29/5/22

Διάλογοι


Του Γιώργου Λιερού*

RENE GIRARD, Η μιμητική επιθυμία στο Υπόγειο. Διάλογος με τον Κορνήλιο Καστοριάδη, μτφρ. Χρήστος Γρισδάνης, εκδόσεις «πλήθος», σελ. 136

Η συζήτηση έγινε επ’ ευκαιρία του συνεδρίου L’auto-organisation De la physique au politique, το οποίο έλαβε χώρα στο Σεριζύ τον Ιούνιο του 1981. Πήραν μέρος πολλοί σημαντικοί Γάλλοι διανοούμενοι και ένας μεγάλος αριθμός ατόμων που “στριμώχτηκαν για δυο ώρες σε ένα μικρό δωμάτιο γεμάτο καπνό, ορισμένοι όρθιοι, άλλοι καθιστοί στο πάτωμα ή σε καρέκλες και τραπέζια, σχηματίζοντας έναν κύκλο γύρω από τους δύο πρωταγωνιστές του δράματος”[1].
Η θέση που διατύπωσε ο Καστοριάδης στη συζήτηση θα μπορούσε να γίνει εξαιρετικά ευάλωτη έχοντας απέναντι της τον συγγραφέα του “Το εξιλαστήριο Θύμα. Η βία και το ιερό”. Ο Καστοριάδης υποστήριξε πως για μια αυτόνομη κοινωνία, η οποία γνωρίζει ότι οι νόμοι της είναι ενδεχομενικοί και “δεν έχουν δοθεί ούτε από τον θεό, ούτε από τη φύση, ούτε από τον λόγο”, το τελικό πρόβλημα είναι η “αποδοχή εκ μέρους των ατόμων ότι είναι θνητοί και ότι μετά θάνατον δεν υπάρχει τίποτα. Ως εκ τούτου, ούτε ο θάνατος ούτε η ζωή έχουν νόημα. Μόνο πάνω σε αυτό το έδαφος, όπου το νόημα απουσιάζει, μπορούμε να δημιουργήσουμε κάποιο νόημα για εμάς”[2]. Μόνο που αν τεθεί έτσι το πρόβλημα είναι άλυτο, δεν μπορούμε να περάσουμε από το μηδέν στο κάτι. Μία σύνεδρος, επικαλούμενη τον Bertrand de Jouvenel διατύπωσε μια εύλογη αντίρρηση: “από τη στιγμή που οι νόμοι θεωρούνται ενδεχομενικοί, γεννιέται μια εξουσία που γίνεται όλο και ποιο απόλυτη”[3]. Γιατί από το μη νόημα θα προκύψει ένα νόημα στο πνεύμα του Μπακούνιν και όχι ο αμοραλισμός του φιλοσοφικού μηδενισμού του La Mettrie; Μήπως ο ολοκληρωτισμός –όπως τον εννοεί η Άρεντ, σαν την αναρχία της εξουσίας– δεν αποτελεί επίσης, δεν έχει ως το κατ’ εξοχήν ειδοποιό του γνώρισμα, τη ριζική ενδεχομενικότητα;
Κατά τον Ρενέ Ζιράρ η θεσμική τάξη (το νόημα ,το κάτι) γεννιέται κατά τον παροξυσμό της θυσιαστικής κρίσης (το μη-νόημα, το μηδέν) μέσω της δημιουργικής δύναμης του αίματος του εξιλαστήριου θύματος. Ένα υφιστάμενο θεσμικό σύστημα με τον καιρό παρακμάζει, χάνει τις αναγεννητικές ικανότητές του, αδυνατίζει και η κοινωνία διολισθαίνει στον πόλεμο όλων εναντίον όλων. Κάποια στιγμή η βία που μαστίζει την κοινότητα επικεντρώνεται σ’ ένα αθώο θύμα – ο διασπαραγμός του από την μαινόμενη κοινότητα θα θέσει τέρμα στα πάθη και τα μίση, θα διακόψει τους κύκλους του αίματος. Στη γαληνεμένη κοινότητα, όπως το ουράνιο τόξο μετά την καταιγίδα, αναδύεται η νέα θεσμική τάξη καθαγιασμένη από το αίμα του θύματος, που πλέον υψώνεται στον ρόλο του μυθικού ήρωα ιδρυτή και τιμάται ανάλογα.
Ο Ρενέ Ζιράρ ριζοσπαστικοποιεί τη φροϋδική υπόθεση του ιδρυτικού φόνου (φόνος του πρωτοπατέρα) και την αξιοποιεί για να στήσει ένα μηχανισμό, ο οποίος να εξηγεί τον θάνατο και την αναγέννησή των πολιτισμών στα πλαίσια μιας πεσιμιστικής ανθρωπολογίας, που βρίσκεται σε ασυμφιλίωτη αντίθεση με τον διαφωτιστικό οπτιμισμό. Κάθε (;) θεσμική τάξη είναι θυσιαστική, αδιαχώριστη από το ιερό και τον μύθο (αν και βέβαια η επιλογή του θύματος και το είδος της θυσιαστικής τάξης που προκύπτει από τη θανάτωσή του, είναι ενδεχομενικά).
Ωστόσο, ο Ρενέ Ζιράρ αυτοαναιρείται, όταν προσπαθεί να εξαιρέσει από τον μηχανισμό κοινωνικής συγκρότησης που εισηγείται τις χριστιανικές κοινωνίες, οι οποίες στην πραγματικότητα αποτελούν τα καλύτερα παραδείγματα για το σχήμα του. Καθώς οι αντιφάσεις που προκύπτουν είναι πολλές και μη διαχειρήσιμες, μπερδεύεται ανάμεσα στον ιστορικό χριστιανισμό και ένα χριστιανισμό δικής του κοπής. Υποστηρίζει ότι “θα συνεχίσουν να υπάρχουν θύματα, αλλά θα αναγνωριστούν ως τέτοια. Με άλλα λόγια, θα υπάρξουν άνθρωποι οι οποίοι θα τα υπερασπιστούν, οπότε η ενότητα της κοινωνίας δεν θα θεμελιωθεί σ’ αυτά. Η ευαγγελική αποκάλυψη μας εισάγει σε έναν κόσμο στον οποίο το σύστημα της θυσιαστικής αναπαράστασης δεν λειτουργεί πλέον”. Παραδέχεται, όμως, και ότι “το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια δεκαεφτά αιώνων χριστιανισμού δεν άλλαξε τίποτα είναι πολύ σημαντικό”[4]. Τελικά, δεν καταφέρνει να αντιτάξει στον Καστοριάδη ούτε καν τα τυπικά χριστιανικά επιχειρήματα εναντίον του σκεπτικισμού. Αντίθετα, επιδίδεται σε μια άγονη προσπάθεια να αποδείξει ότι τα βιβλικά κείμενα υπερέχουν των ελληνικών –καθώς στα τελευταία υποτίθεται ότι αποκρύβεται η αθωότητα των θυμάτων– και φυσικά κατατροπώνεται από τον Καστοριάδη.
Στην ίδια έκδοση περιλαμβάνεται και ένα δοκίμιο του Ρενέ Ζιράρ για το Υπόγειο του Ντοστογιέφσκι, ένα βιβλίο που γράφτηκε σε απάντηση του περίφημου “Τι να κάνουμε;” του Νικολάι Τσερνισέφσκι[5]. Ο Ντοστογιέφσκι αρπάζει το σφυρί του ανθρώπου του Υπόγειου και κάνει κομμάτια τα κρύσταλλα του Παλατιού, του ευτυχισμένου κοινοβίου που περιγράφει ο Τσερνισέφσκι (ρίχνει την τζαμαρία, τραβάει από τον Τσερνισέφσκι , σκίζει και ποδοπατά τη μάσκα της αφελούς ανθρωπολογικής αισιοδοξίας, που έχει φορέσει ο τελευταίος για να κρύψει το πρόσωπο ενός ανθρώπου “που υποφέρει βαθιά”)[6]. Το καστοριαδικό θεωρητικό οικοδόμημα είναι κ’ αυτό ευάλωτο στο σφυρί του ανθρώπου του Υπόγειου. Πώς τα καταφέρνει έτσι ο Ζιράρ και του πέφτει από τα χέρια το σφυρί κατ’ ευθείαν πάνω στα πόδια (του δικού του συστήματός); Ο λόγος είναι η αδόκιμη επέκταση της χρήσης της έννοιας της μιμητικής επιθυμίας. Οι μιμητικές αντιπαλότητες οπωσδήποτε οδηγούν και συνιστούν μέρος της θυσιαστικής κρίσης, η οποία –κατά ένα μέρος μόνον– είναι και μιμητική κρίση. Όμως, κατά τη γνώμη μας, ο θυσιαστικός μηχανισμός θα μπορούσε στην ανάγκη να σταθεί και χωρίς την έννοια της μιμητικής επιθυμίας. Ο Φρόιντ έχει εισαγάγει έννοιες όπως ταύτιση, ναρκισσισμός, καταναγκασμός της επανάληψης, ενόρμηση του θανάτου με τις οποίες δουλεύοντας εδώ και έναν αιώνα, μια κριτική θεωρία έχει εξηγήσει σημαντικές πλευρές του πολιτισμού μας (ξεχωρίζουν σχετικά οι Αντόρνο, Χορκχάιμερ, Βίλχελμ Ράιχ, Χέρμπερτ Μαρκούζε, Έριχ Φρομ, Κρίστοφερ Λας κ.ά). Η θεωρία της μιμητικής επιθυμίας, ό,τι και να λέει ο Ρενέ Ζιράρ, δεν μπορεί να αντικαταστήσει αυτό το πλούσιο, καλά δουλεμένο, θεωρητικό οπλοστάσιο. Σύμφωνα με τον Ζιράρ, επιθυμούμε κάτι γιατί το επιθυμεί κάποιος άλλος (το πρότυπο). Όταν, όμως, στην πράξη καταλήγουμε να λέμε πως στο “μιμητικό τρίγωνο” (επιθυμιών, επιθυμούμενο αντικείμενο, μεσολαβητής-πρότυπο) ο επιθυμών παίρνει, εν τέλει, ως αντικείμενο τον μεσολαβητή-πρότυπο, τότε μπαίνουμε σε χωράφια για τα οποία υπάρχουν πολύ καλύτερα ερμηνευτικά εργαλεία. Τώρα αν, αφού έχουμε δώσει τέτοια ψυχαναλυτικά περιεχόμενα στην έννοια της μίμησης, την μεταφέρουμε στο πεδίο της ζωολογίας, όπως κάνει ο Ζιράρ απέναντι στον Καστοριάδη για να εξηγήσει την ανθρωπογέννεση, τότε κυριολεκτικά δεν ξέρουμε τι λέμε[7] (μίμηση υπάρχει στο ζωικό βασίλειο, αλλά ως μέρος των μαθησιακών συμπεριφορών που βρίσκονται στον αντίποδα των ενστίκτων).
Ο Ζιράρ κατηγορεί τον Ντοστογιέφσκι –όπως και τον Σολζενίτσιν– ότι “δεν σεβάστηκε το δημοκρατικό πνεύμα όσο του αξίζει και δεν συνειδητοποίησε ότι, παρά τις αντιχριστιανικές τους τάσεις, οι δυτικές δημοκρατίες είναι βαθιά ριζωμένες στη χριστιανική παράδοση”[8]. Τελικά, πρέπει να τεθεί υπό διερώτηση ο ίδιος ο χριστιανισμός του Ρενέ Ζιράρ. Μήπως απλά πρόκειται για μια συνηγορία υπέρ του δυτικού πολιτισμού και η επίκληση του χριστιανισμού είναι μόνο προσχηματική (τι θα ήταν ένας μη θυσιαστικός χριστιανισμός, διακριτός από τον ιστορικό χριστιανισμό και την αντίληψη της βίαιης θεότητας που διατηρεί);
Το κοινό έδαφος στον διάλογο του Ζιράρ με τον Καστοριάδη είναι ο δυτικός πολιτισμός. Μπορεί να του ασκούν κριτική ο ένας από τα δεξιά κι ο άλλος από τα αριστερά, αλλά αυτό είναι το ευρύτερο πλαίσιο το οποίο αποδέχονται και υπερασπίζονται. Και οι δύο συνομιλητές δείχνουν μια ανεπίτρεπτη παραγνώριση –που δεν χαρακτήριζε τους διαφωτιστές του 18ου αιώνα και τους Ιησουίτες του 17ου αιώνα– για τους εξωευρωπαϊκούς πολιτισμούς (τον ινδικό, τον κινέζικο κ.λπ.). Αντιμαχούν για την ελληνική και την εβραϊκή παράδοση λες και δεν υπάρχει τίποτα άλλο έξω από αυτές. Διαβάζουμε πως ειδολογικά γνωρίσματα του ανθρώπου, όπως ο αναστοχασμός της κοινωνίας για τον εαυτό της, γεννήθηκαν μόλις πριν 5-6 αιώνες στην Ευρώπη, πού αλλού;[9] Παρόλα αυτά, ενώ αποδίδουν στις ιδέες τους μια στενή ευρωπαϊκή αφετηρία, έχουν γι’ αυτές οικουμενικές αξιώσεις και δεν βλέπουν καμιά αντίφαση σ’ αυτό – εδώ ο πολιτισμικός τους σχετικισμός και η ενδεχομενικότητα πάνε περίπατο.
Αγαθή τύχη έκανε τον Ρενέ Ζιράρ συγγραφέα ενός από τα πιο σημαντικά κείμενα του 20ου αιώνα (Το εξιλαστήριο θύμα. Η βία και το ιερό). Δεν θέλουμε να μειώσουμε τον στοχαστή, αλλά με την κριτική μας να προετοιμάσουμε το έδαφος για πραγματικά γόνιμες διασταυρώσεις, π.χ. τη συνάντηση του εξιλαστήριου θύματος με τον homo sacer του Αγκάμπεν (προσοχή! δεν λέμε ότι οι δυο αυτές μορφές ταυτίζονται) ή τον συσχετισμό της θυσιαστικής κρίσης με την κατάσταση εξαίρεσης “που έγινε ο κανόνας”. Αξιοποιώντας τα θεωρητικά εργαλεία του Ζιράρ μπορούμε να προσεγγίσουμε το καστοριαδικό φαντασιακό από την σκοπιά του ρόλου που παίζει στο συλλογικό ασυνείδητο ο ιδρυτικός φόνος. Με αυτά τα θεωρητικά εργαλεία στο παρελθόν επιχειρήσαμε να πραγματευτούμε φαινόμενα όπως η λεγόμενη τρομοκρατία και οι βομβιστές αυτοκτονίας και δείξαμε πως κάθε πολιτισμός έχει αδιαπραγμάτευτες αρχές που, πέραν από κάθε λογική επιχειρηματολογία, αποδεικνύονται μόνο με το χυμένο αίμα των ιδρυτών[10].
Εν κατακλείδι αυτό το μικρό βιβλίο του Ρενέ Ζιράρ μπορεί να δώσει δυνατά κεντρίσματα για τον διάλογο, για να γίνει η κριτική αρκετά οξεία και να διεισδύσει στη σύγχρονη κρίση που μόνο δευτερευόντως είναι οικονομική.

1-3-2022

*Ο Γιώργος Λιερός είναι συγγραφέας

[1] René Girard. Η μιμητική επιθυμία στο Υπόγειο Διάλογος με τον Κορνήλιο Καστοριάδη, μτφ. Χρήστος Γρισδάνης, ελλ. εκδ. πλήθος, Οκτώβριος 2021, σ .66
[2] Στο ίδιο, σ. 115.
[3] Στο ίδιο, σ. 127.
[4] Στο ίδιο, σ. 94, 103.
[5] Επίμετρο Άρη Μαραγκόπουλου στο Νικολάι Τσερνισέφσκι, Τι να κάνουμε; μτφ Ελένη Μπακοπούλου, ελλ, εκδ. Τόπος, 2013 σ. 478.
[6] Γιώργος Λιερός, Η τέχνη της μάσκας, ιστότοπος διεθνούς συνεδρίου για τη Ρωσική Επανάσταση, www.congress1917.gr.
[7] René Girard. Η μιμητική επιθυμία στο Υπόγειο…, ο.π., σ .71-73.
[8] Στο ίδιο, σ. 58.
[9] Στο ίδιο, σ. 107, 112.
[10] Γιώργος Λιερός, Η πολιτική στράτευση στα όρια ανάμεσα στο κοσμικό και το ιερό: άτομο, θυσία, πολιτικό έγκλημα, Διμηνιαίο Θεωρητικό Πολιτικό Διάπλους, τεύχος 5, Δεκέμβριος 2004 – Ιανουάριος 2005.

Δεν υπάρχουν σχόλια: