30/1/22

Θεόφιλος, ο τσολιάς της ζωγραφικής

Θεόφιλος, «Ἡ ποιήτρια τῆς νήσου λέσβου Σαπφῶ καὶ ὁ κυθαρωδός Ἀλκαῖος», 1932, ζωγραφική σε υπόλευκο βαμβακερό ύφασμα, 72,5 x 176,6 εκ., Συλλογή Μουσείου Θεόφιλου, Δήμου Μυτιλήνης

Της Χριστίνας Πετρηνού*

Στο Ίδρυμα Θεοχαράκη μπορούμε να δούμε μια πολλή μεγάλη έκθεση αφιερωμένη στο έργο του Θεόφιλου, στο πλαίσιο των εορτασμών της «Πρωτοβουλίας ‘21». Σχεδόν εκατό έργα συγκροτούν τον εκθεσιακό πυρήνα, τα περισσότερα από τα οποία προέρχονται από το Μουσείο Θεόφιλου στην Μυτιλήνη, ενώ παρουσιάζονται αρκετά ακόμα που πρώτη φορά εκτίθενται μέσα από ιδιωτικές συλλογές. Η έκθεση είναι πληθωρική και χάρμα οφθαλμών! Την επιμέλειά της ανέλαβε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ιδρύματος Τάκης Μαυρωτάς, ο οποίος έστησε με πολλή μεγάλη ευαισθησία και εμπειρία τα έργα του μυτιληνιού ζωγράφου.
Αυτοδίδακτος, το έργο του Θεόφιλου (1868/1873 -1934) όσο ζούσε και ζωγράφιζε έμενε όχι μόνο αδιάφορο αλλά χλευαζόταν, δεν είχε θετικό αντίκτυπο. Προκαλούσε συχνά το γέλιο, ένα γέλιο ξεκαρδιστικό, σαρκαστικό. Ευτυχώς, αυτό δεν τον εμπόδισε, δεν τον απέσπασε από την καλλιτεχνική του δημιουργία. Έδειξε απίστευτο κουράγιο ώστε να συνεχίζει να θέλει να ζωγραφήσει παρά τους χλευασμούς που δεχόταν. «Το ψωμί έτσι που το ’βαλες, θα πέσει». Ο ζωγράφος αποκρίθηκε χωρίς να σηκώσει το κεφάλι: «Έννοια σου, μόνο τ’ αληθινά ψωμιά πέφτουν, τα ζωγραφισμένα στέκουνται, όλα πρέπει να φαίνουνται στη ζωγραφιά!».
Γνωρίζουμε πώς ζούσε, τον χαρακτήρα και τη ζωγραφική του, αυτή που διασώθηκε ως τις μέρες μας. Γνωρίζουμε επίσης τη βιογραφία του. Ήταν πάμφτωχος. Μέχρι το τέλος της ζωής του ζούσε στην απόλυτη μιζέρια. Η προσωπική και καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία του ήταν μοναδική. Δεν χρειάστηκε ποτέ να φύγει από την Ελλάδα για να βρει την έμπνευσή του, για να ανακαλύψει τοπία τα οποία αργότερα θα ζωγράφιζε. Του αρκούσαν οι χρωμολιθογραφίες, τα σχολικά βιβλία κλπ. για να εμπνευστεί.
Ο «μύθος» του Θεόφιλου και το φαντασιακό μέσα στο οποίο ζούσε, τον καθιστούσαν πρωτοπόρο. Αυτές του οι μεταμφιέσεις δεν χαλούσαν με τίποτα την αφοσίωση και τη σοβαρότητα με την οποία αντιμετώπιζε το έργο του. Το απαράμιλλο πνεύμα του τον συνδέει με την παράδοση της εποχής του ενώ παράλληλα δημιουργούσε μια προσωπική παράδοση, αλλοιωμένη από το καλλιτεχνικό πνεύμα της εποχής του. Ο καλλιτέχνης δεν περιορίζεται στη λαογραφία αλλά μας μαθαίνει να βλέπουμε. Αν και σχεδόν «αποτυχημένος» στην εποχή του, σήμερα τόσο η προσωπικότητα όσο και η θεματική του έγιναν κάτι περισσότερο από αποδεκτές. Παρουσιάζει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων: ιστορικά, μυθολογικά, θρησκευτικά, ηθογραφικά θέματα, πορτραίτα, νεκρές φύσεις κ.α. Αποδίδει με χάρη και ποιητικότητα τις καθημερινές σκηνές. Οι μύθοι του ’21, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Ερωτόκριτος και η Αρετούσα κ.α. αποτελούν ένα μικρό κομμάτι της θεματολογίας του. «Ο Θεόφιλος είχε πάντα μέσα του τη συγκίνηση του δημοτικού τραγουδιού και μπροστά στα μάτια του τα βυζαντινά εικονίσματα και τη λαϊκή αρχιτεκτονική». [Στρατής Ελευθεριάδης – Tériade, «Η ζωγραφική του Θεόφιλου», 1935].
Εμπνέεται από τη λαϊκή παράδοση, όπου τα ντεκόρ είναι αφαιρετικά, αποδίδοντας μόνο την ουσία, φτιαγμένα από έναν ζωγράφο «που δεν ξέρει να ζωγραφίζει». Ο «αφελής» τρόπος του αγνοεί όλους τους ακαδημαϊκούς κανόνες. Τα καθαρά χρώματα και η απουσία προοπτικής έχουν ως αποτέλεσμα να προκύπτουν δυσαναλογίες, σχεδιαστική απλότητα. Τον χαρακτηρίζει η φρεσκάδα της φαντασίας του, όμοια με την οπτική ενός παιδιού. Σε αυτό το σημείο εντοπίζεται ο πρωτογονισμός του. Το συναίσθημα στον Θεόφιλο ταυτίζεται με το ζωγραφικό του ύφος. Η γραφή του, γεμάτη λάθη, ερχόταν να βοηθήσει την ταυτόχρονη δράση και τη συνέχειά της. Ο Θεόφιλος κάνει ζωγραφική και λιγότερο αφηγείται με αυτήν. «Γι’ αυτόν, το πραγματικό θέμα, δηλαδή η ζωγραφική η ίδια και η ποίησίς της, αρχίζουν από εκεί που τελειώνει το ντοκουμέντο». [Στρατής Ελευθεριάδης – Tériade, «Η ζωγραφική του Θεόφιλου», 1935]. Τον διέπει ένας αυθορμητισμός.
Χάριν στον Tériade γίνεται γνωστός σε έναν μικρό κύκλο αλλά όχι αποδεκτός από τους συντοπίτες του. Ο Έλληνας εκδότης του παραγγέλνει έργα λίγο πριν τον θάνατο του καλλιτέχνη. Το 1961 εκθέτει ένα μέρος της συλλογής του με έργα του Θεόφιλου στο Παρίσι. Το 1965 εγκαινιάζεται το μουσείο φόρος τιμής στον Θεόφιλο. Η αποθέωση ήρθε μετά τον θάνατό του. Μοναχική παρουσία στην καλλιτεχνική σκηνή, ο Θεόφιλος, δεν είναι σύγχρονος με τη γενιά του ’30, η οποία τον αποθέωσε και εμπνεύστηκε από το έργο του. Το μέγεθος της σημερινής έκθεσης δημιουργεί ένα κατεστημένο.

* Η Χριστίνα Πετρηνού είναι ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια εκθέσεων

Δεν υπάρχουν σχόλια: