Νίκος Εγγονόπουλος, Αθηναϊκή οικία Καλλιφρονά, 1942, τέμπερα σε χαρτόνι, 36,5 x 48 εκ., ιδιωτική συλλογή |
Του Κώστα Βούλγαρη
Η ιστορική προοπτική που διαθέτει η αντίληψη του Νίκου Εγγονόπουλου έχει σαν αποτέλεσμα το έργο του για τόσες δεκαετίες να μένει σχεδόν ακατανόητο. Όλο αυτό το διάστημα, διαβάστηκε απλοϊκά ως υπερρεαλιστής – λίγο ιδιότυπος βέβαια, ίσως και παραδοξολόγος για κάποιους, ή και αρκετά αντιφατικός για άλλους.
Γιατί ο Εγγονόπουλος δεν μας προσφέρει, «στο πιάτο», μια διαφορετική θέαση της ιστορίας, μια διαφορετική ιστορική αντίληψη – αν και τη διαθέτει, αν και την έχει οργανώσει με κάθε λεπτομέρεια, μέσα στο έργο του. Παρ’ ότι γιακωβίνος μέχρι το μεδούλι, και ως εκ τούτου γράφων ως μετέχων αυτοπροσώπως σε επαναστάσεις, εξεγέρσεις, εμφυλίους και ρήξεις, και φυσικά, όταν γράφει τον Μπολιβάρ, ως μετέχων στο πανευρωπαϊκό κίνημα της Αντίστασης στα χρόνια του Δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, έχει περιλάβει στην αντίληψή του την προϊούσα ιστορική πείρα, κι έτσι αποποιείται κάθε διδακτικό ρόλο και χαρακτήρα του έργου του. Ακριβώς γιατί γνωρίζει τις ιστορικές στρεβλώσεις που έχουν συμβεί. Ο Εγγονόπουλος προϋποθέτει εκείνο τον αναγνώστη, εκείνον τον πολίτη, που ήδη έχει μπει σε διαδικασία χειραφέτησης. Αλλιώς, δεν.
Ο Εγγονόπουλος τελικά υλοποιεί το πρόταγμα του υπερρεαλιστικού καλλιτεχνικού κινήματος, το οποίο ήθελε να είναι επανάσταση, ήθελε να αλλάξει τον κόσμο και τη ζωή. Γιατί, παρά τις απανωτές διακηρύξεις και δηλώσεις, του Μπρετόν και της παρέας του, παρά τα παρισινά χάπενινγκς, παρά τον τίτλο ενός περιοδικού τους, Ο υπερρεαλισμός στην υπηρεσία της Επανάστασης, παρά την προσχώρηση αρκετών στο κομμουνιστικό κόμμα, παρά την αποχώρηση των περισσοτέρων στη συνέχεια, παρά τη διακήρυξη των Μπρετόν-Τρότσκι και Ριβέρα, «Για μια ανεξάρτητη επαναστατική τέχνη», παρέμεινε ανεύρετο το πεδίο της «υπερπραγματικότας» (surréalité), όπου το πρόταγμα του κινήματος θα εμπεδωνόταν. Ο Εγγονόπουλος μας προσφέρει αυτό το πεδίο, με το έργο του: είναι η πραγματική πραγματικότητα, δηλαδή η ιστορία. Μόνο ο Εγγονόπουλος, μαζί με τον Πάμπλο Πικάσο της “Γκουέρνικα” το κάνουν αυτό, αντιμετωπίζοντας τον υπερρεαλισμό ως υψηλή τεχνική, χειραφετημένοι από τις βολονταριστικές φαντασιώσεις της υπερρεαλιστικής χορείας. Μας το λέει άλλωστε ο Εγγονόπουλος και με τον στίχο του:
Η πολιτικότητα του Εγγονόπουλου, βασικότατο στοιχείο της ιστορικής-πραγματολογικής μεθόδου του, έχει ως βασική της διάσταση την τοποθέτησή του στο εκάστοτε παρόν, στο παρόν που ζει ως πολίτης, όπως ακριβώς ο Σολωμός γράφει ακούγοντας τις κανονιές από το Μεσολόγγι. Μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Εγγονόπουλος, στην ποίηση αλλά και στη ζωγραφική του, διέρχεται απ’ όλα τα σημαντικά γεγονότα της κάθε περιόδου, παίρνει θέση, τα φωτίζει με τη δική του ιστορική αντίληψη, κάνοντας συνεχώς περάσματα σε προηγούμενες, αντίστοιχες ιστορικές στιγμές, στην Ελλάδα ή αλλού.
Ο Εγγονόπουλος ξαναπιάνει το νήμα από την στιγμή της εθνογένεσης, την Επανάσταση του 1821, ανοίγοντας ταυτόχρονα το κάδρο στην παγκόσμια ιστορία. Δεν έχει να ιδρύσει μια εθνική λογοτεχνία, όπως ο Σολωμός, αλλά να την ανασύρει από την υστέρηση, να την αποκαθάρει από τις καθεστωτικές και ιδεολογικές στρεβλώσεις μέσα στις οποίες ασφυκτιά∙ έχει όμως να επαναδιατυπώσει και να ριζοσπαστικοποιήσει εκ νέου την νεοελληνικότητα, προσπερνώντας τα ερείπια της Μεγάλης Ιδέας∙ έχει να αρθεί, με τρόπο ακραιφνώς καβαφικό, πάνω από τον μιμητισμό των συνομηλίκων του, οι οποίοι μεταφέρουν –έστω και με επιτυχία– στην ημεδαπή έτοιμα μοντερνιστικά κλισέ, αναβιώνοντας την αντίληψη της “μετακένωσης”
Ο Εγγονόπουλος είναι ταυτόχρονα “εθνικός”, με τον τρόπο του Σολωμού, και “ελληνικός”, με τον τρόπο του Καβάφη. Αλλά, ως γνήσιο τέκνο της γαλλικής Επανάστασης, είναι πάνω απ’ όλα εγγονοπουλικά νεωτερικός. Γι’ αυτό και ο μοντερνισμός του είναι μοναδικός: επαναστατικός.
Συνθέτοντας Σολωμό και Καβάφη, αρθρώνοντας την δική του ποιητική, ο Εγγονόπουλος υπερβαίνει τον εξ αρχής διαφαινόμενο ορίζοντα του καθ’ ημάς φτωχού, και βεβαίως συντηρητικού μοντερνισμού, ανοίγεται στην περιοχή του “μετά”, αφήνοντάς μας ένα παλίμψηστο θραυσμάτων, αντάξιο των προγονικών του καταβολών, αλλά και ισχυρές “αναμονές”, εφαλτήρια για την συνέχεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου