15/5/22

Αναζήτηση του νοήματος

Άποψη της έκθεσης του Βασίλη Βασιλακάκη Ήσυχη ζωή στο Κέντρο Τεχνών του Δήμου Αθηναίων

Της Μαίρης Σιδηρά*

ΓΙΑΝΝΗΣ Η. ΠΑΠΠΑΣ, Το ατίθασο μέλλον, εκδόσεις Διαπολιτισμός, σελ. 78

«Το νόημα ενός ποιήματος μπορεί να είναι μόνο ένα άλλο ποίημα» αναγνωρίζει ο Harold Bloom στην εμβληματική Αγωνία της επίδρασης[1], ρήση που αντικατοπτρίζεται εν μέρει στην τελευταία συλλογή του Γιάννη Η. Παππά κοσμημένη με τα σχέδια του Αρτινού Ζωγράφου Γιάννη Στούμπου. Εν μέρει, καθώς δε συνιστά σπουδή πάνω στην ποιητική ομοτέχνων του –αντίθετα, είναι εύηχη η υφολογική του ιδιο-τροπία, ωστόσο η πλειονότητα των ποιημάτων συνθέτουν ένα προσωπικό «άξιον εστί» και μια εσώτερη συνδιαλλαγή με τη ζωή και το έργο εμβληματικών μορφών της τέχνης και της ιστορίας εν γένει, ανθρώπων της πένας, της σμίλης, της διάνοιας, του ένοπλου αγώνα, εγγεγραμμένοι όλοι στην ποιητική του συνείδηση ως σηματωροί νοήματος και ως φορείς μιας οντολογικής ειρωνείας. Χαρακτηριστική η έρρυθμη πεζολογία και η αποφασιστικά λειασμένη απλότητα του στίχου, στο όριο συχνά της κουβέντας, η κρυμμένη πίσω από το αβίαστο, αμακιγιάριστο βάδισμα της στιχοπλοκής λυρική διάταξη, κάποτε η επίσης χωνεμένη στον αέρα του απροσποίητου ένταξη αλλότριων κειμενικών ειδών, ιστορικών ντοκουμέντων, αναφορών, διακείμενα ατόφια ή κεκαλυμμένα, το βιογραφικό είδος ως παροχέας πρώτης ύλης.
Ποιητικοποιημένη η ηθικοπολιτική οργάνωση της ζωής, διαγράφει το ρυμοτομικό σχέδιο μιας χώρας σε μορφή συλλογής, κατοικημένη από την αθωότητα, την επαναστατικότητα, το σημαίνον για την τέχνη ή την ελευθερία πρόσωπο, συχνά ξεσηκώνοντας από μια μνήμη αειθαλή και εφηβαία απόσπασμα από κάποια εκλεκτή δράση των αισθήσεων μα και από την πυρακτωμένη ακόμη επενέργεια των ιδεών. Η υποψία υφέρπουσας μεγαλοστομίας σύντομα διαλύεται χάρη στην επίμονη εκφραστική του καθημερινού και στο δίχτυ της ειρωνείας που συνδέει τις ποιητικές μορφές, τυλίγοντάς τις σε ένα αμήχανο τέλος, που είτε ως ρομαντική ειρωνεία του ίδιου του ανθρώπινου βίου είτε ως το είδος εκείνο της τραγικής ειρωνείας που αποβαίνει κάποτε η ακατανόητη και ακατάταχτη επέλαση του θανάτου. Χαρακτηριστικό της δεύτερης αυτής περίπτωσης το ποίημα «Το φουλάρι του θανάτου»: Στον γλύπτη Δημήτρη Αρμακόλλα, άρεσαν πολύ τα φουλάρια. Ειδικά τα κόκκινα.// Λίγο πριν από μια βραδινή έξοδο,/ την Παρασκευή 14 Μαΐου του 2009,/ κατέβηκε στο εργαστήριό του για να τελειοποιήσει/ ένα μικρό μπρούτζινο γλυπτό.// Κι ενώ δούλευε στον τροχό,/ το κόκκινο μεταξωτό φουλάρι του,/ τυλίχτηκε στον άξονά του/ και ο ίδιος δεν πρόλαβε να πατήσει το off…».[2]
Θα επιμείνουμε σ’ αυτό το μάταιο των ανθρωπίνων που εκλύει το λυπημένο του άρωμα στην πλειονότητα των ποιημάτων, μια μελαγχολία σε παροξυσμό μα μη εκστομισμένη, σαν έκφραση του συντελεσμένου χρόνου, σαν βασανιστική έλλειψη του μη εν ζωή και σαν πατρογονικό δάνειο από το ελεγειακό υπέδαφος του δημώδους υλικού της ελληνικής. Στο ομοιάζον με νεκρικό επίγραμμα «Γενέθλιος τόπος», θα συνομιλήσει απευθείας με τον ποιητή Χρήστο Μπράβο: «Υγρές ψυχές στους πορτοκαλεώνες/ Οι νύχτες αντηχούν από τις κουβέντες τους.// Ο χρόνος μετριέται με Ψυχοσάββατα».[3] Στο παρόν ποίημα το όριο με το επέκεινα καταργείται, καθώς ο ποιητής αισθητοποιεί τον θάνατο ως παράξενη υγρασία στους πορτοκαλεώνες, κουβέντες του αόρατου και μετρητή του ανθρώπινου χρόνου.
Η συλλογή διαιρείται σε δύο άνισα μέρη, το κυρίως και αισθητά πιο εκτενές και το επιλογικό 11σέλιδο «Θα μνημονεύσω», στο οποίο, εκ τίτλου ήδη, ο μέλλων χρόνος προσφέρεται εις δόξαν παρελθόντος. Κάποια απ’ αυτά αθανατίζουν τη στιγμή και μέσω αυτής το παιδί και τον έφηβο της πρωταρχικής εμπειρίας, μεταποιώντας σε ποιητικό απόσταγμα την εμπειρία: «Το ζεστό ψωμί,/ όταν έβγαινε/ από τον φούρνο./ Και την τσιγγάνα/ που στάθηκε στον δρόμο και κοιτούσε»,[4] «Τον γέρο βοσκό,/ που σκάλιζε γυμνά κορίτσια/ το εφηβαίο τους/ πάνω σε γκλίτσες»,[5].
Η ισχυρή εντύπωση της διαλογικότητας διαπερνά τη συλλογή, φέροντας συνεχώς στο προσκήνιό της τον άλλον, είτε, όπως αναφέραμε, ως παιδική και εφηβική αυτοεικόνα, είτε ως ανάγνωση -και ως εκ τούτου ερμηνεία- του βίου ή του λόγου επιδραστικών και ως επί τω πλείστον επώνυμων μορφών της τέχνης και της ιστορίας είτε ως συνομιλία με το έργο ποιητών. Σ’ αυτήν την τελευταία κατηγορία εντάσσεται, μεταξύ άλλων, το ποίημα «Ελλάδα: μια διαδρομή επαρχία – Αθήνα», στο οποίο ο στίχος «Αθήνα, πόλη επική και χαμένη» του Γιώργου Μαρκόπουλου, αποκτά θέση επωδού, συνέχοντας σε ένα σχεδόν τραγουδιστικό μοτίβο το γενικό ελεγειακό τόνο και τη λυπημένη αποκαλυψιακή εικόνα της τελευταίας στροφικής ενότητας. Η αίσθηση του μέλους συνυπάρχει στο δημώδες «Τα ξένα» («Τα ξένα θέλουν φρόνηση,/ θέλουν ταπεινοσύνη. […]»), ενώ υποβάλλεται, μεταξύ άλλων, στο αντιθετικά πλεγμένο «Δοξολογία του τίποτα», τεχνική στην οποία συχνά καταφεύγει, εντείνοντας ένα ορισμένο ζοφερό κλίμα ή μια ειρωνική έξοδο του ποιήματος. Στο αυτοαναφορικό και αφιερωμένο στον Γιώργο Μαρκόπουλο «Το ποίημα, η θάλασσα, ένα πουλί κι ο ποιητής», ο Παππάς ομοιάζει να αυτοδιαλέγεται, υπαγορεύοντας εις εαυτόν με αυστηρότητα -κατά το σολωμικό πρότυπο- την ιδιότυπη ποιητική του: «Το ποίημα πρέπει να είναι δραστικό./ Να τρώει σαν το κύμα τον βράχο./ Σαν τη σπιρτάδα του πορτοκαλιού/ να τσούζει τα μάτια. […]»[6]
Στο ομώνυμο της συλλογής «Το ατίθασο μέλλον», ο ποιητής αφενός διαλέγεται με τον Ηράκλειτο («Παιδί είναι το μέλλον, ατίθασο./ Κανείς δεν το εξουσιάζει.») και αφετέρου, κεντράροντας σχεδόν τον στίχο του Οδυσσέα Ελύτη από το λεύκωμά του Ο Κήπος με τις αυταπάτες «Μόνο μια λάμψη ο άνθρωπος. Κι αν είδες, είδες.», πυκνώνει την κοσμοθεωρία του όσον αφορά τη μελαγχολική χάρη, την αναπόδραστη ματαίωση και την αξιοπρέπεια της χαράς και του αγώνα που συγκατοικούν στον ατιθάσευτο ανθρώπινο βίο: «Με ένα ωραίο τραγούδι θα αποχαιρετήσουμε τη ζωή/ που ζήσαμε».[7]

*Η Μαίρη Σιδηρά είναι φιλόλογος

[1] Harold Bloom, Η αγωνία της επίδρασης. Μια θεωρία για την ποίηση, Εισαγωγή, μετάφραση, σημειώσεις Δημήτρης Δημηρούλης. Αθήνα, Άγρα 1989, σ. 136.
[2] Γιάννης Η. Παππάς, Το ατίθασο μέλλον, Πάτρα, Διαπολιτισμός/Ποίηση Ιανουάριος 2020, σ. 39.
[3] Γ. Η. Παππάς, ό.π., σ. 32.
[4] Γ. Η. Παππάς, ό.π., σ. 66.
[5] Γ. Η. Παππάς, ό.π., σ. 67.
[6] Γ. Η. Παππάς, ό.π., σ. 29.
[7] Γ. Η. Παππάς, ό.π., σ. 43.

Δεν υπάρχουν σχόλια: