυτότητα με το δικό της παρελθόν, που θα πρέπει να διακριθεί από οποιαδήποτε άλλη, να διασφαλίσει την ιδιαιτερότητά της. Ως προς αυτό, ο λόγος για την τέχνη και τον πολιτισμό διαδραμάτισε έναν ασφαλώς πρωταγωνιστικό ρόλο. Προσέφερε μοναδικές μεθόδους ερμηνείας των ιστορικών φαινομένων, εμπλουτίζοντας τη γνώση για αυτά, και διαμόρφωσε μια ξεχωριστή γενεαλογία του έθνους, κάποιες εναλλακτικές μεθόδους αφήγησης της ιστορίας του.
Εξετάζοντας τον λόγο για την τέχνη, θα δούμε πώς μια σειρά δρώντες στο «πεδίο» της νεοελληνικής τέχνης επιχείρησαν κάποιες αναδρομές στην ελληνική ιστορία, την εξήγηση και την επαναφήγησή της, πώς επαλήθευσαν την ύπαρξη μιας αδιάσπαστης εθνικής συνέχειας, πώς κατέδειξαν τον ρόλο του «ξένου παράγοντα» και την αναγκαιότητα της «εθνικής ανεξαρτησίας», της αυτοδιάθεσης και της «αυτογνωσίας» που περνάει μέσα από τη διαλεύκανση μιας εθνικής ιδιαιτερότητας ή ενός συγκεκριμένου ελληνικού χαρακτήρα. Με ποιον τρόπο, επίσης, εξακρίβωσαν την «ελληνικότητα» στα καλλιτεχνικά έργα, πώς εννόησαν την εθνική «κληρονομιά» και τον ρόλο της παράδοσης, ποια εργαλεία χρησιμοποίησαν για να διαυγάσουν σαφείς εθνικούς χαρακτήρες, το «ζωντανό», το «αληθές» και το «αυθεντικό», μια εθνική «ουσία» μέσα στον πολιτισμό, και να «ελληνοποιήσουν» αναδρομικά μορφές και τύπους του παρελθόντος ενός προσδιορισμένου γεωγραφικά τόπου. Και, τέλος, πώς ενεργοποίησαν τους μηχανισμούς αφομοίωσης ή προσαρμογής αλλότριων και εκλεκτικά αποσπασμένων στοιχείων στο σώμα της νεοελληνικής τέχνης, πώς, πρώτιστα, αξιοποίησαν τη δυνατότητα σύνθεσης πολλαπλών και συχνά αποκλινουσών μεταξύ τους παραδόσεων, σε έναν νέο, εθνικό, πολιτιστικό και πολιτισμικό κορμό.
Αν κάτι θέλουμε να σημειώσουμε εδώ, είναι η ανάγκη να επικαιροποιούνται τακτικά τα εργαλεία και οι μέθοδοι ερμηνείας της τέχνης με άξονα αναφοράς την ιδέα του έθνους. Όσες και όσοι τη μετέρχονται οφείλουν να την ανασκευάζουν διαρκώς, προλαβαίνοντας τις τυχόν εστίες που θα προκαλούσαν την εξαφάνισή της. Οφείλουν να αναστηλώνουν διαρκώς το έθνος, να το δημιουργούν και πάλι, να επαναχαράσσουν τα όριά του, να διαφυλάττουν την ομοιογένεια και την ενότητά του, κυρίως όταν αυτή μοιάζει πλασματική, να συγκαλύπτουν και να μετριάζουν τη σημασία των αναγκαίων αποσιωπήσεών του, να το επανενεργοποιούν στις «παθητικές» του στιγμές, να το «αφυπνίζουν» τακτικά, να εμπλουτίζουν τους σχετικούς με αυτό συμβολισμούς, να ξαναμοιράζουν τις ταυτότητες που αυτό πρώτο διένειμε, να ανακατασκευάζουν τον λαό που του αντιστοιχεί, να το φέρνουν στην επιφάνεια εκεί ειδικά που αυτό δείχνει να απουσιάζει εντελώς. Οι «άνθρωποι του πολιτισμού» και, σε ό,τι εδώ μας αφορά, οι μετέχοντες στο εικαστικό πεδίο στην Ελλάδα είχαν κάτι περισσότερο από άμεση συμμετοχή στην αναπαραγωγή του έθνους και στη διαρκή νομιμοποίησή του, στην εξακρίβωση της μοναδικότητας και της αυθεντικότητάς του, στη διαπλάτυνση του γεωγραφικού χώρου της επενέργειας του πολιτισμού του, στη συγκρότηση νέων «εθνικών τύπων» και «υποκειμένων», στη δημιουργία της αυτοεικόνας τους και στην αποπεράτωση ή στην αρτίωση μιας «αισθητικής της ιθαγένειας».
Αντικείμενο, λοιπόν, της παρούσας μελέτης είναι η διαύγαση του έθνους μέσα από τον λόγο καλλιτεχνών, ιστορικών, θεωρητών και κριτικών της νεοελληνικής τέχνης, στα σημεία που αρθρώνεται και διαπλέκεται το αισθητικό με το ιδεολογικό. Ποια είναι, λοιπόν, τα όρια της νεοελληνικής τέχνης και ποιες οι απαρχές της; Ποια εργαλεία χρησιμοποιήθηκαν, ώστε να πιστοποιηθεί ο μοναδικός χαρακτήρας της και να διασωθούν οι ιδιότητές της; Πώς διακρίνεται κάτι εντόπιο και ιθαγενές από κάτι αλλότριο και οθνείο; Ποιοι είναι οι αμιγώς εθνικοί «τύποι» της νεοελληνικής τέχνης ή τα εθνικά της υποκείμενα; Για ποιους λόγους και με ποιους τρόπους κατηγοριοποιούνται σαν τέτοια; Πώς χρησιμοποιήθηκαν μεταπολεμικά έννοιες και όροι όπως η «παράδοση», ο «ελληνισμός» ή η «ρωμιοσύνη», η «αυτογνωσία», η «ιδιαιτερότητα» ή η «ιδιοσυστασία»; Ποιες οι προεκτάσεις του εθνοκεντρισμού σαν βασικό εργαλείο ερμηνείας της πορείας της νεοελληνικής τέχνης και τι σημαίνει τελικά ο όρος «ελληνοκεντρισμός»;

Ρένα Παπασπύρου, Άτιτλο, 1966-67

Δεν υπάρχουν σχόλια: