11/9/22

Κριτικός μετασχηματισμός των ιδεών

John Craxton, Τοπίο της Ύδρας, 1963-1967, λάδι σε μουσαμά, 107 x 213 εκ., Craxton Estate

Του Στέφανου Δημητρίου*

KATRINA FORESTER, Στη σκιά της δικαιοσύνης. Ο μεταπολεμικός φιλελευθερισμός και η ανακατασκευή της πολιτικής φιλοσοφίας. Μετάφραση: Θωμάς Ψήμας, εκδόσεις Πόλις, σελ. 485

Είναι η δικαιοσύνη θεμέλιο της κοινωνικής οργάνωσης; Αυτό είναι ένα από τα θεμελιωδέστερα ερωτήματα στην πολιτική φιλοσοφία, ήδη από την πλατωνική «Πολιτεία». Ερώτημα που, πλέον, σαφώς συνδέεται με το ζήτημα της ισότητας, άρα και των ανισοτήτων. Άλλωστε, αυτό το ζήτημα είναι και ο νονός της πολιτικής φιλοσοφίας. Έτσι, την ονόμασε ο Αριστοτέλης, στο τρίτο βιβλίο των «Πολιτικών», ορίζοντάς την σε σχέση με την ισότητα και την ανισότητα. Ο προβληματισμός ως προς την ισότητα οδηγεί σε μια απορία, δηλαδή οδηγεί σε αμηχανία. Η λύση αυτής της απορίας είναι, κατά τον Αριστοτέλη, και το αντικείμενο της πολιτικής φιλοσοφίας. Η απορία αφορά το αν η πολιτική κυριαρχία μπορεί να είναι αγαθό προς διανομή, σύμφωνα με την πολιτική δικαιοσύνη. Ως εκ τούτου, η εν λόγω απορία, που ορίζει και την πολιτική φιλοσοφία (Έχει γαρ τούτ’ απορίαν και φιλοσοφίαν πολιτικήν, 1282 b-23) είναι πρόβλημα δικαιοσύνης.
Η Κατρίνα Φόρεστερ επιχειρεί να εκθέσει, άρα και να καταστήσει αντικείμενο της ιστορικής διαμόρφωσης, τις έννοιες και τα προβλήματα επί τη βάσει των οποίων μετασχηματίστηκε η πολιτική φιλοσοφία κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Τέτοιοι μετασχηματισμοί μπορεί να μην υποτάσσονται σε μία αδιατάρακτη συνέχεια, αλλά, ωστόσο, έχουν ένα είδος κανονικότητας. Η τελευταία, εάν είναι εύστοχο να την αποκαλέσουμε έτσι, δηλαδή ένα είδος κανονικότητας, έγκειται στο ότι συνήθως παρακολουθούν ένα μείζον ζήτημα, καθώς και μία δέσμη αποτελούμενη από υποδιαιρέσεις αυτού του ζητήματος, το οποίο συνιστά και κρίσιμο διακύβευμα σε συναφείς αντιπαραθέσεις. Τέτοιας βαρύτητας προβλήματα έχουν στον πυρήνα τους μία θεμελιώδη έννοια, πολύσημη, διαρκώς ανοιχτή σε σημασιολογικούς προσδιορισμούς, ώστε αυτή να αποτελεί εριζόμενο ζήτημα σε σχέση με πλήθος επιχειρημάτων. Αυτό που έχουμε δει, από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και μετά, είναι ότι αυτό το πρόβλημα έχει στον πυρήνα του την έννοια της δικαιοσύνης. Αυτό εξηγεί το ότι ο μεταπολεμικός μετασχηματισμός της πολιτικής φιλοσοφίας αποτέλεσε και αντίστοιχη ανακατασκευή κύριων εννοιών της, με πλέον κρίσιμη την έννοια της δικαιοσύνης και την ανακατασκευή της από τον Τζων Ρωλς, στη Θεωρία της Δικαιοσύνης (Πόλις, Αθήνα 2001). Η Κατρίν Φόρεστερ παρακολουθεί και εξηγεί αυτήν την ανακατασκευή μέσω της ιστορίας των ιδεών. Ως εκ τούτου, ανατρέχει στις ιστορικές προϋποθέσεις αυτής της ανακατασκευής, για να εντοπίσει και να εξετάσει τα εριζόμενα ηθικοπολιτικά και κοινωνικά ζητήματα, που αποτέλεσαν αντικείμενο αντιπαραθέσεων στην πολιτική φιλοσοφία, κατά το δεύτερο ήμισυ του εικοστού αιώνα. Στο κέντρο αυτών των συζητήσεων και αντιπαραθέσεων βρίσκεται η σχέση ελευθερίας και ισότητας, άρα και ο προβληματισμός ως προς την πιθανή συνθήκη διακινδύνευσης των ατομικών ελευθεριών εν ονόματι της αρχής της ισότητας, αλλά και ο ισχυρός αντίλογος ότι κανείς δεν μπορεί να είναι εξίσου ελεύθερος με όλους τους άλλους, εάν δεν ικανοποιείται και το αίτημα περί ίσης ελευθερίας όλων. Αυτό το αίτημα εδράζεται στην αρχή της ισότητας, οπότε αυτή θα είναι και προϋπόθεση, ώστε να ικανοποιείται και η αρχή της ελευθερίας. Σε ό, τι αφορά τη θεωρία περί δικαιοσύνης του Ρωλς, βέβαια, αυτό δεν συνεπάγεται υποχώρηση της ελευθερίας έναντι της ισότητας, αλλά αποδοχή ανισοτήτων υπό την προϋπόθεση ότι θα αποβαίνουν υπέρ των λιγότερο ευνοημένων, εφόσον οι περισσότερο ευνοημένοι μπορεί να έχουν ευνοηθεί και από τυχαίους παράγοντες, άρα, χωρίς να περιστέλλεται η αρχή της ελευθερίας, θα πρέπει να επιδιώκεται η διασφάλιση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και των ανάλογων ευκαιριών. Η Φόρεστερ ξεκινά με την έκθεση των κύριων θέσεων της Θεωρίας Δικαιοσύνης του Ρωλς, για να προχωρήσει, στη συνέχεια, στο να εντάξει αυτή την προβληματική στο ιστορικό της πλαίσιο. Άλλωστε, η «Θεωρία Δικαιοσύνης» είναι η μεγάλη τομή στη σύγχρονη πολιτική φιλοσοφία. Η συγγραφέας αναζητεί τους εξηγητικούς λόγους για αυτήν την τομή στο ότι, στην Αμερική, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο ρόλος του κράτους, ως προς την παρεμβατική πολιτική, με σκοπό τη ρύθμιση της οικονομίας και την αντιμετώπιση των προβλημάτων που επιφέρουν οι κοινωνικές ανισότητες, είχε ισχυρότατη νομιμοποίηση. Βέβαια, όπως εξηγεί η Φόρεστερ, αυτή η νομιμοποίηση δεν αποτελούσε ομαλή συνέχεια της πολιτικής του New Deal, διότι η τελευταία εθεωρείτο, πλέον, ως συνθήκη εντός της οποίας θα μπορούσαν να εκκολαφθούν φαινόμενα ολοκληρωτισμού λόγω της κρατικά σχεδιασμένης αναδιανεμητικής πολιτικής. Ο ισχυρός αυτός αντίλογος ενισχύεται, σε μεγάλο βαθμό, κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια και ιδίως τις δεκαετίες 1950 και 1960. Η Φόρεστερ ξεκινά με την εξέταση των όρων οι οποίοι διαμόρφωσαν αρχικώς τη θεωρία του Ρωλς περί δικαιοσύνης ως ακριβοδικίας, πολιτικού φιλελευθερισμού – με συναφή πολιτική αντίληψη περί δικαιοσύνης – έλλογου πλουραλισμού και αντιμετώπισης των ανισοτήτων. Αυτοί οι όροι καθορίζονται και από τις εξελίξεις γύρω από τον πόλεμο του Βιετνάμ, καθώς και τις συνακόλουθες αντιπαραθέσεις ως προ τη σχέση πολιτικών δικαιωμάτων και θεμιτής πολιτικής ανυπακοής. Σε αυτό το πεδίο αναπτύσσεται και ο φιλελεύθερος εξισωτισμός. Εξισωτισμός, όχι με την έννοια της ισοπεδωτικής εξίσωσης των ανθρώπων, αλλά της εναρμόνισης της ελευθερίας με την αρχή της ισότητας. Έτσι, αναδεικνύεται σε κρίσιμο διακύβευμα και το ζήτημα της δίκαιης διανομής των βασικών αγαθών. Το κρισιμότερο, όμως, είναι το να καθοριστεί ποια είναι τα βασικά αγαθά. Με ποιο κριτήριο θα γίνει ένας τέτοιος καθορισμός; Ποιος θα τα καθορίσει; Είναι τα ίδια για όλους; Τέτοια ερωτήματα έθεσαν τον φιλελεύθερο εξισωτισμό, δηλαδή τον πολιτικό φιλελευθερισμό, ο οποίος είναι σε ριζική αντιπαράθεση με τον οικονομικό φιλελευθερισμό, στο κέντρο σημαντικών προκλήσεων: «Ο Rawls παρέμενε προσηλωμένος στην οπτική της κοινωνίας υπό το πρίσμα της αμοιβαιότητας. Ωστόσο, η οπτική δεχόταν επίθεση. Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1960, η αντίδραση κατά του εταιρικού φιλελευθερισμού και του διευθυντικού κομφορμισμού ενέπνευσε μια κάποια σύγκλιση ανάμεσα στους κοινωνικούς φιλελεύθερους, την εργατική Αριστερά και τη Νέα Αριστερά, καθώς πολλοί αμφισβητούσαν τη φιλελεύθερη θεώρηση της συναίνεσης και υπερασπίζονταν τη νέα εποχή της διαμαρτυρίας εναντίον της. Η μαρξιστική Νέα Αριστερά επικαλούνταν τον Gramsi για να υποστηρίξει ότι η εμφάνιση της συναίνεσης αποτελούσε έργο της ηγεμονίας της άρχουσας τάξης μέσα στην κοινωνία των πολιτών» (σ.89). Η Φόρεστερ μάς δείχνει με πολύ εύληπτο τρόπο τις εκ δεξιών και εξ αριστερών αμφισβητήσεις του εξισωτικού πολιτικού φιλελευθερισμού, ο οποίος, σε πολύ μεγάλο βαθμό, υιοθετήθηκε από αριστερούς διανοουμένους. Εξηγείται αυτό και από το γεγονός ότι ο Ρωλς κατάφερε να δείξει ότι οι κοινοί τόποι περί διανομής ήταν επί της ουσίας χωρίς ουσιαστική δικαιολόγηση και υπέκρυπταν τα αίτια πολλών αδικιών, εφόσον η πλέον άδικη παραδοχή συνίστατο στο να πιστεύει κανείς ότι οι άνθρωποι παίρνουν αυτό που τους αξίζει (σ. 159). Οφείλει, όμως, να δει κανείς και τον αντίλογο. Και ο ισχυρότερος αντίλογος έχει προέλθει από τον Ρόμπερτ Νόζικ. Και μπορεί ο ίδιος να θεωρώ τον νεοφιλελευθερισμό, επί της ουσίας, αντιφιλελεύθερο, καθώς και ότι είναι μία μορφή ολοκληρωτισμού και διανοητικού φονταμενταλισμού, αλλά αυτό δεν εμποδίζει από το να αναγνωρίσουμε ότι ο Νόζικ είναι ένας σημαντικός θεωρητικός. Γι’ αυτό και αξίζει κανείς, όχι απλώς να διαβάζει, αλλά και να μελετά το έργο του, ιδίως το πολύ σημαντικό Philosophical Explanations (Clarendon Press, Oxford, 1990), το οποίο συνθέτει πολιτική φιλοσοφία και γνωσιοθεωρία. Επίσης, ο τρόπος που ο Νόζικ, στο Anarchy, State and Utopia (Oxford, Blackwell, 1994), ένα έργο όχι τόσο σημαντικό όσο το προαναφερθέν, αλλά το οποίο προκάλεσε γόνιμες αντιπαραθέσεις, προσαρμόζει τη θεωρία του Λοκ περί ατομικού ιδιοκτήτη και του Καντ περί ηθικής της αυτονομίας στη νεοφιλελεύθερη θεωρία του περί ελευθερίας, παρότι πιστεύω ότι συνιστά πλήρη σημασιολογική μεταβολή της έννοιας της ηθικής αυτονομίας, νομίζω ότι παραμένει, από πλευράς επιχειρηματολογικής συγκρότησης, εξαιρετικά ενδιαφέρων. Αυτά μας δείχνουν ότι ο Νόζικ είναι ένας θεωρητικός που κεντρίζει τη σκέψη μας και μας θέτει ενώπιον αξιόλογων, άρα δύσκολων και απαιτητικών, θεωρητικών-πρακτικών προκλήσεων. Και θα είχε πραγματικό ενδιαφέρον –και η Φόρεστερ το επιχειρεί επιτυχώς με πραγματικά ευμέθοδο τρόπο– το να συγκρίνουμε τα παραπάνω με τη θεωρία του Ντουόρκιν περί ισότητας των πόρων, την οποία αντιδιαστέλλει προς την ισότητα της ευημερίας, υποστηρίζοντας ότι το παιχνίδι παίζεται αλλού, δηλαδή ότι η ισότητα κρίνεται, εν τέλει, με βάση τους πόρους που έχει κάθε πρόσωπο στη διάθεσή του και όχι σύμφωνα με το μέγεθος της ευημερίας που επιτυγχάνει. Με άλλα λόγια, η πολιτική δεν πρέπει να αποσκοπεί στο να κάνει τους ανθρώπους το ίδιο ευτυχισμένους. Δεν μπορεί να τους κάνει εξίσου ευτυχείς, διότι η ευτυχία σημαίνει κάτι διαφορετικό για κάθε άνθρωπο και το να αποφασίσει η πολιτική για το τι μπορεί να σημαίνει για κάθε άνθρωπο το να είναι ευτυχισμένος, μόνο στη δυστυχία του ολοκληρωτισμού μπορεί να απολήξει. Έχει ξανασυμβεί, άλλωστε. Συνεπώς, μπορεί να γίνει κάτι; Μπορεί θα μας πει ο Ντουόρκιν. Η πολιτική μπορεί – και σε αυτό θα πρέπει να αποσκοπεί ως προς τη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων – να εξασφαλίζει σε κάθε άνθρωπο ίσους πόρους, ώστε αυτός να είναι εξ αντικειμένου σε θέση να επιδιώκει τους δικούς του σκοπούς και να αναζητεί και να χαράσσει το δικό του μονοπάτι προς ό, τι θα τον κάνει ευτυχισμένο. Είναι πολύ ή λίγο αυτό; Μια ματιά στον κόσμο, γύρω μας, ίσως μας δώσει την απάντηση. Σε κάθε περίπτωση, όμως, και η θεωρία περί δικαιοσύνης του Ρωλς και ο ισχυρός αντίλογος του Νόζικ και η πρόταση του Ντουόρκιν είναι μέρος ενός προβληματισμού και μιας σειράς αντιπαραθέσεων, με γνήσιο πρακτικό, πολιτικό ενδιαφέρον, όπως και το βιβλίο της Κατρίν Φόρεστερ.

*Ο Στέφανος Δημητρίου είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: