23/1/22

Μια γενιά σε κίνηση

Jimmie Durham, Fleur de Pas Mal, απόσπασμα video

Του Γιώργου Νούση*

PIERRE ROSANVALLON, Η δική μας διανοητική και πολιτική ιστορία, 1968-2018, μτφρ.: Κ. Λαμπρινού, εκδόσεις Πόλις, σελ. 416

Με εξαιρετική διαύγεια, αναστοχαστική και (αυτο)κριτική διάθεση, ο Πιερ Ροζανβαλόν, στο βιβλίο του αυτό, περιδιαβαίνει τη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Γαλλίας ξετυλίγοντας ταυτόχρονα το ιστορικό νήμα της CFDT (Confédération française démocratique du travail), μίας εκ των μεγαλύτερων συνδικαλιστικών οργανώσεων, οργανικό μέλος της οποίας υπήρξε και ο ίδιος.
Ολοκληρώνοντας κανείς αυτή την ιστορική ενδοσκόπηση, στην οποία το προσωπικό συμπλέκεται με το συλλογικό, αφήνοντας το αποτύπωμά τους στη δημόσια ζωή, αποκτά ενδεχομένως την αίσθηση ότι ένα τέτοιο εγχείρημα λείπει για τη δική μας διανοητική και πολιτική ιστορία, την ιστορία των πολιτικών κομμάτων, των φορέων, των συνδικαλιστικών οργανώσεων, την ιστορία της Αριστεράς εν γένει. Όχι μια ιστορία που καταγράφει, αξιολογεί και αποφαίνεται. Αλλά μια ιστορία με ενσυναίσθηση, ως κομμάτι των πολλαπλών πολιτικών ταυτοτήτων αυτού του τόπου. Έχουμε ανάγκη να αναστοχαστούμε, εγκύπτοντας σε αυτό το παρελθόν με ωριμότητα, εκμεταλλευόμενοι την απόσταση του ιστορικού χρόνου που μας χωρίζει.
Διαβάζοντας για τη Γαλλία, επανερχόμουν μέσα από τον Μάη του ’68 στη γενιά της Μεταπολίτευσης· μέσα από την άνοδο του Μιτεράν, συνοδευόμενη από τις σοσιαλιστικές ουτοπίες και απογοητεύσεις, στην ιστορία του ΠΑΣΟΚ και στη δεκαετία του ’80· μέσα από τις αδιάλειπτες θεωρητικές αναζητήσεις και διανοητικές επεξεργασίες ιδεών και εννοιών, στις πολλαπλές ζυμώσεις ενός πραγματικού εργαστηρίου του κοινωνικού και του πολιτικού εντός των κόλπων του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος, με ορόσημο τη διάσπαση του ’68· μέσα από την άνοδο της ακροδεξιάς και του Εθνικού Μετώπου στις αρχές της δεκαετίας του ’70 (η οποία συνέπιπτε με το τέλος της «ένδοξης τριακονταετίας»), στην ανάδυση του ναζιστικού μορφώματος της Χ.Α. και των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών πλαισίων μέσα στα οποία γαλουχήθηκε και απέκτησε μορφή.
Τα παραπάνω δεν αποτελούν συγκρίσεις σε κενό χώρο, ούτε παράλληλες διαδρομές. Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις και ταυτόσημες πορείες. Μπορούμε εντούτοις να σκιαγραφήσουμε τα κοινωνικά πλαίσια, τις δυναμικές και τους λόγους που αναπτύχθηκαν στο διεθνές πλαίσιο, μετασχηματίζοντας και την ίδια την έννοια του πολιτικού στα ιδιαίτερα εθνικά του περιβάλλοντα -κυρίως από τη δεκαετία του ’90 κι έπειτα (μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ)- καθώς η Ευρώπη, ως παγκόσμιο χωριό, όδευε προς μια κοινή οικονομική και πολιτική κατεύθυνση, στο πλαίσιο, πάντοτε, των εγγενών ανισοτήτων που την καθόριζαν. Ως εκ τούτου, μοιάζει επιβεβλημένη μια συγκριτική προσέγγιση για τη βαθύτερη κατανόηση ενδημικών φαινομένων (π.χ. άνοδος ακροδεξιάς, την οποία πραγματεύεται και ο συγγραφέας) που δείχνουν να απασχολούν την τελευταία δεκαετία με διαφορετικούς τρόπους, σε διαφορετική κλίμακα και σαφώς σε διαφορετικά ιστορικά πλαίσια, τόσο τον πυρήνα όσο και την περιφέρεια της γηραιάς ηπείρου, απειλώντας τα μεταπολεμικά δημοκρατικά κεκτημένα.
Έχουμε ανάγκη συνεπώς τις ιστορίες των υποκειμένων. Των ανθρώπων που συμμετείχαν σε αυτές τις κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες. Μία συγκριτική προσέγγιση/συν-ανάγνωση της ιστορίας που εγκολπώνεται τον ορίζοντα προσδοκιών, τις διαψεύσεις, τις ελπίδες και τις έριδες, στο πλαίσιο της πολιτικής σύνθεσης ενός ευρύτερου συνόλου. Ιστορικές αντιστίξεις δια-εθνικών ιδεών, εικόνων και νοοτροπιών, οι οποίες μέσα στα εκάστοτε εγχώρια ιδιαίτερα πλαίσια, συνέθεσαν τη φαντασιακή πρόσληψη του Ευρωπαίου ως συλλογικού εαυτού. Έχουμε ανάγκη να κοιτάξουμε το παρελθόν όχι με όρους κομματικής κριτικής (τι κάναμε λάθος) ή τετελεσμένης ανολοκλήρωτης ουτοπίας. Έχουμε ανάγκη να ιστορικοποιήσουμε τις ελπίδες, τις απογοητεύσεις, τις επιτυχίες και τις αποτυχίες της Αριστεράς ως στοιχεία τα οποία συνετέλεσαν στη συγκρότηση ταυτοτήτων, στη διάχυση ιδεών και στη διαμόρφωση νοοτροπιών, συναρθρώνοντας την έννοια του πολιτικού ως συστατικό θέσμισης μιας κοινωνίας. Ξεπερνώντας τα ταμπού, πέρα από τις διχαστικές, παρωχημένες, εμφυλιοπολεμικές εκφάνσεις ενός φαντασιακού παρελθόντος, να κατανοήσουμε τα φαινόμενα, τα γεγονότα, τις ιδέες και τις έννοιες που μας απασχόλησαν, τόσο στο ιστορικό τους (εθνικό και ευρωπαϊκό) πλαίσιο όσο και στη διαχρονία τους.
Ο Ροζανβαλόν, αποτιμώντας το έργο της «δεύτερης Αριστεράς», ανασυστήνει έναν κόσμο με τον οποίο η δική μου γενιά βρίσκεται ταυτόχρονα τόσο κοντά και τόσο μακριά. Τόσο κοντά ώστε να έχει σχετιστεί μαζί του εν είδει μαθητείας (ακαδημαϊκής ή πολιτικής) και τόσο μακριά για να τον εξοβελίζει ως γενιά boomer και ενίοτε ως ενσάρκωση του «απόλυτου κακού» (βλ. τους λόγους που αρθρώνονται περί της γενιάς του Πολυτεχνείου στα καθ’ ημάς) μιας άλλης εποχής που δεν μπορεί να αντιληφθεί και να κατανοήσει τον κόσμο τον οποίο εν πολλοίς δημιούργησε.
Πώς μεταφράζουμε τους νέους αγώνες και πώς επαν-εννοιολογούμε τα διαχρονικά πολιτικά συνθήματα; Η σκέψη του Ροζανβαλόν αποτελεί τον συνδετικό κρίκο με τον οποίο η συλλογική εμπειρία μια γενιάς διασταυρώνεται και συμπλέκεται με τα σύγχρονα πολιτικά προτάγματα μιας άλλης κι ενώνεται μαζί της με όρους ιδεολογικής εγγύτητας, στο πλαίσιο της ανάγκης (της τελευταίας) επαν-οικειοποίησης ενός παρελθόντος εν είδει πολιτικής και πολιτισμικής συνέχειας. Αναστοχαζόμενος το παρελθόν, ξετυλίγει τα ιστορικά νήματα των πολιτικών, κοινωνιολογικών και ανθρωπολογικών εννοιών που διαμόρφωσαν το πολιτικό και πολιτισμικό τοπίο της Γαλλίας (και συνάμα διαμορφώθηκαν από αυτό), ανατέμνοντας τις σχέσεις των υποκειμένων κι εγγράφοντάς τις στα ιστορικά τους συμφραζόμενα. «Μια γενιά σε κίνηση» θα μπορούσε να είναι ένας εναλλακτικός τίτλος του βιβλίου. Ως εκ τούτου, ο Ροζανβαλόν δεν αφηγείται μόνο την ιστορία της «δεύτερης Αριστεράς». Ως διανοούμενος γίνεται δομικό στοιχείο της ιστορίας του. Αποτελεί κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας της Αριστεράς στη Γαλλία.
Το εν λόγω πόνημα χωρίζεται σε τρεις «στιγμές μιας ιστορίας», όπως αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας. Η πρώτη περιγράφει τους ενθουσιασμούς, τις προσδοκίες και τις ελπίδες της Αριστεράς, εκκινώντας από την επαύριο του 1968 έως και τη δεκαετία του ’70. Στη δεύτερη, η οποία περιλαμβάνει τις δεκαετίες 1980-1990, περιγράφεται η πολιτική και ιδεολογική τελμάτωση μιας περιόδου, στην οποία τα σοσιαλιστικά οράματα σε εθνικό επίπεδο έδειχναν να μετασχηματίζονται για να χωρέσουν στο νέο ευρωπαϊκό αφήγημα, ενώ οι ζωντανές διεργασίες, οι γόνιμοι προβληματισμοί και οι πολιτικές αναζητήσεις της προηγούμενης περιόδου, έδειχναν να συνοδεύουν στο τελευταίο τους ταξίδι τους επιφανείς «μεγάλους δασκάλους» (Sartre, Barthes, Lacan, Foucault), οι οποίοι χάθηκαν στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80, αποστερώντας από τη χώρα ένα τεράστιο κομμάτι του πολιτικού και διανοητικού της κεφαλαίου. Η τρίτη στιγμή, εντοπίζεται στη δεκαετία του 2000 όπου καταπιάνεται με την ανάδυση του ρεπουμπλικανικού εθνο-κυριαρχισμού (souverainisme) και του εθνολαϊκισμού.
Κομβική σημασία για την κατανόηση της σκέψης του έχει και η έννοια της γλώσσας ως διαρκούς επεξεργασίας των τρόπων με τους οποίους μιλάμε (για) και αντιλαμβανόμαστε την Ιστορία. Γλώσσα και Ιστορία κινούνται παράλληλα. Φαίνεται και από τους πολλαπλούς τρόπους/όρους/ έννοιες με τους οποίους κατεργάζεται την εκάστοτε ιστορική πραγματικότητα. Μια γλώσσα η οποία θα πρέπει να εξελίσσεται, ακολουθώντας τη διαρκή κίνηση της Ιστορίας. Επομένως, πέρα από τη χρησιμότητα της γλώσσας για την κατανόηση/έκφραση των ιστορικών μετατοπίσεων και της περιγραφής των μεγάλων μετασχηματισμών, όπως π.χ. της έννοιας της νεωτερικότητας, εν είδει συμπερασμάτων, προβάλλεται η διαρκής κίνησή της -ενάντια στη στασιμότητα της πολιτικής πραγματικότητας- ως αναπόσπαστο κομμάτι του ιστορείν. Ως δομικό στοιχείο με το οποίο, αφενός, αντιλαμβανόμαστε και κατανοούμε, αφετέρου, φτιάχνουμε την ιστορία.
Μέσα από μια τέτοια προσέγγιση θα μπορούσαμε να αντιληφθούμε, αφενός, την ιστορία της Ελλάδας μέσα σε ένα ευρύτερο ευρωπαϊκό και ταυτόχρονα ολοένα και περισσότερο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, αφετέρου, την ίδια την ιστορία της ακροδεξιάς ως μεταπολεμικής πραγματικότητας και ως πολιτισμικό ταυτοτικό στοιχείο της ευρωπαϊκής σκοτεινής ηπείρου, το οποίο οφείλουμε καταρχήν να κατανοήσουμε, αν θέλουμε να εκριζώσουμε κάθε έκφανσή του: είτε ως πολιτικό στοιχείο μιας μισαλλόδοξης καθημερινότητας είτε ως βαθύτερο χαρακτηριστικό που έχει εμποτίσει νοοτροπίες και συμπεριφορές οι οποίες, σε κάθε περίπτωση, μεταφράζονται σε λόγο. Όχι απαραίτητα σε φυσική βία αλλά σε επικίνδυνες μορφές λόγων, οι οποίες κανονικοποιούνται και προβάλλουν ως πηγαία έκφανση μιας απο-ιδεολογικοποιημένης, ουδέτερης, απολιτίκ λογικής της ιστορίας, στο αφήγημα της οποίας η διασφάλιση του ατομικού με κάθε κόστος νοείται ως κάτι μετριοπαθές, πολιτικά ουδέτερο και αξιακά ηθικό. Μια σχεδόν «θρησκευτική ηθική», η οποία εξυψώνεται ως απόλυτη ενσάρκωση του καλού σε μια κοινωνία εντέλει βαθιά συντηρητική, οι οποία λειτουργεί με μανιχαϊστικά δίπολα «ημών και υμών».
Σε αυτή την κοινωνία, φαντάζει επιτακτική η ανάγκη να αντιπαρατάξουμε ιδέες οι οποίες άντεξαν στον χρόνο ακριβώς επειδή δεν αφέθηκαν να βαλτώσουν, αλλά, μέσα από συνεχή διανοητική επεξεργασία, ως πολιτισμικά εντέλει προϊόντα μιας διαλεκτικής σχέσης παρελθόντος - παρόντος, εγγράφονται στα νέα συμφραζόμενα, υπηρετώντας τα νέα πολιτικά προτάγματα των καιρών μας.

* Ο Γ. Νούσης είναι υποψήφιος διδάκτορας Ευρωπαϊκής Ιστορίας, ΕΚΠΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: