Του Κώστα Βούλγαρη
Η απάντηση του Ζαν-Λικ Γκοντάρ στην παρέμβαση Ζελένσκι στο Φεστιβάλ των Καννών, «αν την εξετάσουμε από την άποψη αυτού που ονομάζεται ‘σκηνοθεσία’: ένας κακός ηθοποιός, ένας επαγγελματίας κωμικός υπό το βλέμμα άλλων επαγγελματιών οικείων επαγγελμάτων», σήκωσε σκόνη στον καθ’ ημάς δημόσιο λόγο. Δεν θα με ενδιέφερε να τη σχολιάσω, αλλά το κάνω γιατί εγράφησαν μερικά κείμενα που έθεσαν θέματα αισθητικής.
Ο Νικόλας Σεβαστάκης (lifo, 28/5) εστίασε στην αποστροφή του λόγου του Γκοντάρ, πως «οι Κάννες είναι ένα εργαλείο προπαγάνδας. Προπαγανδίζουν τη δυτική αισθητική». Κάνοντας πως δεν καταλαβαίνει, ότι ο Γκοντάρ, αλλά και ο οποιοσδήποτε χρησιμοποιεί αυτή ή μια άλλη αντίστοιχη αποστροφή μέσα στον λόγο του, αναφέρεται βεβαίως στην κυρίαρχη εκδοχή της αισθητικής στις χώρες του λεγόμενου δυτικού κόσμου. Στην κυρίαρχη, και όχι συλλήβδην στα αισθητικά ρεύματα που αναφύονται σε αυτή την περιοχή του πλανήτη.
Αν όμως κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις, αν δηλαδή απεκδύεσαι το λόγο (σου) και τα αναλυτικά εργαλεία του, είναι βέβαιο πως παίρνεις ένα ολισθηρό μονοπάτι, όπως ο Σεβαστάκης: «αυτή η ποπ αισθητική αποκτά νόημα ως στήριγμα και ενθάρρυνση μιας δημοκρατικής αυτοάμυνας που υπερβαίνει πλέον το Ουκρανικό και τον ίδιο τον Ζελένσκι». Διά της ποπ αισθητικής γίνεται αυτό; Μάλιστα. Την χαρακτήρισε αλλιώς ο Γκοντάρ; Όμως, η δημοκρατική πραγματικότητα της Ευρώπης, αλλά και των ΗΠΑ, είναι άξια θαυμασμού; Οι μετριότητες Μπαϊντενόπουλος και Ούρσουλα φον τάδε, που την συνοψίζουν και τη διαχειρίζονται θεσμικά, είναι άξιες υπεράσπισης; Μήπως δεν πρόκειται παρά για θλιβερά τεκμήρια του αδιεξόδου ή και της παρακμής της κυρίαρχης «δυτικής αισθητικής»;
Το συμπέρασμα του Σεβαστάκη για αυτή την «ανοίκεια» απάντηση του Γκοντάρ είναι εξίσου απογοητευτικό: «Θα πει κανείς πως ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ είναι η κληρονομιά μιας γενιάς που την καθόρισε η επιθυμία για πάση θυσία αντικομφορμισμό». Και μάλιστα αυτό το λέει ένας καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας στο ΑΠΘ, αλλά και επίδοξος πεζογράφος, όπως ο Σεβαστάκης. Τι μας λέει; Ότι δεν έχουν νόημα οι ιδέες και η τέχνη, αν δεν υποκλίνονται και δεν αναπαράγουν (με αυτό ή εκείνο το άλλοθι) την κυρίαρχη, ποπ αισθητική. Οτιδήποτε προχωρά τη σκέψη και την τέχνη είναι «πάση θυσία αντικομφορμισμός».
Πιο ευθύς ήταν ο Τάκης Θεοδωρόπουλος (Η Καθημερινή, 3/6), ο οποίος ξεκινά αυτοβιογραφικά: «Ο Γκοντάρ δεν ήταν απλώς σκηνοθέτης. Ο Γκοντάρ για τη γενιά μου ήταν τρόπος σκέψης, ολόκληρη νοοτροπία». Και συνεχίζει, χαρακτηρίζοντας τον Γκοντάρ ως έναν από τους ταγούς της «ανατρεπτικής αισθητικής», εκείνων των χρόνων. Τουλάχιστον, αυτός δεν χρεώνει στον Γκοντάρ την απέχθεια για τη «δυτική αισθητική» συλλήβδην. Βλέπει μάλιστα πως ο Γκοντάρ είναι «φορέας αυτού του ιού της ανατροπής που θέλει να αλλάξει τον κόσμο».
Ως πιο «ευθύς» όμως, ο Θεοδωρόπουλος φθάνει στην αμφισβήτηση και του κινηματογραφικού έργου του Γκοντάρ, για να καταλήξει με μια ατάκα: «Η δήλωση του Γκοντάρ για την παρέμβαση Ζελένσκι στις Κάννες θυμίζει σενάριο ταινίας του. Στο τέλος δεν καταλαβαίνεις με ποιου το δίκιο είναι». Επειδή όμως και ο Τάκης Θεοδωρόπουλος είναι πεζογράφος, και μάλιστα το έργο του οπωσδήποτε έχει αξιώσεις, την ίδια στιγμή που αναγνωρίζει, έστω και με αρνητικό τρόπο, αισθητική συνέπεια στον Γκοντάρ, χωρίς να το καταλαβαίνει φθάνει να αμφισβητήσει όχι τον Γκοντάρ αλλά τον Ντοστογιέφσκι. Γιατί αυτή ακριβώς είναι η τεχνική του μεγάλου ρώσου συγγραφέα: σκηνοθετεί άψογα τους χαρακτήρες των έργων του, με τον καθένα τους να συνοψίζει αχανείς εκτάσεις ιδεών και τεράστια υπαρξιακά φορτία, αλλά όμως «δεν καταλαβαίνεις με ποιου το δίκιο είναι».
Αυτή την πολυφωνική τομή του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος ανέδειξε ο Μιχαήλ Μπαχτίν, αυτή την τομή συνέχισε και διεύρυνε, την ίδια εποχή, δηλαδή την εποχή της Επανάστασης, ο Τζίγκα Βέρτοφ, εισάγοντας τη μεταμυθοπλασία στον κινηματογράφο, αυτή την παράδοση επικαλείτο ο Γκοντάρ όταν ίδρυε, μαζί με άλλους κινηματογραφιστές, την «Ομάδα Τζίγκα Βέρτοφ». Γιατί τα αισθητικά ρεύματα έχουν ιστορικότητα, δεν καθορίζονται και κυρίως δεν αντιμετωπίζονται με πρόχειρες ατάκες.
Κάπως έτσι όμως, δύο ιδιαίτερα εγγράμματοι άνθρωποι, ο Νικόλας Σεβαστάκης και ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, επιλέγοντας τον ρόλο του επισπεύδοντος σχολιαστή και του εκπροσώπου των κυρίαρχων αντιλήψεων, υπονομεύουν το έδαφος πάνω στο οποίο θέλουν να υπάρξουν ως πνευματικά υποκείμενα. Έτι δε, χωρίς τον «ιό της ανατροπής» ή και καταφάσκοντας στην «ποπ αισθητική» θα γράψουν πεζογραφία; Ομνύοντας σε στερεότυπα που είναι όχι μόνο του συρμού αλλά και, αισθητικά, απελπιστικά παρωχημένα; Ή μάλλον, όπως θα το έλεγε ο εστέτ Γιάννης Βαρβέρης που δεν φοβόταν τις λέξεις, μπαγιάτικα; Στερεότυπα που παραπέμπουν στις αρχές του 20ού αιώνα, στη συμβατικότητα του Ανατόλ Φρανς και στη λαϊκότροπη απώθηση του τότε αναδυόμενου μοντερνισμού.
Βέβαια, ο Μιχαήλ Μπαχτίν, όταν έγραφε για την πολυφωνικότητα του Ντοστογιέφσκι, αναγνώριζε, με στωική νηφαλιότητα, πως οι συμβατικές, μονολογικές μορφές γραφής και σκέψης, αν και μπαγιάτικες, θα συνεχίζουν να είναι κυρίαρχες, μέχρι τη γενικότερη ανθρώπινη χειραφέτηση, γιατί αντιστοιχούν στη συμβατική, μονολογική δομή της ανθρώπινης συνείδησης: ένας θεός, ένας συγγραφέας που ταυτίζεται με τον μυθιστορηματικό ήρωά του, μία γενικότερη αντίληψη, πάντα η κυρίαρχη, μία αισθητική...
Προσώρας, βέβαια, ο Ντοστογιέφσκι, ο Μπαχτίν, ο Βέρτοφ, ο Γκοντάρ, δηλαδή σημαντικές τομές της ευρωπαϊκής τέχνης και σκέψης, εξωθούνται εκτός του «ευρωπαϊκού κεκτημένου», εκτός του κάδρου, και τη θέση τους παίρνει η «ποπ αισθητική»: σε αυτό, οι επισπεύδοντες «δυτικοί», πολιτικοί και λόγιοι, συνεργούν με τον εισβολέα Πούτιν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου