12/12/21

Ο Ντοστογιέφσκι είναι εδώ

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι: 200 χρόνια από τη γέννησή του

Της Ευγενίας Κριτσέφσκαγια*

Είναι ο Ντοστογιέφσκι μεγάλος συγγραφέας; Η ιστορία έχει απαντήσει ήδη σ’ αυτή την ερώτηση και κάθε αμφισβήτηση είναι μάταια, αν όχι προσβλητική. Κι όμως. Για να είμαστε ειλικρινείς και δίκαιοι, ίσως είναι γόνιμο να παίξουμε το ρόλο του δικηγόρου του διαβόλου, γιατί δεν ήταν και είναι λίγοι που δεν αποδέχτηκαν τον Ντοστογιέφσκι, μίσησαν τον Ντοστογιέφσκι, ακόμα και θεώρησαν τα γραπτά του κάτω του μετρίου.
Κάποιος είπε, ότι στη Ρωσία δεν υπάρχουν απλά μεγάλοι συγγραφείς, αλλά υπάρχουν ταλαντούχοι συγγραφείς και μεγαλοφυείς συγγραφείς-προφήτες, δάσκαλοι της ζωής και συνάμα μεγάλοι καλλιτέχνες. Και ότι η λογοτεχνία, φτάνοντας στο ύψος της προφητείας, παύει να είναι λογοτεχνία. Προφήτες ήταν ο Τολστόι και ο Ντοστογιέφσκι, και οι εκδηλώσεις λατρείας και μίσους για τον τελευταίο επιβεβαιώνουν ότι ανήκει στη δεύτερη κατηγορία.
Όσοι λάτρεψαν ή αμφισβήτησαν έντονα τον Ντοστογιέφσκι μοιραίως τον συνέκριναν με τον Τολστόι. Και δεν πρόκειται μόνο για τους κριτικούς και ιστορικούς λογοτεχνίας. Όλος ο αναγνωστικός κόσμος ανά την υφήλιο έχει πάρει θέση υπέρ της πρωτιάς του ενός ή του άλλου. Είναι δύο σύμπαντα που δεν άπτονται πουθενά, παρόλο που όχι μόνο συνυπήρχαν στον ίδιο πλανήτη, αλλά και στην ίδια εποχή. Και ιδού το μεγάλο αίνιγμα: δύο τιτάνες συνομήλικοι δεν συναντήθηκαν ποτέ, ούτε επιδίωξαν να συναντηθούν, αν και κατά καιρούς βρέθηκαν στην ίδια αίθουσα.
Ο Λένιν, ίσως ο μεγαλύτερος επικριτής του Ντοστογιέφσκι, που δεν μασούσε τα λόγια του, θεωρούσε τον κόμη Τολστόι καθρέφτη της ρωσικής επανάστασης, ενώ, κατά τα λεγόμενά του, του ερχόταν εμετός όταν διάβαζε τον raznochinets Ντοστογιέφσκι, που πήγε στα κάτεργα για τη συμμετοχή στον κύκλο των σοσιαλφιλελεύθερων και μόνο ένας τυφλός δεν θα συμπέραινε από τα γραπτά του πόσο αναπόφευκτη και μοιραία ήταν η Επανάσταση. Αλλά ο Ντοστογιέφσκι συγχωρούσε τα πάντα, ενώ ο Τολστόι τίποτα. Όπως ακριβώς η Επανάσταση.
Μεγαλύτεροι επικριτές του Ντοστογιέφσκι ίσως ήταν ο Ιβάν Μπούνιν και ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, δύο μεγάλοι και αυστηροί μαιτρ του λογοτεχνικού λόγου και της λογοτεχνικής αρχιτεκτονικής και φανατικοί ακόλουθοι του Τολστόι. Ο Μπούνιν πήγε πέραν της λογοτεχνίας, καθώς θεωρούσε τον Ντοστογιέφσκι υπεύθυνο για τα δεινά της Ρωσίας∙ κατά τον Μπούνιν, εκείνος ήταν καθρέφτης της ρωσικής Επανάστασης!
Το 1918, ο μετέπειτα μεγάλος σοβιετικός συγγραφέας Βαλεντίν Κατάγιεφ συνάντησε τον Μπούνιν στην Οδησσό και η συζήτηση μοιραίως κύλησε στον Ντοστογιέφσκι. «Μισώ τον Ντοστογιέφσκι σας», είπε ο Μπούνιν με πάθος. «Σιχαμερός συγγραφέας με τις περιπλοκότητές του, με φρικτή ατημελησία της επιτηδευμένης, αφύσικης, επινοημένης γλώσσας του, που κανείς και ποτέ δεν μιλούσε και δεν μιλάει, με ενοχλητικές, βαρετές και μακρές επαναλήψεις και βραδυγλωσσία... Σαν να σε πιάνει από τ’ αφτιά για να χώσει τη μούρη σου σ’ αυτή την ψυχική εμετίλα... Μέγας Ιεροεξεταστής! Από κει προέρχονται ό,τι έπαθε η Ρωσία – παρακμή, μοντερνισμός, επανάσταση, νέοι άνθρωποι σαν κι εσάς, ως τα κόκαλα δηλητηριασμένοι με ντοστογιεφσκισμό, χωρίς προορισμό στη ζωή, χαμένοι, ψυχικά και σωματικά σακατεμένοι από τον πόλεμο, που δεν ξέρουν τι να κάνουν τις δυνάμεις, τις ικανότητές τους, συχνά τεράστιες...»
Σχεδόν φυσική αποστροφή νιώθει για τον Ντοστογιέφσκι ο Ναμπόκοφ. Στις διαλέξεις για τη ρωσική λογοτεχνία εκφωνεί έναν φλογερό «κατηγορώ» ενάντια στο έργο του. Για τον Ναμπόκοφ ο Ντοστογιέφσκι είναι συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων, «όπου κάθε ήρωας παραμένει ίδιος και απαράλλαχτος μέχρι τέλους» και «όλοι λειτουργούν ως έμπειροι σκακιστές σε μια παρτίδα σκάκι». Ο Ναμπόκοφ παραθέτει λίστα ασθενειών των ηρώων του Ντοστογιέφσκι, μια και όλοι τους νοσούν: επιληψία, ανία, υστερία, ψυχοπάθεια. Είναι για τα σίδερα, όχι της φυλακής, αλλά του τρελάδικου. Ο Ναμπόκοφ επισημαίνει ότι το αγαπημένο θέμα του Ντοστογιέφσκι είναι η ταπείνωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, κάτι που η παιδεία και η αισθητική του Ναμπόκοφ, αλλά και του Μπούνιν, δεν το επιτρέπουν.
Αλλά και όσοι τον λάτρεψαν, όπως ο Λουνατσάρσκι, παραδέχονται, ότι «ο Ντοστογιέφσκι ξέρει να μετατρέπει την πραγματικότητα σε ηδονή. Συχνά βουτάει το μαγικό του πινέλο στο βρομερό βάλτο και απολαμβάνει αυτή τη βρομιά». Και ο Λουνατσάρσκι στο λόγο του στην εκδήλωση για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Ντοστογιέφσκι, το 1921, και ο Τόμας Μαν στην εισαγωγή στην αμερικάνικη επίτομη έκδοση των έργων του Ντοστογιέφσκι, το 1946, κάνουν προσπάθεια να συμφιλιώσουν το «έγκλημα» των κειμένων του Ντοστογιέφσκι εις βάρος των αναγνωστών, όταν τους υποχρεώνει να βουτήξουν μαζί του σ’ αυτό το βάλτο, με τη «τιμωρία» που ο συγγραφέας επιβάλλει στον εαυτό του και σε όλη την ανθρωπότητα για όλα τα διαπραχθέντα ανά αιώνες εγκλήματα, στην προσπάθεια να εξιλεωθεί και να εξιλεώσει. Γι’ αυτό ο Τόμας Μαν προειδοποιεί: «Ντοστογιέφσκι, αλλά με μέτρο, Ντοστογιέφσκι, αλλά με σοφούς περιορισμούς». Γιατί για τις αδύναμες ψυχές υπάρχει κίνδυνος να κολλήσουν στο βάλτο.
Καλά ο Μπούνιν και ο Ναμπόκοφ, το μίσος τους είναι σχεδόν ταξικό. Καλά και ο Λένιν με το ιδεολογικό του μίσος. Άντε και ο συνομήλικος Τουργκένιεφ, πεπεισμένος δυτικιστής, με το περίφημο του «Ο Ντοστογιέφσκι είναι ένα σπυρί στη μύτη της ρωσικής λογοτεχνίας», που θα μπορούσε να εκληφθεί ως έκρηξη συντεχνιακής ζήλιας.
Αλλά ο νεώτερος Τσέχωφ δεν είχε να ζηλέψει τη δόξα του Ντοστογιέφσκι, όταν έγραφε στον φίλο και εκδότη του Αλεξέι Σουβόριν: «Αγόρασα στο βιβλιοπωλείο σου τον Ντοστογιέφσκι και τώρα διαβάζω. Καλά, αλλά υπερβολικά εκτενή και άσεμνα. Πολλά ερωτήματα». Ως «δικό μας κακό μεγαλοφυή δαίμονα» χαρακτήριζε τον Ντοστογιέφσκι ο Γκόρκι, επίσης εστιάζοντας στην «ηδονή, με την οποία απεικονίζει τις δύο ασθένειες των Ρώσων, για τις οποίες ευθύνεται η τρομερή τους ιστορία, η βαριά και πονεμένη ζωή: τη σαδιστική σκληρότητα ενός απογοητευμένου μηδενιστή, και στον αντίποδά του το μαζοχισμό ενός καταπιεσμένου, φοβισμένου πλάσματος, ικανού να ηδονίζεται με τον πόνο του, με χαιρεκακία επιδεικνύοντάς τον στους άλλους και στον εαυτό του».
Σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, ένας από τους πλέον διακεκριμένους Ρώσους κριτικούς λογοτεχνίας, Δμίτρι Μπίκοφ, σχεδόν θα επαναλάβει τη σκέψη του Μπούνιν και θα ολοκληρώσει τη σκέψη του Γκόρκι: «Εκείνη η εκδοχή της ρωσικής ψυχής προς εξαγωγή, που όλοι φοβούνται και από την οποία εξίσου σταθερά γοητεύονται, είναι δημιούργημα του Ντοστογιέφσκι, και είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς για έναν συγγραφέα αμάρτημα μεγαλύτερο τούτου».
Και αν ο 19ος και ο 20ός αιώνες ήταν εποχές θριάμβου του Τολστόι, στον 21ο αιώνα έκανε αναμφισβήτητο ποδαρικό ο Ντοστογιέφσκι. Κυρίως στη Ρωσία. Μετά από έναν αιώνα, ο Ντοστογιέφσκι παίρνει τη ρεβάνς. Και από μια άποψη είναι τρομακτικό: οι φωτεινοί ευγενείς (ασχέτως καταγωγής) ήρωες του Τολστόι νικιούνται κατά κράτος από τους σκοτεινούς δαίμονες, με τους οποίους μας έφερε πρόσωπο με πρόσωπο ο Ντοστογιέφσκι. Στα μάτια πολλών νέων (που ούτως ή άλλως παύουν να διαβάζουν) ο Πόλεμος και Ειρήνη φαντάζει ανιαρή φλυαρία σε σχέση με το ψυχολογικό θρίλερ των Αδελφών Καραμαζόφ. Αλλά μήπως ταυτόχρονα ηττείται και ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι, όταν το κορυφαίο ψυχολογικό του δράμα διαβάζεται ως απρόβλεπτο αστυνομικό μυθιστόρημα; (Εδώ ο Ναμπόκοφ γελάει).
Ντοστογιέφσκι, λοιπόν, αλλά με μέτρο; Με σοφούς περιορισμούς; Ή και καθόλου Ντοστογιέφσκι; Ο καθένας πρέπει να αποφασίζει μόνος για τον εαυτό του, κατά πόσο δηλαδή αντέχει να βουτήξει «στο πύρινο ποτάμι των συναισθημάτων» του Ντοστογιέφσκι κατά τον Λουνατσάρσκι ή στην «ψυχική εμετίλα» κατά τον Μπούνιν. Γιατί ενίοτε είναι το ίδιο.

*Η Ευγενία Κριτσέφσκαγια είναι κλασική φιλόλογος

Αντρέας Ράγκναρ Κασάπης, Hood, 2021, λάδι σε ξύλο, 50 x 40 εκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: